Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Μ.Κ.: Την τριλογία ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ την έγραψα γιατί γοητεύθηκα από την Καππαδοκία και την ενδιαφέρουσα ιστορία της που ξεκινάει το 7.000 π.Χ. και τελειώνει με την Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1925.
Ο ελληνισμός της Καππαδοκίας, τόσο μακριά από την Ελλάδα, είναι συγκλονιστικά όμοιος με την μητέρα-Πατρίδα και τόσο ξεχωριστός που μου προξένησε το ενδιαφέρον και θέλησα να γράψω μια ιστορία γι’αυτόν.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Μ.Κ.: Συγκινητικό.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Μ.Κ.: Να αφεθεί ελεύθερος για να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Μ.Κ.: Μα φυσικά στην Καππαδοκία. Και θα κρατούσε όσο κρατάει η μνήμη για τις αλησμόνητες πατρίδες.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Μ.Κ.: Εισχώρησε στην αγκαλιά του λες και από πάντα ήξερε τον δρόμο, τη Θεία Οδό.
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Ας πούμε δύο λόγια
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας "Τα παλιά ασήμια" κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν και άνοιξε, με τον καλύτερο τρόπο, το δρόμο για τα άλλα που ακολουθούν. Το Μάιο κυκλοφόρησε και το δεύτερο μέρος που προβλέπεται το ίδιο μαγικό -για την ιστορία και τη γραφή της Μαίρης Κόντζογλου επισκεφθείτε τη σχετική ανάρτηση. Ο σύνδεσμος δίνεται στο τέλος- και ελπίζουμε να μη μας αφήσουν να περιμένουμε πολύ για να διαβάσουμε το τρίτο βιβλίο που κλείνει και ολοκληρώνει την ιστορία των Ασημιών.
Οι ερωτήσεις που αναγράφονται στο αυτάκι του βιβλίου τούτη τη φορά αναφέρουν:
Ποιο είναι το παιδί που θα γεννηθεί κάτω από το βλέμμα της Παναγιάς που χαμογελάει;
Ποιος θρύλος θα επαληθευτεί -ή μήπως θα επαναληφθεί- στη Μονή των Παλιών Ασημιών;
Πού κρύβεται η γυναίκα με τους ήλιους στους ώμους;
Κι ένα τελευταίο...
Ένα απόσπασμα που κοινοποίησε η συγγραφέας στο facebook.
«Άλεξ…» και ακούει μέσα στις ακίνητες στιγμές την αναπνοή του. «Η μαμά μου, η δική μου μάνα, πριν από ογδόντα χρόνια… Η μάνα μου, Άλεξ, γεννήθηκε εδώ μέσα… Χθες το έμαθα» και ακουμπάει το μέτωπό της στο έδαφος. «Είναι η… φάτνη της…»
Δεν είναι μετάνοια, δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή της. Η Έλσα προσκυνάει το παρελθόν που εδώ, αυτή τη στιγμή, είναι πιο ζωντανό από το παρόν.
Ένας μικρός σβόλος δημιουργείται από τη λεπτή άμμο –σε άμμο μετατρέπεται ο βράχος καθώς τρίβεται, σε άμμο πιο λεπτή και από σκόνη– και τα δάκρυα της Έλσας.
Αλλάζει χρώμα μόλις δέχεται το υγρό πάνω της η άμμος και, εξαιτίας του βάρους που αποχτάει ξαφνικά, κυλάει προς τα κάτω. Όσο η σκόνη τυλίγεται γύρω απ’ τον σβόλο, τόσο το χρώμα αλλάζει πάλι, τώρα ανοίγει, ξεθωριάζει, σε λίγο, τέσσερα πέντε εκατοστά παρακάτω, έχει χάσει κάθε υγρασία που περιείχε – πόση υγρασία να έχουν μερικά δάκρυα; Μόνο πίκρα έχουν. Πίκρα αμέτρητη… Τώρα ο σβόλος είναι ένα μικρό, απειροελάχιστο μπαλάκι άμμου που κάποτε, παλιά, πριν λίγα δευτερόλεπτα δηλαδή, κουβαλούσε μέσα του την πίκρα ογδόντα χρόνων.
Τον παρατηρεί με την άκρη του ματιού της. Νερό και γη. Έτσι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο. Από έναν μικρό σβόλο που φτιάχτηκε με χώμα και νερό. Ύστερα λέει φύσηξε στο πρόσωπό του την πνοή… Να τος πάλι ο αέρας!
Ο άνθρωπος δεν θα ’ταν τίποτα άλλο πέρα από ένα κομμάτι λάσπης, αν δεν υπήρχε ο αέρας.
Κάποιος ουρλιάζει έξω. Είναι η Πνοή. Μπορεί να ’ναι και οι ψυχές που πέρασαν κάποτε από εδώ και τώρα χαιρετίζουν την Έλσα, την απόγονο του βρέφους που γεννήθηκε σ’ εκείνη τη φάτνη. Οι ψυχές που θάφτηκαν μέσα στα βράχια και όσες έμειναν άθαφτες.
Δίνει το χέρι της στον Άλεξ, εκείνος το σφίγγει στην παλάμη του που καίει.
Έλσα. Ογδόντα χρόνια πριν και ο παππούς μου ήταν εδώ…
Δεν της το λέει γιατί τώρα είναι απόλυτα βέβαιος.
Φοβάται όμως πως η γυναίκα δεν θα αντέξει μια τέτοια αλήθεια.
Θα επανέλθω με τις εντυπώσεις μου όταν διαβάσω το βιβλίο το οποίο μου έστειλαν οι εκδόσεις Μεταίχμιο και η Μαίρη Κόντζογλου.
Δείτε κι αυτό: