Του Διονύση Μαρίνου
TΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ. Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΜΟΥ. Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας απαίτησε να ακουστεί το όνομα του παππού μου. Έτσι προέκυψε το Άλκης. Το επίθετο ήρθε μετά και κόλλησε σαν βδέλλα. Μαραγκός.
Το σύνολο, όμως, ποτέ δεν έδωσε μια συνεκτική ύλη στη ζωή μου.
Είναι που όλοι με φωνάζουν Βιολέτα.
Όσο ζούσα κανείς δεν νοιάστηκε για το πραγματικό μου όνομα που σφάδαζε κάτω από την άκομψη φορεσιά του αντρικού φερσίματος. Δεν τους πήρε καιρό να το ξεθάψουν τώρα που τους βλέπω από κάτω προς τα πάνω σαν αγριεμένο χορτάρι που πιάνει ένα εκατοστό γης για να ξαπλώσει και έχει μόνιμα ένα κυματιστό ρίγος σαν χαμόγελο πικρό στις άκρες του φύλλου του.
Τώρα όλοι με θυμούνται ως Άλκη αλλά μέσα τους ξέρουν πως τούτο δω το όνομα είναι ένα σπλαχνικό ψέμα που λένε στον εαυτό τους από το φόβο μην κολλήσουν το κουσούρι.
Για να ξορκίσουν το μίασμα που κρυφογελάει έξω από την πόρτα τους.
Τους βλέπω να περνούν έξω από το σπίτι μου, σπάνια το κάνουν μόνο όταν ο δρόμος για τα χωράφια τούς βγάζει τη ψυχή και η ανηφοριά μοιάζει με παραγεμισμένο φρύδι, μόνο τότε αποφασίζουν να κόψουν απόσταση με οξυμμένη δυσθυμία στα μάτια σαν να μην θέλουν να δουν, αλλά βλέπουν. Τα σκληρά δύσπιστα μάτια τους, πόσο τα ξέρω, και εκείνα τα πεισματάρικα πηγούνια που στη βάση τους φυτρώνουν τόπους-τόπους αυταρχικά γένια, σκληρές ίνες σχοινιού, από τον ήλιο και το χώμα. Πρόσωπα άδεια, σφαλιστά με πρόκες που άνοιγαν διάπλατα και πετάγονταν κατά πάνω μου όταν περνούσα από την πλατεία του χωριού, πάντα βράδυ για να με χάψει το σκοτάδι στη κοιλιά του, και έγδυναν τα βήματά μου και η σκιά μου τους έκανε να αναμαλλιάζουν από το μίσος.
Τώρα που πλέον είμαι γι' αυτούς μια μακρινή αιχμηρή ανάμνηση, περνούν βιαστικοί από το σπίτι μου που έχει μείνει ένας συφοριασμένος σκελετός όλο πλίθες και σπασμένα ξύλα και συνεχίζουν το δρόμο τους κάνοντας τσιγάρο στη μνήμη μου.
Δεν θυμάμαι ποιος μου κόλλησε το παρωνύμιο. Μπορεί να ήταν ο γιος του παπά Νεκτάριου. Ίσως και ο ξάδερφος του πατέρας μου, εκείνο το στρυφνό άντερο με την ηλεκτρισμένη δυσωδία που έβγαζε το κορμί του κάθε φορά που σε ζύγωνε να σου μιλήσει. «Βιολέτα, είσαι μια Βιολέτα», μου φώναζαν με νοσηρή συστολή, ήθελαν και δεν ήθελαν να με πειράξουν, τότε κι εγώ κατέβαζα το κεφάλι φούσκωνε ο σβέρκος μου από καυτή ανατριχίλα και περπατούσα μετρώντας τα βήματά μου για να μην πέσω. Στο τέλος έπεφτα, γέμισε το στόμα χώμα πικρό, ανεξίτηλο έφτανε μέχρι το φάρυγγα και ακόμα πιο μέσα. Όλος μια γροθιά ξερό καστανό χώμα που έκανε τα χείλη μου να μορφάζουν από τη σιχασιά και το μυαλό να τρέμει σαν το ψάρι καθώς άκουγα τα λιπαρά τους στόματα να μου φωνάζουν «Βιολέτα, που είσαι βρε Βιολέτα;».
Για καιρό με έσωζε η πάνδημη σιωπή του σπιτιού μου. Χειροπιαστή σιωπή, πρησμένη σαν σκόνη που κοιμόταν πάνω στα ξεφτισμένα έπιπλα της μάνας, στο τραπέζι που τρώγαμε, στην αποθήκη που άφηνε ο πατέρας τα εργαλεία του. Μια σιωπή με απόκοσμη διαπερατότητα που αγκάλιαζε σπλαχνικά όσους περνούσαν το κατώφλι μας. Ήταν γαλήνια εκεί, κανείς δεν τρόμαζε από φωνές, τα βλέμματα ήταν υπολογισμένα, άηχα, σηκωνόσουν από το κρεβάτι και ήταν σαν να είχες ανασκάψει από βαθύ λάκκο ένα παλιό σώμα που απλώς ήθελε να περπατήσει δύο μέτρα για να ξεμουδιάσει. Που και που ο πατέρας, ένας άντρας ευθυτενής και γκρίζος μέχρι το μεδούλι, ίδιος με τα άσπρα μαλλιά του, με κοιτούσε ώρες ολόκληρες με ανημποριά να ποτίζω τις γλάστρες, να φροντίζω τα λουλούδια, να κάθομαι πάνω από τις βιολέτες της μάνας μου και να μιλάω μαζί τους, ναι να μιλάω σε μια γλώσσα δικιά μας μυστική. Τότε λοιπόν σηκωνόταν από τη πολυθρόνα του, μια κουνιστή κατασκευή από κέδρο που έμοιαζε με θρονί ξεπεσμένου άρχοντα, ερχόταν κοντά μου αφήνοντας στον αέρα ένοχους αναστεναγμούς και με έκαιγε με το παρακλητικό του βλέμμα.
«Άστα βρε Άλκη μου τα λουλούδια τα γάτσιασες», μου έλεγε τόσο γλυκά που η ανάσα του μόλις και κρατούσε τον ιστό της συνδεδεμένο. Εξατμιζόταν με το που έβγαινε από το στόμα του. Ήθελε και άλλα να μου πει, το ήξερα το έβλεπα στα μάτια του, στην ανέκφραστη νωθρότητα του προσώπου του, αλλά τα κρατούσε μέσα του, τα σφράγιζε σαν να ήταν ανόσιες σκέψεις που δεν του έπρεπαν. Μια φορά μόνο με ρώτησε, «γιατί ειδικά τις βιολέτες;», αλλά στη συνέχεια κόμπιασε, μέτρησε τις λέξεις του μια προς μια και τις βρήκε λάθος.
Ένα δικό του ασυγχώρητο λάθος.
Κι ύστερα πλανιόταν ξανά ησυχία μέσα στο σπίτι και μια ιδέα οι τοίχοι ξάνθιζαν από το πνιγμένο ηλιόφως που ερχόταν καλπάζοντας από τα ανοιχτά παράθυρα, πέρα μακριά από τη ράχη του βουνού ερχόταν, αφήνοντας μηχανικές αντανακλάσεις πάνω στα κορμιά μας. Και τότε ούτε και εγώ αποφάσιζα να του μιλήσω και ας ήθελα να του πω πολλά.
Δεν το ήθελα το κορμί του. Να το εκδικηθώ ήθελα. Τη δυσαρμονία μου να κρύψω, αυτά τα ρόδινα χέρια που παράδερναν στα μεριά μου σαν μαραμένα κλωνάρια και τους στρογγυλούς μου γοφούς που μαρτυρούσαν ξεδιάντροπα τη λικνιστή μου σκιά. Όλα πάνω μου τα εχθρευόμουν αλλά και γύρω μου το ίδιο.
Μόνο τις βιολέτες κρατούσα στην αγκαλιά μου με λεπταίσθητο πάθος σαν να έβαζα στον κόρφο μου το ακριβό άρωμα μιας γυναίκας, το ίδιο της το δέρμα λες και φιλούσα πονετικά. Αλλά γιατί να λέω ψέματα στον εαυτό μου, ειδικά τώρα που έχω πεθάνει και κανείς δεν θα βρεθεί να με κατηγορήσει; Ποτέ δεν είχα αγγίξει γυναίκα κι ας ήμουν ροδαλός σαν καινούργιο σύννεφο και από την πέτσα μου έβγαινε μια θαλπωρή βανίλιας. Δεν τις ήθελα τις γυναίκες. Όταν οι φίλοι μου τα βράδια ποδοκροτούσαν τα ανήσυχα τακούνια τους πάνω στον κακόηχο δρόμο της Ελπίδας, στο τελευταίο άκρο της πόλης πίσω από το παλιό δημαρχείο, εύθυμοι και ξαναμμένοι με την παθητικότητα του πληρωμένου έρωτα στο αίμα, εγώ καθόμουν στο μετόχι του πατέρα και έπλεκα με το μυαλό μου στεφάνια αντρικών μπράτσων να με γυροφέρνουν. Έφερνα με το νου μου χείλια βουβά να με αγγίζουν και γύρω μου οι βιολέτες να ανθίζουν γλυκά σαν να είχε δημιουργηθεί μια εξαίσια ψυχική συγχορδία μέσα μου και γύρω μου και στο τέλος με έπαιρναν τα κλάματα.
Και όσο θυμάμαι ότι όλα ξεκίνησαν με το μαστίγιο της κρυφής ηδονής να με χτυπάει κατάστηθα, έτσι σαν ζώο που δέχεται στωικά το βάρος της παλάμης του αφεντικού του, τόσο τα αναφιλητά φουσκώνουν μέσα μου και ξεχύνονται.
Γιατί έτσι ξεκίνησαν όλα.
Με την αυγή ενός καλοκαιριού να απορροφάει τα χρώματα της νύχτας και εμείς αγκαλιασμένοι σφιχτά, με τις σκληρές πανοπλίες των αντρικών μας δερμάτων να ενώνονται αξεδιάλυτα. Να κοιτάμε πέρα μακριά τα βουνά που έκρυβαν το χωριό μας, άπραγοι πλέον από τη φλόγωση του ίμερου.
Εμείς.
Εγώ δηλαδή και ο ξάδερφος του πατέρας μου, ο Τάκης, που αργότερα με έβλεπε στην πλατεία καθώς περνούσα και με βρασμένη φωνή φώναζε καταπάνω μου, «Έϊ Βιολέτα για πού το ‘βαλες;».
Αυτός πρέπει να με βάφτισε έτσι και έκτοτε ακολούθησαν όλοι το παράδειγμά του.
Τότε, όμως, εκείνο ακριβώς το πρωινό μού λιμάριζε την πλάτη με τα γαμψά γερακίσια νύχια του και το σκληρό χνούδι της ανάσα του διαπερνούσε το λαιμό μου σαν να μην είχε βαρύτητα. Και ήταν όλα καλά καμωμένα και οικεία σαν τη σιωπή του σπιτιού μου. Ένιωθα πάνω στο κορμί του τους νοτισμένους σβώλους του χώματος να αχνίζουν και να πρήζονται σαν κάτι καινούργιο να έβγαινε μέσα από τη γη. Κάτι νέο και όμορφο. Ένα λουλούδι, που προβάλλοντας το κεφαλάκι του στον κρύο άνεμο, ζητιάνευε λίγο νερό για να ξυπνήσει μέσα του η ζωή.
Έτσι ξύπνησα κι εγώ.
Μέσα στην αγκαλιά ξεραμένων σάλιων, σε βάτα ψηλά που μας έκρυβαν από το φως και στη δική του απειλητική φωνή που έτριζε στο αυτί μου. «Μην τολμήσεις και μιλήσεις σε κανέναν γιατί σε έσφαξα». Μου έπιασε το μούτρο και το τσαλάκωσε, «Ακούς, ρε χαμίνι; Τσιμουδιά γιατί σε σκότωσα». Οι βολβοί των ματιών του ήταν πεταμένοι έξω από την κούρμπα τους, ένας βαθύς ρόγχος τον έκανε να δείχνει απόκοσμος. Τι να έκανα; Δεν μίλησα, ούτε και το είχα σκοπό να το κάνω. Αφέθηκα σε αυτή την κυνική απόλαυση, την απαγορευμένη θωπεία που κατέληγε μέρα με τη μέρα σε σπαράγματα κραυγών πόνου και σε έναν ακατάσχετο χείμαρρο από γροθιές και βρισιές και ταπεινώσεις που δεχόμουν βασανιστικά και σιωπηλά. Για κάθε φιλί υπήρχε το ακριβές αντίτιμο του εξευτελισμού. Για κάθε κρυφό αγκάλιασμα, μια κλωτσιά σφιχτή και σιδερένια καρφωνόταν στα πλευρά μου για να με επαναφέρει στον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας. Η ηδονή να έχει γίνει αδερφός με τον πόνο. Ο οίκτος με την προσμονή.
Αλλά δεν μίλησα. Δεν έβγαλα άχνα. Μόνο στις βιολέτες μου μιλούσα με εκείνη τη κρυπτική δική μας γλώσσα. Εκείνος, όμως, άρχισε να λέει διάφορα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Πήγε και μίλησε στον πατέρα μου. Απαίτησε να βγούμε από το σπίτι εγώ και η μάνα. «Να μιλήσουν οι άντρες», είπε ξεδιάντροπα. Είπα μέσα μου, «το κάνει για να μην καρφωθούμε», αλλά εκείνος έβαζε ένα-ένα τα καρφιά στο σώμα μου και με έλιωνε από τον πόνο. «Πρόσεχε το μικρό, κάπου έχει μπλέξει», είπε στον πατέρα μου που τον κοιτούσε απορημένος.
«Τι εννοείς; Τι ξέρεις; Αν είναι κάτι που ξέρεις να το πεις τώρα», του απάντησε εκείνος ξερά και αδιάφορα.
«Δεν ξέρω τίποτα, αλλά στο χωριό λένε…».
«Στο χωριό λένε πολλά, δεν δίνω σημασία στις κουβέντες. Έχεις κάτι να μου πεις;», τον διέκοψε ο πατέρας.
Τότε ο Τάκης σηκώθηκε φουρκισμένος, ξαναμμένος και από το καπέλο του έσταζε ιδρώτας ξινός και πρασινωπός σαν χολή. Το φόρεσε στραβά στο κεφάλι του σαν να έδειχνε κάτι στον πατέρα μου. Σαν να υπονοούσε κάτι αδιόρατο.
«Σου λέω μόνο να τον προσέχεις, τίποτα περισσότερο».
Άρχισε να ψιθυρίζει το χωριό πίσω από την πλάτη μου. Κάθε φορά που περνούσα από την πλατεία άκουγα πίσω μου τα πνιχτά γέλια και τους γοερούς ψιθύρους να με ακολουθούν σαν βήματα βγαλμένα από βαριά μπότα. Ακόμα και ο παπά-Νεκτάριος μου ζήτησε ταπεινά και πονεμένα να μην πηγαίνω την Κυριακή στην εκκλησία, «καλύτερα για σένα τέκνο μου», μου εξήγησε, «εγώ σε ξέρω από τόσο δα κουτσούβελο, γνωρίζω τι έχεις στη ψυχή μου, αλλά καλό είναι να μην έρχεσαι. Κάνε το σταυρό σου όπου είσαι και ο Θεός θα σε δει, αλλά στην εκκλησία μην έρχεσαι».
Το έκανα και αυτό αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
Περνούσαν οι κατάκοιτες νύχτες κι εγώ να παλεύω με τη μοναξιά μου, καθώς ο Τάκης δεν ερχόταν πλέον από το σπίτι και στο δρόμο ούτε που με πλησίασε. Έφταναν κατά πάνω μου οι ατιμωτικές ημέρες που με έκαναν να νιώθω ακόμα περισσότερο ντροπιασμένος. Βρόμικος μέχρι το κόκαλο να αποζητάω ένα ξεροκόμματο επαφής από αυτή που οι άλλοι θεωρούσαν ντροπή και όνειδος. Η άχνα του σώματός μου από νωπή άρχισε να γίνεται σκέτη ξέρα, οι σπασμοί του πόθου να με καταβάλουν σε κάθε μου κίνηση. Ένα καίριο βρόντημα της σάρκας που ενώ θα έπρεπε πλέον να ωριμάζει ερωτικά και να μαθαίνει την αλφαβήτα του δοσίματος και της ευχαρίστησης, αυτή μαζευόταν σαν σπείρα γύρω από το καβούκι της και σιγά-σιγά έπεφτε σε ναρκωτική αμηχανία.
Ήταν παραμονή του Αγίου Νικόλαου όταν ήρθε και με βρήκε. Έκανα χάζι στη πλατεία τους μικροπωλητές που έστρωναν την πραμάτεια τους για το πανηγύρι. Μια συστράτευση χρωμάτων, φωνών και κινήσεων τόσο μεθυστική που έκανε τους γύρω τοίχους των σπιτιών να πάλλονται από δονούμενη ευχαρίστηση.
Τον κατάλαβα από το τραχύ αποτύπωμα που άφησε στον ώμο μου. Βίαιο και άμεσο σαν και εκείνον. Γύρισα και τον κοίταξα έντρομος. Έψαξα τα μάτια του για να καταλάβω τις προθέσεις του, αλλά αυτά είχαν χαθεί μέσα σε μια ασπίδα μαύρων γυαλιών ηλίου. Και διάολε πάνω στον ουρανό και τριγύρω δεν υπήρχε ίχνος αχτίδας, αλλά ο Τάκης δεν έλεγε να τα βγάλει από πάνω του.
“Πρέπει να σε δω”, μου είπε κοφτά και παθιασμένα.
Τράβηξα το νερουλό του χέρι από πάνω του σαν βδέλυγμα που ήθελε να μου ρουφήξει το αίμα.
«Για ποιο λόγο; Δεν σου φτάνει το κακό που μου έχεις κάνει;», του είπα.
Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η δική του ήταν ταγκή, εξοντωτική προκαλώντας μου μια ασυναίσθητη συστολή.
«Μην είσαι χαζός. Το ξέρω πως θέλεις να βρεθούμε…».
«Όχι δεν θέλω…».
Έκανα να φύγω. Με τράβηξε πάνω του και όταν κατάλαβε πως θα μπορούσε να κινήσει τα βλέμματα των συγχωριανών, με πέταξε μακριά σαν άδειο σακί πατάτες.
«Θα σε περιμένω στο χωράφι του πατέρα σου μόλις πέσει ο ήλιος», είπε και άναψε τσιγάρο κρύβοντας με την ανοιχτή του παλάμη το μισό του πρόσωπο.
«Δεν θα έρθω», του απάντησα εμβρόντητος.
«Εγώ θα σε περιμένω γιατί θα έρθεις», είπε και μου πέταξε ένα ματσάκι καπνό στη μύτη.
Έχω βουτήξει πλέον για τα καλά στην ανυπαρξία και από εδώ που βρίσκομαι έχω το πλεονέκτημα να μη νοιάζομαι για τη φθαρτότητα του κορμιού μου. Έχω όμως και μπόλικο χρόνο να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν δεν πήγαινα. Ποια τροπή θα είχε πάρει η ζωή μου αν εκείνα τα μακρόσυρτα λεπτά που κυλούσαν άγαρμπα στο ρολόι της εκκλησίας, σταματούσαν προς στιγμήν και με έσωζαν από το απειλητικό φεγγάρι που εκείνο το βράδυ άρχιζε να σκάει πιο γρήγορα από ότι άλλες φορές. Πολλές φορές έχω φέρει στο μυαλό μου τα γεγονότα έτσι όπως έγιναν, αλλά και τις μανιώδεις σκέψεις μου πριν φτάσω στο χωράφι, που έκαναν το κεφάλι μου να κουνιέται συθέμελα. Οι μελοδραματικές παύσεις που με συντάρασσαν, αλλά και οι ανταριασμένες ονειρώξεις που με έφταναν στο απόγειο, ενώνονταν αξεδιάλυτα μέσα μου φτιάχνοντας ένα εκρηκτικό μείγμα.
Νίκησε ο πόθος και πήγα. Κι ας ήξερα πως ο δρόμος αυτός δεν θα είχε γυρισμό. Λες και εκείνη τη στιγμή που αποφάσιζα το φοβερό μου βήμα να επένδυα σε μια άλλη ζωή γεμάτη εύθραυστες αναμετρήσεις με τον ακόρεστο παλμό της αμαρτωλής καρδιάς μου.
Μόλις με είδε απέναντί του τα μάτια του έπαιξαν μέσα στους βολβούς τους σαν μπάλες από φλιπεράκι. Δίχως να βγάλει λέξη από το πέτρινο στόμα του με πέταξε με τέτοια δύναμη στο χώμα που ένιωσα τον κόσμο να πλέει τριγύρω μου. Δεν πρόφτασα καν να προβάλλω αντίσταση. Έκλαιγε γοερά, ένα δάκρυ μαύρο που έτρεχε στα μάγουλά του σχίζοντάς τα. Σκουπιζόταν από ντροπή και με χτυπούσε πάλι από ντροπή. Το πρόσωπό του είχε γίνει ένα σκοτεινό έλος γεμάτο σιχαμερή λάσπη. Φώναζε «σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» και κάθε φορά που του τέλειωναν οι λέξεις, ξεκινούσε μια καινούργια κλωτσιά να έρθει να επιβεβαιώσει το μυστικό του πόνο πάνω μου.
Με δάχτυλα πληγιασμένα ζύγισα μια πέτρα που βρήκα στα δεξιά μου. Ίσα που μπορούσα να την κρατήσω, αλλά τη βάστηξα γερά. Την είδε και γυάλισε το μάτι του.
«Εμένα θα χτυπήσεις;», ούρλιαξε, «εμένα που σε αγαπάω;»
Σήκωσα την πέτρα όσο με βαστούσε το χέρι μου. Ένιωσα όλο το βάρος μου να συγκεντρώνεται σε εκείνα τα αιμάτινα δάχτυλα, τους πέντε προπομπούς του φονικού.
Έκανε πίσω αιωρούμενος καθώς δεν είχε αποφασίσει αν θα μου καθίσει μια ακόμα κλωτσιά ή θα μαζέψει το ποδάρι του.
«Βιολέτα μη… τι πας να κάνεις».
Ολόλυζε, δερνόταν με τα ρούχα του, ώσπου σταμάτησε μια και καλή όταν η πέτρα τον βρήκε ανάμεσα στα μάτια. Ένα κόκκινο κρόσσι άρχισε να τρέχει και να του κρύβει το σκοτάδι. Έπεσε κάτω, τα γόνατά του λύγισαν τρέμοντας. Βρήκα την ευκαιρία να σηκωθώ. Τον είχα από κάτω μου πλέον να σκούζει και να χτυπιέται.
Κατακόκκινος σαν ουλή ανοιχτή, αλλά πια δεν με ένοιαζε. Ήμουν προσηλωμένος στη φρενιασμένη μου μανία. Η δεύτερη πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι, η τρίτη στο δεξί μάγουλο και η τελευταία στο πίσω μέρος του κρανίου. Ήταν και αυτή που τον ξέκανε.
Έπεσε στο χώμα.
Έγινε υποχείριο της παγωμένης νάρκωσής του.
Ήταν ολόκληρος ένα κόκκινο κακάδι, απόκοσμο και λερό.
Από το βάθος του ορίζοντα κάποιο άγνωστο χέρι άρχισε να ραντίσει τον σκούρο θόλο με χρυσοπράσινα αστεράκια που έσκαγαν με πάταγο, απλώνονταν σαν μανιτάρι και ύστερα καταδύονταν με απρόσμενη ταχύτητα στο πουθενά. Το πανηγύρι στο χωριό θα πρέπει να είχε ξεκινήσει για τα καλά.
Αύριο γιορτάζει και ο πατέρας μου, σκέφτηκα μέσα στην παραζάλη μου.
Νικόλαος Μαραγκός.
Σήμερα, όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή γιορτάζω εγώ, ο Άλκης Μαραγκός… η Βιολέτα…
Έτρεξα μέχρι την αποθήκη. Τα χέρια μου είχαν τυλιχτεί σαν περικοκλάδες στο κορμί μου, ο ιδρώτας περνούσε μέσα από την μπλούζα μου, μούσκευε το δέρμα. Το κλονισμένο δέρμα.
Για μια στιγμή δείλιασα. Κοίταξα με παιδική εγκαρτέρηση τα απλωμένα σχέδια στον ουρανό που φώτιζαν τη νύχτα σαν μια γιγάντια πυγολαμπίδα. Με έκαναν να κοντοσταθώ για μια στιγμή αλλά αμέσως οι φωτεινές κραυγές του ουρανού πέθαναν μέσα μου χωρίς απόηχο. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ και μόνο εγώ να τις δημιούργησα προς στιγμήν για να μου κρατήσουν παρέα.
Το ψαλίδι ήταν σκουριασμένο στις άκρες αλλά σίγουρα έκανε ακόμα τη δουλειά του. Το θυμάμαι από μικρός που ο πατέρας το είχε και το χρησιμοποιούσε σε διάφορες δουλειές του χωραφιού.
Έσφιξα την μπουνιά μου. Ένιωσα για πρώτη φορά τόσο αποφασισμένος για κάτι στη ζωή μου. Έπιανα με τα ακροδάχτυλά μου την ίδια την εικόνα της συνείδησής μου και είχε την όψη σαπισμένου μετάλλου. Σαν το ψαλίδι που κρατούσα.
Με τη χρονική απόσταση που μου παρέχει η τωρινή μου άυλη κατάσταση, μπορώ να πω ότι δεν δυσκολεύτηκα αρκετά. Ήταν σαν να έσχιζα ένα έμπλαστρο από την κοιλιά μου. Το στόμα μου, θυμάμαι, έβγαλε έναν καμπανιστό ήχο, με έπιασε σύγκρυο και αμέσως φλόγωση και όλα γύρω μου άρχισαν να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις και να με καταπίνουν. Ένας λαβύρινθος που χοροπηδούσε ακατάπαυστα.
Μετά από αυτό δεν θυμάμαι τίποτα αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι.
Που και που επισκέπτομαι το σπίτι μου και με πιάνει το παράπονο που έχει μείνει πλέον ένα ετοιμόρροπο γιαπί. Πέθανε ο πατέρας, τον ακολούθησε η μάνα και τώρα όλα ρημάζουν.
Μόνο οι γλάστρες έχουν μείνει ανέπαφες από την προϊούσα σήψη του χρόνου.
Κάποιος έρχεται και τις ποτίζει ανελλιπώς.
Κάποτε είχαμε νεραγκούλες, νάρκισσους, ανεμώνες, μα πάνω από βιολέτες, βιολέτες παντού.
Μαβιές καρδιές που απλώνονταν σαν ήλιος προς τη χοάνη του ουρανού.
Τις βλέπω και έχουν γίνει θαλερές και γόνιμες. Σαν κάποιον να περιμένουν να τους μιλήσει.
Εγώ πλέον δεν μπορώ, δεν θα με ακούσουν ότι και αν τους πω.
Δεν ξέρω ποιος έρχεται και τις ποτίζει.
Συνήθως όσοι περνούν από το σπίτι, και το κάνουν σπάνια, ταχύνουν το βήμα τους και ντρέπονται να κοιτάξουν κατά τα χαλάσματα. Φοβούνται ότι το αμαρτωλό μίασμα είναι κολλητικό.
Ποιος να τις ποτίζει λοιπόν και γιατί;
Ποτέ μου δεν θα μάθω.
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ
Δείτε κι αυτό:
Double click, του Διονύση Μαρίνου
Όταν
Ο Διονύσης Μαρίνος για το Anamneza
Τελευταία πόλη
Δείτε κι αυτό:
Double click, του Διονύση Μαρίνου
Όταν
Ο Διονύσης Μαρίνος για το Anamneza
Τελευταία πόλη