Παναγιώτα Τσιλίκη, Πειραιάς
Μέσα στη βουή του χρόνου
Ανοίγεις τα ηλεκτρονικά σου μηνύματα. Προσπερνάς τα διαφημιστικά, της δουλειάς, των φίλων. Πατάς πάνω στο σημαδεμένο με αστεράκι.
- Έβαλες τελικά στόχο να κάνεις το δικό σου.
- Θέλω να τα καταφέρω. Θα τα καταφέρω..
- Είσαι σίγουρη;
- Απολύτως.
- Σίγουρα; Θυμήσου δεν είσαι Θεός.
- Παράτα με, όταν δουλεύω τα θυμάσαι όλα;
- Έλα να δεις, μπήκα.
- Στον παράδεισο;
- Μην είσαι επικριτικός, με κουράζεις.
- Σε κουράζω κι από πάνω.
- Κι από κάτω, ωπ! Το πέτυχα.
- Το γλυκό;
- Ποιο γλυκό μωρέ; Τόση ώρα προσπαθώ και τώρα που τα κατάφερα…
- Θα κάψεις τον εγκέφαλό σου με το διαβολομηχάνημα. Ξέρεις πόση ακτινοβολία έχει;
- Ας έχει. Κι εσύ καπνίζεις.
- Οκ. Σ΄αφήνω στον καινούριο σου έρωτα. Πάω για τσιγάρα, μη με ψάξεις.
Ξαναδιαβάζεις το mail. Το έχεις μάθει απέξω. Είσαι μακριά. Συνομιλείς μαζί της βουβά. Πλάθεις εικόνες,.
Έτσι είπες, έτσι είπε, άνοιξε την πόρτα και πήγε για τσιγάρα, μάλλον απευθείας στη Marlboro. Από τότε ψάχνεις μέσα στα στέκια που πηγαίνατε, στα στενά σοκάκια της παλιάς γειτονιάς στα μάτια των φίλων που δεν είναι ευθύβολα. Ψάχνεις μέσα στα φύλλα των πεσμένων δέντρων μήπως δεις εκείνο το άφιλτρο αποτσίγαρο. Χαϊδεύεις στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου το ανύπαρκο λουλούδι που σου άφηνε για καλημέρα. Τυλίγεις σφιχτά το λυγμό σου στο ζεστό κασκόλ.
Η καύτρα ακούμπησε στο δάχτυλο. Ανάβεις άλλο τσιγάρο γέρνοντας στην καρέκλα που στενάζει κάτω από το βάρος σου. Η σκιά της μπίγας γέρνει δυτικά κόβοντας το φινιστρίνι λοξά. Τα γενέθλιά της σημαδεύονται με ροζ μήνυμα στην οθόνη του υπολογιστή. Τα δικά σου τα γιόρτασες χτες. Βάζεις στο στόμα ένα γλυκό. Άραγε υπάρχουν άλλα δίδυμα που γεννήθηκαν με την εκπνοή της μίας μέρας και την ανατολή της άλλης; Γελάς. Κανένας δε σας πίστευε ότι είσαστε δίδυμα. Άλλη μέρα ο ένας, άλλη ο άλλος. Δε μοιάζατε κιόλας. Έτσι έλεγαν οι άλλοι. Μόνο εσείς ξέρετε πως ο χρόνος και η μάσκα δεν έχει σημασία.
Να γράψεις κλασικά ή ηλεκτρονικά; Το μολύβι παίζει πάνω στην καρτ ποστάλ από το Μοντεβιδέο. Χαϊδεύεις τα πλήκτρα μα οι συνάψεις έχουν σκληρύνει. Τα μάτια σου ζυγίζουν για μια στιγμή τη δύναμη της μολυβένιας μύτης. Το αφήνεις και πιάνεις ένα στυλό. Αποφασιστικά μπήγεις τη μύτη του κάτω από τα καπάκια και τα πετάς ένα - ένα στον αέρα. Αυτό ήταν. Χιλιάδες χνούδια στις κεφαλές εμπόδιζαν την εντολή να περάσει γρήγορα, αυτόματα. Η σκόνη υπερίπταται για λίγο στην ατμόσφαιρα και φεύγει από το φινιστρίνι.
- Μπράβο, σε διόρθωσα, και τώρα δουλειά. Σκέψου, σκέψου, χρειάζεται ταχύτητα, συντονισμός, ο χρόνος είναι λίγος.
Η σιωπή της καμπίνας κάνει το βόμβο του Η/Υ έντονο, μονότονο, σαν το χτύπο της καρδιάς σου. Το σύστημα σε ρουφάει σαν δίνη μέσα σε χιλιάδες bytes.
- Όπου και να κρύβεσαι θα σε βρω, της το χρωστάω, μονολογείς.
Το πλοίο κουνάει μια δεξιά, μια αριστερά, παφλάζοντας απαλά πάνω στα βαθιά νερά. Μπουνάτσα. Η κούραση σε αποκοιμίζει πάνω στη μήτρα της θάλασσας, αλλά όχι, αυτή τη φορά θα τα καταφέρεις. Τα δάχτυλα παίζουν πρελούδιο και τα σήματα ταξιδεύουν μέσα σε χιλιάδες οπτικές ίνες που διασταυρώνονται πάνω από τη γαλάζια σφαίρα. Το αφήνεις να ψάχνει και μισοκλείνεις τα μάτια.
Τα μηνύματα σηματοδοτούν την ποσότητα της μοναξιάς.
Οι φίλοι είχαν καιρό να τον δουν. Delete. Κάποιοι τον αναγνώρισαν στη φωτογραφία, τον είχαν δει ταυτόχρονα σε άλλα μέρη. Φήμες. Delete. Κάποιος ήθελε να μάθει τι θα κέρδιζε αν τον έβρισκε. Delete.
Μια βρισιά ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλη καθώς το σουέλ κούνησε απότομα τον ήσυχο κόσμο σου. Το τασάκι πέφτει γεμίζοντας το πάτωμα αποτσίγαρα. Ο φρέσκος αέρας σκορπίζει τις στάχτες. Τα μαζεύεις βιαστικά. Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
- Σκάντζα βάρδια, ακούγεται σε σπαστά ελληνικά.
Κατέβασες τα πόδια από το γραφείο και πετάχτηκες. Γύρισες να πάρεις το καπέλο σου ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην οθόνη.
- Αργότερα, μονολόγησες.
Την ώρα που το κλείστρο της πόρτας ασφάλιζε, η οθόνη αναβόσβησε. Τα βήματά σου στο σιδερένιο αλοέ πνίγουν τον ήχο του εισερχόμενου.
- Για μισή ώρα μόνο θα είμαι συνδεδεμένος φίλε. Εδώ που βρίσκομαι η τεχνολογία είναι είδος πολυτελείας όπως και πολλά άλλα πράγματα. Ωστόσο είμαι καλά. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. Αλλαγή πορείας μου έλεγες, θυμάσαι;
Όταν μπήκες είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες. Ο χρόνος ταξιδεύει άχρονα κι άμα θέλει σμίγει την απόσταση. Τα μουτζουρωμένα δάχτυλα τραβάνε τον ιδρώτα από μέτωπο και ζωγραφίζουν την κούραση με γράσο πάνω στη φόρμα, καθώς σκουπίζονται βιαστικά.
- Κρίμα, μονολογείς καθώς πατάς το πλήκτρο αποστολή στο τυπικό μήνυμα Χρόνια Πολλά στολισμένο με ένα μπουκέτο ηλεκτρονικά λουλούδια.
Κρύβεις την οργή σου μέσα στη βουή του πέλαγου και στο φάλτσο θόρυβο της μηχανής του πλοίου που σε καλεί να τη διορθώσεις.
¤