Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ν.Ν.Π.: Ανήλικη εργασία-παιδική εκμετάλλευση (που στιγμάτισαν μερικές δεκαετίες την ελληνική επαρχία 1940-1960 κυρίως) με τις ολέθριες συνέπειές τους στην ενήλικη ζωή των παιδιών αυτών αλλά και των απογόνων τους, ψυχικά νοσήματα-ταμπού και κοινωνικός αποκλεισμός των ασθενών είναι μερικοί από τους λόγους που με ωθούσαν πιεστικά και για αρκετό διάστημα, να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Ν.Π.: Ελπιδοφόρο.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ν.Ν.Π.: Να το αντιμετωπίσει σαν αληθινή ιστορία -γιατί είναι αληθινή ιστορία.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Ν.Π.: Θα ταξιδεύαμε στην επαρχιακή Ελλάδα μετά το 1940, στην Αθήνα του 1950 και καθώς το μυθιστόρημα αφορά τρεις γενιές, θα μπορούσε να κρατήσει 3 μέρες ή... 30 χρόνια.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Ν.Ν.Π.: «...Δεν σου γυρεύω να με βοηθήσεις να περάσω το ποτάμι. Να με βοηθήσεις να σκεφτώ ότι μπορώ να προσπαθήσω να το διασχίσω σου γυρεύω...»
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Λίγα λόγια
Πολλά κοριτσάκια, αντί να παίζουν με τις κούκλες τους και τις φίλες τους, την εποχή του μεσοπολέμου -και μετά- υποχρεώθηκαν να εργαστούν σε ξένα σπίτια. Ένα τέτοιο παιδί, η Μαρία, αντιμετωπίζει στα εννιά της χρόνια τον ξεριζωμό από την οικογένειά της για μια εργασία κοντά σε αγνώστους-ξένους χωρίς εγγυήσεις και όρους. Τι θα αντιμετωπίσει;
Σε αυτό το βιβλίο, η Μαρία, αφηγείται την ιστορία της και μαζί της, ο γιος της ο Φαίδωνας, η Ηλέκτρα και ο Περικλής, όλοι τους μπερδεμένοι, ταλαιπωρημένοι, μπλεγμένοι με αόρατα νήματα, πρέπει να ζήσουν.
Αντλείστε τα μηνύματά τους για εσάς και για όλους εκείνους τους θλιμμένους και απογοητευμένους κροκόδειλους που γνωρίζετε.
Γράφτηκε...
Η συγγραφέας χαρίζει στον αναγνώστη ολοζώντανες και δυνατές εικόνες από την ζωή της Μαρίας, προσπαθώντας να περιγράψει με απόλυτο ρεαλισμό τα λάθη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μήπως δεν είναι ένοχη η κοινωνία όταν ένα παιδί μπαίνει μόνο του σε ένα καράβι έχοντας δεμένες στους ώμους του δυο κολοκύθες; Μήπως δεν είναι ένοχη η κοινωνία όταν στέλνει τόσα παιδιά στην παιδική εργασία, χωρίς κανείς να τα διαβεβαιώσει τουλάχιστον αν οι κόποι τους θα έχουν το ελάχιστο οικονομικό αντίκρισμα; Υπάρχουν σκηνές στο εσωτερικό του αθηναϊκού διαμερίσματος που σοκάρουν. Μόλις λίγες δεκαετίες μετά την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη» ξανακούς μια γιαγιά να ξεστομίζει: «ευλογημένα χέρια και καταραμένα στόματα» εννοώντας σαφώς την άποψη που υπήρχε για τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά.
Η Ντιάνα Νασιοπούλου – Παπαγεωργίου, θίγει ένα σκληρό παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει πόρτες στο σήμερα. Εκτός από την στηλίτευση της παιδικής εργασίας που προαναφέρθηκε, δίνει έμφαση στους τρόπους αντιμετώπισης ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα και στο πως μπορούν να επανενταχθούν στην κοινωνία. Στην δύναμη της αγάπης και της μόρφωσης. Στο να προσπαθούμε να δίνουμε χείρα βοήθειας σε όποιον γύρω μας αντιληφθούμε πως έχει την ανάγκη μας. Μαρίες υπάρχουν πολλές. Σε κάθε πόλη, σε κάθε χώρα, σε κάθε διπλανή πόρτα… Μα η ζωή μας είναι μια και μοναδική και αξίζει να την ζούμε με αξιοπρέπεια.
Η συγγραφέας, με τον προσεγμένο και ιδιαίτερο τρόπο γραφής της κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία λέξη, ενώ τα συναισθήματα εναλλάσσονται διαρκώς. Συγκίνηση, οργή, θλίψη, συμπόνια.
Αλέξανδρος Ακριτίδης, Λογοτέχνης, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών
Η συγγραφέας μας παίρνει από το χέρι για να κάνουμε μια βουτιά, με ανοιχτά μάτια και ποτισμένη με πικρό χιούμορ, στο ποτάμι του ψυχισμού της Μαρίας και του μικρού γιου της, Φαίδωνα. Τα θέματα της παιδικής εργασίας και πιο μετά της παιδικής κακοποίησης και της ψυχικής υγείας, γίνονται η άκρη μόνο του νήματος που συνδέει τη Μαρία με την όχθη του ποταμού και το γιο της με την αλήθεια της.
Ένας μικρός άνθρωπος, στο ξεκίνημά της, η ηρωίδα, που γεννήθηκε παιδί και διατήρησε την ευαισθησία της και την επιθυμία της να κολυμπήσει, αν και της απέδωσαν, από μικρή, μία βιαστικά φορεμένη ενήλικη ταυτότητα.
Ο αναγνώστης γίνεται κι εκείνος με τη σειρά του παιδί, ανήλικος, ενήλικος, γονιός, για να συντροφεύσει αυτή τη βουτιά σε σκοτεινά νερά. Ζει με το δέρμα του τις εναλλαγές της θερμοκρασίας και της υφής του νερού. Άλλοτε το νερό βράζει, άλλοτε είναι παγωμένο. Άλλοτε τα μόρια του νερού βγάζουν αγκάθια και λεπίδες, άλλοτε χαϊδεύουν με αβέβαιες προθέσεις. Η ανθρώπινη φύση της Μαρίας επικρατεί, αφού μετά το -αρκετές φορές- εφιαλτικό κολύμπι, γεννιέται ξανά ένα ενήλικο παιδί. Στο βυθό συναντά τον πληγωμένο Κροκόδειλο.
Και ο Φαίδων πού είναι; Στην κοιλιά του Κροκόδειλου, που σε μία δίνη της Μαρίας, εκείνη τον άφησε να γίνει μια μπουκιά. Εκεί, απροσδόκητα προστατευμένος, ο Φαίδων υφαίνει το δικό του σύμπαν. Η Μαρία τον ελευθερώνει με ποιήματα. του χαμογελά και τον αφήνει ελεύθερο να κολυμπήσει μαζί της. Μέσα στα ίδια νερά, διασταυρώνονται οι τύχες της Ηλέκτρας με τον Περικλή, που κρατάνε “αρκετά καλούς”καθρέφτες.
Το φως που λούζει αυτή τη βουτιά ζεσταίνει τον αναγνώστη και τον κάνει να μεταμορφώνει ο,τι μέχρι τώρα φαινόταν ως ενυδρείο σε ένα ποτάμι ενήλικης παιδικότητας. Και, παραφράζοντας μία από τις τελευταίες φράσεις του βιβλίου “Αυτή τη φορά, καταφέρνει να ξεκινήσει, με την υπόσχεση να κρατήσει, τουλάχιστον, τα μάτια του ανοιχτά”.
Εύη Αβδελίδου, Σχολική Ψυχολόγος
Επίσης: