Του Ιορδάνη Κυριακίδη
ΟΛΑΚΕΡΗ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΚΕΠΑΖΑΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ που μου φόρτωσε ο αστόχαστος, ο άνδρας μου, που δεν κατείχε τίποτε άλλο, πέρα απ’ τα ξενύχτια με τις σουρλουλούδες κι απ’ τ’ ατέλειωτα μεθύσια. Τ’ ανομολόγητα σπίτια ήταν τα στέκια του και στα καπηλειά ξημεροβραδιαζόταν κι εμείς κάμναμε πέρα απ’ τις ντροπές μας. Ζωντανή μ’ έστελνε στην κόλαση, με τ’ αμάθητα βάρη του, μα διόλου δε νοιαζόταν γι’ αυτό, ο αθεόφοβος. Μοναχά ένα παιδί προλάβαμε να κάμουμε, τη Φιλιώ, γιατί δεν ξάδειαζε, ο κολασμένος, να δει τη φαμελιά του. Κρυβόμουν, κι απ’ τον εαυτό μου ακόμα, γιατί δεν άντεχα τις πομπές του κι έλεγα, όνειρο είναι, θα ξυπνήσω και θα γελώ με τα καμώματα της νύχτας. Για τούτο, οι γονέοι μου, παρακαλούσαν την Παναγιά, να του στείλει κακιά αρρώστια, να δει χαΐρι το σπιτικό μας, για τούτο έφυγαν τόσο νωρίς μ’ ανοιχτά τα μάτια.
Δεν τον ήθελε ο κύρης μου για άντρα μου, έκοβε το μάτι του, μα έλα που βάλθηκε η μοίρα να μου κάμει κακό κι εγώ την βοηθούσα! Άμαθη καθώς ήμουνα, παρακαλούσα τον κύρη μου, να δεχτεί τον Ευγένιο για γαμπρό του, να μη χάσω τέτοιο τυχερό και να τώρα η κατάντια μου.
Στο γάμο μας, μοναχά αυτός ήταν και κείνοι που τον γέννησαν, κανείς άλλος. Δεν είχε συγγενείς, δεν είχε φίλους, να ‘ρθουν στη χαρά του; Με μπαλωμένο βρακί πέρασε το κατώφλι μας, ο βελζεβούλης, και τον κάμαμε τσορμπατζή, μα αυτός άλλες έγνοιες είχε, πώς να κοιτά τις ξένες αυλές.
Σαν μπούχτισε, ο αφορεσμένος, απ’ τις βρομοδουλειές του, σαν με γονάτισε για τα καλά, ξενιτεύτηκε, να γυρίσει πίσω με καλούδια, να με κάμει κυρά, έτσι έλεγε. Κυρά ήμουν, μα ετούτος το ξεχνούσε κι έτρεχε με τη μια και με την άλλη κι εγώ έπεφτα στα τάρταρα και ζητούσα να χαθώ, μη με βλέπει ανθρώπου μάτι. «Μείνε στον τόπο σου, επέμενα, τι θ’ απογίνουμε δυο γυναίκες μοναχές;» Τον παρακαλούσα να μείνει, κι ας ζητούσα κρυφά, να του ‘ρθει αποπληξία, μα κανέναν δεν άκουσε κι έφυγε. Κάλλιο, θα ‘στεργα, να ‘μενα χήρα, παρά ν’ ακούγω τα μισόλογα του κόσμου, πως μας παρατούσε κι έφευγε, μοναχά να σουρτουκεύει λεύτερα.
Γραφή ποτέ δεν έγραψε, μα όλοι στο χωριό μαθαίναμε τα μπερεκέτια του και χαμήλωνα περσότερο το μπόι μου και δεν είχα παρηγόρια.
Κυλούσε ο καιρός, το σπλάχνο μου μεγάλωνε και γινόταν κοπέλα, ολόιδιος άγγελος, και καμάρωνα για το φυτράδι μου. Παρηγοριά κι απαντοχή μου ήταν η Φιλιώ και για χάρη της μισοξεχνούσα τις τυράγνιες του ακατονόμαστου, έπαυα τις κατάρες μου γι’ αυτόν κι έπαιρνα κομμάτι πάνω μου.
Τα χρόνια περνούσαν, μα οι μοίρες άλλα δούλευαν γι’ αυτές! Δεν έπρεπε να ψευτογελάσουν, να χαλαρώσει κομμάτι η καρδιά τους. Η Φιλιώ, γινόταν δασκάλα και πάνω που γιόρταζαν, πάνω που οι δυο γυναίκες δούλευαν τα μικρά τους όνειρα και διπλοκάθονταν σε κάποια σιγουριά, χτυπά την πόρτα του σπιτιού ο Ευγένιος, ο ξεχασμένος άντρας της Ευτέρπης, η ξεχασμένη της ντροπή.
Πάγωσαν, μάνα και κόρη, με τούτο το φάντασμα, που ακάλεστα βρέθηκε μπρος τους. Σταυροκοπήθηκε, μια-δυο φορές, εκείνη, μην είναι κακό όνειρο, λέξη δεν είπε η Φιλιώ και μοναχά έκαναν τόπο, να περάσει μέσα η κατάρα του σπιτιού.
Σώπαιναν, λες και κακιά μάγισσα τους πήρε τη λαλιά, θαρρείς πως φιλοξενούσαν, άθελά τους, ορκισμένο εχθρό, λες και ξενυχτούσαν νεκρό. Κάπου-κάπου, ακουγόταν ήχος, που έμοιαζε μ’ αναστεναγμό, ίσως φωνή θεριού, που πιάστηκε στο δίχτυ, που πάλευε να λευτερωθεί, και μετά ησυχία νεκροταφείου. Τα βλέμματα έμεναν παγωμένα, θαρρείς, να μην στέλνουν την εικόνα στην καρδιά, να χαρούν, να λυπηθούν, να θυμώσουν, να βρίσουν ακόμη.
Η Ευτέρπη, ξαναθυμήθηκε τα βάρητα που της φόρτωσε ετούτος ο άπραγος, που τα ‘φερε έτσι η κατάρα κι έγινε άντρας της. Κοίταξε πίσω, ξαναείδε την τυραγνισμένη της ζωή και ξανάνιωσε πως άφταιχτα την έχασε κι ετούτος ήταν η αιτία.
Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό της το μυστικό φάρμακο, που το ‘χε μαθημένο απ’ τη μάνα της, και κείνη απ’ τη δική της, κι ανάσανε βαθιά. Έβραζαν τη ρίζα κάποιου φυτού και το ζουμί το έδιναν σε κείνες που είχαν δύσκολες γέννες, να λευτερωθούν γρηγορότερα, μην κινδυνέψουν, μάνα και μωρό. Τούτο το φάρμακο, αν δεν το έκαμνες κουμάντο, μπορούσε να γίνει φαρμάκι, να χαθεί άνθρωπος. Ήταν δύσκολο φάρμακο, ζητούσε περίσσια προσοχή, μα δεν ήταν φαρμάκι, παρά μοναχά αν έπεφτε σε χέρια αστόχαστα.
Τώρα, που έβλεπε μπροστά της την αιτία της δυστυχίας της, σκέφτηκε τούτο το φάρμακο. Η Ευτέρπη, ήταν η μαμή όλων των γύρω χωριών, απ’ τη μέρα που πέθανε η μάνα της, και βοήθησε πολλές ετοιμόγεννες, μην κακοπάθουν, κι όλοι την ευλογούσαν. Τούτο το φάρμακο, γινόταν τώρα φαρμάκι στο μυαλό της, και το φχαριστιόταν. «…θα τον ποτίσω, κι ας πάει στη μαύρη κόλαση, ποτέ μη βρει αναπαμό, ο εωσφόρος», σιγομουρμούρισε κι έστηναν χορό τα μέσα της.
Αύριο κιόλας, θα κατέβαινε στο υπόγειο, να πάρει τη φυλαγμένη ρίζα, να τη βράσει, να ποτίσει το γέρο, να τον εκδικηθεί για τους άδικους παιδεμούς της. Με τούτο το φαρμάκι θ’ αναμετριόταν με τον Ευγένιο και ήταν σίγουρη πως θα διπλονικούσε.
Όλα τα σχεδίασε με περίσσια φρόνηση, αφού το φάρμακο δε συγχωρούσε κουτουράδες. Θ’ άφηνε να περάσει λίγος καιρός, να πάει ο Ευγένιος στον καφενέ, να ζυγιάσουν οι συγχωριανοί τις αρρώστιες του, μην πονηρευτούν για το χαμό του.
Κύλησαν κάμποσες μέρες, βγήκε ο γέρος έξω, γύρισε στο σπίτι, να φάει και να κοιμηθεί και οι κουβέντες λιγοστές, φτωχές.
Σαν είδε η Ευτέρπη, πως ωρίμασε ο καιρός, πως ωρίμασε το φάρμακο, κοντά στο βραδινό, του ‘βαλε το κρασί με το φαρμάκι και κάθισε παραδίπλα, να τον δει να το πίνει, να ξεκαρδίζονται τα σωθικά της.
Σήμερα, έδειχνε κουρασμένος ο Ευγένιος και λίγο πριν πέσει να κοιμηθεί, της είπε.
-Τον ξέχασα ετούτον τον τόπο και δε μου πολυαρέσει. Θα πουλήσω τα έχει μου και θα φύγω.
-Των γονέων μου τα μπερεκέτια θα πουλήσεις, είπε αυτή και σκέπασε το πρόσωπό της απ’ την τρομάρα της.
Έπρεπε να βιαστεί η Ευτέρπη, να μεγαλώσει τη δόση απ’ το δηλητήριο, να κοντύνει το χρόνο, να μην προλάβει να τελειώσει τα σχέδιά του ο Ευγένιος και χαθεί το βιος της.
Αυτή, υπολόγιζε, να του δώσει το φαρμάκι με ρέγουλα, να πεθάνει "φυσιολογικά", μα τώρα ο γέρος άλλαζε τη σειρά. Έπρεπε να βιαστεί, να δυναμώσει το δηλητήριο και δε νοιαζόταν μη φανερωθεί το μυστικό της.
Τ’ άλλο βράδυ, μεγάλωσε τη δόση και κάθισε πάλι απέναντί του. Καμωνόταν πως πρόθυμα τον φρόντιζε, του ‘βαζε τ’ ακριβό κρασί μπρος του, ετοίμαζε το κρεβάτι του και μετά περνούσε στην κάμαρή της, να κάμει τους δικούς της λογαριασμούς, να κοιμηθεί, όμοια με κείνον που τα ‘χει όλα με φρόνηση καμωμένα.
Ξημέρωσε και τούτη και η άλλη και η παρ’ άλλη μέρα κι ο γέρος έδειχνε να ‘ναι καλά. Όλα πήγαιναν όπως τα υπολόγιζε, αφού η νέα δόση δεν την ξεστράτιζε. Έκανε και πρόβες για το θρήνο της, σαν θα πέθαινε αυτός, μα δεν έβρισκε λόγια, να ‘ναι κοντά στην αλήθεια, μη ρεζιλευτεί μπρος στους χωριανούς. Λογάριασε και το τραπέζι που θα ‘στηνε, μετά το φύτεμά του, και της φαίνονταν πολλά τα έξοδα. «Χαράμι του, μονολόγησε, τι να κάμω; Άνθρωπος πέθανε, θέλει φροντίδα και δε μ’ αρέσουν τα κουτσομπολιά. Ετούτο το έξοδο, χαμένος παράς είναι, μα τι να κάμω;».
Σήμερα, ο Ευγένιος, ξύπνησε αργά κι έδειχνε θυμωμένος, γιατί είχε να κάμει δουλειές κι άργησε. Ένιωθε κουρασμένος και θαρρείς πως παραπατούσε. «Πρέπει να κόψω το πιοτί», μονολόγησε, την ώρα που έφευγε.
Τρόμαξε η Ευτέρπη με τούτο που άκουσε. Έφτανε στο τέλος και η δουλειά της χαλούσε.
Σαν βγήκε έξω εκείνος, πήρε αυτή το δρόμο για την εκκλησιά.
Ζητούσε να κουβεντιάσει με τον παπά. Μοναχά παραγγελιές λογάριαζε να του δώσει για τη Φιλιώ.
-Πού είσαι, κυρά-Ευτέρπη, είπε ο παπάς, σαν την είδε.
-Σε χρειάζομαι, τ’ απάντησε εκείνη κοφτά, δίχως να τον κοιτάξει.
-Σ’ ακούω, τι ζητάς;
-Για το φονικό σε θέλω.
-Φονικό;
-Παπά μου, ο καιρός δεν περιμένει. Ήρθα να σου φανερώσω τ’ αποφασισμένο φονικό. Ό,τι πούμε, από δω και μπρος, θα ‘ναι για τον Ευγένιο, να σώσω τη Φιλιώ.
-Κυρά-Ευτέρπη…
-Ξέρεις καλά κείνον που παντρεύτηκα, τα βάσανα που μου φόρτωσε, πανάθεμα στη φύτρα του.
-Όχι κατάρες. Για ξομολόγηση ήρθες, το λησμονάς;
-Δεν ήρθα για ξομολόγηση. Τα σχέδιά μου ήρθα να σου φανερώσω. Ο θεός να κατεβεί κάτω, δεν αλλάζω απόφαση. Τον στέλνω στην κόλαση, να καθαρίσει ο τόπος απ’ τη βρόμα του.
-Αποφάσισες να κάμεις φονικό και δε νοιάζεσαι που κολάζεσαι;
-Εδώ που έχω φτάσει, παπά, τίποτες δε λογαριάζω και μην έχεις την έγνοια μου.
-Αλλουνού έγνοια έχω.
-Έχε την έγνοια σου, να μείνω εγώ με τη δική μου. Τώρα, για την Φιλιώ μου σκιάζομαι μοναχά, για κανέναν άλλον δε σκοτίζομαι. Αν τον αφήσω να ζήσει, θα χαθεί εκείνη.
-Παλάβωσες;
-Δεν ξέρεις πως κι άλλα βάρητα πάει να μας φορτώσει, για τούτο απορείς.
-Φόνισσα θα γενείς;
-Παπά-Θεοφύλακτε, σχεδιάζει, ο αντίχριστος, να πουλήσει ό,τι του έδωκε ο κύρης μου, να μας αφήσει και να φύγει. Κάτω από γέφυρες θα κοιμόμαστε; Αντέχεις να μας θωρείς ζήτουλες;
Κάτι πήγε να πει ο παπάς, μα τον έκοψε.
-Χτες, σαν κοιμήθηκε, ο κακούργος, ανακάτωσα τα πράματά του και βρήκα τα σημάδια για τις πωλήσεις. Τίποτες δε μας αφήνει. Τίνος περιουσία πουλάει; Τι θ’ απογίνουμε δυο γυναίκες μοναχές; Ο θεός με παρατά κι εγώ θα μένω άπραγη;
-Και με το θεό τα βάζεις;
-Με το θεό τα βάζω και μ’ όποιον μπαίνει μπρος μου. Σκληρός νόμος γίνομαι για χάρη της Φιλιώς.
-Πώς είναι τώρα, ο δύστυχος;
-Γκρινιάζει κι αναπαμό δεν έχει.
-Κυρά-Ευτέρπη…
-Το φάρμακό μου άρχισε τη δουλειά του, για τούτο δεν πολυβγαίνει έξω.
-Πώς σχεδιάζεις το φονικό; συνέχισε ο παπάς και το μυαλό του έψαχνε λύσεις, να σώσει τον γέροντα.
-Του δίνω καθημερινά το φάρμακό μου, ξέρεις εσύ, κείνο που έδωκα στην παπαδιά σου, σαν είχε δυσκολία στην πρώτη της γέννα. Θυμάσαι τα πεσκέσια που διπλοέστειλες, σαν την γλύτωσα απ’ τα ζόρια της;
Προσπάθησε πάλι να μπει μπροστά ο παπάς, μα δεν τα κατάφερε.
-Τούτο το φάρμακο, το κάμω φαρμάκι κι ας πάνε οι γιατροί να βρούνε τι έφταιξε και ψόφησε ο καταραμένος. Τα ‘χω όλα καλά υπολογισμένα και δε θα μου ξεφύγει, στρατιά να μπει μπρος μου.
Έχει δίκιο, η Ευτέρπη, συλλογίστηκε ο παπάς, μα όχι και να κάμει φονικό! Πώς όμως μπορούσε να μπει στη μέση, να ‘ναι και οι δυο βολεμένοι;
-Παπά μου, συνέχισε εκείνη, σαν τον έβλεπε να σωπαίνει, μην ψάχνεις να βρεις περάσματα, γιατί, ο τρισκατάρατος, έκλεισε όλους τους δρόμους. Έπειτα, δεν ήρθα για ξομολόγηση κι άφησε τα κηρύγματα.
-Αφού δεν είναι ξομολόγηση, γιατί πρέπει να ξέρω;
-Αν φανερωθεί το φονικό μου, ζητώ να ‘χεις την έγνοια της Φιλιώς. Μεγάλωσε, μα έχει ανάγκη από δικό της άνθρωπο, να την στηρίξει στη δύσκολη ώρα. Πάρε και τούτες τις λίρες, χρόνια τις φυλάγω, ξόδεψέ τες με φρόνηση, σαν χαθώ.
-Και…
-Σε δυο μέρες, σε καλώ να διαβάσεις τον αναθεματισμένο και τελεύουμε.
Μπαινόβγαινε ο παπάς στην εκκλησιά, μα δεν έβρισκε λύση. Το φονικό δεν μπορούσε να το σταματήσει, γιατί το μάθαινε την ώρα της ξομολόγησης, κι ας έλεγε η Ευτέρπη πως δεν ερχόταν να φανερώσει τα κρίματά της. Φορούσε πετραχήλι, ήταν κανονικό Μυστήριο. Θ’ άφηνε να χαθεί μια ψυχή, επειδή τ’ απαγόρευε το Μυστήριο; Ο νόμος έστεκε πιο ψηλά απ’ τη ζωή; Τα ‘χε χαμένα, του ερχόταν παραζάλη.
-Αύριο, παπά μου, θα του δώσω την τελευταία δόση, να χαθεί, ο παλιόσκυλος.
-Τώρα κιόλας θα πάω να βρω τους χωροφυλάκους, είπε ο παπάς. Μπορώ να το κάμω, αφού δεν είναι τούτη ξομολόγηση.
-Δύσκολο να σταματήσεις το φονικό και δε με κόφτει που θα κλειστώ στη φυλακή.
-Κυρά-Ευτέρπη…
-Παπά-Θεοφύλακτε, οι τυράγνιες μου ξεπερνούν αυτές των αγίων και παίρνειςτο μέρος του θεοκατάρατου;
-Πάλι βρισιές;
Ο καθένας έλεγε τα δικά του, μα δεν μπόρεσαν να συναντηθούν οι δρόμοι τους και χώρισαν κι έδειχναν μαλωμένοι.
Την άλλη μέρα, με το χαμήλωμα του ήλιου, με τις πρώτες σκιές, πήρε το δρόμο ο παπάς, να πάει να βρει τους δυο γέροντες, να μπει στη μέση, να στηρίξει το λόγο του και σε ψευτιές ακόμη, μήπως καταφέρει να κάμει τις καρδιές και των δυο, μη γίνει φονικό. «… παπάς εγώ και να πω ψέματα; Γίνεται να συμμαχήσω με το διάβολο;», έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. « Εγώ, ένας ψεύτης, πως θα σταθώ αύριο μπρος στο Θυσιαστήριο;»
Την ώρα που χτυπούσε την πόρτα, σκεφτόταν να φύγει, να πάει στη χωροφυλακή, να καταγγείλει το ετοιμασμένο φονικό, να σώσει μια ζωή, κι ας μην άξιζε να σωθεί, κι ας τ’ απαγόρευε το Μυστήριο.
Άνοιξε η γριά και μπήκε μέσα ο παπάς ξαναμμένος.
-Πού είναι ο γέρο-Ευγένιος, της είπε αυστηρά. Φώναξέ τον, ζητώ να του μιλήσω.
-Τι να τον κάμεις, παπά μου; Δεν έχεις δει κουφάρια; Τόσους και τόσους έχεις φυτέψει, δε χόρτασες;
-Θέλω να τον δω, επέμενε ο παπάς.
Απρόθυμα, του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Πλησίασε ο παπάς, κόλλησε το βλέμμα του πάνω στο κιτρινισμένο πρόσωπο του Ευγένιου κι αναρωτιόταν, αν είναι ζωντανός, αν είναι νεκρός. Έβαζαν στοίχημα, τούτη τη στιγμή, η ζωή κι ο θάνατος, αν ετούτος, που έδειχνε να κοιμάται, αν ετούτος, που φαινόταν πεθαμένος, αν είναι ζωντανός, αν είναι νεκρός.
-Ξύπνησέ τον, θέλω να κάμω κουβέντες και με τους δυο σας.
-Έχεις κάτι σίγουρο, παπά μου, ή ζητάς μοναχά λόγια του αγέρα;
-Φέρνω ζυγιασμένες κουβέντες, ακούστε με.
-Ο θεός μ’ οδηγεί σε τούτο το φονικό, παπά-Θεοφύλακτε. Το χέρι του θεού γίνομαι, μην αντιστέκεσαι στο θέλημά του. Παπάς είσαι, κατέχεις πως έγιναν πολλά φονικά στο όνομα του θεού.
-Τι είναι αυτά που ξεστομίζεις; Παλάβωσες;
- Πήγαινε ν’ αναπαυτείς, παπά μου, γιατί δε θ’ αργήσει, ετούτος ο χαραμοφάης, να χαιρετήσει τον παλιόκοσμο κι αύριο σε καλώ να τον φυτέψουμε. Να μου το θυμάσαι, πουλί δε θα καθίσει στον τάφο του κι αν ποτέ τ’ ανάψω καντήλι, να με ‘βρει μεγάλη συμφορά, να ‘χω κακά στερνά.
-Αν δεν ξυπνήσει, αν δεν του πω εκείνα που έχω σχεδιασμένα, αν δεν του αλλάξω την απόφαση, δε φεύγω. Κουβέντα ζητώ να κάμω μαζί του κι αν…
-Κι αν δεν κάμει πίσω, τον έκοψε η γριά, τότε θα ευλογήσεις το φονικό;
-Το φονικό δε θα γίνει, να χτυπιέσαι σαν δαιμονισμένη.
-Παπά…
-Πώς θα λειτουργήσω αύριο, όταν, ενώ κατέχω τ’ άδικο, δεν κάμω τίποτες να σταματήσει; Εγώ δεν έχω αλισβερίσια με τον σατανά και μην υπολογίζεις πως θ’ αφήσω κρυφό το φονικό. Τούτον το λόγο, δεν τον παίρνω πίσω, να κατέβει ο ουρανός στη γη.
-Παπά…
-Δε γίνεται ν’ αφήσω τη μάνα μου, συνέχισε και δεν της έδινε το λόγο, να πάει στην κόλαση. Δεύτερη μάνα μου είσαι, σε σένα χρωστώ τούτο το ράσο και δε θα ησυχάζω, σαν θα νιώθω πως συμμάχησες με το διάολο και κάμεις τα θελήματά του.
-Τούτες τις μαλαγανιές, παπά-Θεοφύλακτε, σε κείνη που σε γέννησε, γιατί δε φτουρούν σε μένα.
Γονάτισε μπρος της ο παπάς, να την παρακαλέσει, να πάψει το φονικό, να τον λυπηθεί, να μπορέσει, τη μέρα που ξημερώνει, να λειτουργήσει.
-Τι είναι ετούτα που κάμεις; Παπάς να γονατίζει μπρος σ’ άνθρωπο, πού φάνηκε; Τι παράταιρα πράματα είναι ετούτα!
Παρακαλούσε, ο παπάς, να πάψει το φονικό και συνέχιζε να μένει σκυφτός.
Έκρυψε το πρόσωπό της η γριά, να μη βλέπει πράματα αθώρητα. Χίλιες φορές να πεθάνει, άλλες τόσες να πουληθεί η περιουσία της, να κοιμάται κάτω από γιοφύρια, να κακοπάθει ακόμη η Φιλιώ, παρά να βλέπει μπρος της τον παπά γονατιστό.
-Τα ‘χεις χαμένα παπά; Στη μέση της κόλασης ζητάς να με ρίξεις;
Εκεί που σιγομουρμούριζε ο παπάς κάποια προσευχή, πέρασε απ’ τη σκέψη της η υποψία, πως ίσως ο παπά-Θεοφύλακτος πιανόταν από την αδυναμία της στο ράσο, να την κάμει να υποχωρήσει, να πάψει το φονικό. Έμεινε κάμποση ώρα να τον κοιτάζει και τέλος του είπε.
-Οι πονηριές σου, παπά-Θεοφύλακτε, δε μετράνε σε μένα. Στους χωριάτες να τις κάμεις, να πιάσουν τόπο.
-Αν πεθάνει ο γέρος, συνέχισε αυτός, θα κρεμάσω το πετραχήλι μου στην πόρτα σου. Κατέχεις πως δε γίνεται παπάς δίχως πετραχήλι;
-Δε σε καταλαβαίνω, παπά.
-Μετά το φονικό, αφού δεν κατάφερα να το σταματήσω, δεν μπορώ να λειτουργήσω. Φωτιά θα πέσει να με κάψει. Κι αν ήτανε μοναχά για μένα, δε θα πολυνοιαζόμουν, μα έχω παπαδιά, έχω παιδιά...
-Παπά…
-Κυρά-Ευτέρπη, δεν είναι ώρα για κούφια λόγια κι ο θεός να μας λυπηθεί. Πριν φαρμακώσεις το γέρο, σκέψου μοναχά το ράσο, άλλο δεν έχω να πω.
Παράτησε ο παπάς τη γριά, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του.
Έμεινε μοναχή η Ευτέρπη κι έπεσε σε μεγάλο συλλογισμό. Κοντοστάθηκε να κάμει τους λογαριασμούς της και σιγομουρμούρισε «… λες να κρατήσει το λόγο του, να κρεμάσει το πετραχήλι στην ξώπορτά μου, να γίνω τ’ ανάθεμα του χωριού; Δε θα φτύνουν τον κόρφο τους οι χωρικοί, σαν μ’ απαντούν στη στράτα τους;»
Πλησίασε τον Ευγένιο, που έδειχνε να ‘ναι στα τελευταία του και το καταλάβαινε, ο δύστυχος, και ζητούσε να ζήσει. Σαν βεβαιωνόταν αυτή, για κείνο που γινότανε, έτρεξε στον παπά, μ’ αυτόν να κουβεντιάσει πρώτα, αν θα φώναζε το γιατρό.
-Έλα, παπά, χάνω τον Ευγένιο.
-Εκείνον που…
-Άφησε τα λόγια, τον έκοψε αυτή. Βιάσου, μη μας προλάβει ο καιρός.
Βρήκαν τον Ευγένιο να ψυχορραγεί. Σε λίγο, έφτασε κι ο αγροτικός γιατρός, μα δεν μπορούσε να κάμει τίποτε. Καταλάβαινε γιατί πέθαινε ο γέρος κι έπνιξε τα λόγια του. Παράτησαν, μια στιγμή, οι ματιές και των τριών τον γέροντα, αντάμωσαν συναμεταξύ τους, και σαν να ‘καναν κάποια μυστική συμφωνία, ορκίστηκαν, θαρρείς, να μη δει φως το μυστικό, να το θάψουν μαζί με τον Ευγένιο.
Τον έβαλαν στ’ αυτοκίνητο, κι όλοι μαζί κίνησαν για το νοσοκομείο.
Εκεί, άκουσαν τη γνώμη του αγροτικού γιατρού, για τις αρρώστιες που περίσσευαν πάνω του, έκαναν και τις δικές τους εξετάσεις και πριν τελειώσουν, ο γέρος έφευγε κι αυτοί έγραφαν στο βιβλίο συμβάντων: «…πολυοργανική δυσλειτουργία».
Σαν έμαθε η Ευτέρπη, το… ‘’κακό μαντάτο’’, της ήρθε λιποθυμιά, μα στα χέρια των γιατρών πήρε πάνω της.
-Παράτα τις ψευτιές, της είπε αυστηρά ο παπάς.
-Συγχώρα με, παπά μου…
-Ξομολόγηση ζητάς;
-Ζητώ να…
-Τα κρίματά σου, ίσαμε τον ουρανό φτάνουνε, μα δεν κάμεις πίσω, την έκοψε και την παράτησε κι έφυγε, περίσσια φουρκισμένος.
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ