Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Θ.Τ.: Η ιδέα προήλθε από μια κουβέντα της μάνας μου για έναν Ιταλό που κρύβανε στο σπίτι τους τότε στον πόλεμο. Ήταν ωραίος και της άρεσε πολύ. Όταν ήρθε η ώρα να γράψω το δεύτερο βιβλίο μου, ανέσυρα την εικόνα και έπλασα τον μύθο.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Θ.Τ.: Θύελλες.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Θ.Τ.: Να το «ακούσει» το βιβλίο. Πιστεύω πως η καλή γραφή είναι μια μουσική, μια μουσική που ταξιδεύει τον αναγνώστη αρκεί να αφεθεί σ’ αυτήν με όλες του τις αισθήσεις.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Θ.Τ.: Στη Βοστώνη της δεκαετίας του ’50. Το ταξίδι θα κρατούσε για πάντα στη μνήμη όσων αγάπησαν το βιβλίο.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Θ.Τ.: Πριν εγκαταλείψει τον μάταιο αυτόν κόσμο, η Ευδοκία μού άφησε ως κληροδότημα, τη ψυχή της· εισήλθε αθόρυβα μέσα μου σαν καπνός από τσιγάρο την ώρα που έβγαζε την ύστατη πνοή της. Την κουβαλώ συνεχώς μέσα μου -είναι η εσωτερική μου φωνή- την ακούω να μ’ ορμηνεύει, να με παρηγορεί, να μ’ ενθαρρύνει και να μ’ αποδοκιμάζει, να τραγουδά και να μονολογεί όπως συνήθιζε να κάνει τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Πιστεύω πως η μάνα μου ήταν το πιο μοναχικό άτομο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, ακόμη κι όταν βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο, εξέπεμπε έναν αέρα μοναξιάς· γι αυτό και δύσκολα την πλησίαζε κανείς. Με τον σιωπηλό της τρόπο έδιωχνε, ηθελημένα νομίζω, τον κόσμο από κοντά της.
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Στο οπισθόφυλλο...
Τη μάνα μου τη λέγανε Ευδοκία κι αυτή είναι η ιστορία της καθώς και η ιστορία των ανθρώπων που την πλαισίωναν στο τόσο σύντομο αλλά και τόσο τραγικό πέρασμά της από τον κόσμο. Αν μου ζητούσατε να περιγράψω το βλέμμα της μάνας μου με μία μόνο λέξη, αυτή που αβίαστα έρχεται στο νου μου είναι η λέξη «αντάρα». Έτσι τη θυμάμαι· ως μια μεσογειακή λυγερόκορμη καλλονή, με βλέμμα θεοσκότεινο, ανταριασμένο σαν την γκριζόμαυρη θάλασσα που μας ταξίδεψε στην Αμερική το φθινόπωρο του 1950.
Φεύγοντας, άφηνε πίσω της τα πάντα: τη μάνα της, τα δύο αδέρφια της, το σπίτι της και μια χώρα ρημαγμένη και εξαθλιωμένη από έναν παγκόσμιο πόλεμο και μια εμφύλια σύρραξη χειρότερη από τη φασιστική λαίλαπα που σάρωσε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε το πεπρωμένο της, που ζητούσε εκδίκηση.
Σύντομα οι πρώτες θύελλες των ανέμων που σπάρθηκαν στην Ελλάδα θα ξεσπάσουν στη Γη της Επαγγελίας, απαιτώντας αιματηρές ανθρωποθυσίες για να κοπάσει η οργή τους και να επέλθει η νηνεμία.
Όταν η Ευδοκία παντρεύτηκε τον Αριστείδη, κανείς στο χωριό δεν μπορούσε να πιστέψει πως ένα κορίτσι μόλις δεκαεννιά χρονών κι από το γάργαρο νερό γαργαρότερο δόθηκε στο μαυραγορίτη Αριστείδη.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως η μάνα μου συναίνεσε σ’ αυτή την παράταιρη ένωση. Όταν κάποτε, μικρό κοριτσάκι και γεμάτο περιέργεια όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, τη ρώτησα αν αγαπούσε τον μπαμπά, εκείνη είχε πει ένα ξερό «όχι», κι όταν επέμεινα να μάθω γιατί τότε τον παντρεύτηκε, αρκέστηκε σε ένα εξίσου ξερό «έτσι».
Είχα την εντύπωση πως πίσω από αυτή τη λακωνική απάντηση κρυβόταν μια μεγάλη ιστορία που δεν ήθελε να τη μοιραστεί με κανέναν.
Κι ένα ακόμα απόσπασμα που κοινοποίησε η συγγραφέας στο λογαριασμό της στο facebook.
«Ήταν απόγευμα και ο δύων ήλιος είχε καβουρδίσει τους ασπρισμένους τοίχους του εκκλησάκι μ’ ένα ζεστό σιμιγδαλένιο χρώμα. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα, άφησα κάτω τον κουβά και άναψα το μοναδικό καντήλι που κρεμόταν μπροστά στο ιερό. Άκουσα την πόρτα να τρίζει και γύρισα απότομα να δω ποιος μπήκε. Φυσικά ήταν ο Πέπης αλλά μια μικρή λαχτάρα, δεν μπορώ να πω, την πήρα. Μόλις με είδε, ήρθε κοντά μου, με μάζεψε στην αγκαλιά του και μ’ έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του που νόμιζα πως θα μου έσπαγε τα κόκκαλα. Χωρίς να ανταλλάξουμε την παραμικρή κουβέντα, σαν να ήμασταν από πριν συνεννοημένοι, γδυθήκαμε και
σμίξαμε μέσα στην ιερή σιγαλιά της μικρής εκκλησίας, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας.Ναι, ημερολόγιό μου, σου το ομολογώ χωρίς καμία ντροπή. Γίναμε ένα με τον Πέπη μου μπροστά στα μάτια της Παναγίας! Το διανοείσαι αυτό; Τέτοια είναι τα φτερά που σου δίνει ο έρωτας. Τίποτα δε λογαριάζεις.»
Στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Λιβάνη.