Πως σας ήρθε η ιδέα;
Σ.Λ.: Ακούγοντας ιστορίες για την Κατοχή στην Ζάκυνθο από έναν οικογενειακό φίλο.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Σ.Λ.: Το ξεκίνησα όσο ήμουν ακόμα στην Ελλάδα, αλλά το τελείωσα στο Λονδίνο.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Σ.Λ.: Μαζί με την έρευνα, το βιβλίο πήρε συνολικά τέσσερα χρόνια.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Σ.Λ.: Ένα ιστορικό μυθιστόρημα όπου, με αφορμή τη σχέση δύο αλλόθρησκων νέων, μαθαίνουμε άγνωστα γεγονότα της Κατοχής.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Σ.Λ.: Σχεδόν τα πάντα. Την ιστορική έρευνα, την οργάνωση του υλικού, την ανάλυση των χαρακτήρων, μα, πάνω απ’ όλα όμως, ότι διηγούμαι πραγματικές ιστορίες για την Κατοχή που δεν είναι ευρέως γνωστές.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Σ.Λ.: Μάλλον η θεία Ελπίδα, μια κόρη αριστοκρατικής οικογένειας που καταλήγει να χάνει τα πάντα, τόσο σε οικογενειακό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, αλλά πάντα βρίσκει τη δύναμη και την υπομονή να συνεχίζει.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Σ.Λ.: Έναν κόσμο με ανθρώπους που είναι καθημερινοί και απλοί, αλλά, όταν χρειαστεί να αγωνιστούν για τα αυτονόητα, επιδεικνύουν το μεγαλείο τους.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Φοβάστε...
Σ.Λ.: Ότι δε θα προλάβω.
Αγαπάτε...
Σ.Λ.: Τους ανθρώπους με καθαρό βλέμμα.
Ελπίζετε...
Σ.Λ.: Σε έναν λιγότερο αφιλόξενο κόσμο.
Θέλετε...
Σ.Λ.: Να αναγνωρίζονται οι καλές προσπάθειες.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Σ.Λ.: Για να θυμηθούμε τη δύναμη των ανθρώπων απέναντι σε προβλήματα μεγάλα, αλλά όχι αξεπέραστα.
Γιατί δεν πρέπει;
Σ.Λ.: Γιατί έχει πολλά ονόματα και κάποιος που δεν διαβάζει προσεκτικά, μπορεί να μπερδευτεί.
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Σ.Λ.: Είναι διαθέσιμο στα περισσότερα βιβλιοπωλεία και σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η ηλεκτρονική του μορφή.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Σ.Λ.: Στη σελίδα μου, όπου υπάρχουν και οι σύνδεσμοι για το προφίλ μου στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Σ.Λ.: H σέπια.
Ποια μουσική;
Σ.Λ.: Οτιδήποτε έχει μαντολίνο.
Ποιο άρωμα;
Σ.Λ.: Του ζεστού ψωμιού τα ξημερώματα.
Ποιο συναίσθημα;
Σ.Λ.: Η νοσταλγική χαρμολύπη.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Σ.Λ.: Ψημένα μήλα με κανέλα και μέλι.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Σ.Λ.: Κάποιος που ψάχνει ακόμα μια δουλειά να του αρέσει.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Σ.Λ.: Προσπαθώ να διαβάζω όσο περισσότερους μπορώ, αν και περνάω κατά καιρούς διάφορες φάσεις, πχ με τον Μάρκες ή τον Καρκαβίτσα.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Σ.Λ.: Το «100 Χρόνια Μοναξιά» του Μάρκες ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θέλω να κάνω αυτό ακριβώς, να γράψω ένα βιβλίο τόσο πολύπλοκο και άρτιο που δε θα λατρεύουν μόνο όσοι δεν το έχουν διαβάσει. Ελπίζω να το κάνω κάποια στιγμή.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Σ.Λ.: Στη μικρή φόρμα, π.χ. στο διήγημα, με κατηύθυναν πάντα. Στο μυθιστόρημα ορίζω εγώ την τύχη τους, αλλά στην πορεία μπορεί να κάνουν επιλογές που δεν είχα προβλέψει.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Σ.Λ.: Και τα δύο. Η διαφορά στην ισορροπία είναι αυτό που γεννάει τα ύφη και τις ιδιαίτερες γραφές.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Σ.Λ.: Αυτό είναι άγνωστο και μακάρι να παραμείνει έτσι.
Τι την αποτυχία;
Σ.Λ.: Η υποτίμηση του αναγνώστη.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Σ.Λ.: Δεν νομίζω. Ό,τι και αν διαβάσεις, όσο κακό και αν είναι, κάτι θα σου αφήσει, κάτι θα σου μάθει.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Σ.Λ.: Αυτά που περιμένω.
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Διανέμεται αποκλειστικά από το koukidaki.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ.
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο.
Στην περίληψη...
Ο Παντελής βρίσκεται αντιμέτωπος με συμβάντα που σχετίζονται με το παρελθόν της οικογένειάς του στη Ζάκυνθο του 1940. Μέσα από το ημερολόγιο του παππού του θα ταξιδέψει στο παρελθόν, θα νιώσει τη βαναυσότητα των δυνάμεων κατοχής αλλά και τη γενναιότητα των απλών ανθρώπων. Θα περπατήσει στο μονοπάτι της Σαρτζάδας στα χνάρια ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και θα ανακαλύψει έναν μυστικό «θησαυρό»…
Την είδα πρώτη φορά να κατεβαίνει από ένα λαντό, όταν ήρθαν οικογενειακώς στα Πηγαδάκια. Ο χρόνος πάγωσε, δεν είχα ξαναδεί τίποτα πιο όμορφο στη ζωή μου. Τα μάτια της παιχνιδιάρικα, με μια σαγηνευτική μελαγχολία με προκαλούσαν να παίξω μαζί τους. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο έρωτάς μου για τη Βιολέτα. Ζήσαμε τη νεότητά μας στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στη Ζάκυνθο, σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την Κατοχή, ένα ναυάγιο στην Αδριατική και μια δολοφονία...
Κυνηγημένοι από τα στερεότυπα, ήμασταν αναγκασμένοι να κρύβουμε την αγάπη μας, μιας και πιστεύαμε σε διαφορετικούς θεούς. Εμείς όμως ξέραμε ότι οι θεοί μας μηχανεύτηκαν έναν ολόκληρο πόλεμο για να γνωριστούμε και μετά να μας χωρίσουν. Ωστόσο, δεν θα υποκύπταμε σε καμία θεϊκή εντολή και σε κανέναν ανθρώπινο νόμο. Η Βιολέτα ήταν το φως που γέμισε την καρδιά μου, ο λεβάντες που μου χάιδεψε την ψυχή. Ο θησαυρός μου, η Βιολέτα μου, ήταν το εισιτήριό μου για την αθανασία, το θαύμα που θα έσωζε τις αναμνήσεις μου, όταν θα τις απειλούσε η λήθη...
Ο Στέφανος Λίβος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Ζάκυνθο και ζει στο Λονδίνο. Έχει σπουδάσει Ψυχολογία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά δουλεύει σαν Learning Coordinator στο εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας. Τις ώρες που δεν εργάζεται, προσπαθεί να βρει χρόνο για γράψιμο μεταξύ κατσαρόλας, σκούπας και social media. Μεγαλύτερό του άγχος είναι ότι οι μέρες φεύγουν πολύ γρήγορα.