Της Άννας Μαρίας Παπαδάκη
ΕΚΕΊΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ. Το ίδιο καλοκαίρι, ήρθε και ο διορισμός μου. Τον δέχτηκα με ανακούφιση. Τόσα χρόνια, φροντιστήρια, φροντιστήρια, κουράστηκα πια, ήθελα τη σιγουριά του δημοσίου. Με είχαν στείλει στην επαρχία, σ’ ένα χωριό, που το Λύκειό του είχε ιδρυθεί πριν μερικά χρόνια. Δεν ήταν και πολύ μακριά απ’ την πόλη μου, αλλά προτίμησα να μετακομίσω στο χωριό. Άλλωστε, παιδιά, σκυλιά δεν είχα, για γυναίκα ούτε λόγος, κάτι σχέσεις της πλάκας, με τους γονείς μου έμενα, κι από καιρό έψαχνα τρόπο να ξεφύγω. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στο χωριό, η θάλασσα ήταν κοντά, έκανα τα μπάνια μου στην αρχή, αφού ο χειμώνας αργεί να έρθει στον τόπο μας. Ήσυχα μέρη, οι πιο πολλοί δουλεύουν στα χωράφια και στις οικοδομές, λίγα εμπορικά καταστήματα, τα απαραίτητα καφενεία, μερικές καφετέριες κάπως πιο μοντέρνες, σουβλατζίδικα, τέτοια πράγματα. Γρήγορα ανακάλυψα ότι η διασκέδαση των περισσότερων εφήβων ήταν οι βόλτες με τα μηχανάκια και των μεγάλων το καφενείο και τα στοιχήματα. Τους παρατηρούσα όπως ο επιστήμονας μελετά το έντομο κάτω απ’ το μικροσκόπιο, ήταν για μένα κάτι που απλά παρουσίαζε ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, και δεν είχα καμία πρόθεση να αναμειχθώ μαζί τους.
Πρώτη Σεπτεμβρίου παρουσιάστηκα στο σχολείο. Όλοι με κοιτούσαν, «ο καινούριος». Μια συνάδελφος, της ειδικότητάς μου, με πήρε υπό την προστασία της. Πενηντάρα, παχουλή, φτιασιδωμένη, μάλλον με γλυκοκοίταζε, αλλά δεν της έδωσα σημασία. Έπαιρνα τα φυλλάδια, την ύλη, τα βιβλία, ευχαριστούσα, όλα με τυπικότητα.
Δέκα μέρες μετά ήρθαν κι οι μαθητές. Οι περισσότεροι παιδιά αγροτών και οικοδόμων, είχαν περάσει τις διακοπές δουλεύοντας με τους γονείς τους. Και προορίζονταν, τελειώνοντας το σχολείο, να συνεχίσουν να δουλεύουν μόνιμα πια με τους γονείς τους. Πολλοί είχαν και όνειρα για σπουδές, και μπορεί και να τα κατάφερναν, δε με ένοιαζε. Ήμουν πια τριάντα χρονών, κουρασμένος απ’ τα φροντιστήρια, ήξερα τι γίνεται γύρω μου, δεν μπήκα στο σχολείο με το όνειρο ν’ αλλάξω τον κόσμο.
Μπήκα στην πρώτη μου τάξη, μέχρι τότε μόνο σε τάξεις φροντιστηρίων έμπαινα, και μάλιστα σε πόλεις. Δύσκολα πράγματα, αναγκάστηκα να φωνάξω, απογοητεύτηκα απ’ την πρώτη ώρα. Οι πιο πολλοί μαθητές έκαναν χαβαλέ, πετούσαν σαΐτες, τα κορίτσια χαζογελούσαν, δεν ήταν πιο ήρεμα απ’ τους συμμαθητές τους.
Ένα κοριτσάκι μόνο καθόταν ήσυχο, κοιτούσε το θρανίο, αμίλητο. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα βιβλίο, είδα ήταν και ξενόγλωσσο, κι άρχισε να διαβάζει. Πήγα κοντά της, «εσύ ποια είσαι» ρώτησα, με κοίταξε με σχεδόν κενό βλέμμα, είπε ένα όνομα, έμοιαζε ολοκληρωτικά απούσα, έσκυψε αμέσως στο βιβλίο της. Η φασαρία των άλλων μ’ ανάγκασε ν’ αρχίσω πάλι τις φωνές.
Στο διάλειμμα την ξαναείδα. Δεν ήταν πολύ ψηλή, ήταν, όμως, πολύ αδύνατη. Μαλλιά μαύρα και ίσια, μακριά, βαμμένα ίσως, δεν ξέρω, έντονο μαύρο μολύβι κάτω απ’ τα μάτια, απόρησα πώς δεν της έκαναν παρατήρηση, δέρμα κατάλευκο σε αντίθεση με τη μαυρίλα των συμμαθητών της. Στεκόταν μόνη της, έμοιαζε απούσα. Το βιβλίο στο χέρι, νευρικές κινήσεις, μήπως έπαιρνε ναρκωτικά;
Ρώτησα γι’ αυτήν, κι αυτά που έμαθα δεν ήταν και πολύ συνταρακτικά. Πολύτεκνη προβληματική οικογένεια, οικονομικά προβλήματα, στρίγγλα μάνα, τίποτα το πρωτόγνωρο. Τα συνηθισμένα.
Στο μάθημά μου δεν ήταν και πολύ καλή, απ’ ό,τι άκουσα, όμως, έγραφε ωραία, διηγήματα, ποιήματα, ζωγράφιζε κιόλας, όλα, όμως, γεμάτα θάνατο, μαυρίλα, φαντάσματα, ερειπωμένα σπίτια γεμάτα φωνές και ίσκιους. Κι αυτή γεμάτη ίσκιους, ένα φάντασμα μόνιμης απουσίας.
Σιγά -σιγά άρχισα να τη νιώθω κάπως δικό μου άνθρωπο, παρ’ όλο που σπάνια μου μιλούσε. Στα διαλείμματα έψαχνα να τη δω, από μακριά πάντα, ρωτούσα γι’ αυτήν στο σύλλογο, την είδα και στο δρόμο μερικές φορές, κάποτε και μ’ ένα νεαρό, ασπρουλιάρη και ξανθό. Κάπως απογοητεύτηκα. Τη φανταζόμουν αέρινη κι ανέγγιχτη, όπως πρέπει να είναι τα φαντάσματα. Παρά την παρουσία, όμως, του νεαρού, άρχισα να τη σκέφτομαι. Φίλους δεν είχα στο χωριό, με τους συναδέλφους δεν ταίριαξα, οι σχέσεις μας τυπικές, στην τάξη απλά προσπαθούσα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, πέρα απ’ το σχολείο άλλη δουλειά δεν είχα. Έβγαινα και περπατούσα, καθόμουν σε κάποια απ’ τις λίγες καφετέριες για έναν καφέ, μετά σπίτι, με τον υπολογιστή. Έψαξα να τη βρω στο facebook, σκέφτηκα να κάνω ένα ψεύτικο προφίλ και να της παρουσιαστώ σα συνομήλικος, έτσι απλά για να τη γνωρίσω, μήπως μπορέσω και καταλάβω τι κρύβει μέσα σ’ εκείνο το σιωπηλό, θλιμμένο κεφαλάκι, αλλά δεν τη βρήκα πουθενά. Απουσίαζε κι από κει, σα φάντασμα.
Στο σχολείο δεν προσπάθησα να της μιλήσω, ήξερα ότι δε θα μου μιλούσε, το προσωπείο του καθηγητή δεν την άφηνε, όχι ότι την άφηνε η κοινή ηλικία με τους συμμαθητές της, απλά την κοιτούσα από μακριά. Με τον καιρό άρχισε να γίνεται κάτι σαν ιδέα στο μυαλό μου, κάτι το ιδανικό, το φευγαλέο και άπιαστο, κι ας υπήρχε ο νεαρός, ο ασπρουλιάρης και ξανθός. Στο βαριεστημένο μυαλό μου έμοιαζε κάπως σαν το απάτητο παρθένο δάσος, σαν την απρόσιτη βουνοκορφή, κάτι, τέλος πάντων, που έπρεπε να κατακτήσω, να κατακτήσω με πόνο, με αίμα, όχι απλά κι αφηρημένα, κι ας ήταν σαν ιδέα, εγώ ήθελα μια σάρκινη κατάκτηση, μια πραγματική απόκτηση. Μου έγινε εμμονή. Τα μοναχικά μου βράδια τη φανταζόμουν, κι ας ήταν κοκαλιάρα, κι ας είχε περίεργο βάδισμα, κι ας την έλεγαν οι άλλοι «προβληματική» και «τρελλάρα». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί με έκαναν να τη νιώθω πιο δική μου, ισχυροποιούσαν το δέσιμο, αισθανόμουν ότι εγώ μόνο την ήξερα, την ένιωθα, την καταλάβαινα, έτσι που την έβλεπα χαμένη, μόνη, σιωπηλή, σαν ίσκιο και σα φάντασμα.
Ένα βράδι, είχαν αρχίσει πάλι οι ζέστες, το διαμέρισμα με έπνιγε. Τον υπολογιστή τον βαρέθηκα, η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, για διάβασμα δεν είχα όρεξη. Είπα να βγω μια βόλτα με το αμάξι. Οι περισσότεροι δρόμοι έρημοι, μόνο κάτι παιδιά σε μηχανές, μαθητές μου σίγουρα, τους προσπέρασα χωρίς να δώσω σημασία. Συνηθισμένο θέαμα στο χωριό, νεαροί σε μηχανές, να τριγυρίζουν άσκοπα. Άλλωστε, κι εγώ άσκοπα τριγύριζα.
Σ’ ένα σκοτεινό δρόμο, μια μοναχική φιγούρα, μαυροντυμένη, κοκαλιάρικη, με περίεργο βάδισμα, μου φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσα να πιστέψω την καλή μου τύχη.
Σταμάτησα δίπλα της, «να σε πάω κάπου;», με κοίταξε με το κενό της βλέμμα, σήκωσε τους ώμους, δεν της έκανε καμία διαφορά, είχε σταματήσει να περπατά, αλλά γι’ αυτήν ήταν το ίδιο, δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε για να προχωρήσει, ούτε για να μπει στο αμάξι, απλά στεκόταν εκεί, και με κοιτούσε με το κενό της βλέμμα, ένα φάντασμα στη σκοτεινιά του δρόμου.
Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, «έλα, μπες μέσα, πού πηγαίνεις μόνη σου νυχτιάτικα;», με κοίταξε και πάλι, ίσιωσε τη φούστα της, έκανε την κίνηση, μπήκε στο αμάξι. Δεν πίστευα την καλή μου τύχη. Προσπάθησα ν’ ανοίξω συζήτηση, δε μιλούσε. Τη ρώτησα πού πήγαινε τέτοια ώρα ολομόναχη, τη ρώτησα πώς τα πάει με τα άλλα μαθήματα στο σχολείο, απλά σήκωνε τους ώμους. Παραιτήθηκα, άλλωστε προτιμούσα τη σιωπή της. Δεν τη ρώτησα πού έμενε, πού να την πάω, κι εκείνη δε μου είπε. Έμοιαζε και πάλι απούσα με τη σιωπή της και με τους ίσκιους της, αλλά εκείνο το βράδι, μέσα στο μικρό μου αμάξι, ήταν παρούσα, έντονα, κραυγαλέα, σχεδόν επώδυνα παρούσα, την ένιωθα στο πετσί μου, ένιωθα τη σιωπή της να ουρλιάζει, ένιωθα τους ίσκιους της να με πλακώνουν, ένιωθα το σώμα της, κοκαλιάρικο, ατσούμπαλο, μαυροντυμένο, για μια φορά σάρκινα παρόν.
Την πήγα σε κάτι χωράφια. Δε διαμαρτυρήθηκε. Δε ρώτησε πού πάμε. Δεν έμοιαζε καν να καταλαβαίνει πού είναι. Παρούσα και απούσα.
Σταμάτησα, γύρω τριγύρω σιωπή, σκοτάδι, κάθισα αμήχανος για λίγο, ένιωθα το κορμί μου να καίει, τα χέρια μου έτρεμαν, δεν ήμουν εγώ, ήμουν κάποιος άλλος, εγώ απλός θεατής μιας φτηνής ταινίας, αναγνώστης λαϊκού μυθιστορήματος, αυτή ακίνητη δίπλα μου, δεν ήξερα πού ήμουν, δεν ήξερα τι ήθελα, άπλωσα το χέρι και της χάιδεψα τα γόνατα, όπως πρόβαλλαν, εκτυφλωτικά λευκά, μέσα στο μαύρο της φούστας και στο μαύρο της νύχτας, δεν αντέδρασε, ανέβηκα λίγο πιο πάνω, ένιωθα τον αέρα μου να σώνεται, ένιωθα έναν φρικτό φόβο γι’ αυτό που θα γινόταν σε λίγο, η καρδιά μου είχε αυτονομηθεί και με ξεκούφαινε με την άγρια μουσική της, ανέβηκα κι άλλο, σήκωσα τη φούστα, τυφλώθηκα απ’ το λευκό και το μαύρο, ήμουν πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι χαμένη απ’ την αρχή, έκλεισα τα μάτια, είδα τους γονείς μου, το σπίτι μας, το σχολείο, την παχουλή πενηντάρα συνάδελφο, τους άτακτους μαθητές μου, την αυλή, είδα ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και κοκαλιάρικο, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και το νοστάλγησα, ένιωσα ένα άγριο κύμα πόθου γι’ αυτό το πλάσμα του ονείρου, και τότε άνοιξα τα μάτια, και τότε το φεγγάρι ξεπρόβαλε ξαφνικά πίσω απ’ το σύννεφο που το έκρυβε, και στο φως του, ασημένιο σαν ψευδαίσθηση, είδα μια φευγαλέα λάμψη, είδα το μαχαίρι, ένιωσα το μαχαίρι, ένιωσα τον πόνο, κάτι ζεστό να τρέχει και δεν ήξερα αν ήταν έρωτας ή αίμα αυτό που έβγαινε από μέσα μου, και πάλι πόνος, άγριος και γλυκός, είδα τα μάτια της στο φεγγάρι, κι αυτή τη φορά δεν ήταν άδεια, είχαν κάτι μέσα τους, κάτι όχι πια ανθρώπινο, κάτι που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, κάτι από όνειρο κι από θάνατο, κάτι γλυκά θανατερό, κάτι σα μάτια λύκου ή δολοφόνου, αυτά τα μάτια είχαν πια γεμίσει με κάτι που δεν ήξερα τι είναι, ούτε και θα μάθαινα ποτέ μου, είχε τελειώσει ο χρόνος, ο χρόνος μου τελείωνε, δε φοβόμουν, δεν ήξερα, αυτή ήταν εκεί, παρούσα πια ολοκληρωτικά, σα φάντασμα παρούσα, με κοιτούσε, είχε μεταμορφωθεί, ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και κοκαλιάρικο, στο χέρι δεν κρατούσε πια βιβλίο αλλά μαχαίρι, δεν πρόσεξα τη διαφορά, μου φάνηκε το ίδιο, ένα κορίτσι λευκό, κάτι συνέβη, ο αέρας σωνόταν, το φεγγάρι κρύφτηκε πάλι, κοίταξα τα μάτια της, γεμάτα απ’ αυτό το άγνωστο, το μη ανθρώπινο, τα μάτια του λύκου, τα μάτια του φόβου, τα μάτια του θανάτου, κι έπειτα σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι, και ήμουν πια νεκρός.
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ