Της Λιλής Γάτη
Αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιούλας μου Σοφίας Παπαϊωάννου
και στην αδελφή της Βαγγελιώ Κορομπίλη,
από της οποίας την πραγματική ιστορία είναι εμπνευσμένο το διήγημά μου.
«ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΦΕΤΟΣ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ», ΤΗΣ ΕΙΠΑ. «Σε λίγο μπαίνει ο Μάρτης και δεν λέει να κοπάσει το κρύο». Εκείνη δεν μίλησε, ήπιε μια γουλιά από τον μέτριο ελληνικό καφέ της και συνέχισε να κοιτάζει τη φωτιά στην παραστιά.(1) Σουρούπωνε και το φως της μέρας βυθιζόταν σιγά-σιγά στο σκοτάδι. Το πρόσωπό της τώρα, φωτιζόταν μόνο από τις πυρόξανθες φλόγες. Μ’ ένα φως τόσο αχνό κι όμως τόσο αποκαλυπτικό. Πρώτη φορά έβλεπα πέρα από τις ρυτίδες στο κουρασμένο της πρόσωπο. Έβλεπα πιο βαθειά. Έβλεπα δρόμους ολάκερους χαραγμένους γύρω από τα μάτια της.
«Δεν μιλάς κυρά Παναγιούλα»; «Η φωτιά», μου λέει «ώρες-ώρες με πάει πίσω».
«Που πίσω»; «Πίσω, στην πρώτη φορά που πέθανα». Αυτή η τελευταία της κουβέντα, αν και ήμουν τόσο κοντά στην φωτιά, κατάφερε να κάνει το αίμα μου να παγώσει.
«Σαν και σήμερα ήτανε», συνέχισε, «Μάρτης γδάρτης κι είχε ένα γόνα(2) χιόνι.
Μας χτυπήσανε την πόρτα, αλαφιασμένοι. Λίγδιδες και νηστικοί. Ένα ποτήρι νερό κυρά, είμαστε του τάδε. Κι εμείς και το νερό και το ψωμί κι ένα πιάτο φαί. Όχι ότι μας περίσσευε, αλλά δεν μας έλειπε κιόλα. Ούτε το ψωμί. Είχαμε βλέπεις το μύλο κι αλέθαμε και τα δύσκολα τα χρόνια με τους πολέμους και τις στερήσεις, είχαμε. Όχι πολλά, ίσα όμως να ζήσουμε, είχαμε. Κι αφού ντερλίκωσαν, πήραν και δυο γινωμένες(3) και τσολιάστηκαν(4) στον αχυρώνα.
Ξημερώνοντας, πήρα τον μικρό, τον έδεσα στην πλάτη κι έκανα για το μύλο. Τη μεγάλη την άφησα στο σπίτι να βάλει το φαί κι ο Σταύρος στα μεταλλεία. Άξαφνα, ακούσαμε δυο τουφεκιές και ποδοβολητό και μετά λαμπάδιασε ο τόπος. Κλέψανε, λέει, δέκα γίδια οι λεγάμενοι από το Παλιοχώρι κι ήρθανε στη Βάριανη να κρυφτούνε, για να τραβήξουνε ταχιά(5) για τη Σιγδίτσα και ύστερα για όπου αλλού. Κι ήρθαν οι Παλιοχωρήτες με τα σίδερα(6), ξωπίσω κι αυτοί για το ευχαριστώ, μου λαμπαδιάσανε το σπίτι.
Έτρεχα με το μικρό δεμένο στην πλάτη. "Το κορίτσι!", φώναζα, "Το κορίτσι!" Λύνω τον μικρό, τον αφήνω στο πλατύσκαλο και ορμάω στο σπίτι. Το κορίτσι, κουλουριασμένο, δίπλα στην παραστιά, τσουρουφλισμένο. Ήρθαν οι γειτόνοι, μαζέψαμε το κορίτσι κι ο ένας με τον άλλο τη σβήσαμε την λαμπάδα.
Γιατρός δεν έπαρχε στη Βάριανη, μονάχα στα Σάλωνα. Πήρα ένα τράστο(7), έβαλα ένα καρβέλι ψωμί και πέντε δραχμές που ‘χα κρυμμένες για ώρα ανάγκης κι έφυγα αχάραγα με το κορίτσι στα χέρια. Κατέβηκα το μονοπάτι σχεδόν κουτρουβαλώντας και καμιά ώρα μετά, έφτασα στον διεθνή. Από ‘κει ήρθε το αυτοκίνητο για την Άμφισσα.
Δώδεκα μέρες στο νοσοκομείο, με το κορίτσι φαρμακωμένο. Δώδεκα μέρες, μ’ ένα καρβέλι ψωμί και τα ίδια ρούχα. Αυτά τα ρημάδια τα ρούχα που μύριζαν καμένη σάρκα και μου ‘κοβαν την ανάσα. Κι ύστερα ο γιατρός, "δεν άντεξαν τα πλεμόνια της κυρά Παναγιούλα. Πάρτο να το κλάψεις όπως πρέπει". Δεν άντεξαν τα πλεμόνια της, τα σάπισε η καρβουνίλα. Και δεν ήταν ούτε παιδί, ούτε γυναίκα. Εννιά χρονών κορίτσι. Ολόκληρο κορίτσι.
Και το ‘πλυνα και το ‘ντυσα και το πήρα πάλι στα χέρια και περίμενα πάλι αχάραγα το αυτοκίνητο, για το χωριό. Κι είχανε πια λιώσει τα χιόνια. Κι αν είχαν λιώσει; Και τι; Το ‘χα χάσει το κορίτσι. Κράταγα στο λεωφορείο, κρύο το κορμί του παιδιού μέσα στα στήθια μου. Αμίλητη κι έλεγα μήπως το ζεστάνω το κορμάκι. Και κοίταγα κάτω από τα κλειστά τα ματοτσίνορα, μπας και βρω μια χαραμάδα. Μήπως φωτίσει. Μήπως έκανα λάθος και δεν μου είπε ο γιατρός ότι δεν άντεξαν τα πλεμόνια της.
Κι έφτασε το αυτοκίνητο στον πάτο στο χωριό, στον διεθνή. Και πήρα πάλι το παιδί στα χέρια να το ανεβάσω στο χωριό. Πριν φτάσω να περάσω το ποτάμι όμως, μ’ είχαν προδώσει και τα ποδάρια και τα κουράγια και τα δικά μου τα πλεμόνια. Εμφανίστηκαν τότε, καλή τους ώρα, κάτι εργάτες από τα μεταλλεία και φορτωθήκανε αυτοί το παιδί και φορτωθήκανε κι εμένα. Τον μοιραστήκαμε το Γολγοθά. Και τον κουβάλησαν αυτοί το σταυρό μου. Αλλά ένα να ξέρεις. Ένα μου ‘μαθε η ζωή. Ο Γολγοθάς, αρχή έχει μονάχα, δεν έχει τέλος. Κι ο σταυρός, αν ακουμπήσει μια φορά στην πλάτη σου, για πάντα θα το νιώθεις το φορτίο.
Ύστερα, όλα έγιναν γρήγορα. Και μόλις πιάσαμε να χώσουμε τον ξύλινο σταυρό με το όνομα του κοριτσιού στο λάκκο, άφησα κι εγώ εκεί τα μάτια μου. Μόνο τη μυρωδιά πήρα μαζί μου, που δεν ξεκόλλαγε από το πετσί μου. Κι έκλαιγε το μικρό και δεν μιλιότανε κι ο Σταύρος και τρέχανε ποτάμια τα μάτια των γειτόνων. Μα τα δικά μου, τι να βγάλουνε; Δεν κλαίνε οι πεθαμένοι. Κλαίνε;
Και με κοιτάει ίσα στα μάτια. Στα μάτια μου που είχαν θολώσει από τα δάκρυα, που έτρεχαν ακατάπαυστα, παράταιρα με το υπόλοιπο πρόσωπό μου, που ήταν ανέκφραστο, σχεδόν αποσβολωμένο. Ναι, σκέφτηκα. Δεν κλαίνε οι πεθαμένοι κυρά Παναγιούλα. Αλλά πως γίνεται να πονάνε τα χέρια των ζωντανών από ένα βάρος που ποτέ δεν σήκωσαν; Είχαν μουδιάσει τα χέρια μου κι είχε ιδρώσει το στήθος μου, λες και το ‘χα ανεβάσει στη Βάριανη εγώ, το κορίτσι».
«Και μετά»; Κατάφερα να πω ξεψυχισμένα.
«Μετά, ο καιρός έφευγε πιο γρήγορα κι απ’ ότι έφευγαν τα μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Έδενα τον μικρό στην πλάτη και πότε στο μύλο, πότε παίρναμε εργολαβία πέτρα να τη σπάσουμε και να τη φορτώσουμε στα φορτηγά, ώσπου ήρθε η ώρα ν’ ανοίξουμε το δρόμο που θα ένωνε τη Βάριανη με τον διεθνή. Δουλειά κι Άγιος ο Θεός. Έπαιρναν δεκαοκτώ δραχμές οι γυναίκες μεροκάματο και είκοσι οι άντρες κι εγώ με την αδερφή μου, σκυλιά μαύρα, παίρναμε ένα εικοσάρικο η κάθε μια. Και έζηγε λιγάκι καλύτερα η φαμίλια. Αλλά αυτό το κονάκι(8) μου, δεν έπαψε ποτέ να μυρίζει καπνίλα. Και κάτω απ’ τη μαντήλα μου, είχανε μείνει δυο τρίχες όλες κι όλες.
Και με τούτα και με τα’ άλλα, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και πήραμε των ομματίων μας απ’ τη Βάριανη, μπας και στα Καστέλλια έχει άλλον αέρα και καθαρίσει η καπνίλα και φύγει απ’ το πετσί η μυρωδιά από την καμένη σάρκα. Και να σου πω και κάτι να γελάσεις; Ήρθαμε για να γλιτώσουμε απ’ την καπνίλα και τον βάλαμε ολότελα τον καπνό στα σπίτια μας».
Κι έσκασε η κυρά Παναγιούλα ένα χαμόγελο μισό, μ’ όση ειρωνεία ένιωθε για τη ζωή, ζωγραφισμένο στην άκρη του.
«Με τα καπνά το βγάζαμε το καρβέλι το ψωμί. Τα σπέρναμε, τα μαζεύαμε, τα αρμαθιάζαμε, τα βελονιάζαμε και τα ξεραίναμε. Και γίναν τα καπνά η ευκαιρία και μπορέσαμε και σπουδάσαμε τον μικρό. Κι έγινε γιατρός, να σώζει τα παιδιά με τα χαλασμένα πλεμόνια. Κι εγώ στη Βάριανη, δεν ξαναπάτησα ποτέ, ίσα με τα τώρα. Εδώ στα Καστέλλια αναστήθηκα, εδώ ξαναπέθανα κι εδώ θ’ αφήσω το κουφάρι μου σαν το θελήσει ο Θεός».
Με κοιτάει τρυφερά σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου, πίνει άλλη μια γουλιά από τον μέτριο ελληνικό καφέ της κι αμέσως το βλέμμα της γίνεται ξανά σκληρό και η φωνή της, τραχιά, σχεδόν άγρια.
«Σου φαίνεται παράξενο που δεν ξαναπάτησα στην Βάριανη; Να κάνω, τι; Να πάω στον τάφο του κοριτσιού να προσκυνήσω τα κόκαλα; Το γέννησα αλλού το κορίτσι. Και το γεννούσα κάθε φορά, με τον ίδιο πόνο -τον πόνο που μόνο η μάνα ξέρει- και του ‘κλεινα τα μάτια πάντα με το ίδιο ανάθεμα. Γέννα και θάνατος μαζί, κάθε φορά που άναβα το κεράκι στην εκκλησιά του Αϊ Θανάση. Μέσα μου το ‘χα το κορίτσι κι εκεί με τη βοήθεια της Παναγίας το φανέρωνα. Για χρόνια και χρόνια η στιγμή, μέχρι το σπίρτο να συρθεί στην τσακμακόπετρα, να κάνει φωτιά, αχ φωτιά, και να ανάψει το κερί, έμοιαζε μ’ έναν ολόκληρο αιώνα. Δεν ξέρω γιατί διάλεξα αυτή την εκκλησιά. Ή το θέλημά Του με πήγε ή η σκέψη ότι από ‘κει περάσανε ένα σωρό καταχτητές, Τούρκοι, Γερμανοί κι ένα ασκέρι ακόμα διαόλοι κι αυτή στεκόταν εκεί, αθάνατη. Όλοι τη σεβάστηκαν. Όλοι εχτός απ’ τα λεφτά. Έχουνε θεό τα λεφτά; Αυτά είναι από μόνα τους θεός και γκρεμίζουνε κι εκκλησιές.
Βρήκανε, λέει, αυτοί που μας ρημάζουνε τον τόπο βωξίτη κάτω από την εκκλησιά και τη βγάλανε σκάρτη στο άψε σβήσε, για το κέρδος.
Και μου το σκοτώσανε για δεύτερη φορά το κορίτσι. Τ’ ακούς; Για δεύτερη. Και με σκοτώσανε κι εμένα πάλι. Αλλά αυτή τη φορά, δεν του χαλάσαν τα πλεμόνια. Αυτοί οι δεύτεροι φονιάδες, κατάφεραν κάτι που οι πρώτοι δεν πέτυχαν ποτέ. Μαζί με την εκκλησιά, μας γκρεμίσαν και την ελπίδα.
Οι πρώτοι, οι λίγδιδες, το πληρώσανε το έγκλημα με δυο τουφεκιές. Οι δεύτεροι είναι ακόμα στο σεργιάνι και ψάχνουνε και για άλλους Αϊ Θανάσηδες. Και για άλλες εκκλησίες που η κάθε μάνα κάνει αθάνατο το παιδί της, έστω για όσο κρατάει ένα κερί. Ή καντάρια κεριά. Μέχρι να τ’ αποφασίσει ο Θεός και να σμίξουν οι ψυχές τους. Αυτό περιμένω κι εγώ, τη μέρα εκείνη που θα τελέψει το λάδι μου».
Η φωτιά είχε σχεδόν σβήσει και μείναμε να κοιτάζουμε με την κυρά Παναγιούλα, τ’ αποκαΐδια στην παραστιά. Δεν φαίνονταν πια οι δρόμοι που ήταν χαραγμένοι στο πρόσωπό της. Ίσως γιατί δεν είχε πια φως, ίσως γιατί είχαμε περπατήσει μαζί πολλούς από αυτούς και τους είχα αφήσει πίσω.
«Πως το έλεγαν το κορίτσι κυρά Παναγιούλα»; Τη ρωτάω κοιτώντας τη στα μάτια.
«Αθανασία» μου λέει, «Αθανασία».
1. παραστιά: πυροστιά, τζάκι
2. γόνα: γόνατο
3. γινωμένες: κουβέρτες που υφαίνονταν στον αργαλειό
4. τσολιάστηκαν: ξάπλωσαν
5. ταχιά: αύριο
6. σίδερα: όπλα
7. τράστο: ταγάρι, υφασμάτινος σάκος
8. κονάκι: σπίτι
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ