Της Αργυρώς Μπαξεβάνου
ΕΠΤΑ ΓΕΝΝΕΣ ΕΚΑΝΕ Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Τότε γεννούσαν οι γυναίκες όσα παιδιά έδινε ο Θεός κι έμεναν μ’ όσα τους χάριζε. Πέντε της ζήσαμε. Τέσσερα αγόρια, ο Παντελής, ο Αλέκος, ο Ηλίας κι εγώ, ο μικρότερος κι ένα κορίτσι, τρίτο στη σειρά, η Μυρσίνη μας. Δεν τη γνώρισες.
Ήταν μεταξένιο κορίτσι, η Μυρσίνη, η παρηγοριά του σπιτιού μας, η περηφάνια μας και το στήριγμά μας. Με περνούσε οκτώ χρόνια. Κι ήταν για μένα πάνω από αδελφή, μια μικρή μάνα. Δίπλα της με είχε, όταν φουκάλιζε το σπίτι, όταν σφουγγάριζε, όταν έπιανε προζύμι κι όταν ζύμωνε στη σκαφίδα με τα παιδικά χεράκια της ψωμί για επτά στόματα. Γιατί η μάνα μας απ’ τη νύχτα έφευγε και νύχτα γύριζε. Όλη μέρα πάλευε στα κτήματα και στα ζώα μας με δουλειές σκληρές και φορές κατέβαινε στο λιμάνι να βοηθήσει τον πατέρα μας στο ξεψάρισμα.
Περίεργο ζευγάρι οι δυο τους. Ο ένας όργωνε τη γη κι ο άλλος τη θάλασσα. Ο πατέρας μου με τ’ αδέλφια του είχανε ψαροκάικα. Είχαμε τον τρόπο μας. Και με την αξιοσύνη των γονιών μας δε μας έλειψε τίποτα ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες.
Εγώ όλη μέρα ζούσα δίπλα στη Μυρσίνη μας. Μ’ αγαπούσε πολύ. Ίσως, γιατί ήμουν ο μικρότερος κι ο χαϊδεμένος της.
-Αρνί μου! Αρνάκι μου! Με φώναζε.
Κι εγώ σαν το μανάρι δίπλα στη μάνα του ήμουν πιασμένος πάντα στο φουστανάκι της. Ακόμα κι όταν έκανα ζημιές και θύμωνε, Μανωλάκη με φώναζε, ποτέ δε με φώναξε Μανώλη. Ούτε μ’ έδερνε, όπως έκαναν συχνά τα μεγάλα μου αδέλφια.
Παράδεισος ήταν η ζωή μου δίπλα της. Τα Σάββατα το απόγευμα που έβαζε η μάνα μου καζάνι, για να πλύνει και να πάρουμε σειρά να πλυθούμε όλοι μας, θυμάμαι που η αδελφή μου μ’ αναλάμβανε και μ’ έβαζε στη σκάφη και μου έριχνε νεράκι ζεστό και μ’ έλουζε προσεκτικά, για να μην μπαίνει στα μάτια μου σαπούνι και κλαίω. Με γλύτωνε απ’ τα σκληρά χέρια μάνας μας που πάνω στην κούρασή της αυτά δεν τα πρόσεχε. Κι αν κλαίγαμε, μας χτυπούσε με την πλάκα το σαπούνι στο κεφάλι κι αν είχαμε ψείρες, δεινοπαθούσαμε στα χέρια της. Με το σκληρό το χτένι μας έγδερνε σχεδόν το κρανίο.
Ενώ η Μυρσίνη με ξεψείριζε προσεκτικά κι αγόγγυστα και στο τέλος με χτένιζε απαλά και προσπαθούσε να μου κάνει μια ψευτοχωρίστρα. Τι χωρίστρα να κάνει!
Αφού μας είχαν κουρεμένους με την ψιλή και μόνο μπροστά άφηναν μια τούφα μαλλάκια! Ύστερα μ’ έβαζε στο κρεβάτι με τον Ηλία μας να κοιμηθώ και μας φιλούσε σταυρωτά. Ένιωθα ελαφρύς και καθαρός και μ’ έπαιρνε λίγο – λίγο ένας ύπνος γλυκός κι ευτυχισμένος. Ίσως εκείνα τα Σαββατόβραδα να κρύβουν μαζεμένη όλη την ευτυχία της ζωής μου. Όχι! δεν το λέω καλά. Ευτυχισμένος ήμουν κι όταν πήγαινα μαζί της τα μεσημέρια τ’ Αυγούστου, μέσα στην κάψα, στη θάλασσα και μαζεύαμε ώρες καβούρια και πεταλίδες και γαλίπες. Ύστερα έφτιαχνε η μάνα μας πιλάφι θαλασσινό και γαλιποκεφτέδες, της φτώχειας φαΐ. Δεν έφαγες εσύ τέτοιο!
Που λες! Η αδελφή μας μ’ έμαθε να κολυμπώ! Κι αντίς για σωσίβιο είχαμε δυο νεροκολόκυθα, κουφωτά από μέσα, ενωμένα με σκοινάκι. Δε βούλιαζαν και με κρατούσαν στον αφρό. Κι έτσι, έμαθα σιγά – σιγά να κολυμπώ, αφού ήπια μπόλικο νεράκι θαλασσινό.
Και στα γράμματα πάλι η Μυρσίνη μας βοηθούσε! Ήταν να τη θαυμάζεις. Ξεφτέρι στο σχολείο, αδικήθηκε, γιατί σταμάτησε στην Πέμπτη, για να μας φροντίζει. Αυτή μου έμαθε να διαβάζω. Κι αυτή μες στα παιχνίδια με ρωτούσε σοβαρά – σοβαρά:
-Πες μου τώρα, Μανωλάκη, πόσο κάνει τρεις οι εφτά; Οκτώ οι εννιά; Επτά οι οκτώ;
Την προπαίδεια σ’ αυτήν τη χρωστάω, όπως και το να μπορώ να λύνω δύσκολες διαιρέσεις. Μ’ ένα ξυλάκι στο βρεμένο χώμα της αυλής, εκεί μου σκάλιζε αριθμούς. Εκεί ήταν ο πίνακάς μας. Τετράδια και χαρτιά ήταν δυσεύρετα.
Παράδεισος ήταν η ζωή μου κι ο άγγελός του, η Μυρσίνη μας. Νοικοκυρεμένο, αθώο παιδί, πρόθυμο και φιλότιμο βοηθούσε το σπίτι μας κι όλη τη γειτονιά. Αυτό ήταν το κορίτσι μας. Κι όμορφο, πολύ όμορφο ξεχώριζε μέσα σ’ όλα τα κορίτσια του χωριού. Ίσως αν δεν ήταν τόσο όμορφο, να ήταν πιο τυχερό στη ζωή του! Μ’ αυτά, πάλι, ποιος τα ξέρει;…
Μέχρι που ’ρθε εκείνο τ’ άραχνο καλοκαίρι κι έπεσε δυστυχία στο σπίτι μας. Ήμουν μικρός, δεν πολυκαταλάβαινα. Όμως άκουσα το χαμηλόφωνο σπαραγμό και τους βόγγους της μάνας μου και τις κατάρες της:
Αχ Χρήστο! έλεγε στον πατέρα, το χάλασε το κορίτσι μας αυτό το παλιοτόμαρο, αυτός ο θεομπαίκτης που καλό να μη δει ποτέ! που να τον δω στην κάσα και να χαίρομαι!
Αχ Χρήστο! έλεγε στον πατέρα, το χάλασε το κορίτσι μας αυτό το παλιοτόμαρο, αυτός ο θεομπαίκτης που καλό να μη δει ποτέ! που να τον δω στην κάσα και να χαίρομαι!
Μετά έγιναν πράγματα σκληρά και πρωτοφανέρωτα για το σπίτι μας. Θυμάμαι που την αδελφή μου την έδερνε ο πατέρας και τα δυο μεγάλα μου αδέλφια εκ περιτροπής. Ο Ηλίας κρύφτηκε στο ντάμι. Μια μέρα ολόκληρη την έδερναν στα μουλωχτά, κλείνοντας το στόμα της να μην ακούγονται οι φωνές της. Κι η μάνα μάταια προσπάθαγε να τη σώσει απ’ τα χέρια τους και μάταια φώναζε ότι δεν έφταιγε το κορίτσι της, πως δεν πήγαινε γυρεύοντας, αλλά έφταιγε ο Φώτης, ο νταής του χωριού, αυτό το σκυλί το μαύρο, ο ρεμπεσκές, που κακό χρόνο να ’χει κι ό,τι έκαμε αίμα να το φτύσει!
Αλλά ο πατέρας και τ’ αδέλφια μου συνέχιζαν να τη βρίζουν και να τη δέρνουν άπονα, γιατί, λέει, ήταν πομπεμένη, τους ντρόπιασε το όνομα, τους λέρωσε το κούτελο και πως αν η σκύλα δεν κουνήσει την ουρά της, ο σκύλος δε σιμώνει.
Κι εκείνη ξέπνοα έλεγε:
-Δε φταίω, σας λέω! Δε φταίω εγώ! Με τη βία έγιναν όλα!
Κάποια στιγμή, άρχισα να κλαίω και να φωνάζω, για να σώσω τη Μυρσίνη μου κι έφαγα ξύλο πολύ κι εγώ και με στείλανε στο σπίτι μιανής απ’ τις αδελφάδες της μάνας μου.
Όταν γύρισα μετά από τρεις μέρες σπίτι μας, δε βρήκα εκεί την αδελφή μου. Κι όσο κι αν ρώτησα κι όσο κι αν έκλαψα, κανείς δεν μου απαντούσε ούτε πού πήγε, ούτε πόσο θα λείψει, ούτε πότε θα ’ρθει! Από ένα σημείο κι ύστερα μ’ απαγόρεψαν να ρωτάω και να μιλώ γι’ αυτή.
Όταν γύρισα μετά από τρεις μέρες σπίτι μας, δε βρήκα εκεί την αδελφή μου. Κι όσο κι αν ρώτησα κι όσο κι αν έκλαψα, κανείς δεν μου απαντούσε ούτε πού πήγε, ούτε πόσο θα λείψει, ούτε πότε θα ’ρθει! Από ένα σημείο κι ύστερα μ’ απαγόρεψαν να ρωτάω και να μιλώ γι’ αυτή.
Κι αν σε ρωτάει ο κόσμος, να λες, εγώ είμαι μικρός. Να ρωτάτε τη μάνα και τον πατέρα μου! Έτσι με δασκάλεψαν.
Καταλάβαινα ότι κάτι φριχτό συνέβηκε στην αδελφή μου, μα δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν αυτό. Πάντως, η χαρά μου χάθηκε. Δεν ήθελα να παίζω. Δεν ήθελα να τρώω. Και τα βράδια παρακαλούσα:
-Χριστούλη μου να φέρεις πίσω τη Μυρσίνη μας!
Φαίνεται οι προσευχές μου πιάσαν τόπο και μετά από μήνες γύρισε η αδελφή μου.
Γύρισε μόνο το σώμα της, γιατί την ψυχούλα της φαίνεται την άφησε εκεί μακριά όπου τη στείλανε. Ήταν όμορφη όπως και πριν, αλλά δεν είχε τίποτε από την παλιά ξενοιασιά και τη χαρά της. Ήταν σοβαρή κι απόμακρη και τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα. Εξακολουθούσε να μου δείχνει την ίδια αγάπη, ίσως και περισσότερη, μέσα απ’ τη σιωπή της, μόνο με πράξεις κι αγκαλιές, χωρίς πολλές κουβέντες.
Εγώ κι η μάνα μας της φερόμαστε όπως πριν, όμως ο πατέρας μου και τα μεγάλα αδέλφια μου την περιφρονούσαν. Με τον καιρό παρασύρθηκε κι ο Ηλίας μας κι έγινε κι αυτός παγερός μαζί της. Λόγο δεν της απηύθυναν. Το όνομά της δεν το ξανάπαν. Και στη γειτονιά και στο χωριό είχε την ίδια αντιμετώπιση. Ώρες - ώρες πίστευα πως ήταν αόρατη και πως την έβλεπα μόνο εγώ κι η μάνα μου. Κι όλους μας στο σπίτι, μας είχαν άπαντες στο χωριό σα να ’μαστε σε καραντίνα. Δεν έρχονταν επισκέψεις στις γιορτές και τα κορίτσια, οι φίλες της αδελφής μου, δεν της ξανάκαναν παρέα, αλλά της γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη.
Αόρατη, βέβαια, δεν ήταν η Μυρσίνη, γιατί ήταν καλλονή. Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει: «Το καλό το φρούτο το τρώει ο μπούφος» κι ως τότε δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε με τα λόγια της αυτά. Μέχρι που εμφανίστηκε στο χωριό μας ο καπετάν – Αγγελής ισχνός, μουστακαλής και φαλακρός με χέρια κίτρινα απ’ το τσιγάρο, καμιά πενηνταριά χρονών. Ήταν απ’ το νησί απέναντι. Είδε μια μέρα τη Μυρσίνη μας, δεν ξέρω πού και τη λιμπίστηκε. Την ίδια μέρα στο καφενείο δώσανε τα χέρια με τον πατέρα μου κι ο αρραβώνας έκλεισε. Εκεί στο καφενείο! Τον θυμάμαι το σαχλιάρη, μεθυσμένο στο τσακίρ κέφι, ολόχαρο που ’παιρνε τέτοιο τεφαρίκι να τραγουδά:
«Τα μαλλιά σου, τα μαλλιά σου μ’ έφεραν στη γειτονιά σου.
Τα μαλλιά σου τα μελένια έκαψαν πολλούς κι εμένα…»
Τα μαλλιά σου τα μελένια έκαψαν πολλούς κι εμένα…»
Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα ’χε φανταστεί το ραμολί πως θά ’παιρνε τέτοια νέα γυναίκα με μαλλιά ποταμό και μάτια ζωγραφιστά. Κι όμως, στη συμφωνία επάνω έκανε και «νούμερα» στον πατέρα μας και χρειάστηκε κι αρκετό παραδάκι να δώσει ο σχωρεμένος, για να βουλώσουν τ’ αυτιά του γεροντογαμπρού στο σούσουρο του κόσμου πως θα πάρει γυναίκα «ακουσμένη» κι όχι «κορίτσι».
Κι έτσι το αγγελούδι μας που θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαεννιά χρονών βρέθηκε νύφη σε μέρος μακρινό, πεντέξι ώρες με το καράβι, μακριά απ’ την αγκαλιά μας, να τη μαλλιοκατσιάζει και να τη χαίρεται ένας άντρας άχαρος μπορεί και μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ τον πατέρα μας. Στο γάμο της κανένας μας δε βρέθηκε εκτός απ’ τον πατέρα που τη συνόδεψε νύφη στο νησί.
-Το θυσίασες το παιδί σου! Του ’πε η μάνα, όταν γύρισε και την έπιασε το κλάμα.
-Τη δουλείασ’ εσύ! Και πάψε τα μουτζοκλάματα. Έπρεπε τώρα να τη δώσω, πριν μπαγιατέψει. Μετά δε θα την έπαιρνε κανένας έτσι μεταχειρισμένη, χωρίς τιμή. Και να την ξεγράψετε! Εδώ δε θα ξανάρθει! Δεν μπορεί κάθε φορά ν’ ανασκαλεύεται το παρελθόν και να γινόμαστε ρεζίλι στον κόσμο! Αυτά ήταν τα λόγια του και μαζί κατέβασε και κάμποσα καντήλια.
Νέα της Μυρσίνης ήταν δύσκολο να μαθαίνω. Και κανένας στο σπίτι δε μιλούσε γι’ αυτή. Πάντως ο Φώτης μετά το γάμο της έφυγε απ’ το χωριό μας.
-Μάνα τι να κάνει το κορίτσι μας; Τολμούσα κάποτε να ρωτήσω.
-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο κύρης σου κι έχουμε άλλα, ήταν η απάντησή της.
Από όσα κατόρθωνα να μαθαίνω εδώ κι εκεί από σκόρπιες κουβέντες, καταλάβαινα πως η Μυρσίνη στο νησί κακοπερνούσε. Ο καπετάν – Αγγελής ταξίδευε επτά, οχτώ μήνες το χρόνο και το κορίτσι μας έμενε μόνο του με την ηλικιωμένη πεθερά της, καλή γριούλα αλλά φιλάσθενη και την ανύπαντρη κουνιάδα της, μια γεροντοκόρη στριτζωμένη και ξιπασμένη μες στα νεύρα και στην κακία. Ίσως και να ’φτασαν στ’ αυτιά της λόγια για την αδελφή μας κι αυτά την έκαναν ακόμα πιο στρυφνή κι ανυπόφορη.
Στα δυο χρόνια πάνω η αδελφή μου έμεινε έγκυος – δόξα τω θεώ – είπε η μάνα μας. Και αργότερα μάθαμε πως γέννησε αγοράκι. Τη μέρα που ’ρθε το καλό μαντάτο είδα τον πατέρα μου να χαμογελά, έστω και στυφά και μου ’δωσε χαρτζιλίκι.
Γιωργάκη το βάφτισαν το αγοράκι της και το λάτρευε. Ξέρω πως θα το μεγάλωνε μη βρέξει και μη στάξει, γιατί εγώ που δεν ήμουν παιδί της αλλά αδελφός της και παρότι ήταν ανήλικη τότε, μεγάλωσα σαν βασιλιάς στα χέρια της.
Κάποια μέρα μετά από τέσσερα μπορεί και πέντε χρόνια, δε θυμάμαι καλά, μάθαμε πως ο καπετάν Αγγελής πνίγηκε σε φουρτούνα σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του. Κοντά στην Αλεξανδρέτα είπαν ότι πνίγηκε. Και πάλι κανένας μας δε βρέθηκε στο πλευρό της αδελφής μας. Μόνο κανά δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της θυμάμαι πως οι μεγάλοι μας, ο Παντελής κι ο Αλέκος πήγαν στο νησί για εμπόριο. Πέρασαν τότε απ’ το σπίτι της. Ζούσε φτωχικά απ’ τη μικρή σύνταξη που τους άφησε ο καπετάνιος. Υπηρετούσε την κατάκοιτη πεθερά και την κουνιάδα της που εκείνη έκανε τα κουμάντα. Στο σπίτι τους φίλεψε και τους κοίμισε και την άλλη μέρα το πρωί τη βρήκαν να τους περιμένει στο καΐκι μέσα, έχοντας σφιχταγκαλισμένο το μικρό Γιωργάκη.
-Πάρτε με μαζί σας, έλεγε και ξανάλεγε. Μαύρη ζωή περνώ εδώ. Πικρό ψωμί τρώω. Κατάντησα παραδουλεύτρα στο σπίτι του άντρα μου. Λεφτά δεν ορίζω. Πάρτε με μαζί σας στο σπίτι μας και θα δουλεύω για σας ολημερίς! Πάρτε με, αλλιώς θα πεθάνω!
Τη σύρανε με τη βία και τη βγάλανε με το Γιωργάκη αγκαλιά στη στεριά και της είπαν να μη βάζει άλλες πομπές και ντροπές στη ζωή τους. Οι καλές γυναίκες χήρες, ξεχήρες μένουν στο σόι του άντρα τους και τον τιμούν, έστω και πεθαμένο. Αυτό είναι το πρέπον και το σωστό.
Και φύγανε και την αφήσανε τη μαύρη μες στη μαύρη απελπισία να κλαίει και να οδύρεται, να θέλει να γυρίσει πίσω στον τόπο της, στο πατρικό, στη μάνα της και να κανείς να μην τη βοηθά. Ούτε τ’ αδέλφια της. Όλοι οι δρόμοι κλειστοί κι αυτή μες στην απόγνωση. Ξεκοκαλίστηκε κι η προικούλα της, για να ζήσουν τα δύο μορμολύκια. Κι έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε αργότερα, όταν γι’ άλλη μια φορά τη σακάτεψε η μοίρα. Ο Γιωργάκης της, παλικαράκι πια δεκατριών χρόνων, χτυπήθηκε από λευχαιμία καλπάζουσα. Μέσα σε μήνες το ’χασε το παιδί της. Το ’βαλε στη γη με τα χέρια της, μόνη της χωρίς κανέναν από μας. Το πικρότερο ποτήρι για μια μάνα το ’πιε η Μυρσίνη μας!
Ένα μήνα μετά το θάνατο του Γιωργάκη πέθανε κι έρμη η μάνα μας απ’ τον καημό της.
Εγώ τότε είχα αρχίσει να αντρειεύω και να ορίζω τον εαυτό μου και να μπορώ να έχω λόγο στους μεγαλύτερους από μένα άντρες του σπιτιού μας. Μια μέρα χτύπησα τη γροθιά στο τραπέζι κι είπα: «Τόσα χρόνια κάνατε ό,τι θέλατε, γιατί δεν είχα λόγο. Εξορίσατε την αδελφή μας, πεθάνατε τη μάνα για το τι θα πει ο κόσμος και για τη ρημάδα την τιμή σας. Στο διάολο κι η τιμή και ο κόσμος κι όλοι σας! Θέλετε δε θέλετε, θα πάω να τη φέρω πίσω τη Μυρσίνη κι ας μη δώσει πεντάρα κανένας σας. Εγώ θα δουλεύω να την ταΐζω!»
Σώπαιναν και με κοιτούσαν. Και μόνο ο Παντελής -είχε ήδη παντρευτεί κι είχε αποκτήσει το πρώτο του κορίτσι- είπε μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλια του: «Να πας Μανώλη!» κι έφυγε σκυφτός.
Σώπαιναν και με κοιτούσαν. Και μόνο ο Παντελής -είχε ήδη παντρευτεί κι είχε αποκτήσει το πρώτο του κορίτσι- είπε μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλια του: «Να πας Μανώλη!» κι έφυγε σκυφτός.
Πήγα, παιδί μου κι έτρεμα να τη δω, να την αγκαλιάσω, να πέσω στα πόδια της να της ζητήσω συγχώρεση για όλο το κακό που άφησα και της κάνανε.
Πήγα κι ακόμα κλαίω! Δεν ήταν αυτή που βρήκα η αδελφή μου. Ήταν σκιά του εαυτού της. Ξερακιανή, σχεδόν εξαϋλωμένη, σκεβρωμένη και δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε χρόνων. Όλα τα μαλλάκια της άσπρα σχεδόν και το δέρμα της πανιασμένο. Της έλειπαν δόντια και στα εκζεματικά της τα χεράκια τα νύχια ήταν φαγωμένα και κούφια απ’ τις βαριές δουλειές. Δούλευε σκληρά σ’ όποια δουλειά της δίνανε στις ελιές, στα χωράφια ή στα σπίτια. Η γριά είχε πεθάνει. Η κουνιάδα όμως ζούσε και ολοένα γινόταν πιο στριφνή και πιο πικρή. Εκείνη είχε τα λεφτά στα χέρια της.
Πήγα κι ακόμα κλαίω! Δεν ήταν αυτή που βρήκα η αδελφή μου. Ήταν σκιά του εαυτού της. Ξερακιανή, σχεδόν εξαϋλωμένη, σκεβρωμένη και δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε χρόνων. Όλα τα μαλλάκια της άσπρα σχεδόν και το δέρμα της πανιασμένο. Της έλειπαν δόντια και στα εκζεματικά της τα χεράκια τα νύχια ήταν φαγωμένα και κούφια απ’ τις βαριές δουλειές. Δούλευε σκληρά σ’ όποια δουλειά της δίνανε στις ελιές, στα χωράφια ή στα σπίτια. Η γριά είχε πεθάνει. Η κουνιάδα όμως ζούσε και ολοένα γινόταν πιο στριφνή και πιο πικρή. Εκείνη είχε τα λεφτά στα χέρια της.
-Αυτά είν’ το βιός του αδελφού μου, της έλεγε. Εσύ, χωρίς το παιδί πια, μόνο το στεφάνι σου ορίζεις! Να ευχαριστάς που σ’ αφήνω να μένεις σπίτι μας και δε σε διώχνω!
Σ’ αυτήν την κακιά κατάντια βρήκα τη Μυρσίνη μου. Έπεσα στα γόνατα μπροστά της και της ζητούσα συγνώμη μ’ αναφιλητά.
-Έλα αδελφή, να σε πάρω να πάμε σπίτι μας! είπα.
Έπεσε κι αυτή γονατιστή και μ’ αγκάλιαζε και μου φιλούσε τα μάτια και το μέτωπο κι αγκάλιαζα τα κορμάκι της, ένα μάτσο κόκαλα. Μόνο το βλέμμα της ήταν ίδιο κι η φωνή της.
-Αρνί μου! Μανωλάκη μου! Εσύ δε φταις σε τίποτα. Αυτή ήταν η μοίρα μου εμένα. Αυτό ήταν το γραμμένο! Εσύ δε φταις. Εσύ ήσουν παιδάκι τότε, έλεγε κι έκλαιγε σιγανά!
Κι έπειτα ξαφνικά πάγωσε, τραβήχτηκε μακριά μου κι άρχισε με φωνή πονεμένη κι αυστηρή:
-Μανώλη, άκουσε καλά. Εγώ δεν φεύγω! Δε γίνεται να φύγω πια. Πρέπει να είμαι εδώ για τον Γιωργάκη μου. Ποιος θα ανάβει κάθε μέρα το καντήλι του; Πώς ν’ αφήσω το παιδί μου και να φύγω; Και να πάω πού; Εγώ τα παιδιά μου με τη θέλησή μου δεν τα εγκαταλείπω ούτε κι αν είναι πεθαμένα! Κι εκείνο δε θα τ’ άφηνα! Γιατί έχω κι άλλο παιδί Μανώλη!...
Τότε ήμουν πολύ μικρή. Δε μ’ αφήνανε, αδελφέ μου, να το μεγαλώσω! Μου το πήρανε τ’ αγοράκι μου εκείνο, το πρώτο μου, μόλις το γέννησα. Μου το πήρανε και δεν το ξανάδα πια. Δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά του! Ξέρεις τι είναι να μη γνωρίζεις τ’ όνομά του παιδιού σου; Μόνο τα μάτια του θυμάμαι και εδώ στον αντίχειρα νιώθω ακόμα τη χουφτίτσα του που μ’ έσφιγγε δυνατά σαν να μην ήθελε κι εκείνο να μ’ αφήσει! Σαν να τό ’νιωθε πως το χώριζαν απ’ τη μάνα του! Έπειτα μ’ άφησε η ψευτομαμή στ’ άδειο δωμάτιο μόνο με μια κουρελού ανάμεσα στα σκέλια μου, για να σταματήσει την αιμορραγία της γέννας. Έκλαψα και χτυπήθηκα ώρες! Φώναζα, παρακαλούσα, το ζητούσα μέχρι που λιποθύμησα. Ξύπνησα κι η κουρελού ήταν πνιγμένη απ’ το αίμα μου κι η αγκαλιά μου άδεια κι η καρδιά μου δίχως αίμα σταλιά!...
Τουλάχιστον ο Γιωργάκης μου ξέρω πού βρίσκεται. Πάνω, εκεί ψηλά στα μνήματα. Πηγαίνω και του μιλώ και προσεύχομαι για την ψυχούλα του. Το άλλο μου το παιδί όμως πού είναι; Μανώλη, εσύ πρέπει να ψάξεις να το βρεις και να του πεις ότι η μάνα του δεν το πρόδωσε ποτέ!
-Μου τ’ ορκίζεσαι πως θα το βρεις;
-Σου τ’ ορκίζομαι αδελφή...
Δεν την ξανάδα παιδί μου τη Μυρσίνη μου. Μέσα στον ίδιο χρόνο πέθανε. Βαριά πνευμονία είπανε. Κι από τότε χρόνια ολόκληρα ψάχνω να βρω αυτό το παιδάκι που τώρα θα ’ναι άντρας μεγαλύτερος από σένα. Τώρα που τα ξέρεις όλα, σειρά σου να ψάξεις κι εσύ και να με βοηθήσεις να το βρούμε! Είναι αίμα μας!
Πρέπει να βρεθεί και να μάθει την αλήθεια. Να μάθει πόσο τ’ αγαπούσε η μάνα του! Να γιατρευτεί κι αυτό!
Πρέπει πριν κλείσω τα μάτια, παιδί μου, να βάλω τέλος στα τόσα μας εγκλήματα! Εγώ ξέρω πως η αδελφή μου πέθανε απ’ τον καημό της, απ’ τ’ άδικα του κόσμου κι απ’ τα δικά μας κρίματα. Η Μυρσίνη μας στη λιγοστή ζωούλα της, τη βασανισμένη, δε μας κράτησε κακία. Μα ο Θεός θα μπορέσει όλους να μας συγχωρέσει;…
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ