Του Κωνσταντίνου Βαρδή
-«Και σένα ποιος σου είπε ότι δουλεύουμε οκτάωρο αγαπητέ μου…» ο καλοζωισμένος, ο εργατοπατέρας, αυτός που διαλαλούσε πως ήταν αυτοδημιούργητος και υποκρινόταν πως στην, τέλεια, ζωή του είχε δουλέψει σκληρά όσο κανένας άλλος, είχε ξεχάσει για μία ακόμη φορά το όνομα του μικρού και άτυχου εργαζόμενου που είχε δυστυχώς την τιμή να βρίσκεται μπροστά του.
-«Αλέξανδρος Νομικός…» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της γραμματέως του. Το αφεντικό, ο μέγας επιχειρηματίας, την κοίταξε με βλέμμα υπεροπτικό.
-«Σε ρώτησα…; Γιατί φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν; Θαρρείς πως έχει στ’ αλήθεια σημασία το όνομά του; Για μένα είναι απλά αριθμοί. Ρομπότ που είναι υποχρεωμένα να δουλεύουν όσο μου κάνει κέφι και όποτε μου κάνει κέφι. Είναι μικρά λαστιχάκια που τα τραβάς μέχρι εκεί που δεν πάει. Κι αν τύχει και σπάσουν… απλά τα αντικαθιστάς. Τόσο απλά...» Η φωνή του ήταν επιτακτική και τόνιζε την κάθε λέξη κάνοντας τους δύο υπαλλήλους να έχουν κλείσει με τα χέρια της φαντασίας τους τα αυτιά και τα μάτια τους ώστε να μην τους αγγίξουν βαθιά τα λόγια. «Αν θέλουν να πάρουν αυτά που μου καταλογίζουν πως τους χρωστάω… είναι ελεύθεροι να ψάξουν αλλού. Χάρη τους κάνω που τους έχω εδώ και τους απασχολώ. Το κράτος μου δίνει πλέον την δύναμη να κάνω αυτά που κάνω. Αν νομίζουν πως μπορούν να διεκδικήσουν αλλού τα δικαιώματά τους… ορίστε η πόρτα» και σήκωσε το δάκτυλό του δείχνοντάς τους την γυάλινη πόρτα. Κανείς δεν μίλησε. Το μόνο που ηχούσε ακόμη ήταν ο αντίλαλος από τις υστερικές φωνές του καρχαρία που κατάφερε να φτάσει ως εδώ με την αξία του και μόνο. Ο επιχειρηματίας γύρισε ξανά προς το μέρος του Αλέξανδρου. «Δεν έχεις καταλάβει κάτι μου φαίνεται νεαρέ μου. Αυτό είναι το δικό μου κοτέτσι κι εγώ είμαι ο κόκορας. Ο μοναδικός κόκορας. Αυτό να το βάλεις καλά στο μυαλό σου κι εσύ και οι υπόλοιποι που κοπροσκυλιάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ…»
-«Κύριε…» ο Αλέξανδρος θέλησε να πάρει τον λόγο. Ήθελε πολύ θάρρος κάτι τέτοιο. Μα ένιωθε τον θυμό του να ξεχειλίζει. Η αγανάκτηση δεν τον άφηνε να παραμείνει σιωπηλός. Ήξερε πως το παν σε αυτή την ζωή είναι η διπλωματία. Σημασία δεν είχε τι ήσουν και ποιος ήσουν… μα πώς πούλαγες αυτό που υποτίθεται πως ήσουν. Ο Αλέξανδρος κόμπιασε λίγο σε αυτή του την σκέψη. Ποτέ δεν ήταν καλός στο να διαφημίζει τον εαυτό του. Οπότε… όπως πάντα άφησε την ειλικρίνεια να μιλήσει όταν άνοιξε το στόμα του. «Χίλια συγγνώμη που σας διακόπτω, μα…» ο Γρηγόριος ξαφνιάστηκε καθώς δεν θυμόταν να του είχε δώσει τον λόγο. Κάπου βαθιά μέσα του όμως θαύμασε αυτή του την πρωτοβουλία και έτσι τον άφησε να μιλήσει. Η τρομοκρατία όμως ήταν δεδομένη. Μόλις άρθρωσε τις πρώτες του λέξεις τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Ο Αλέξανδρος για λίγο θύμισε γατάκι φοβισμένο και μαζεμένο στην γωνία. Και ποιος δεν θα ήταν άλλωστε;
-«Περιμένω… και ξέρεις κάθε λεπτό μου κοστίζει χρήματα που εσείς δεν μου βγάζετε.»
Ο φτωχός υπάλληλος γέλασε αμήχανα. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. «Ξέρετε κύριε Χάλλα…»
-«Χάλλας αγόρι μου.» είπε αυστηρά. «Είσαι ηλίθιος…; Αφού ξέρεις πως έχω έρθει από Αμερική και όχι από το μπουρδέλο που εσείς αποκαλείτε Ελλάδα. Χάλλας, λοιπόν. Μην σε ξανακούσω να το προφέρεις λάθος…» το αφεντικό έπαιζε διασκέδαζε όλη αυτήν την κατάχρηση εξουσίας. Ο Αλέξανδρος έσκυψε το κεφάλι άλλη μία φορά. Με την άκρη του ματιού του είδε την γραμματέα να έχει σφίξει τα χείλη της. «Συνέχισε λοιπόν…»
-«Συγγνώμη για το λάθος που έκανα πριν», απολογήθηκε. «Όπως γνωρίζετε… είμαι πατέρας δύο παιδιών. Δύο μικρών παιδιών. Η γυναίκα μου είναι άνεργη, και…»
-«Και ποιος σου φταίει ρε καραγκιόζη; Ας μην έκανες οικογένεια στο κάτω κάτω. Εγώ πρέπει να πληρώσω τα δικά σου τα γαμήσια;»
-«Όχι κύριε Χάλλας, μα να…» ο Χάλλας τον κοίταξε απότομα. Ο Αλέξανδρος κόλλησε. Σταμάτησε για μία στιγμή και σιγουρεύτηκε πως τον είχε αποκαλέσει σωστά και συνέχισε… «Δεν θα ερχόμουν, ειλικρινά, να σας ενοχλήσω παρόλο που πλησιάζουμε ήδη τους δέκα μήνες απλήρωτοι.» Το αφεντικό τώρα μισόκλεισε τα μάτια και συνέχισε να τον κοιτάει σα να του έλεγε: “Πρόσεχε τώρα τι θα πεις…”. «Έχω όμως ένα προσωπικό πρόβλημα. Η μικρή μου κόρη χρειάζεται νοσοκομείο. Πριν κάποιες μέρες ανέβασε πυρετό και δεν έλεγε να πέσει με τίποτα. Αναγκαστήκαμε να το πάμε σε ένα εφημερεύον νοσοκομείο. Κάναμε εξετάσεις και μας είπαν πως δεν είναι τίποτα και πως θα περνούσε εντός δύο ημερών. Το κακό όμως είναι πως από εκείνη την ημέρα έχουν περάσει εφτά ημέρες και το παιδί μου εξακολουθεί και ψήνεται με σαράντα πυρετό.» Στις τελευταίες του λέξεις περίμενε ακόμη και ένας βράχος σαν κι αυτόν να δείξει τον ανθρώπινό του πρόσωπο. Πόσο έξω έπεσε;
-«Και τώρα τι θέλεις από εμένα…;»
-«Θα ήθελα.. αν ήταν δυνατόν… να μου δώσετε κάποια χρήματα για να πάω το παιδί μου σε κάποιον ιδιωτικό γιατρό. Ξέρετε… έδειξα τις εξετάσεις σε κάποιον γνωστό μου, κάποτε σπούδαζε ιατρική μα δυστυχώς τα παράτησε, και μου είπε πως η αυξημένη και πάνω από τα φυσιολογικά όρια στο CRP ορού μπορεί να δείχνει σοβαρή λοίμωξη ή ακόμη και αρχή πνευμονίας η οποία σίγουρα επιβάλει ιατρική παρέμβαση και παρακολούθηση.»
-«Είδες λοιπόν…; Το έλυσες το πρόβλημά σου. Έχεις τον φίλο σου να σε βοηθήσει και εσύ θα βοηθήσεις αυτόν κάνοντάς τον να ξεσκουριάσει λίγο. Το πρόβλημά σου λύθηκε. Φύγε τώρα γιατί έχω και σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ.»
Ο Αλέξανδρος έσκυψε και πάλι το κεφάλι νιώθοντας ντροπή που πήρε το θάρρος να έρθει να του μιλήσει. Λες και το φταίξιμο ήταν δικό του. Έκανε μεταβολή κάτω από το αλαζονικό βλέμμα του προέδρου και κατευθύνθηκε προς την γυάλινη πόρτα που στόλιζε την είσοδο του γραφείου του. Από το αντικατοπτρισμό μπόρεσε να δει το χοντρό αφεντικό να σκύβει, να ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του με τον πανάκριβο Mac υπολογιστή του πάνω και να σηκώνεται ξανά κρατώντας ένα χοντρό πούρο ανάμεσα στα δάκτυλά του. Τόσο χοντρό που θύμιζε κουτάκι αναψυκτικού. Ήταν όμως πούρο. Το ήξερε. Τον είχε δει πολλές φορές να τα καπνίζει βγάζοντας πριν από πάνω τους την φίρμα που ήταν κολλημένη με ένα χαρτί περιμετρικά από τον κορμό του πούρου. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια αυτού του έργου τέχνης. Έτσι τουλάχιστον τα χαρακτήριζε ο πρόεδρος. Ήταν ένα μαύρο χαρτάκι στολισμένο με μία κοκκινοκίτρινη ζωγραφισμένη κορδέλα που πλαισίωνε καλλιτεχνικά ένα κινέζικο δράκο. Κατά συνέπεια, η λέξη DRAGON ήταν γραμμένη πάνω του καλλιτεχνικά.
Η πόρτα πίσω του έκλεισε. Από το τσαντάκι που κρεμούσε μπροστά στη μέση του έβγαλε το κινητό του για να δει τι ώρα ήταν. Τυπικά πλησίαζε η ώρα του σχολάσματος. Πόσο ζήλευε αυτούς που είχαν το προνόμιο να εργάζονται υπό αυτές τις συνθήκες. Σε λίγα λεπτά το ρολόι θα έδειχνε τέσσερις η ώρα το μεσημέρι μα αυτός δεν είχε το δικαίωμα να πάει σπίτι του πριν τις εννιά με δέκα το βράδυ. Πίσω του άκουσε το κινητό του κύριου Χάλλας να χτυπάει και σαν φανατικός οπαδός του δαγκωμένου μήλου τι άλλο θα μπορούσε να έχει εκτός του τελευταίου μοντέλου του; Αυτό που ακόμη δεν είχε κυκλοφορήσει ούτε στη αγορά. Το έξι, το εφτά; Ούτε κι αυτός ήξερε. Είχε όμως πάρε-δώσε με υψηλά στελέχη της εταιρίας και δοκίμαζε πάντα πρώτος ό,τι επρόκειτο να λανσαριστεί.
Το τηλέφωνο χτύπησε και ο πρόεδρος απάντησε. Πίσω από τις πόρτες ο Αλέξανδρος μπόρεσε να τον ακούσει να φωνάζει στον μονάκριβο γιο του. Δεν τον μάλωνε. Απεναντίας τον σύγχαιρε για τη νέα του αγορά. Ένα σκάφος σε τιμή ευκαιρίας μόνο 220 χιλιάδων ευρώ. «Μπράβο σου αγόρι μου!!! Ναι, μην στενοχωριέσαι… έχω τον κατάλληλο άνθρωπο για αυτό…» και μετά ξέσπασε σε γέλια. Ο φτωχός υπάλληλος έσφιξε και αυτός με τη σειρά του τα χείλη. Όποτε το άκουγε αυτό, ήξερε πως κάτι του ετοίμαζε το αφεντικό. Και ποτέ, μα ποτέ δεν ήταν καλό. Έκλεισε και την τελευταία πόρτα του ορόφου και πάτησε το μαγικό κουμπί που θα έφερνε μπροστά στα πόδια του το ασανσέρ για να τον μεταφέρει σαν μαγικό χαλί σε ένα άλλον όροφο. Μακριά από τον τύραννο -κατά κάποιον τρόπο δηλαδή. Η δίφυλλη πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και ο Αλέξανδρος φάνηκε στο κέντρο σαν μονομάχος έτοιμος να ξεχυθεί στην μάχη της τοπικής γραφειοκρατίας. Τα βήματά του ήταν βαριά και δεν θύμιζαν καθόλου εκείνα τα αεράτα όταν είχε πρωτοπροσληφθεί. Είχε ακούσει βέβαια τα καλύτερα και έτσι ξεκίνησε με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις. Πέντε χρόνια αργότερα έμοιαζε με εκείνο το ανέκδοτο που λέει πως η γυναίκα στα εβδομήντα είναι σαν το Αφγανιστάν. Ενώ όλοι ξέρουν πού βρίσκεται, κανείς δεν θέλει να το επισκεφτεί. Κι όμως… ο Αλέξανδρος ήταν μόλις τριάντα πέντε. Μα είχε γεράσει πρόωρα στην ψυχή. Μόλις έφτασε στο γραφείο του, και πριν ανοίξει την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Σκέφτηκε να μην το σηκώσει. Να κάνει την παρατυπία μιας και είχε κάθε λόγο. Ήταν όμως τυπικός. Άλλωστε ήλπιζε πως ο πρόεδρος τελικά θα του έδινε τα λιγοστά χρήματα που είχε ανάγκη για να πάει το παιδί του σε έναν γιατρό της προκοπής.
-«Παρακαλώ…!» απάντησε εύθυμα. Ναι, έπρεπε να βάλει και αυτό το ρημάδι το θαυμαστικό στο τέλος. Πάντα το έβαζε, αν και δεν έπρεπε. Ήταν η γραμματέας. Η προσωπική γραμματέας του κύριου Χάλλα -ούπς… Χάλλας.
-«Κύριε Νομικέ… ο Κύριος Χάλλας σας παρακαλεί μετά το τέλος των καθηκόντων σας να κατεβείτε στο υπόγειο και να πλύνετε το αυτοκίνητο της Παρασκευής.»
-«Μάλιστα…» απάντησε ενώ το μυαλό του ήταν στο ζεστό κορμί του βασανισμένου παιδιού του. Αμέσως άνοιξε την ατζέντα του να δει την λίστα με τα καθημερινά αυτοκίνητα του αφεντικού. «Για να δούμε λοιπόν… Δευτέρα Range Rover, Τρίτη Porsche Carrera, Τετάρτη Audi, Πέμπτη Saab, Παρασκευή Ferrari.» Τα λόγια ήταν περιττά.
Η βάρδια επιτέλους έφτασε στο τέλος της και όλα τα καθήκοντά του είχαν διεκπεραιωθεί. Το σπίτι του βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την εταιρία και έτσι σε όλη αυτήν τη διαδρομή είχε χρόνο να σκεφτεί και να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του. Αυτήν τη ζωή που μέρα με τη μέρα μισούσε όλο και πιο πολύ. Δεν ήταν όμως μόνος. Η αγορά που τους είχε επιβάλει ένα ασφυκτικό μνημόνιο είχε γίνει τόσο ανταγωνιστική που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν καθημερινά γιατί δεν άντεχαν τόσο μεγάλες δόσεις ευτυχίας. Οι πολιτικοί έδειχναν να ζούσαν σε μία παράλληλη διάσταση όπου τα καθημερινά γεγονότα δεν τους άγγιζαν. Ο δικός τους κόσμος ήταν αγγελικά πλασμένος χωρίς ίχνος αδικίας.
Τέλος πάντων… σκέφτηκε. Έτσι δεν θα λυθεί το πρόβλημά μου. Επί της ουσίας, τι θα κάνω…; Έσπαγε το κεφάλι του. Μισή ώρα με τρία τέταρτα αργότερα έφτασε ακριβώς έξω από το σπίτι. Αν και ήθελε σαν τρελός να μπει μέσα και να δει τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα δύο μικρά του αγγελούδια, δίστασε. Δίσταζε κάθε φορά που τελείωνε από την δουλειά. Πώς θα αντίκριζε ξανά την γυναίκα του στα μάτια και τι θα της έλεγε όταν θα τον ρωτούσε την καυτή ερώτηση…; Πότε θα πληρωθούμε; Τι να της έλεγε; Το σπιτικό του ήταν κοντά στην διάλυση και η κόρη του… προσπαθούσε να μην σκέφτεται τα χειρότερα σενάρια. Έλα όμως που το μυαλό κολλάει σαν χαλασμένο πικάπ στις χειρότερες σκέψεις. Και πάντα το κάνει όταν δεν πρέπει. Πόσα βράδια είχε μείνει άγρυπνος επειδή είχε την ατυχία να ξυπνήσει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα για κατούρημα και μετά να μην μπορεί να κλείσει μάτι; Η απόγνωση του χτυπούσε την πόρτα και δεν σταματούσε μέχρι να την γκρεμίσει ή να της άνοιγε. Και όταν έμπαινε μέσα… ταύρος σε υαλοπωλείο. Τα κλειδιά μπήκαν στην κλειδαρότρυπα. Τα υπόλοιπα κουδούνισαν μεταξύ τους στο μπρελόκ. Η πόρτα άνοιξε. Περίμενε να δει την γυναίκα του να στέκεται στην είσοδο, όπως έκανε πάντα. Δεν ήταν εκεί. Βρισκόταν στο προσκεφάλι της μικρής του κόρης. Η Έλενα γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Σήκωσε το δείκτη της και τον έβαλε ανάμεσα στα χείλη της σε ένδειξη ησυχίας. Του έκανε νόημα πως η μεγάλη κόρη ήδη κοιμόταν. Την πλησίασε. Έσκυψε και μοίρασε δύο φιλιά, όπως έκανε πάντα, στα μαλλιά τους. Η Έλενα του είπε ψιθυριστά πως η υγεία της είχε βελτιωθεί. Σήμερα ο πυρετός είχε πέσει από σαράντα σε τριάντα εννιά με τριάντα εννιά και μισό. Τα ponstan και τα depon έκαναν την δουλειά τους. Μόνο προσωρινά όμως.
-«Αλέξανδρε… τι θα κάνουμε…; Πρέπει να την πάμε σε έναν γιατρό επειγόντως. Την έχουμε πάει ήδη δύο φορές σε δημόσιο νοσοκομείο και ακόμη τίποτα…» Ο Αλέξανδρος έσκυψε το κεφάλι. «Πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος…» συνέχισε να λέει η Έλενα. «Ξέρω… δεν έχεις κάτι ευχάριστο να μου πεις. Είμαι σίγουρη πως μίλησες με αυτόν τον παλιάνθρωπο.» κοίταξε τον άντρα της που έγνευσε καταφατικά. «Αν είχες κάτι θετικό, λογικά θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα μου έλεγες μόλις άνοιγες την πόρτα. Άλλωστε πάντα σε καταλαβαίνω, από τον τρόπο που μιλάς, από τον τρόπο που χαμογελάς σαν μπαίνεις μέσα, από τον τρόπο που φωτίζεται όλο σου το πρόσωπο.» Η γυναίκα του σηκώθηκε και του έπιασε τα χέρια. «Βαρέθηκα όλους μας αυτούς τους τσακωμούς. Ξέρω πως προσπαθείς. Ξέρω πως δεν φταις εσύ. Ξέρω πως κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου. Είναι βλέπεις και αυτή η κρίση.»
-«Ναι… έχει καταντήσει η αγαπημένη καραμέλα όλων των λεφτάδων. Πού θα πάει όμως…; Θα γυρίσει ο τροχός.» ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν αρχίσει να γδύνεται και να πέσει ξερός στο κρεβάτι τους. Ήταν το ίδιο κρεβάτι που κοιμόταν η άρρωστη κόρη τους, η μεγάλη η γυναίκα τους και αυτός ο ίδιος. Ένα στρώμα για τέσσερις.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Σιγά να μην γυρίσει ο τροχός…» ακούστηκε το δυνατό γέλιο του πουράτου επιχειρηματία να απλώνεται στο βραδινό κέντρο που διασκέδαζε. «Αν βγει η οδοντόπαστα από το σωληνάριο… δεν ξαναμπαίνει μέσα…» ο πλούσιος ψαρομάλλης διασκέδαζε σε γνωστό κοσμικό στέκι περιτριγυρισμένος από πλούσια και δυνατά ονόματα, γνωστά για το «φιλανθρωπικό» τους έργο -στους κύκλους τους.
-«Στην υγειά των κορόιδων…!!!» είπαν και τσούγκρισαν δυνατά τα ξέχειλα κολονάτα ποτήρια τους με την Ντομ Περινιόν σαμπάνια τους, του 1996, να χύνεται άσκοπα στο γυαλιστερό πάτωμα. Όλοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι χαίρονταν, σαν ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, και καυχιόντουσαν για τα κατορθώματά τους. Σειρά είχαν τα ακριβά κρασιά. Μία γουλιά Ornellaia του 2010 και μετά μία μπουκιά χαβιάρι Beluga. Αυτή ήταν ζωή!!!
Δίπλα τους χόρευαν, λικνίζοντας αισθησιακά και πάνω από όλα προκλητικά, τα ξεδιάντροπα σούπερ μίνι που πουλούσαν ακόμη και την ψυχή τους στον διάβολο για μερικά ευρώ… από εκείνα με το μοβ χρώμα. Ω... ναι… αυτά ήταν τα αγαπημένα τους. Σαν το δόλωμα που ρίχνουν στα ψάρια.
Η βραδιά τελείωσε. Έξω από το βραδινό κέντρο είχαν σταματήσει έξι από τους κουστουμάτους που διασκέδαζαν λίγη ώρα πριν ξέφρενα. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Γρηγόριος Χάλλας αγκαζέ με την ξανθιά καλλονή. Την προηγούμενη βδομάδα ήταν μία μελαχρινή. Κάποια ασήμαντη που το όνομά της ήταν Τζούλια, ή Σαμάνθα, ή Κέλυ… πάντα του άρεσαν τα εισαγόμενα προϊόντα. Είναι αυτό που λένε… το ξένο είναι πάντα πιο γλυκό. Δεν είχε όμως και πολύ σημασία στ’ αλήθεια. Αυτές έκαναν το κέφι τους και αυτός το δικό του. Είχαν μία αμοιβαία συνεργασία βασισμένη στα… λεφτά αισθήματα. Οπότε κι αυτός τις άλλαζε σαν τα πουκάμισα.
Οι άντρες περίμεναν τα αυτοκίνητά τους. Έξι παρκαδόροι έφτασαν οδηγώντας ο κάθε ένας κι από ένα αυτοκίνητο. Αυτή ήταν μόνο μία από τις άτυπες κόντρες μεταξύ τους. Οι περισσότεροι κρατούσαν τα καλύτερά τους αυτοκίνητα κρυφά, σαν άσσο στο μανίκι, από τους υπόλοιπους και τα παρουσίαζαν μόνο στη μηνιαία τους συνάντηση. Τότε ο καθένας προσπαθούσε να μοστράρει το καλύτερο, το μεγαλύτερο αυτοκίνητο όλων. Λες και το αυτοκίνητο ήταν προέκταση του πουλιού τους. Και από ό,τι φαινόταν… ο Χάλλας είχε το μεγαλύτερο… αυτοκίνητο. Ο παρκαδόρος βγήκε αφού πάρκαρε την κατακόκκινη Ferrari ακριβώς μπροστά από τα πόδια του προέδρου. Η πανέμορφη γυναίκα, που σίγουρα δεν ήταν η καθώς πρέπει και ανυποψίαστη σύζυγός του, έκανε τον γύρω του σπορ αυτοκινήτου και άνοιξε την πόρτα για να μπει στη θέση του συνοδηγού. Ο Γρηγόριος τράβηξε μία βαθιά τζούρα από το ακριβό του πούρο, έβαλε το χέρι, όχι βαθιά, μα επιφανειακά στην εσωτερική τσέπη ίσα ίσα για να πιάσει ένα χαρτονόμισμα μικρής αξίας ώστε να το δώσει γενναιόδωρα στον μεροκαματιάρη σοφέρ. Ήταν ένα πορτοκαλιού χρώματος, από τα ευτελή εκείνα που τα έστριβε κυκλικά και άναβε επιδεικτικά φωτιά στην άκρη τους για να ανάψει το ακριβοπληρωμένο του πούρο. Είχε, λέει, πιο ωραίο άρωμα κατά αυτόν τον τρόπο το πούρο. Η επίδειξη οικονομικής επιφάνειας σε όλο της το μεγαλείο. Τα μάτια του παρκαδόρου άστραψαν στη θέα του πενηντάευρου και το άρπαξε όπως ο αετός το ψάρι μέσα από τα ήρεμα νερά της λίμνης. Ο Χάλλας χαμογέλασε ευεργετικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η επόμενη μέρα έφτασε. Το ξυπνητήρι χτύπησε σαν σφυρί στο ζαλισμένο, από την αϋπνία, κεφάλι του Αλέξανδρου. Σήκωσε απότομα το βλέμμα και εστίασε στο στρογγυλό καντράν του ρολογιού. Ήταν πέντε και μισή το πρωί. Ο ήλιος ίσα που είχε αρχίσει να ανατείλει. Αν και δεν έβλεπε έξω έβαλε στοίχημα πως το φεγγάρι μοιραζόταν τον ίδιο ουρανό με το φωτεινότερο αυτό άστρο. Σηκώθηκε γρήγορα μα και αθόρυβα σαν γάτα. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα και άνοιξε το μικρό παντζούρι. Κοίταξε τον ουρανό. Ήταν ακόμη μοβ με μία ελαφριά απόχρωση κόκκινου στις άκρες του, λες και είχε τελειώσει το μελάνι του παντοδύναμου και έψαχνε έναν τρόπο να τελειώσει όσο πιο διακριτικά μπορούσε τον πίνακά του. Πραγματικά μαγευτικό. Ακόμη μερικά άστρα έλαμπαν σαν τις τελευταίες πινελιές ενός αριστουργήματος. Έκλεισε ξανά και μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Η μικρή του κόρη, αυτή με την επερχόμενη πνευμονία άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε. Το ήξερε πως τον είδε. Το ένιωσε μα προτίμησε να κάνει πως δεν κατάλαβε τίποτα. Αυτό θα την έκανε να σηκωθεί και θα ξυπνούσε τη μαμά που μετά βίας είχε καταφέρει να κλείσει τα μάτια της. Αμαρτία θα ήταν να γινόταν κάτι τέτοιο. Η μικρή του παρασύρθηκε από τη νύστα και λίγα λεπτά αργότερα παραδόθηκε στο γλυκό κάλεσμα του Μορφέα.
Η μισή ημέρα βρισκόταν ήδη πίσω του. Το ρολόι στον κεντρικό τοίχο έδειχνε λίγα λεπτά μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Η εταιρεία απασχολούσε αρκετά άτομα, εκατό -ίσως και παραπάνω-, και όλοι βρίσκονταν στο πόστο τους παρόλο που γνώριζαν πως τα Σάββατα και αρκετές από τις Κυριακές τους τις δούλευαν χωρίς χρηματικό αντίκρισμα. Βλέπεις… ο καλός αφεντικός είχε προβλέψει και αυτό. Είχε βρει το παραθυράκι εκείνο στο νόμο που μόνο ένας πανούργος θα μπορούσε να είχε βρει, με το οποίο κανείς από τους εργαζόμενούς του δεν θα μπορούσε να τον καταγγείλει στην επιθεώρηση εργασίας. Όλοι οι εργαζόμενοι είχαν υπογράψει, υπό παρουσία δικηγόρου, πως προσφέρουν εθελοντικά και με δική τους πρωτοβουλία, πάντα, τις υπηρεσίες του και χωρίς να έχουν καμία οικονομική απαίτηση από τον εργοδότη τους. Αυτό ίσχυε και για τις υπερωρίες φυσικά. Τα χαρτιά είχαν κατατεθεί στα αρμόδια τμήματα και έτσι όλοι ήταν δεμένοι χειροπόδαρα. Παρόλα αυτά… ο Χάλλας ήταν πολύ χαρούμενος για την εργασιακή ανάπτυξη που βίωνε τα τελευταία χρόνια η εταιρεία του. Για αυτό σαν αντάλλαγμα τους είχε χαμηλώσει τους μισθούς, καθώς όπως έλεγε ενδιαφερόταν για το κοινό καλό, για τους φτωχούς συνανθρώπους του που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Σε μία από τις συναντήσεις τους, είχε πει -όχι… είχε διαβεβαιώσει- είναι η σωστότερη έκφραση, πως η εταιρεία είχε ανέβει στα καθαρά της κέρδη και πως όλα έδειχναν πως πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Κάποιος άτυχος είχε την γενναιότητα να ρωτήσει γιατί τότε δεν ξανασηκώνει τους μισθούς εκεί που ήταν και να αρχίσει καταβολή των δεδουλευμένων και μαζί με την απόλυσή του εισέπραξε προς παραδειγματισμό όλων την απόλυτη απάντηση.
-«Γιατί έτσι γουστάρω και γιατί μπορώ κύριοι. Μάλλον δεν έχετε καταλάβει ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα. Το ξέρετε πως πλέον το κράτος μου δίνει κάθε νόμιμο δικαίωμα να σας καθυστερώ νόμιμα τις πληρωμές…;»
Άραγε ρίσκαρε με αυτή του τη δήλωση; Κανείς δεν έμαθε. Κανείς δεν συνέχισε τον διάλογο. Το meeting έληξε και όλοι γύρισαν στις δουλειές του. Σκέψεις που κατέτρωγαν το μυαλό του Αλέξανδρου μέχρι που το εταιρικό του τηλέφωνο χτύπησε δυνατά. Τι μεγάλη έκπληξη; Ήταν το αφεντικό. Αυτός ο καλός άνθρωπος που τους έκανε την χάρη να τους κρατάει στην δουλειά του αφού όπως τους είχε επισημάνει αρκετές φορές… «Κύριοι… η καλύτερή σας δουλειά, είναι μία κακή μετριότητα…» άρα και χάρη τους έκανε που δεν τους πετούσε έξω με τις κλωτσιές. Τα νεύρα του Αλέξανδρου είχαν γίνει κλωστές. Δεν άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Κανείς άνθρωπος δεν άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Μάζεψε όλες του τις δυνάμεις και ξεκίνησε για τον έκτο όροφο, εκεί που ο πρόεδρος εργαζόταν πιο σκληρά από όλους, κάτω από τις αντίξοες συνθήκες του κλιματιστικού και της αρχάριας γραμματέας που ο θεός να τον έκανε καφέ αυτόν που του έφτιαχνε. Πραγματικά ήταν να απορεί κανείς πώς μπορούσε αυτός ο άγιος άνθρωπος να ανέχεται τέτοιες καταστάσεις.
Η καρδιά του Αλέξανδρου είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά και γρήγορα. Το στομάχι του άρχισε να σφίγγει. Ήξερε, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε, ποιος ήταν ο λόγος που τον είχε καλέσει η μεγαλειότητά Του. Ο φτωχός και αχάριστος υπάλληλος χτύπησε την πόρτα. Δεν άκουσε «Εμπρός» και έτσι αποφάσισε -τι θράσος;- να σπρώξει και να μπει μέσα. Ο κύριος Χάλλας βρισκόταν γυρισμένος με την πλάτη κοιτώντας τον κεντρικό δρόμο μπροστά του. Τα αυτοκίνητα άλλαζαν λωρίδες ταχύτατα στη λεωφόρο. Ο Αλέξανδρος έβηξε, μία φορά… δύο… πήγε και για Τρίτη, μα…
-«Καλώς τον κύριο Νομικό!» Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε. Τι ξαφνική χαρά ήταν αυτή;
-«Γεια σας κύριε Χάλλας! Με ζητήσατε…;» ευχόταν να μην τον είχε ζητήσει. Όσο πιο λίγοι πρόφεραν το όνομά σου σε αυτήν την εταιρεία, τόσο το καλύτερο.
-«Ναι. Σε ζήτησα. Κάτσε…» τον διέταξε, περισσότερο, δείχνοντας την καρέκλα μπροστά του. Ο υπάλληλος έκατσε δείχνοντας φανερά την αμηχανία του από τον τρόπο που στεκόταν μέχρι τον τρόπο που εναπόθεσε τα χέρια του πάνω στα πόδια του. Ήταν λες και αυτά τα δύο άκρα ήταν τελείως ξένα πάνω του και δεν ήξερε που να τα βολέψει. Όλο αυτό το σκηνικό θα φαινόταν σαν αστείο σε ένα τρίτο μάτι, όχι όμως αν ήξερε τις χημικές διεργασίες που γίνονταν μέσα στο μυαλό του τρομοκρατημένου υπαλλήλου. Όχι αν ήξερε περισσότερα για την εργασιακή κατάθλιψη και τις συνέπειες που έχει στους εργαζόμενους των ξένων χωρών και μη. Ένας άνθρωπος κάθε εννιά λεπτά αυτοκτονεί σε αυτόν τον πλανήτη και η αιτία είναι αυτή.
Χωρίς πολλούς προλόγους και τυπικότητες πέρασε απευθείας στο θέμα… Ίσως να αναρωτιέσαι το λόγο για τον οποίο σε κάλεσα πάνω.» Ο Αλέξανδρος απλά έγνεψε. «Είσαι πολλά χρόνια σε αυτήν τη δουλειά και ήρθε η ώρα να ανταμειφθείς επιτέλους για την εργατικότητα και την τυπικότητα που επιδεικνύεις. Ξέρεις… η σκληρή δουλειά ανταμείβεται Αλέξανδρε. Κοίταξε γύρω σου και πες μου τι βλέπεις…» είχε ένα πρωτοφανές χαμόγελο στα χείλη του. Σπάνια έβλεπε κάτι τέτοιο. Δεν θυμόταν πότε είχε να τον δει έτσι ξανά. Ο Αλέξανδρος κοίταξε και προσπάθησε… πραγματικά έστυψε το μυαλό του να βρει τη σωστή απάντηση. Τι ήταν αυτό που έβλεπε μέσα σε αυτό το γραφείο; Κοίταξε τριγύρω χωρίς να μπορέσει να κατεβάσει μία έξυπνη, αν όχι σωστή, απάντηση. «Μην κουράζεσαι άλλο. Εγώ θα σου πω!» είπε ο πρόεδρος και έκατσε πίσω από το γραφείο του. Έγειρε πίσω στην δερμάτινη πλάτη του θρόνου του και ξεστόμισε την απάντηση. «Σκληρή δουλειά. Χρόνια και χρόνια σκληρής, αδιάκοπης δουλειάς. Αυτό βλέπεις. Όλα αυτά τα απέκτησα με τον κόπο και τον ιδρώτα μου. Εγώ. Μόνος μου. Αυτοδημιούργητος.»
Ο φτωχός υπάλληλος είχε μείνει άφωνος. Τι να έλεγε; Τι να ξεστόμιζε το ανθρωπάκι; Αυτός τον δούλευε μέσα στη μούρη αδιαφορώντας πως μίλαγε στον ίδιο του τον λογιστή. Ήξερε αυτά που πρέπει να ξέρει το κράτος, μα και τα άλλα. Εκείνα που ήταν περισσότερα και φρόντιζε να μην ξέρει το κράτος. Ούτε όμως και αυτός ο ίδιος. Απλά ένα βράδυ είχε πέσει πάνω στην αλήθεια -άθελά του. Πλούσια πατρογονική οικογένεια και μία τεράστια κληρονομιά. Κτήματα και επιχειρήσεις που χάνονταν κάτω από τους αδέξιους χειρισμούς του νέου αίματός του που κύλαγε ακόμη ζεστό στις φλέβες του. Βλέπεις… το νέο αίμα ήθελε να φέρει το νέο άνεμο πρωτοπορίας και αλλαγής στις επιχειρήσεις του πατέρα του αγνοώντας τις παραδόσεις που τους είχαν φτάσει τόσο ψηλά. Κι όμως… όταν ο πατέρας του επιτέλους τα παράτησε, η περιουσία του ήταν τόσο μεγάλη που ό,τι είχε καταστρέψει ο αδέξιος και νεαρός τότε Χάλλας δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία κόκκο άμμου σε μία παραλία. Αυτό όμως ήταν ένα άλλο θέμα που δεν ήταν του παρόντος. Και ποτέ δεν θα ήταν.
-«Να μην φλυαρώ αδίκως όμως. Ο λόγος που σε φώναξα εδώ είναι γιατί επιτέλους πήραμε μία δουλειά που κυνηγούσα αρκετό καιρό.»
-«Ααα… μιλάτε για…»
-«Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ…» ο Αλέξανδρος δάγκωσε την γλώσσα του.
-«Ναι. Μιλάω για τις εισαγωγές των ανταλλακτικών για τα σκάφη. Ήδη καταφθάνουν οι πρώτες παραγγελίες από Ιταλία και θα χρειαστώ ΑΜΕΣΑ κάποιον για Ηγουμενίτσα να πηγαινοέρχεται ώστε να ελέγχει τα μέσα και τα έξω. Ξέρεις… τι μπαίνει, τι βγαίνει, τι μένει, τι κινείται, πώς κινείται… και τα λοιπά. Τα ξέρεις άλλωστε καλύτερα από εμένα αυτά.»
-«Μεγάλη μου τιμή κύριε Χάλλας!»
-«Και μην νομίζεις πως θα σε αφήσω έτσι. Θα έχεις και τις ανάλογες αποδοχές όπως και τη σωστή θέση. Καταλαβαίνεις για τι μιλάμε; Προαγωγή». Ο Αλέξανδρος έσκυψε το κεφάλι ενώ κρατιόταν να μην του ξεφύγει κάποιο χαμόγελο. Πόσο θα ήθελε να πει πως θα αναλάμβανε με μεγάλη του χαρά τα νέα του καθήκοντα; Πόσο πολύ θα ήθελε το αφεντικό να ήταν εντάξει στις οικονομικές του υποχρεώσεις και να μην είχε ανάγκη καν αυτά τα έξτρα χρήματα με τα οποία τον δελέαζε. Αλλά ήταν αναγκασμένος να δεχτεί. Άλλωστε… δεν είχε εναλλακτική και το ήξερε.
-«Πότε ξεκινάμε;» ρώτησε δειλά.
-«Άμεσα. Δευτέρα με Τρίτη το πολύ ξεκινάς για Ηγουμενίτσα. Το υποκατάστημά μας εκεί ακόμη δεν έχει τελειώσει και θα χρειαστώ κάποιον έμπιστο να επιβλέψει και να οργανώσει τον χώρο.»
-«Βασιστείτε πάνω μου κύριε Χάλλας! Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να δουλέψουν όλα ρολόι.»
-«Το ελπίζω… για το καλό όλων μας και το δικό σου πολύ περισσότερο…»
Άλλη μία σπόντα που τον επανέφερε στην πραγματικότητα δείχνοντάς του από τι ήταν φτιαγμένο αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας. Άραγε, χτυπούσε καρδιά πίσω από αυτά τα στήθη; Ο Αλέξανδρος είχε αναρωτηθεί πολλές φορές.
-«Μην ανησυχείτε…» αρκέστηκε να πει και σηκώθηκε, γύρισε και αναλογιζόμενος κατευθύνθηκε στην γυάλινη πόρτα. Βγήκε και άκουσε το τηλέφωνο ξανά να χτυπάει, όπως και την προηγούμενη ημέρα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν ο γιος του. Αν ήταν ο γιος του δεν θα απαντούσε κατά αυτόν τον τρόπο…
-«Καλώς το μωράκι μου το όμορφο! Τι κάνει το γατάκι μου απόψε!» και λέγοντας γατάκι σίγουρα εννοούσε μία άλλη λεξούλα που ξεκινάει από “μουν” -ξέρεις… όπως το φεγγάρι στα αγγλικά… αλλά καμία σχέση.
Λίγες ώρες αργότερα η ίδια κατάσταση και στο σπίτι. Το φεγγάρι είχε φανερωθεί στον ουρανό για τα καλά. Η μεγάλη του κόρη κοιμόταν και η μικρή ένιωθε λίγο καλύτερα. Ήταν βλέπεις και η αντιβίωση που έπαιρνε αρκετές μέρες τώρα και είχε σταθεροποιήσει λίγο την κατάσταση. Η στιγμή του βραδινού, των μεγάλων συζητήσεων και αποφάσεων, έφτασε. Το μενού είχε αυγά τηγανητά και πλούσιο θρεπτικό χυμό βρύσης. Άντε στα καλύτερά τους να συνόδευαν το πλούσιο γεύμα τους και με καμιά πατάτα τηγανητή. Η κουβέντα που συνόδευε το δείπνο; Η δουλειά -όπως πάντα. Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι για πρόποση. Η γυναίκα του προσπαθούσε να καταλάβει τι έκανε. Περίμενε να πετάξει κάποια ειρωνεία όπως έκανε συνήθως για το αφεντικό και γελούσαν. Αυτή τη φορά όμως ήθελε να πιστέψει στη νέα αυτή ευκαιρία.
-«Οι καιροί είναι δύσκολοι γλυκιά μου. Εμείς τουλάχιστον έχουμε σε κάτι να ελπίζουμε.» Τον κοίταξε λοξά. Κατάλαβε πως το ύφος του ήταν σοβαρό. Δεν είχε όρεξη να γελάσει. Δεν ήθελε να γελάσει.
-«Σε ακούω…» του είπε κοφτά και έβαλε μία γουλιά νερό στα χείλη της.
Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και να της δώσει κουράγιο. Με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι έσκυψε και έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Είχε την ατάκα έτοιμη… «Θα σκουριάσουμε σε λίγο με τόσο νερό που πίνουμε. Νερό, νερό και μόνο νερό…» εκεί κατάφερε να κλέψει ένα γλυκό χαμόγελο από τα χείλη της που άφησαν τα αστραφτερά της δόντια να μαρτυρήσουν πως κάτω από αυτήν τη μουντή κατάσταση περίμενε μία αιθέρια ύπαρξη γεμάτη ζωή. Ήταν όμορφη και το ήξερε. Οι ευθύνες όμως… αυτές οι ευθύνες που μόνο όταν τις αναλάβεις μπορείς να καταλάβεις…
-«Τι γιορτάζουμε…;» Συνέχιζε να είναι λιγομίλητη.
-«Την προαγωγή μου μωρό μου…!» είπε και αμέσως σηκώθηκε να την πάρει αγκαλιά.
Εκείνη έμεινε παγωμένη και καθιστή δίπλα του. «Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω Αλέξανδρε.»
Κουβέντα τράβηξε ώρες προσπαθώντας να της επισημάνει όλα εκείνα τα σημεία που καθιστούσαν τη νέα αυτή ευκαιρία ένα νέο ξεκίνημα, ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή τους με προορισμό το καλύτερο. Στο τέλος η γυναίκα του, ξεφύσησε και έπεσε στην αγκαλιά του.
-«Ελπίζω να έχεις δίκιο σε όλο αυτό» του είπε τελειώνοντας και αντάλλαξαν ένα ακόμη φιλί όπως αυτά που έδιναν όταν ήταν ακόμη ελεύθερο ζευγάρι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Κοπελιά… να σου παραγγείλω…;» ένας νεαρός με ύφος πολλών καρδιναλίων και μεγάλο τουπέ καθόταν μόνος σε ένα απόμακρο τραπεζάκι μίας καφετέριας.
-«Παρακαλώ κύριε!» είπε η νεαρή σερβιτόρα που μόλις είχε προσληφθεί σε αυτή τη καφετέρια.
-«Πολύ αργό σέρβις έχετε εδώ. Το ξέρεις…;»
-«Λυπάμαι κύριε, μα όπως βλέπετε, το μαγαζί είναι γεμάτο και…»
-«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα και όχι δικό μου…» την έκοψε με την ίδια αγένεια που την κάλεσε εξαρχής. «Λοιπόν… θα μου φέρεις κάτι να πιω;»
-«Βεβαίως!» απάντησε ευγενικά.
-«Φέρε μου σε παρακαλώ έναν Kopi Luwak» και γέλασε ειρωνικά. Η σερβιτόρα δεν γνώριζε καν τι ήταν αυτό που της ζητούσε. Ωστόσο αυτός δεν το εξέλαβε έτσι. «Κοίτα κοπελιά… αν το πρόβλημά σου είναι το κόστος…» έβγαλε ένα πάκο πενηντάευρα από την τσέπη του, «απλά να σου πω πως το επώνυμό μου είναι Χάλλας. Λέων Χάλλας. Σου λέει κάτι αυτό…;»
-«Λυπάμαι…» η κοπέλα έγνεψε αρνητικά.
-«Αυτό σίγουρα δεν θα είναι καλό για το βιογραφικό σου. Τέλος πάντων. Φέρε μου ένα Freddo Cappuccino» είπε και της έκανε νόημα να φύγει κουνώντας τα δάκτυλά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο καφές του ήταν ήδη σερβιρισμένος στο τραπέζι του. Η σερβιτόρα έκανε τη δουλειά της περιμένοντας, όπως από κάθε πελάτη να τη φωνάξει για να την πληρώσει, το ίδιο κι από τον νεαρό με την παρκαρισμένη lotus έξω από την καφετέρια. Κάποια στιγμή γυρνώντας το κεφάλι προς το μέρος του διαπίστωσε πως το κάθισμά του ήταν άδειο. Γύρισε ξανά από την άλλη προς τον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού. Εκεί τον είδε. Στεκόταν μπροστά από τον υπεύθυνο στο ταμείο και φαινόταν να του δίνει κάποια χρήματα. Μετά σήκωσε το χέρι και έδειξε το τραπεζάκι στο οποίο καθόταν πριν. Πήρε ακόμη έναν καφέ, σε γεμάτο ποτήρι, και επέστρεψε στο τραπέζι του. Η κοπέλα υπέθεσε πως ο καφές είχε ήδη πληρωθεί. Αργότερα την ώρα που το μαγαζί έκανε την απογραφή του κάθε υπαλλήλου είδε πως ήταν μείον ένας καφές. Αυτός ήταν λόγος απόλυσης καθώς δύο κίτρινες κάρτες είχαν ήδη προηγηθεί λόγω της απειρίας της. Τελικά ο νεόπλουτος εφοπλιστής έδειχνε απλά στον προϊστάμενο το τραπεζάκι στο οποίο ήθελε να πάει να κάτσει ρωτώντας τον αν μπορούσε ή αν ήταν πιασμένο. Αυτά της είπε ο υπεύθυνος. Ο υπεύθυνος από την άλλη δεν τον είχε δει πως είχε κάτσει σε εκείνο το τραπέζι και πως είχε ήδη παραγγείλει έναν καφέ. Ραδιούργος σκέφτηκε η νεαρή σερβιτόρα τελειώνοντας την βάρδιά της μία και καλή.
Αυτή δεν ήταν η μοναδική φορά που κάποιος εργαζόμενος έχανε τη δουλειά του εξαιτίας του νεαρού απόγονου του Γρηγόριου Χάλλας. Αν και δεν τον ήξεραν στην εταιρεία προσωπικά, αρκετές ήταν οι φορές που ο πατέρας είχε συμβουλευτεί το ένστικτο του γιου του, Λέων, σχετικά με την απομάκρυνση κάποιου υπαλλήλου από τα καθήκοντά του. Ο νεαρός Λέων συμβουλευόταν το ένστικτό του, ρίχνοντας ένα ζευγάρι ζάρια. Πεντάρες και εξάρες… ήταν καλό. Ασσόδυο όμως… και ο άτυχος υπάλληλος θα έψαχνε σε λιγότερο από διάστημα μίας εβδομάδας για νέα απασχόληση. Αυτή ήταν η καθημερινότητα των δύο Χάλλας που είχαν κάνει την ζωή τους ένα παιχνίδι και τίποτα παραπάνω. Βέβαια… έπρεπε να γίνει κι αυτό αν ήθελαν να αντέξουν όλη αυτή την πίεση του να ζεις μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του πλούτου. Σπίτι τετρακοσίων τετραγωνικών με υπηρετικό προσωπικό, τέσσερα μπάνια, οκτώ υπνοδωμάτια, προσωπικό κελάρι γεμάτο με σπάνια και συλλεκτικά κρασιά και γυμναστήριο. Αυλή με κήπο, γήπεδο του τένις και πισίνα… αυτή η πισίνα – έχετε αναρωτηθεί ποτέ σας πόσα διαβολεμένα χρήματα χρειάζεται κανείς για να συντηρήσει αυτήν τη πισίνα; Πόσο μάλλον αν οι πισίνες είναι δύο. Μία στον εξωτερικό και ειδικά διαμορφωμένο χώρο έξω από το σπίτι και άλλη μία μέσα στο σπίτι. Τώρα βέβαια θα μου πείτε πού μέσα; Κανενός δεν πήγαινε το μυαλό του, μα αυτή η κατασκευή είχε κοστίσει όσο σχεδόν ολόκληρο το σπίτι. Με το πάτημα ενός κουμπιού άνοιγε σε δύο φύλλα το ίδιο το πάτωμα αποκαλύπτοντας χιλιάδες λίτρα νερού κάτω από τα πόδια τους. Η πρώτη μούρη στα ξέφρενα πάρτι του. Δεκάδες μικρά εξωτικά ψάρια γέμιζαν τον τεχνητό υδροβιότοπό του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα νέα καθήκοντα του Αλέξανδρου τον ανάγκαζαν να κάνει υπέρβαση εαυτού αρκετές φορές. Το δρομολόγιο Αθήνα-Ηγουμενίτσα το είχε κάνει Αθήνα-Πειραιάς. Υπήρχαν μέρες που αναγκαζόταν να πηγαινοέρχεται αυθημερόν από την έδρα του στην επαρχία για να οργανώσει την δουλειά του. Ο καιρός είχε περάσει, σχεδόν δύο μήνες και τα πολλά υποσχόμενα bonus και πριμ αποδοτικότητας δεν φάνηκαν ποτέ. Ευτυχώς η υγεία της μικρής του κόρης είχε αποκατασταθεί. Πλέον δεν διέτρεχε κανένα πρόβλημα αφού είχε αναγκαστεί να πάρει δανεικά από φίλους και γνωστούς. Η κούρασή του όμως είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Τα νεύρα του είχαν γίνει τσατάλια. Κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι ήταν σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Η γυναίκα του δεν μπορούσε να του μιλήσει και τα παιδιά του έρχονταν μέσα στην χαρά να τον υποδεχτούν. Τα πάντα όμως του έφταιγαν. Σχολούσε αργά… πολύ αργά και μόλις πήγαινε σπίτι, αντί να βάλει το ένα πόδι πάνω στο άλλο συνέχιζε να δουλεύει από τον υπολογιστή του σπιτιού. Του είχαν βάλει ένα πρόγραμμα στο pc του με το οποίο θα μπορούσε να συνδέεται με τον κεντρικό server της εταιρείας ώστε να μην χάνει την ροή των γεγονότων. Τα όριά του είχαν φτάσει στο τέλος. Ο καιρός είχε ζεστάνει επικίνδυνα και αυτός βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης. Αν ήθελε να την βγάλει καθαρή κάτι θα έπρεπε να κάνει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Κύριε Χάλλας… θα μπορούσα να σας απασχολήσω για μερικά λεπτά αν έχετε χρόνο;»
-«Ποτέ δεν έχω χρόνο και το ξέρεις. Αλλά μιας και είσαι εδώ… λέγε…»
Ο Αλέξανδρος βρισκόταν στο γραφείο του. Ήταν μία από εκείνες τις ημέρες όπου είχε την τύχη να βρίσκεται στην Αθήνα. Όλα αυτά βέβαια μέχρι να σκάσει κάποιο απρόοπτο τηλεφώνημα και να πρέπει να μεταφερθεί εσπευσμένα στην Ηγουμενίτσα. «Ξέρετε… σκεφτόμουν…»
-«Αν πρόκειται για τα λεφτά…»
-«Όχι…» χαμογέλασε αμήχανα. «Ειλικρινά όχι. Απλά να… έχω κουραστεί από όλο αυτό.»
-«Τι θέλεις να πεις…;»
Τι στο διάολο δεν καταλαβαίνεις ρε ηλίθιε μαλάκα…; Πόσο ήθελε να του το φωνάξει. Το σκεφτόταν τόσο δυνατά που φοβήθηκε μήπως οι σκέψεις του ξεγλιστρούσαν από τα χείλη του σαν λέξεις. «Έχω φτάσει σε σημείο να μην βλέπω τα παιδιά μου. Δεν μιλάω πια με την γυναίκα μου…»
-«Άκουσε φίλε… αν νομίζεις πως δεν το έχεις το άθλημα, απλά πες το μου να σε απαλλάξω. Τόσο απλά.»
-«Δεν είναι αυτό. Έχω όμως φτάσει να πηγαινοέρχομαι αυθημερόν στην Ηγουμενίτσα. Ξέρετε πόσο μακριά είναι αυτό; Πόσες ώρες ταξίδι είναι; Πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει αυτή η κατάσταση; Δεν σας κρύβω πως είναι πολλές οι φορές που με έχει πάρει ο ύπνος στο αυτοκίνητο.»
-«Δεν είναι κακό να σταματάς στην άκρη του δρόμου ή σε κάποιον σταθμό ανεφοδιασμού και να ρίχνεις έναν υπνάκο πού και πού.»
-«Όχι, δεν με καταλάβατε. Με έχει πάρει ο ύπνος τη στιγμή της οδήγησης.»
Ναι, αυτό ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν ήθελε το αυτοκίνητο της εταιρείας του να μπλεχτεί σε κάποιο θανατηφόρο ατύχημα. Η τελευταία πρόταση του Αλέξανδρου τον ερέθισε λιγάκι. Ξεφύσησε. «Λοιπόν… άκουσε με τι θα κάνω. Τον γιο μου τον ξέρεις…;»
-«Όχι κύριε Χάλλας. Ποτέ μου δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά. Σε κάποιες φωτογραφίες μόνο τον είχα δει όταν ήταν μικρό παιδί ακόμη. Τώρα όμως έχουν περάσει τόσα χρόνια και φαντάζομαι θα έχει γίνει ολόκληρος άντρας.»
-«Ναι, έχεις δίκιο σε αυτό. Έχει γίνει ολόκληρος άντρας. Και όχι μόνο…» ο πρόεδρος έκανε μία μικρή παύση σα να περίμενε να ερωτηθεί κάτι με το οποίο θα έβρισκε πάτημα ώστε να εξυμνήσει το ταλέντο του μονάκριβου υιού του. Ένα σύντομο χαμόγελο αναμονής σχηματίστηκε στα χείλη του και όταν ο υπάνθρωπος Νομικός δεν έπιασε το υπονοούμενο, το χαμόγελο σχεδόν έσβησε δίνοντας τη θέση του σε μία έκφραση απογοήτευσης και επιδεικτικής απαξίωσης για το πρόσωπό του. Ο τύπος όμως δεν είχε αναστολές και αν δεν υποστηρίξεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει. Οπότε… «Δεν σου είπα…» είπε ο Χάλλας με υπερηφάνεια, «Ο Λέων, το παλικάρι μου, έχει αναλάβει την υποχρέωση να πηγαίνει μία φορά την εβδομάδα και να επιβλέπει την κίνηση των σούπερ μάρκετ μου για να μαθαίνει σιγά σιγά.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Την ίδια στιγμή)
-«Κύριε Λέων…» ο θρασύς υπάλληλος χτύπησε την πόρτα του γραφείου του, «με καλέσατε…;»
-«Ανοικτά είναι…» απάντησε εκείνος. Μέσα στο γραφείο βρισκόταν τοποθετημένη μία τηλεόραση plasma υψηλής ανάλυσης και αυτός έπαιζε το αγαπημένο του παιχνίδι στην κονσόλα του. «Πες μου σε παρακαλώ, τι συμβαίνει κάτω…;»
-«Τίποτα που να μην μπορούμε να το χειριστούμε. Μην ανησυχείτε… σας παρακαλώ.»
Ο Λέων καθόταν μέσα στο κεντρικό γραφείο ελέγχοντας στα κλεφτά τις κάμερες όποτε είχε χρόνο ή έκανε καμιά παύση από το φορτωμένο του πρόγραμμα. «Μα πώς… είδα μία γυναίκα που την σταμάτησε ο φύλακας και μετά την άφησε χωρίς να μου αναφέρει τίποτα. Γιατί; Τι σας είπε…;» Ο υπάλληλος έσκυψε το κεφάλι. Δεν μίλησε. «Τι περιμένεις λοιπόν…; Μίλα…» είπε επιτακτικά αλλά ο υπάλληλος άρχισε να μασάει τα λόγια του. «καλά… κατάλαβα. Θα κατέβω εγώ κάτω να δω από μόνος μου. Άλλωστε θα μάθω. Η γυναίκα από ό,τι βλέπω τώρα βρίσκεται στο ταμείο και ακόμη δεν έχει πληρώσει.»
-«Όχι… όχι…» προσπάθησε να τον εμποδίσει.
-«Κάνε πέρα ρε…» τον έσπρωξε απαξιωτικά με το χέρι του στην άκρη και κατέβηκε τις σκάλες. Με βήμα γοργό περπάτησε μέχρι τα ταμεία όπου μίλησε διακριτικά στον security. Ο φύλακας νομίζοντας πως είχε δει λεπτομερώς το μικρό αφεντικό το περιστατικό του είπε όσα ακριβώς διαδραματιστήκαν.
-«Μμμ, ναι. Κατάλαβα.» είπε κλείνοντας με νόημα τα μάτια του σα να τους έπιασε την στιγμή της σκανταλιάς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που υπονόμευαν την επιχείρηση του ανθρώπου που τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί. Οι αχάριστοι. Ο Λέων περπάτησε μέχρι την γυναίκα με την οποία είχε γίνει το περιστατικό και την σκούντηξε ελαφρά στην πλάτη. Η κοπέλα γύρισε. Ήταν χαμογελαστή και δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση απατεώνα ή άλλο κακοποιό στοιχείο. Αντιθέτως ήταν μία γυναίκα με ένα μικρό κορίτσι στην αγκαλιά της σε δυσχερή όμως οικονομική κατάσταση. Τα ρούχα της ήταν παλιά και έμοιαζαν περισσότερο με κουρέλια ραμμένα πάνω της. Αυτό από μόνο του ήταν έγκλημα για τον Λέων. Τέτοιοι άνθρωποι δεν χωρούσαν στον δικό του τέλεια πλασμένο κόσμο που τον λέρωναν μόνο με την ύπαρξή τους. Την κοίταξε με το γνωστό βλέμμα που είχε κληρονομήσει από τα γονίδια του πατέρα του.
-«Παρακαλώ…!» του απάντησε εκείνη με χαρά.
-«Γιατί χαίρεσαι…;» της είπε εκείνος. «Γνωρίζεις πως το παιδί σου έσπασε αυτή την γυάλινη διακοσμητική μπάλα;»
Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι. «Ναι, μάλιστα…» είπε σχεδόν κομπιάζοντας, «μίλησα με τον φύλακά σας όμως και με άφησε.»
-«Και γιατί να κάνει κάτι τέτοιο…;» τον κοίταξε με ύφος. Ο φύλακας απέστρεψε το βλέμμα του. Κατάλαβε πως παιζόταν το κεφάλι του. «Μήπως είσαι γκόμενά του; Μάνα τότε; Αδερφή του μήπως;»
-«Όχι… δεν είμαι τίποτα από αυτά, απλά να…»
-«Δεν με ενδιαφέρουν τα “απλά” σου. Με ενδιαφέρει να πληρώσεις το αντικείμενο που χάλασες.»
-«Μα ήταν μόνο ένα ατύχημα.» άρχισε να λέει. «Το παιδί μου το έπιασε να το δει και του γλίστρησε από τα χέρια.»
-«Να μην του το έδινες τότε.»
-«Δεν του το έδωσα. Το πήρε μονάχο του. Ξέρετε πώς είναι αυτά τα πράγματα. Παιδιά είναι…»
-«Δεν ξέρω κι ούτε με ενδιαφέρει να μάθω. Στο κάτω κάτω ας μην το έκανες αφού δεν μπορείς να το προσέξεις.»
-«Σας παρακαλώ…» του έδειξε τα λιγοστά της πράγματα στο καλάθι της. Ήταν μονάχα ένα παιδικό γάλα, μία συσκευασία αλεύρι και ένα πακέτο μακαρόνια. «Αν σας πληρώσω αυτό που μου ζητάτε δεν θα έχω να πάρω αυτά που κρατάω και ξέρετε… δεν έχω άλλα χρήματα. Είμαι άνεργη εδώ και πολύ καιρό. Τις περισσότερες φορές τρώω στην εκκλησία.» Ένα δάκρυ άρχισε να σχηματίζεται στην άκρη των ματιών της. «Σας ικετεύω. Το παιδί μου πεινάει…»
-«Αυτό να το σκεφτόσουν πριν. Τώρα ή θα το πληρώσεις ή θα καλέσω την αστυνομία.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Πίσω στο γραφείο)
Άκου λοιπόν τι θα κάνουμε. Θα βάλω αγγελία πως ζητείται έμπειρος συνεργάτης με τα αντίστοιχα δικά σου προσόντα ώστε να μοιραστείτε την δουλειά. Λοιπόν… τι λες;»
-«Ναι, αυτό θα ήταν καταπληκτικό!»
-«Ξέρεις όμως… επειδή θα αργήσει πολύ να γίνει κάτι τέτοιο, θα πω προσωρινά στον γιο μου να έρθει, να του δείξεις την δουλειά και μετά να σε βοηθήσει.»
Ναι, και μόλις την μάθει να με πετάξεις έξω… σκέφτηκε μα δεν είχε κι άλλη εναλλακτική. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι κύριε Χάλλας! Να είστε καλά!» είπε και βγήκε από το γραφείο για να πάει στον όροφό του όπου μπορούσε να ετοιμαστεί για το ημερήσιο ταξίδι του.
Μία εβδομάδα αργότερα, ίσως να ήταν πολύ νωρίς βέβαια, δεν είχε κάποια ενημέρωση σχετικά με το αίτημα του. Δεν ήθελε να ενοχλήσει ξανά όμως ώσπου αυτή η μία εβδομάδα έγινε ένας μήνας και μετά δύο. Τώρα βρίσκονταν στο κέντρο του καλοκαιριού και οι άδειες είχαν ξεκινήσει. Ήταν σίγουρος πως το είχε ξεχάσει. Έτσι δειλά σήκωσε το τηλέφωνο του γραφείου του και κάλεσε κατευθείαν τον πρόεδρο.
-«Κύριε Χάλλας… είμαι ο Αλέξανδρος νομικός από τον τρίτο όροφο. Έχετε κάτι νεότερο σχετικά με την υπόθεσή μου;»
-«Με ποια υπόθεση παιδί μου…;»
-«Ξέρετε… με τα ανταλλακτικά της Ηγουμενίτσας. Για έναν άνθρωπο να με βοηθάει.»
-«Α, ναι… αυτή…» τον άκουγε με απογοήτευση. Ήταν σίγουρος πως δεν είχε κάνει τίποτα. Πως ακόμη χειρότερα το είχε ξεχάσει παντελώς. «Λοιπόν… θα σε πάρω εγώ εντός της ημέρας» και ακούστηκε ο μακρόσυρτος βόμβος της κατεβασμένης συσκευής.
Ο πρόεδρος σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του γιου του. Ο ίδιος απάντησε. Μάλλον θα βρισκόταν σε κάποιο μπαρ καθώς μουσική έντονη ακουγόταν από το ακουστικό.
-«Έλα ρε father… εσύ;»
-«Γεια σου Λέων!» ο Λέων δεν απάντησε κι έτσι ο πατέρας του συνέχισε να μιλάει. «Κοίτα… σε χρειάζομαι επείγοντος για μία δουλειά. Θα μπορέσεις να έρθεις άμεσα;»
-«Τι λες ρε πατέρα; Και να χάσω όλη την διασκέδαση;»
-«Ποια διασκέδαση; Τι λες;»
-«Αύριο φεύγω για Ηγουμενίτσα! Έχουμε κανονίσει εκδρομή με τα παιδιά! Αν όλα πάνε καλά θα γυρίσουμε σε δύο εβδομάδες.»
-«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ με βολεύει το πρόγραμμά σου!!! Κοίτα… θέλω να πας με τον Αλέξανδρο Νομικό…» δεν πρόλαβε να τελειώσει.
-«Ποιον…; Εκείνον τον βλαμμένο που είχε έρθει στο σπίτι τις προάλλες για να μου πλύνει το σκάφος;»
-«Ναι. Εσύ πού τον είδες…; Αφού έλειπες εκείνη την ημέρα…»
-«Από τις κάμερες ρε πατέρα εκείνο το βράδυ. Από πού αλλού θα μπορούσα να τον είχα δει τον ηλίθιο; Α… και πριν τελειώσεις αυτά που θέλεις να μου πεις… στείλε τον στον διάολο μόλις τελειώσει την δουλειά σου γιατί μου γρατζούνισε το σκάφος ο μαλάκας.»
-«Κοίτα Λέων… τα πράγματα είναι λίγο πιο σοβαρά. Η αλήθεια είναι πως πρέπει να αφήσουμε λίγο τη μηχανή του να κρυώσει. Αυτή θα είναι μία καλή ευκαιρία και για εσένα να δεις από κοντά και να μάθεις την δουλειά. Στο κάτω κάτω εσύ θα αναλάβεις όταν εγώ αποχωρήσω. Πρέπει να ξέρεις ορισμένα πράγματα.»
-«Εντάξει ρε πατέρα. Αλλά να ξέρεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό άμεσα. Άσε τον λίγο ακόμη να βράσει στο ζουμί του και από χειμώνα βλέπουμε. ΟΚ?»
Ο πρόεδρος αναστέναξε. Δεν ήθελε να χαλάει το χατίρι του κακομαθημένου και μονάκριβου γιου του. Κατέβασε λίγο το ακουστικό για να σκεφτεί μα μόλις το έβαλε πάλι το αυτί του, ο Λέων είχε κλείσει.
Ο πρόεδρος σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Αλέξανδρο Νομικό.
-«Παρακαλώ…!» απάντησε ο υπάλληλος στην άλλη άκρη της γραμμής.
-«Ευχάριστα νέα Αλέξανδρε! Έχεις πλέον βοηθό!»
-«Δέχτηκε ο γιος σας;»
-«Ναι! Και με μεγάλη του χαρά μάλιστα!
-«Μα αυτό είναι πολύ ευχάριστο!!!» αν ήθελε ας έλεγε κι αλλιώς. «Και πότε με το καλό ξεκινάμε;»
-«Άμεσα. Μόλις φτάσεις Ηγουμενίτσα θα σε βρει εκείνος. Τον ενημέρωσα σχετικώς οπότε δεν θα υπάρξει κανέναν πρόβλημα. Εντάξει…;»
-«Μάλιστα κύριε Χάλλας! Χαίρομαι πολύ για αυτό!»
-«Καλώς!» απάντησε και χωρίς δεύτερη κουβέντα έκλεισε το ακουστικό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ημέρα ήταν Παρασκευή και ο Αλέξανδρος βρισκόταν στο σχόλασμα της ημέρας. Παραδόξως όλη η εβδομάδα του είχε πάει με ήπιους ρυθμούς. Ίσως όχι στην αρχή της, μα στο τέλος η τύχη του είχε χαμογελάσει. Αυτό του έδωσε την χαρά και την ευκαιρία να κλείσει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στο Σούνιο για να απολαύει ένα διήμερο μπάνιου και ξεκούρασης. Σκοπό είχε με το σχόλασμα, να πάρει την γυναίκα και τις κόρες, που ήταν ήδη έτοιμες, και να φύγουν με το αυτοκίνητό τους. Σε μιάμιση, δύο ώρες το πολύ θα ήταν εκεί. Σκεφτόταν πως θα έμπαινε μέσα στα κρυστάλλινα νερά εξαλείφοντας κάθε κούραση από το κορμί του. η διαδρομή της επιστροφής από το γραφείο είχε ήδη ξεκινήσει. Τα απαραίτητα τηλεφωνήματα είχαν γίνει. Κανείς δεν θα τον αναζητούσε για δύο ημέρες τουλάχιστον και η γυναίκα με τις κόρες του είχαν ήδη ετοιμαστεί. Οι κόρες είχαν φορέσει ήδη τα μαγιό τους ενώ η Έλενα βρισκόταν με τις βαλίτσες στο χέρι. Εκείνη θα έμενε ακόμη μία με δύο ημέρες. Ο Αλέξανδρος κοίταξε το ρολόι του αυτοκινήτου. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή ακριβώς. Οι περισσότεροι υπάλληλοι είχαν μείνει να τελειώσουν τους πάκους δουλειάς που είχαν περισσέψει.
Ο Αλέξανδρος έφτασε σπίτι του ακριβώς στις πέντε. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και πάτησε την κόρνα. Δεν ήθελε να ανέβει ούτε καν πάνω. Καλά… ίσως μόνο για ένα κατούρημα. Αυτό προλάβαινε να το κάνει όταν… το τηλέφωνο χτύπησε. Αμέσως ο καθαρός ηλιοφώτιστος ουρανός σκοτείνιασε αντανακλώντας τα δικά του συναισθήματα. Ήλπιζε να κάνει λάθος, μα… η τύχη για άλλη μία φορά είχε άλλα σχέδια. Η τύχη, ή ο Χάλλας; Μάλλον το δεύτερο. Το όνομά του βγήκε στην οθόνη. Πριν απαντήσει ευχήθηκε να μην τον θέλει για κάποια επιπλέον δουλειά που θυμήθηκε την τελευταία στιγμή. Με μία ανάσα πάτησε το πράσινο κουμπί. Το έβαλε στο αυτί του περιμένοντας να ακούσει.
-«Αλέξανδρε… δεν ξέρω που είσαι και τι κάνεις. Έχουμε όμως σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να πας άμεσα Ηγουμενίτσα.» Το έλεγε τόσο άνετα σα να του έλεγε να πεταχτεί μέχρι το ψιλικατζίδικο και να του πάρει δύο πακέτα τσιγάρα.
-«Κύριε Χάλλας… ξέρετε… έχω κανονίσει να πάω με την οικογένειά μου ένα μικρό ταξιδάκι…»
-«Όπως είπες Νομικέ… “ένα μικρό ταξιδάκι”, άρα δεν θα είναι κάτι σημαντικό. Άλλωστε όπως ξέρεις η δουλειά είναι πάνω από όλα.»
Ο Αλέξανδρος ένιωσε έναν κόμπο να τον πνίγει. Μήπως είχε έρθει η ώρα να κάνει την επανάστασή του; Ίσως αν είχε κάποια εναλλακτική λύση, ναι. Τώρα όμως… απλά έσφιξε τα δόντια, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να απαντήσει όσο πιο ήρεμα μπορούσε πνίγοντας τον θυμό του. «Κύριε πρόεδρε… σας ρώτησα πριν φύγω αν υπάρχει κάποια εκκρεμότητα με την οποία θα έπρεπε να ασχοληθώ πριν λήξει η βάρδιά μου. Άλλωστε σας είχα ενημερώσει από την Τετάρτη πως έχω κανονίσει κάτι για το Σαββατοκύριακο, το οποίο δεν θα μπορούσα να αναβάλω.»
-«Να που θα μπορέσεις τελικά Αλέξανδρε. Και επειδή δεν είμαι σε θέση να το συζητήσω άλλο μαζί σου, θα ξεκινήσεις άμεσα για Ηγουμενίτσα. Το εμπόρευμα θα φτάσει στο λιμάνι όπου να είναι και πρέπει να είναι κάποιος εκεί για να το σκανάρει όλο ένα προς ένα. Μην τα ξαναλέμε αυτά…»
-«Κύριε Χάλλας, θέλω έξι ώρες περίπου μόνο για να φτάσω εκεί και μετά άλλη μισή μέρα δουλειά μέχρι να τελειώσω όλους τους κωδικούς. Αυτό σημαίνει πως θα φτάσω στο λιμάνι κατά τις έντεκα το βράδυ και μετά μέχρι να φορτώσω, να πάω το εμπόρευμα στην αποθήκη, να το καταμετρήσω και να απαντήσω στους προμηθευτές…» έκανε τους υπολογισμούς, «καλά ξημερώματα δηλαδή. Μετά θα είμαι πολύ κουρασμένος για να γυρίσω πίσω και να πάω έστω κι έτσι με την οικογένειά μου για ταξιδάκι αναψυχής.»
-«Αφού έχεις τόση δουλειά, τότε σου συστήνω να ξεκινήσεις αμέσως Αλέξανδρε. Ο χρόνος περνάει. Τόσην ώρα θα είχες φτάσει στα μισά της διαδρομής.»
Τι λες γαμώ το κέρατό μου μέσα…; Τον έπνιγαν οι λέξεις που ήθελε να ουρλιάξει.
-«Άλλωστε Αλέξανδρε θα σε βοηθήσει και ο Λέων. Θυμάσαι που σου είπα πως θα ξεκινήσει μαζί σου. Ε… σήμερα το βράδυ λοιπόν, θα σε περιμένει στο λιμάνι. Θα έχει κάνει ήδη τη μισή δουλειά, έτσι εσύ θα τελειώσεις σε λιγότερο από μία ώρα. Μην ανησυχείς. Του έχω μιλήσει κι εγώ για την δουλειά. Ξέρει τι να κάνει. Μόνο που δεν την ξέρει όλη την δουλειά. Για αυτό σε θέλω εγώ εκεί. Όσο για το ταξιδάκι που έχεις κανονίσει με την οικογένειά σου… έλα μωρέ… δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Αν τώρα χρειαστείς ξεκούραση στην επιστροφή, κάνε μία στάση σε κάποιο ξενοδοχείο για να ρίξεις έναν ύπνο. Πλήρωσέ το εσύ και μετά για τα λεφτά… βλέπουμε…»
Ο Αλέξανδρος ήταν στα πρόθυρα του εγκεφαλικού. Τι να έλεγε στην Έλενα; Πώς θα κοίταζε τις κόρες του στα μάτια, όταν όλον τον χρόνο στερούνταν τα πάντα και περίμεναν αραιά και που αυτές τις εξορμήσεις για να νιώσουν ένα μικρό δείγμα διακοπών; Απλά δεν μπορούσε. Η καρδιά του ένιωσε να σταματάει όταν άνοιξε η πόρτα της κύριας εισόδου της πολυκατοικίας και είδε τρεις χαμογελαστές ψυχές να τον κοιτούν χαρούμενα στα μάτια. Οι κόρες ήταν μικρές και δεν μπόρεσαν να διαβάσουν αυτά που διάβασε η γυναίκα του. Αμέσως άφησε κάτω τις βαλίτσες σβήνοντας το χαμόγελο από τα χείλη της. Ο Αλέξανδρος κατέβασε το κεφάλι έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
-«Κορίτσια…» ψέλλισε η Έλενα στις αθώες μικρές ψυχές που περίμεναν βδομάδες ολόκληρες να πλατσουρίσουν στα νερά σαν γοργόνες. Εκείνες σταμάτησαν να χορεύουν και γύρισαν να την κοιτάξουν. «Γυρνάμε πάλι πίσω. Δεν θα πάμε διακοπές αυτό το Σαββατοκύριακο.»
-«Τι; Πώς; Αφού ο μπαμπάς είπε…»
Ήταν το μόνο που άκουσε πριν πατήσει το γκάζι και σπινάρει το αυτοκίνητο για να εξαφανιστεί στο γκρίζο της πόλης με προορισμό τη μακρινή Ηγουμενίτσα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα και ο ήλιος έστεκε ακόμη ψηλά στον ζεστό ουρανό. Το καλοκαίρι είχε άλλη χάρη. Σε έκανε να νομίζεις πως η μέρα δεν είχε εικοσιτέσσερις ώρες, μα πολύ περισσότερες. Αυτό του έδινε κουράγιο και μία βαθιά ελπίδα πως ίσως κατάφερνε να γυρίσει πίσω στην Αθήνα πριν ξημερώσει. Αυτό θα γινόταν όμως αν έφτανε πολύ γρήγορα. Οπότε το γκάζι ήταν μόνιμα πατημένο στο πάτωμα του αυτοκινήτου όπως και δείκτης των χιλιομέτρων στα 180. Προτίμησε να πάει από Πελοπόννησο και να περάσει Ρίο-Αντίρριο από την γέφυρα. Αυτό ήταν κάτι που του το είχε απαγορέψει ο πρόεδρος, καθώς όπως έλεγε ήταν περιττά έξοδα. Οπότε τα έβαλε από την τσέπη του ξέροντας πως δεν θα τα έπαιρνε ποτέ πίσω, όπως μάλλον και με το ξενοδοχείο. Μπροστά του είχε ακόμη 240 χιλιόμετρα καυτής ασφάλτου και στροφών. Δεν θα ήταν εκεί πριν τις έντεκα το βράδυ. Αυτό το ήξερε. Έπρεπε όμως να κάνει και καμιά στάση για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Πέρασε από δύο ή τρείς τέτοιους σταθμούς όπου θα μπορούσε να σταματήσει για λίγη ανάπαυση. Δεν το έκανε όμως. Το σώμα του είχε φτάσει τα όριά του και αυτό το ένιωθε στα άκρα του που τα αισθανόταν βαριά λες και τα ρούχα του ήταν φτιαγμένα από μπετό. Και το κεφάλι του δεν πήγαινε πίσω. Ούτε ανάλαφρο ήταν ούτε αεράτο. Ένας έντονος πονοκέφαλος ήταν προ των πυλών. Αυτός ήταν και ο λόγος για την πολλή σύντομη στάση που έκανε αναζητώντας ένα παυσίπονο καθώς και λίγη βενζίνη να γεμίσει το ρεζερβουάρ του. όταν μπήκε ξανά στον αυτοκινητόδρομο είχε σουρουπώσει για τα καλά. Γνώριζε απέξω την διαδρομή και ανακατωτά. Μετρούσε τις πλαγιές των βουνών και τα στρέμματα που περνούσε καθώς και τους μικρούς κολπίσκους στο πλάι της θάλασσας προσπαθώντας να κρατήσει τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Μόνιμα μέσα στο ηχοσύστημα βρισκόταν ένα cd που το είχε ακούσει τουλάχιστον πέντε με έξι φορές από την αρχή μέχρι το τέλος και ανάποδα. Τραγουδούσε ασυναίσθητα όλα τα λόγια κουνώντας ρυθμικά τα δάκτυλα σε μία προσπάθεια να μην παραδοθεί στον Μορφέα που φαινόταν να τον ακολουθεί με το δικό του αέρινο αυτοκίνητο φτιαγμένο από σασί σκιάς. Που και που του τρεμόπαιζε τα φώτα θυμίζοντάς του πως βρισκόταν πάντα στο κατόπι του. Η ώρα πήγε δέκα το βράδυ και ήδη αισθανόταν πως η ψυχή είχε δραπετεύσει από τα δεσμά του κορμιού του. Σήκωσε το χέρι και έδωσε μία σφαλιάρα στο μάγουλό του. Πόνεσε. Κακή ιδέα… σκέφτηκε. Αν είχα λίγο νερό να ρίξω στο πρόσωπό μου… ήταν όμως κοντά. Μία ώρα το πολύ και θα βρισκόταν στο λιμάνι όπου τον περίμενε ο μεταφορέας και ο Λέων που θα είχε κάνει ήδη την περισσότερη δουλειά. Κάτι ήταν κι αυτό.
Πραγματικά σαράντα λεπτά αργότερα έφτασε στην προβλήτα. Ήταν ακριβής στον χρόνο του. Είχε φτάσει όπως το είχε προβλέψει. Κοίταξε το ρολόι και έδειξε έντεκα παρά κάτι λεπτά. Η εικόνα όμως που αντίκρισε δεν του άρεσε. Στο λιμάνι περίμενε ένα φορτίο παρατημένο μόνο του που έγραφε το όνομα του αφεντικού του πάνω. Τα αμάξι σταμάτησε ακριβώς μπροστά. Κοίταξε πιο δίπλα έναν ναυτικό που έδειχνε να δένει κάποια άλλα εμπορεύματα. Τον γνώριζε καλά. Τον είχε δει πολλές φορές και πλέον μίλαγαν στον ενικό και με τα μικρά τους ονόματα. Ο Αλέξανδρο πάτησε την κόρνα ρυθμικά. Ο κυρ Αντρέας γύρισε. Του έγνεψε με χαμόγελο φιλικά. Ο ηλικιωμένος τέντωσε την μέση του που σίγουρα αν ο Αλέξανδρος ήταν πιο κοντά θα άκουγε τα άλατα να σπάνε. Τον πλησίασε βγάζοντας το ψαράδικο καπέλο του.
-«Καλώς τον πρωτευουσιάνο μας!»
-«Γεια σου καπετάν Αντρέα!»
-«Πως από τα μέρη μας τέτοια ώρα;» τον ρώτησε με χαμόγελο.
Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε μόνο κοίταζε δεξιά κι αριστερά.
-«Τι ψάχνεις…;» ήταν φανερό από την γλώσσα του σώματος.
-«Τον κύριο Χάλλας…»
-«Το αφεντικό σου…; Έλα Χριστέ και Παναγιά. Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;»
-«Συγγνώμη, έχεις δίκιο. Δεν σου εξήγησα. Περιμένω τον γιο του τον Λέων. Μου είπε πως θα με περίμενε στην προβλήτα αφού θα είχε παραλάβει το εμπόρευμα.»
-«Αλέξανδρε, σε αυτή την προβλήτα είμαστε μόνο εσύ κι εγώ. Ο Λέων ή όπως αλλιώς τον λένε δεν έχει πατήσει εδώ. Αν ήταν θα τον είχα δει.»
-«Και ποιος παρέλαβε το εμπόρευμα;»
-«Εγώ.»
-«Εσύ…;» ρώτησε με μεγάλη απορία.
-«Κοίτα… χωρίς να θέλω να σε προσβάλω με κανέναν τρόπο, αλλά από πού κι ως πού τα παρέδωσαν σε εσένα; Εσύ δεν έχεις καμία απολύτως σχέση με την εταιρεία στην οποία εργάζομαι. Εντάξει, σε ξέρουν αφού σε έχουν δει αρκετές φορές μεταφορείς, αλλά αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα να σου παραδώσουν τίποτα»
-«Έχεις δίκιο. Αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα και είμαι απόλυτα σίγουρος πως δεν θα το έκαναν, αν…»
-«Αν…;» τον διέκοψε απότομα.
-«Αν δεν τους το έλεγε ο ίδιος ο Γρηγόριος Χάλλας, όπως μου είπε κι εμένα να τα παραλάβω.»
-«Πότε σου το είπε αυτό…;»
-«Σήμερα κατά τις τέσσερις το μεσημέρι…» ο καπετάν Αντρέας έδειχνε πολύ προβληματισμένος, μα όχι όσο ο Αλέξανδρος.
-«Άρα ήξερε πως ο γιος του δεν θα ήταν εδώ να με βοηθήσει. Το κάθαρμα…» ψιθύρισε.
-«Τι είπες παιδί μου;»
-«Τίποτα… κάτι δικά μου. Μη σε απασχολεί.» και ήρθε στο μυαλό του η οικογένειά του και πόσο ασυνεπής φαινόταν στα μάτια της Έλενας. «Οπότε…» έσφιξε τα χείλη, «είμαστε μόνο εσύ κι εγώ για να τελειώσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε» κατέληξε ο Αλέξανδρος με μεγάλη απογοήτευση. Μα αυτό που άκουσε τον απογοήτευσε ακόμη περισσότερο.
-«Να με συγχωρείς παιδί μου, μα είναι αργά κι εγώ είμαι αρκετά γέρος για να κάτσω περισσότερο. Τα κόκκαλά μου πονάνε και η κυρά θα ανησυχεί στο σπίτι. Καταλαβαίνεις, έτσι;»
Ο φτωχός υπάλληλος, που αυτή τη στιγμή βλαστημούσε τον Paulo Coelho με το αναθεματισμένο σλόγκαν που όλοι είχαν θεοποιήσει -όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις- βρισκόταν στα πρόθυρα κρίσης. Αντιθέτως ο νόμος του Μέρφι ήταν εκείνος που χαρακτήριζε τις περισσότερες φάσεις της ζωής του. Ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. Τελεία και παύλα. Και ήξερε πως δεν ήταν Θεός αυτός που του έκανε καψόνι.
Τώρα στεκόταν μόνος στο λιμάνι εκτεθειμένος στις άγριες διαθέσεις του ανέμου. Ήθελε τόσο πολύ να καλέσει στο σπίτι, μα δίσταζε. Ήταν αποφασισμένος να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ώστε να προσφέρει λίγες μέρες διακοπών στους δικούς του. Ακόμη και κατά αυτόν τον τρόπο. Έτσι χωρίς να ταλαιπωρηθεί με άλλες αρνητικές σκέψεις στρώθηκε στην δουλειά. «Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσεις, τόσο γρηγορότερα θα τελειώσεις…» είπε στον εαυτό του σα να ήταν μία άλλη ύπαρξη μέσα του. Κοίταξε το ρολόι και ήταν ήδη μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Πήγε στην αποθήκη, ευτυχώς ήταν κοντά στο λιμάνι, άνοιξε τις πόρτες, τα φώτα, έθεσε σε λειτουργία τους υπολογιστές και πήρε το επαγγελματικό αυτοκίνητο για να το φορτώσει με το εμπόρευμα. Όχι τίποτα άλλο, μα η μέση του είχε αρχίσει να του δίνει μικρές τσιμπιές αραιά και πού. Επέστρεψε στον όρμο και σταμάτησε μπροστά από τα δεκάδες κουτιά που περίμεναν να φορτωθούν. Πριν κάνει οτιδήποτε άρχισε να τα μετράει ένα προς ένα. Ευτυχώς, ήταν όσα ακριβώς έγραφε και το δελτίο παραλαβής. 666 ακριβώς. «Χμ…» γέλασε ξαφνιασμένος. Τι σύμπτωση! σκέφτηκε. Ή μάλλον… τι διαβολεμένη σύμπτωση! Δεν είχε κάνει κάποιο λάθος στο μέτρημα γιατί τότε θα έπρεπε να τα βγάλει ξανά και να τα μετρήσει ένα-ένα. Και αυτό ήταν μια επίπονη διαδικασία. Το εμπόρευμα απαρτιζόταν από μικρά σακουλάκια μέχρι κούτες μεσαίας διάστασης. Ο πίσω χώρος είχε γεμίσει τόσο καλλιτεχνικά λες και ο παγκόσμιος πρωταθλητής Tetris είχε αναλάβει δράση. Ακόμη και τα μπροστινά καθίσματα ήταν φίσκα. Ο Αλέξανδρος κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Τα μάτια είχαν βαρύνει τόσο πολύ. Η κούραση τον είχε εξαντλήσει. Θα ορκιζόταν πως σε κάθε βλεφάρισμα του ματιού του έβλεπε κι από ένα μικρό-σύντομο όνειρο. Έτσι είναι οι παραισθήσεις τελικά; αναρωτήθηκε και συνέχισε σαν ακούραστος εργάτης το καθήκον του μέχρι που ο παφλασμός των κυμάτων σταμάτησε απρόοπτα. Τι περίεργο κι αυτό; Περπάτησε μέχρι την άκρη της προβλήτας και κοίταξε το βαθυγάλανο νερό. Ένας παγωμένο κύμα αέρα τον περιτύλιξε κάνοντας τις τρίχες του να σηκωθούν. Κάτι που δεν περίμενε να δει ξεπρόβαλε μέσα από το νερό. Ίσως βέβαια να ήταν η φαντασία του. αυτές οι παραισθήσεις που προκαλούνται από την πολύ κούραση. Έτσι δεν έδωσε σημασία στη σκιά που φάνηκε να απλώνεται μαγικά μέσα στο νερό. Οι ακτίνες του φεγγαριού όταν διαχέονται μέσα στο νερό παίρνουν περίεργες στροφές και φωτίζουν με ακόμη πιο παράξενο τρόπο το εσωτερικό του.
-«Ακόμη και αυτά τα φωτεινά πετράδια στον πάτο που μοιάζουν με μάτια… ξέρω πως είναι δύο κοχύλια που αντανακλούν το φως και τίποτα περισσότερο…» είπε σαν μεθυσμένος και γύρισε την πλάτη προς τον βαν γι ανα το οδηγήσει μέχρι την αποθήκη.
Η ώρα είχε πάει τέσσερις το ξημέρωμα και το βάρος της επιθυμίας του να κάνει το ταξίδι της επιστροφής χωρίς να κοιμηθεί έμοιαζε αβάσταχτο. Ήταν όμως κάτι που ήθελε να το κάνει. Άλλωστε πάντα έλεγε πως αυτός ήταν το αφεντικό στην δίκη του ύπαρξη. Από μικρός είχε αναπτύξει έναν εγκεφαλικό μηχανισμό που όποτε τον έθετε σε λειτουργία ένιωθε πως αυτός και το σώμα του ήταν δύο διαφορετικά πράγματα. Ο εγκέφαλος ήταν αυτός. Και το σώμα του ήταν μόνο η μηχανή στην οποία κατοικούσε και μπορούσε να την ελέγξει με όποιον τρόπο ήθελε. Ανέκαθεν πίεζε το σώμα του να αντέξει τον πόνο. Θυμόταν ένα βράδυ, όταν είχε σπάσει τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού βαρώντας στον τοίχο μία γροθιά από τα νεύρα του, που τα τύλιξε απλά με έναν επίδεσμο για να μπορέσει να πάει την επόμενη μέρα στην δουλειά του. Ή όταν έκανε πριν πολλά χρόνια εγχείρηση χολής μα και ρινικού διαφράγματος πόσο γρήγορα είχε επανέλθει από την νάρκωση. Βρισκόταν σε πλήρη διαύγεια λίγα μόλις λεπτά μετά την λήξη της ελεγχόμενης καταστολής. Το σώμα του σαν καλοκουρδισμένη μηχανή ανταποκρινόταν στα θελήματα του μυαλού του. Στα θελήματα της ίδιας του της ψυχής. Στα θελήματα του ίδιου του, του εαυτού. Έτσι θα γινόταν και τώρα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη υπομονή και επιμονή. Πείσμα που λένε στην πιάτσα και τσαγανό.
Κατά τις έξι είχε τελειώσει και όλη η απογραφή. Μία ώρα μόνο είχε μείνει μέχρι να ολοκληρώσει τις αποστολές των νέων δεδομένων στον κεντρικό server της εταιρείας. Τα πόδια του τα ένιωθε βαρύτερα από ποτέ. Οι φλέβες είχαν πρηστεί και τα οράματα δεν τον είχαν εγκαταλείψει ούτε και με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου. Το κεφάλι του έκαιγε και η μηχανή του χρειαζόταν άμεσα ξεκούραση. Για λίγο σταμάτησε την εργασία του και έκλεισε τα μάτια. Αμέσως τα ένιωσε να αλληθωρίζουν κάτω από τα βλέφαρα και εικόνες να περνούν από την κεντρική κονσόλα του υποσυνείδητου. Κούνησε το κεφάλι πεισμωμένα. Πήγε στην βρύση και την άνοιξε τέρμα. Έτρεξε νερό, ζεστό νερό. Όχι, αυτό δεν του άρεσε. Πήγε στο ψυγείο και έπιασε το πιο θολωμένο μπουκάλι. Το έπιασε στα χέρια. Ήταν τόσο παγωμένο που σχεδόν του προκάλεσε έγκαυμα. Ίσως το μυαλό του να διόγκωνε όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα σε μία του προσπάθεια να τον πείσει πως χρειαζόταν άμεσα ξεκούραση. Κόντευε εικοσιτέσσερις ώρες ξύπνιος και με σκληρή δουλειά ενδιάμεσα. Άνοιξε το πώμα και το έλουσε κυριολεκτικά πάνω στο κεφάλι του.
-«Ουάου!» φώναξε. «Αυτό κι αν ήταν σοκ!» λειτούργησε. Παρόλο που τα σφυροκοπήματα στο κεφάλι δεν έλεγαν να σταματήσουν, αυτό ήταν αρκετό για να διεγείρει λίγο τις αισθήσεις του. Ήταν λες και κάποιος του έχωσε μία ένεση αδρεναλίνης. Σε λιγότερο από μισή ώρα είχε τελειώσει και τις αποστολές των ενημερώσεων και τώρα το μόνο που έμενε ήταν η επιστροφή. Την περίμενε με χαμόγελο. Βγήκε από την αποθήκη και πάρκαρε το φορτηγάκι στον συγκεκριμένο χώρο όπου έπρεπε να βρίσκεται. Γύρισε ξανά στην αποθήκη και κατέβασε με δύναμη τα ρολά. Από πίσω του στεκόταν ο κυρ Αντρέας.
-«Το λέει η ψυχή σου, ε;» του φώναξε.
Ο Αλέξανδρος γύρισε ξαφνιασμένος. «Δεν το λέει η ψυχή μου, μα η ανάγκη να προσφέρω μερικές στιγμές ξεγνοιασιάς στην οικογένειά μου. Αυτό έχω περισσότερη ανάγκη από την ξεκούραση αυτήν τη στιγμή».
-«Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως θα τα μάζευες μέχρι το πρωί, μα τώρα πρέπει να πας σε ένα ξενοδοχείο να κοιμηθείς μερικές ώρες και μετά να ξεκινήσεις για Αθήνα.»
-«Ούτε λόγος καπετάν Αντρέα!» είπε γεμάτος χαρά. «Κατά τις δέκα με έντεκα το πρωί θα είμαι στο σπίτι μου και έτοιμο για ένα απολαυστικό τριήμερο. Το χρωστάω στην οικογένειά μου! Καταλαβαίνεις;»
-«Ό,τι σε φωτίσει ο θεός παλικάρι μου» είπε και μάζεψε από κάτω το μακρύ του καλάμι. Ετοιμαζόταν να επισκεφθεί τον όρμο για λίγο ψάρεμα. Αυτό ήταν ό,τι του είχε απομείνει. «Καλό δρόμο να έχεις!» ήταν η τελευταία του κουβέντα και χάθηκε από μπροστά του.
Ο Αλέξανδρος μπήκε επιτέλους μέσα στο δικό του αυτοκίνητο και γύρισε τη μίζα. Το πρώτο βήμα της επιστροφής είχε ολοκληρωθεί. Μετά πάτησε το συμπλέκτη και κούμπωσε την πρώτη. Η διαδικασία γνωστή, πράγμα που τον έφερε λίγη ώρα αργότερα να κινείται στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο με προορισμό την Αθήνα. Ένα πλατύ χαμόγελο είχε αποτυπωθεί μέχρι τα αυτιά του που δεν έλεγε να σβήσει. Ήθελε να καλέσει την Έλενα να της πει πως επιστρέφει μα ήξερε πως τέτοια ώρα ακόμη θα κοιμόταν. Δεν ήθελε να ξυπνήσει και τις μικρές άλλωστε. Από την άλλη σκέφτηκε πως θα ήταν μία καλή έκπληξη αν ξύπναγε το πρωί και τον έβλεπε φάντη μπαστούνι να στέκεται πάνω από το κεφάλι της. Η τελευταία του σκέψη του έδωσε κι άλλο κουράγιο να νικήσει τη νύστα που είχε αρχίσει να μπαίνει πάλι στο σκηνικό. Η ώρα ήταν μόλις οκτώ το πρωί και αυτός βρισκόταν μοναχά μεριά χιλιόμετρα πριν την Άρτα. Το πόδι του ήταν πατημένο στο γκάζι σα να μην είχε την δύναμη να το ξεκολλήσει από το πάτωμα. Όλη αυτή η έντονη οδήγηση τον κρατούσε σε εγρήγορση χωρίς όμως να είναι σε θέση να καταλάβει πως ήδη είχε αρχίσει να παθαίνει, λόγω της εξάντλησης, μικρές ανεπαίσθητες διαλείψεις, κάτι σαν στιγμιαίο black out. Αρκετά πράγματα διέφευγαν της προσοχής του. Ακόμη ήταν αρχή και όχι τόσο επικίνδυνα. Μέχρι στιγμής δηλαδή, όλα καλά! Αρκετά αργότερα, και αφού είχε περάσει την Άρτα, ένιωσε το πρώτο πλάκωμα στο κεφάλι. Κοίταξε το ρολόι του αυτοκινήτου στο ταμπλό και έδειχνε εννιά και μισή. Ο ήλιος φώτιζε ζεστός για τα καλά. Οι ακτίνες του ήταν τόσο ενοχλητικές για την ταλαιπωρημένη του ψυχή. Σχεδόν δεν μπορούσε να αντέξει την λάμψη του. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και πρηστεί. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια του είχαν πρηστεί και οι βολβοί των ματιών του είχαν χωθεί βαθιά μέσα στις κόγχες τους. Η ταλαιπωρία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του σαν ένας κακοτεχνημένος πίνακας ενός ατάλαντου καλλιτέχνη. Το στομάχι του ήταν άδειο. Του έστελνε συνεχώς μηνύματα υπενθυμίζοντάς του πως είχε να βάλει κάτι μέσα εδώ και δεκαπέντε ώρες τουλάχιστον. Τα μαλλιά του ήταν ανάστατα και μπλέκονταν στα μακριά του δάκτυλα. Κάπου σκέφτηκε πως τελικά το αυθημερόν ταξίδι επιστροφής, μπορεί να ήταν και κακή ιδέα. Το μυαλό του άρχισε να γεννάει ξανά εκείνες τις εικόνες που δεν μπορούσε να ελέγξει. Εκείνες που όταν σταματούσε να βλέπει είχαν περάσει αρκετά χιλιόμετρα μη μπορώντας να καταλάβει πώς είχε φτάσει ως εκείνο το σημείο του δρόμου. Προσπαθούσε να θυμηθεί την διαδρομή που μόλις είχε διανύσει μα του ήταν αδύνατο. Ήταν χαμένη κάπου στις ασυνείδητες γωνιές του μυαλού του που ολοένα και μεγάλωναν καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο χώρο. Σε λίγο το αυτοκίνητο άρχισε να λοξοδρομεί, πότε δεξιά και πότε στα αριστερά της ασφάλτου. Ο ήχος των διερχόμενων αυτοκινήτων έμοιαζε πλέον με γλυκό νανούρισμα συντονίζοντας τα εγκεφαλικά του κύματα σε μία τέλεια ευθεία. Τότε ήταν που ένιωσε και τα βλέφαρά του να μπαίνουν μπροστά από τις κόρες των ματιών καλύπτοντας την όρασή του. Ευτυχώς σε εκείνο το σημείο του δρόμου ήταν μόνος και δεν προκάλεσε κάποιο ατύχημα όταν οι δεξιοί τροχοί βγήκαν από την άσφαλτο και πατώντας στο σκληρό χώμα τράνταξε ολόκληρο το σασί.
-«Σύνελθε Αλέξανδρε…» φώναξε στον εαυτό του που φάνηκε να τον υπακούσει για μερικά λεπτά τουλάχιστον. Αμέσως θυμήθηκε τα λόγια που είχε πει εκείνη την ημέρα στο αφεντικό του. «Δεν σας κρύβω πως είναι πολλές οι φορές που με έχει πάρει ο ύπνος στο αυτοκίνητο.» Αυτό ήταν τραγικό. Αρκετά με τους ηρωισμούς Αλέξανδρε, σκέφτηκε. «Ακόμη κι αν δεν τα καταφέρω σήμερα… μου μένει πάντα η Κυριακή. Από το να μην φτάσω ποτέ, καλύτερα να φτάσω καθυστερημένα.» ακόμη κι αν τα σκεφτόταν αυτά, το στόμα του ακολουθούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Οι φυσικές του άμυνες είχαν αρχίσει να εξαλείφονται μία προς μία. «Καλύτερα να σταματήσω στον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού που θα βρω μπροστά μου…» είπε νευρικά για να το ακούσει και αυτός ο ίδιος.
Επιτέλους, αν και με βαριά καρδιά, κατάφερε να φτάσει σώος και αβλαβής στον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού λίγο έξω από την Αμφιλοχία. Αυτή ήταν και μία καλή ευκαιρία να γεμίζει το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου αφού γέμιζε και το ντεπόζιτο της κοιλιάς του πρώτα. Τα βήματά του ήταν βαριά και χρειάστηκε όλη του την δύναμη μέχρι να κάνει αυτά τα δύο απλά πράγματα. Είχε αποφασίσει από πριν τι θα έκανε σε αυτό το σταθμό. Έτσι κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο και το οδήγησε μέχρι το πάρκινγκ βάζοντάς το κάτω ακριβώς από ένα υφασμάτινο υπόστεγο για σκιά. Ανέβασε τα παράθυρα, έκλεισε τις ασφάλειες και άναψε στο τέρμα το air condition. Ο Αλέξανδρος ξάπλωσε το κάθισμά του και τέντωσε πάνω του την κουρασμένη του πλάτη. Σήκωσε το χέρι του και κοίταξε την ώρα. Ήταν δέκα το πρωί. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά από μία καφετέρια με μεγάλη τζαμαρία. Από μέσα μπορούσε να δει μία νεανική τρελοπαρέα, όπως θα τους χαρακτήριζε κανείς, να γελούν δυνατά κάνοντας σαματά και απρεπείς χειρονομίες. Ήταν πέντε άτομα, δύο κορίτσια και τρεις νεαροί. Ο ένας μάλιστα του φάνηκε αρκετά γνωστός αν και όσο και να έσπαγε το κεφάλι του δεν μπορούσε να θυμηθεί. Το θέμα είναι πως βρίσκονταν στον σταθμό στο ρεύμα προς Αθήνα. Άρα όποιος και να ήταν επέστρεφε, μάλλον, σπίτι του. Δίπλα του ακριβώς βρισκόταν ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο σπορ και σίγουρα πολύ ακριβό. Δεν το είχε δει να κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Ίσως σε κάποιες φωτογραφίες που τυχαία είχαν πέσει στην αντίληψή του από τίποτα περιοδικά. Το μόνο που μπόρεσε να ξεχωρίσει ήταν το σήμα της μερσεντές μπροστά. Όλα τα υπόλοιπα καλούδια του φάνταζαν από το μέλλον. Διπλές εξατμίσεις κάτω από τους πλαϊνούς αεραγωγούς που έμοιαζαν σαν βράγχια καρχαρία -ναι, έτσι μόνο μπορούσε να τα χαρακτηρίσει- και κάτι τεράστια ζαντολάστιχα έτοιμα να βγουν πάνω από τους θόλους του αμαξώματος. Σίγουρα κόστιζε πολλά λεφτά. Αρκετά όμως με το οφθαλμόλουτρο του αυτοκινήτου. Όσο κι αν το θαύμασε, τα μάτια του είχαν ξεκινήσει να βαραίνουν τόσο που αδυνατούσε να τα κρατήσει ανοιχτά. Απλά ακούμπησε την πλάτη του στο κάθισμα και αφέθηκε στη νύστα που τον παρέσυρε σαν ορμώμενο τρένο σε σκοτεινό τούνελ.
Το μυαλό του δεν άργησε να κατακλειστεί από εικόνες που, σαν ταινία παλιού φιλμ, πέρναγαν με ταχύτητα από μπροστά του. Ο Αλέξανδρος άρχισενα ταξιδεύει στον ονειρικό κόσμο μακριά από όλα εκείνα τα αφεντικά που ζούσαν στις πλάτες του όλα αυτά τα χρόνια. Είδε τον εαυτό του να χαμογελάει και να βρίσκεται παρέα με τις μικρές του κόρες που έτρεχαν χέρι-χέρι ξέγνοιαστα στην καταπράσινη εξοχή, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και τα ολάνθιστα λιβάδια. Κάπου εκεί βρισκόταν και η Έλενα μέσα στο αραχνοΰφαντό μεταξένιο της φόρεμα να τον καλεί κοντά της με ένα γλυκό χαμόγελο. Μέσα σε μία στιγμή ο φωτεινός ουρανός σκοτείνιασε από μαύρα σύννεφα και το έδαφος ξεράθηκε κάνοντας την γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Η Έλενα ακούστηκε από το βάθος να φωνάζει έντρομη… Σεισμός… Σεισμός… Κοίταξε έντρομος να την βρει, μα αυτή όπως και οι κόρες του είχαν γίνει άφαντες. Το έδαφος είχε ανοίξει και κομμάτια βυθίζονταν μέσα στην γη προσπαθώντας να καταπιούν και αυτόν τον ίδιο. Ήταν κάποιος εφιάλτης, ή απλά το μυαλό του προσπαθούσε να παραμείνει σε αυτή την κατάσταση προσαρμόζοντας τα εξωτερικά ερεθίσματα στο υποσυνείδητό του; Ο Αλέξανδρος δεν άντεξε άλλο και άνοιξε τα μάτια του ταραγμένος. Τελικά η δεύτερη εκδοχή ήταν η σωστή. Η τρελοπαρέα είχε βγει έξω από την καφετέρια και κατευθυνόταν σε δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα λίγο πιο πέρα από εκείνη της μερσεντές. Έντρομος όμως ο Αλέξανδρος είδε πως εκείνος ο νεαρός που του έμοιαζε τόσο γνωστός πριν είχε σταθεί στο πλάι του αυτοκινήτου και με το βάρος του κορμιού του είχε πιάσει το πλάι του αυτοκινήτου και το ταρακούναγε με όλη του την δύναμη αγνοώντας πως ένας άνθρωπος μέσα του προσπαθούσε να κοιμηθεί. Ή μάλλον δεν αγνοούσε… απλά αδιαφορούσε. Ο Αλέξανδρος μέχρι να καταλάβει τι συνέβαινε κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή. Η καρδιά του έπιασε διακόσους παλμούς το λεπτό.
-«Τι…; Τι…;
-«ΣΕΙΣΜΟΣ… ΣΕΙΣΜΟΣ…» φώναζε ξέφρενα ο νεαρός δείχνοντας πόσο μάγκας ήταν στους υπόλοιπους φίλους του που έδειχναν εκστασιασμένοι από χαρά. Οι κοπέλες γελούσαν με τον δύστυχο Αλέξανδρο που το βλέμμα του φανέρωσε πόσο τρομαγμένος ήταν. Ένα ή δύο λεπτά αργότερα ο Αλέξανδρος βγήκε από το αυτοκίνητο για να πλησιάσει τον νεαρό. Τα πόδια του ακόμη έτρεμαν και αυτός ο ίδιος από την ταραχή τα ένιωθε κομμένα. Ένα όμως ήταν σίγουρο. Η νύστα είχε εξαφανιστεί για τα καλά. Ο νεαρός απομακρύνθηκε και πλησίασε την παρέα του. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά του. Υπό άλλες συνθήκες θα έβρισκε το κουράγιο να διεκδικήσει το δίκιο του. Όχι όμως αυτήν τη φορά. Τώρα ήταν τριανταπέντε κι αν και δεν ήταν γέρος, τον πονούσε η μέση του φρικτά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τρεις δισκοκήλες στη μέση είχε δείξει η μαγνητική. Ο3-Ο4, Ο4-Ο5 και Ο5-Ι1. Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια είχε προσαρμοστεί σε έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής μακριά από εκείνες τις δραστηριότητες που του έδιναν ζωή. Πολεμικές τέχνες, ορειβασία και διάφορα άλλα extreme. Ο Αλέξανδρος έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε τα χείλη. Ήθελε τόσο να πει κάτι, να τον βλαστημήσει. Μα δεν το έκανε. Αντί αυτού προτίμησε να μπει ξανά στο αυτοκίνητό του και σηκωθεί να φύγει μέχρι να φτάσει επιτέλους στην Αθήνα. Μόλις γύρισε την πλάτη του άκουσε τους νεαρούς να μιλάνε για αυτόν. Έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε το μακρύ του ταξίδι για την επιστροφή.
Ήταν αποφασισμένος να γυρίσει με μία ανάσα στην οικογένειά του που σίγουρα τον περίμενε με αγωνία, και ίσως και με λίγα νεύρα. Ακόμη δεν την είχε πάρει τηλέφωνο, αν και ήταν σίγουρος πως η Έλενα με τα παιδιά θα είχαν ξυπνήσει. Η ώρα ήταν δώδεκα και βρισκόταν λίγο μετά την Πάτρα. Μόλις είχε περάσει το Ρίο-Αντίρριο από την γέφυρα. Ο καυτός ήλιος που φώτιζε από τον ουρανό τον έκανε να νιώθει μία γλυκιά υπνηλία να τον κατακλύζει ολοένα και πιο πολύ. Μάταια προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά μα η εξουθένωση ήταν πολύ πιο δυνατή από αυτόν. Ήταν μάλιστα αρκετές οι φορές που κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα μάτια του έβλεπε πάλι εικόνες και έχανε αποστάσεις δίχως να θυμάται πώς είχε φτάσει ως το σημείο που βρισκόταν. Αυτό λεγόταν έλλειψη συνείδησης. Κάπου θυμόταν πως το είχε δει αυτό. Ίσως σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή με ντοκιμαντέρ για την ψυχή του ανθρώπου. Τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν και πάλι κάνοντας αδύνατο να τα κρατήσει ανοικτά.
-«Όχι τώρα ρε γαμώτο…» είπε δυνατά μήπως και νιώσει τις αισθήσεις του να δραστηριοποιούνται ξανά. Τώρα όμως ακόμη και η ομιλία του δεν ήταν σωστή. Η κούραση τον είχε καταβάλει οριστικά και ανεπίστρεπτα. Με δυσκολία μπορούσε να αρθρώσει σωστά τις λέξεις. Κάθε του συλλαβή έβγαινε κομπιάζοντας σα να ήταν κεκές ή σα να είχε πάθει κάποιο μικρό εγκεφαλικό. Δεν έφτανε η αποφασιστικότητά του μόνο. Χρειαζόταν και ξεκούραση. Επειγόντως. Ευτυχώς ο επόμενος σταθμός ανεφοδιασμού ήταν σε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα. Μπορούσε να κάνει λίγη υπομονή ακόμη. Αν έβρισκε άδεια θέση κάτω από κάνα υπόστεγο στο παρκινγκ θα άραζε, θα κατέβαζε τα παράθυρα και θα ξαπόσταινε για καμιά με δύο ωρίτσες.
Ήταν τυχερός. Η μοναδική ελεύθερη θέση σε όλο το παρκινγκ βρισκόταν ακριβώς κάτω από ένα υφασμάτινο υπόστεγο σε ένα σημείο όπου ο άνεμος φυσούσε πολύ δυνατά. Το μόνο κακό ήταν πως όπως την προηγούμενη φορά, έτσι και τώρα η θέση κοιτούσε μπροστά από την κύρια είσοδο του ταχυφαγείου. Λίγο πιο δεξιά βρισκόταν το βενζινάδικο ενώ μπροστά από το μαγαζί ήταν τοποθετημένες καρέκλες και τραπεζάκια για όσους ήθελαν να σερβιριστούν έξω από το κατάστημα. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε μέσα στα, οριοθετημένα με άσπρη μπογιά, πλαίσια της θέσης. Έσβησε τη μηχανή, κατέβασε τα τζάμια και αφέθηκε κλείνοντας επιτέλους τα μάτια του τόσο γαλήνια. Ξεχνώντας τον κόσμο τριγύρω του αφέθηκε στην ανάγκη του για ξεκούραση. Τα μάτια του κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα αλληθώρισαν οδηγώντας τον σε μία γλυκιά ζάλη που τον ταξίδεψε στα σκοτεινά μονοπάτια που του υποδείκνυε Μορφέας. Το μυαλό του κατακλύστηκε ξανά από εικόνες συνεχίζοντας από εκείνο το σημείο όπου είχε τελειώσει το προηγούμενο όνειρο. Η γυναίκα του και οι κόρες του συνέχιζαν ανενόχλητες τον περίπατό τους μέσα στο καταπράσινο λιβάδι κατηφορίζοντας την ολάνθιστη πλαγιά που τους οδηγούσε στα γάργαρα νερά της λίμνης στους πρόποδες του βουνού. Ο Αλέξανδρος άνοιξε το βήμα του προσπαθώντας να τις πλησιάσει. Οι κόρες του τον αντιλήφθηκαν και γελώντας άρχισαν να τρέχουν μακριά του τραβώντας από το χέρι και την μαμά τους. Τώρα ο περίπατος είχε μετατραπεί σε ένα ευχάριστο παιχνίδι κυνηγητού αντηχώντας τα χαμόγελά τους σε όλη την πλαγιά. Ο ήλιος φώτιζε στα ψηλά ζεσταίνοντας τα παγωμένα του μάγουλα κάνοντάς τα κόκκινα και ροδαλά. Μπορούσε να νιώσει τόση ευχαρίστηση που για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ήρθε σε επαφή με τα πραγματικά συναισθήματα εκείνου του ξενιστή που κειτόταν ξαπλωμένος μέσα στο αυτοκίνητο θρέφοντας με τις σκέψεις του όλα εκείνα τα ερεθίσματα. Μα αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ένα σύννεφο από μέλισσες, όχι… σφίγγες τον περικύκλωσε. Όσο κι αν προσπαθούσε να τις διώξει, αυτές αντιστέκονταν και συνέχισαν να τον τυλίγουν σκοπεύοντας να τον κεντρίσουν. Στο τέλος έμειναν ακίνητες ψηλά και πάνω ακριβώς από το κεφάλι του. Ο Αλέξανδρος τις κοιτούσε με απορία ώσπου αυτές ενώθηκαν σε ένα σώμα και άρχισαν σιγά-σιγά να κατεβαίνουν ώσπου άγγιξαν το πράσινο χορτάρι. Μέχρι να ακουμπήσουν κάτω το σώμα των ενοχλητικών εντόμων είχε σχηματίσει μία μάζα που άρχισε να μεταλλάσσεται παίρνοντας την μορφή του αφεντικού του. Τώρα ο Γρηγόριος Χάλλας στεκόταν μπροστά του και άρχισε να του φωνάζει με όλη του την δύναμη… ΞΥΠΝΑ… ΞΥΠΝΑ… ο Αλέξανδρος τινάχτηκε με μιας. Τα καταβεβλημένα μάτια του ίσα που μπορούσαν να ανοίξουν μα άνοιξαν όσο έπρεπε για να δει πως εκείνος ο νεαρός που του κουνούσε το αυτοκίνητο στον προηγούμενο σταθμό ανεφοδιασμού, βρισκόταν και πάλι μπροστά του. Αυτή τη φορά μόνος. Καθόταν σε μία καρέκλα στραμμένος προς το μέρος του και προσπαθούσε να κρύψει το χαμόγελό του. Ήταν σα να προσπαθούσε να κρυφτεί ένας ελέφαντας πίσω από ένα λουλούδι. Θυμήθηκε το ανέκδοτο. Έτσι έμοιαζε κι αυτός… σαν στρουθοκάμηλος. Έμοιαζε πολύ να διασκεδάζει αυτό του το παιχνιδάκι. Τώρα όμως ήταν μόνος και ο Αλέξανδρος ένιωσε πως θα μπορούσε να του μιλήσει αν πραγματικά το ήθελε. Και το ήθελε. Δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Ο Αλέξανδρος άνοιξε την πόρτα και χωρίς να κλείσει τα παράθυρα ή να κλειδώσει κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Αν και τον πλησίασε πλάθοντας στο μυαλό του σενάρια λογομαχίας και προσβολών, απλά αρκέστηκε να μιλήσει φιλικά αποζητώντας λίγο φιλότιμο και σεβασμό.
-«Καλή σου μέρα φίλε μου…» είπε ο Αλέξανδρος με επιφύλαξη. Ο νεαρός δεν απάντησε. Τον κοίταξε λες και τον γνώριζε. Σα να τον είχε βλάψει ο Αλέξανδρος με κάποιον τρόπο στο παρελθόν. Στάθηκε για λίγα λεπτά περιμένοντας μία απάντηση. Ο νεαρός δεν μπήκε στην διαδικασία να συνομιλήσει. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε τι άλλο να πει, οπότε προχώρησε σε αυτό που είχε έρθει εξαρχής να πει. «Σε παρακαλώ φίλε μου…» εκεί ο νεαρός γούρλωσε τα μάτια του. «Δεν σε ξέρω όπως δεν νομίζω να με ξέρεις κι εσύ. Παρόλα αυτά είδα πως και στον προηγούμενο σταθμό ήρθες σε εμένα με σκοπό να κάνεις πλάκα με τους φίλους σου, κουνώντας το αυτοκίνητο. Τώρα φώναξες “Ξύπνα” για να με ξυπνήσεις. Ειλικρινά… δεν ξέρω γιατί το κάνεις αυτό. Θα σε παρακαλούσα να με αφήσεις γιατί είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένος και έχω ανάγκη από ξεκούραση.» Έκανε μία μικρή παύση δίνοντας λίγο χρόνο στον νεαρό για να δει αν θα πει κάτι. Δεν είπε, οπότε συνέχισε να μιλάει ο Αλέξανδρος. «Έχω μακρύ ταξίδι μπροστά μου. Φαντάζεσαι τι μπορεί να γίνει αν δεν είμαι ξεκούραστος στον δρόμο; Θα μπορούσα να προκαλέσω κάποιο σοβαρό ατύχημα αν από την κούραση με έπαιρνε ο ύπνος. Θα μπορούσα να πέσω ακόμη και πάνω σου. Καταλαβαίνεις φίλε μου;» Ήταν λες και μιλούσε σε τοίχο. Ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία σχηματίστηκε ξανά στα χείλη του νεαρού.
-«Χμ… ακόμη και να το’ θελες δεν θα μπορούσες φίλε μου. Ξέρεις τι αμάξι οδηγώ;» αποκρίθηκε και μπήκε μέσα στο μαγαζί. Ο Αλέξανδρος γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του. Δύο αμάξια μετά είδε ξανά εκείνο το σπορ πολυτελείας αυτοκίνητο με το γυαλιστερό σήμα της μερσεντές μπροστά του. Ναι, ήταν του νεαρού. Αυτό το είχε συνδυάσει. Από πίσω του είχε κολλημένο ένα χρωμιομένο αυτοκόλλητο που έγραφε 650hp. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να πάρει την ίδια στάση που είχε και πριν μήπως και προκαλούσε ξανά τον ύπνο του. Όλη αυτή η ιστορία όμως του είχε απορυθμίσει το βιολογικό ρολόι του. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να ηρεμήσει το μυαλό του, μα αυτό είχε την δική του λογική. Δεν τον άφηνε να κυλήσει ξανά στα ίδια μονοπάτια. Δοκίμασε πολλά και διαφορετικά πράγματα, να αλλάξει στάση, να κλείσει τα παράθυρα και να βάλει air condition, να τα ανοίξει, να ξαπλώσει, να κάτσει, να απλώσει τα πόδια του, να γυρίσει στο πλάι… τίποτα δεν έδειχνε να δουλεύει. Ο Μορφέας είχε περάσει ήδη από την δική του γειτονιά αφήνοντάς του μόνο ένα σημείωμα… «Γεια… ήρθα μα δεν σε βρήκα κι έφυγα. Ίσως περάσω ξανά αργότερα κάποια στιγμή.» Ο Αλέξανδρος κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν μία το μεσημέρι ακριβώς. Λίγες ώρες, το πολύ τρεις, τον χώριζαν απ' τις, σχεδόν, τριήμερες διακοπές του.
-«Τι λες…; Θα τα καταφέρεις;» ψιθύρισε στον εαυτό του. Αυτός φάνηκε να απαντάει με ένα ξερό «Ναι». Έσφιξε συγκαταβατικά τα χείλη και για μία ακόμη φορά εμπιστεύτηκε τις πρόσκαιρες δυνάμεις που απέκτησε από την αδρεναλίνη μιλώντας στον νεαρό λίγη ώρα πριν. Βέβαια αυτές ήταν σαν ένα τρύπιο λάστιχο πρόχειρα γεμισμένο με αέρα μέχρι να ξεφουσκώσει πάλι. Όπως και να είχε πήρε το ρίσκο. Με αποφασιστικότητα γύρισε το κλειδί και άκουσε το μοτέρ να γυρίζει σα να συμφωνούσε κι αυτό μαζί του. Είμαστε δυνατοί και θα τα καταφέρουμε... του έλεγε κι αυτό. Πάτησε το γκάζι σπινιάροντας τους τροχούς. Η οδήγησή του θύμισε ξέφρενο νεολαίο ορμώμενο από τις ορμόνες του που βράζουν. Φεύγοντας από τον σταθμό ανεφοδιασμού ο Αλέξανδρος κοίταξε πίσω, από τον κεντρικό καθρέπτη και είδε τον άγνωστο νεαρό να έχει βγει στην πόρτα του καταστήματος και να τον κοιτάει με ένα σατανικό χαμόγελο. «Άντε γεια...» είπε σα να τον έστελνε στον αγύριστο και έστρεψε τα μάτια του ξανά στην καυτή άσφαλτο που έμοιαζε να τον καλεί για μία ακόμη προσπάθεια. Σύμμαχός του σε αυτό το ταξίδι ήταν η δυνατή μουσική, τα ανεβασμένα παράθυρα και ο κλιματισμός στο φουλ. Έπρεπε να παραμείνει ξύπνιος ό,τι κι αν γινόταν. Οπότε λίγο η μουσική, λίγο το ανυπόφορο κρύο… θα έκαναν την δουλειά τους.
Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα φέρνοντας τον ολοένα και πιο κοντά στους δικούς του. Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόταν. Έμοιαζε με χαρούμενο σκύλο που κουνάει νευρικά την ουρά του μέχρι να αντικρίσει το αφεντικό του. Ο Αλέξανδρος είχε φτάσει σχεδόν στα μέσα της διαδρομής και αναγκάστηκε να κόψει ταχύτητα καθώς βρισκόταν σε ένα σημείο πολύ επικίνδυνο όπως είχε χαρακτηριστεί. Η ταμπέλα έδειχνε πως απαγορευόταν μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτή των ογδόντα χιλιομέτρων. Ο δρόμος στένευε επικίνδυνα σε μία λωρίδα για το κάθε ρεύμα και δεν είχε ανάμεσα διαχωριστικές μπάρες μα ούτε και ακριανές. Ο δρόμος ήταν ανασηκωμένος από τα πολλά πατήματα των φορτηγών δημιουργώντας συνεχόμενα σαμαράκια κατά μήκος της διαδρομής. Αυτό δεν ήταν καλό. Τουλάχιστον όχι τώρα. Συνήθως περνούσε από εκεί χωρίς κανένα πρόβλημα. Όχι όμως αυτή την φορά που ήταν πραγματικά εξασθενισμένος. Τα μάτια του άρχισαν ξανά να βαραίνουν επικίνδυνα. Σχεδόν πανικοβλήθηκε. Κατάλαβε πως πλέον δεν μπορούσε να το ελέγξει. Κοίταξε δεξιά για κάποια εσοχή, ή κάποιο μικρό χώρο στάθμευσης όπου θα μπορούσε να παρκάρει το αυτοκίνητο ώστε να κοιμηθεί. Το έντονο χασμουρητό έκανε τα μάτια του να δακρύζουν θολώνοντας από την κούραση. Το στόμα του κρέμασε και ένιωσε μερικές σταγόνες σάλιων να κυλούν μέσα από τα χείλη του. Το κεφάλι του άρχισε να υποφέρει από συνεχόμενες σκοτοδίνες αυτήν την πιο ακατάλληλη στιγμή. Ήταν λες και ο διάβολος του έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Χρειαζόταν ανάπαυση και μάλιστα άμεσα. Το μυαλό του το ένιωσε να βράζει με έναν πρωτόγνωρο και τρομακτικό τρόπο, σε αντίθεση με το παγωμένο εσωτερικό. Και τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Στροφές απότομες και με ανάποδη κλίση ήρθαν να προστεθούν στο παιχνίδι. Αυτό το σημείο ήταν μία καρμανιόλα. Ήξερε πως είχε βγει ο πιο επικίνδυνος δρόμος της Ευρώπης. Μα ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήταν αβοήθητος σαν μικρό χάρτινο καράβι στο έλεος της φουρτούνας. Έτσι τα μάτια του έκλεισαν σηματοδοτώντας το σβήσιμο του συνειδητού του περνώντας στον κόσμο των ονείρων για άλλη μία φορά. Αυτήν τη φορά δυνατές φωνές άρχισαν να ηχούν μέσα στις σκέψεις του μα δεν ήταν από τον κόσμο της πραγματικότητας. Οι μηχανισμοί του μυαλού του είχαν ενεργοποιηθεί προσπαθώντας να τον αφυπνίσουν για να γλιτώσουν το μοιραίο. Το αυτοκίνητο του Αλέξανδρου όδευε ευθεία όταν σε λίγα μέτρα ο δρόμος θα γινόταν κλειστή δεξιά στροφή. Στην άκρη του αυτοκινητόδρομου υπήρχε ένα βαθύ κόψιμο του βουνού που τελείωνε αρκετά μέτρα πιο κάτω στη θάλασσα, πάνω στα σκληρά βράχια. Τουλάχιστον ήταν μόνος. Ό,τι πάθαινε θα το πάθαινε μόνο αυτός. Ή μήπως δεν ήταν; Από το αντίθετο ρεύμα εμφανίστηκε πίσω από τη στροφή ένα μεγάλο μπλε Scania φορτηγό με ένα ακόμη ρυμουλκό πίσω του. Ο Αλέξανδρος δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα. Ούτε καν τα λάστιχα που άρχισαν να ουρλιάζουν παράλληλα με την δυνατή του κόρνα. Ο οδηγός του φορτηγού βλέποντας πως δεν προλάβαινε να σταματήσει και πως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτή έστριψε ενστικτωδώς το τιμόνι προσπαθώντας να πλησιάσει την απόκρημνη πλαγιά δίνοντας χώρο, στο διερχόμενο αυτοκίνητο ζόμπι, να περάσει. Μα αυτή του η πράξη είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Το φορτίο πίσω από το φορτηγό ανατράπηκε περνώντας ξυστά από το αυτοκίνητο του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος επιτέλους άνοιξε τα μάτια του δίχως να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν το αυτοκίνητο του που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από την θανατερή τροχιά του γκρεμού. Ενστικτωδώς έκοψε το τιμόνι από την αντίθετη μεριά, κάνοντας τα λάστιχα να στριγγλίζουν, επαναφέροντας το αυτοκίνητο στον σωστό δρόμο αγνοώντας το ατύχημα που μόλις είχε προκαλέσει, πλέον, πίσω του -το να κοιτάξει από τον κεντρικό καθρέπτη δεν του πέρασε ούτε καν σαν ιδέα από το μυαλό. Άλλωστε ήταν μόνος στον δρόμο, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Κανείς δεν υπήρχε εκεί κοντά για να τον σταματήσει. Ξαφνικά ένιωσε και πάλι τις δυνάμεις του να μεγαλώνουν. Το μάτι του άνοιξε για τα καλά. Ένιωσε πως είχε κοιμηθεί πολύ ώρα και έτσι συνέχισε τον δρόμο του μέχρι το σπίτι του χωρίς να κοιμηθεί ξανά στο τιμόνι.
Οι διακοπές έγιναν όπως τις είχε προγραμματίσει από πριν. Η γυναίκα του η Έλενα ένιωσε μεγάλη χαρά σαν τον είδε να ξεπροβάλει πίσω από την γωνία του σπιτιού τους. Της πάτησε την κόρνα με έναν νικητήριο σκοπό και οι μικρές του κόρες βγήκαν στο μπαλκόνι φωνάζοντας από χαρά κι ευτυχία. Ήταν ακόμη Σαββάτο κάπου στις τρεις το μεσημέρι. Κατά τις πέντε βρισκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Αυτές ήταν οι τελευταίες αναμνήσεις που είχε πριν ξυπνήσει την Κυριακή το απόγευμα ίσα ίσα για να κάνει έναν βραδινό περίπατο με την υπόλοιπη οικογένεια και με κάποιους φίλους από τα μέρη. Η Δευτέρα έφτασε και το ξυπνητήρι χτύπαγε σαν τρελό. Οι μπαταρίες δεν είχαν γεμίσει πλήρως και έτσι ο Αλέξανδρος μέσα στην νύστα του απλά άπλωσε το χέρι του χτυπώντας δυνατά το κουμπί off του ξυπνητηριού. Είχε έρθει η ώρα να κάνει την επανάστασή του, ή μήπως πίστευε πως μετά από τέτοιο χώσιμο ο κύριος Χάλλας δεν θα του έλεγε τίποτα σχετικά με την αδικαιολόγητη απουσία του; Τίποτα δεν είχε πια σημασία. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Απλά αγνόησε το κουδούνισμα και έκλεισε ξανά τα μάτια του συνεχίζοντας το όνειρό του από εκεί που το είχε αφήσει στη μέση. Ήθελε ακόμη μία μέρα με την οικογένειά του. Τους το χρωστούσε. Η μέρα κύλησε με όλα εκείνα τα παιδικά χαμόγελα που πλατσούριζαν στα νερά της θάλασσας. Το κινητό του ήταν κλειστό αν και ήταν σίγουρος πως μόλις το άνοιγε θα έβρισκε πάνω από είκοσι αναπάντητες κλήσεις όπως και κανένα μήνυμα που θα τον απειλούσε με απόλυση. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν μπήκε να δει τα e-mail του. Όλα αυτά όμως μέχρι τα μεσάνυχτα που ήταν σίγουρος πως κανείς, ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος δεν θα τον αναζητούσε. Κάθισε στο κρεβάτι και περίμενε να ακούσει την συσκευή να τρελαίνεται από τις ειδοποιήσεις. Περίμενε και περίμενε…
-«Περίεργο…» είπε χωρίς να καταλαβαίνει.
-«Είδες που δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου που έλειψες απροειδοποίητα μία μέρα από την δουλειά…;» είπε η Έλενα.
-«Δεν μπορώ να καταλάβω…» στο βλέμμα του είχε αποτυπωμένη μία γκριμάτσα απορίας και τρόμου. «Τι μέρα είναι σήμερα…;» την ρώτησε έχοντας μπερδευτεί.
-«Όχι καλέ μου. Δεν έχεις μπερδευτεί. Σήμερα είναι Δευτέρα και αύριο Τρίτη.»
-«Άρα… τι μπορεί να έχει συμβεί;»
-«Τίποτα. Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Αύριο θα μάθεις. Άστα όμως τώρα όλα αυτά και έλα να μου κάνεις έρωτα. Τα παιδιά κοιμούνται…!»
Ο Αλέξανδρος δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη μα η απόδοσή του ήταν επηρεασμένη από όλα εκείνα που δεν γνώριζε στην εταιρεία.
Κατά τα ξημερώματα ο Αλέξανδρος σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και ετοιμάστηκε για να επιστρέψει στην Αθήνα. Την οικογένειά του την άφησε ώστε να κάνει ακόμη μερικές μέρες διακοπές. Ξεκίνησε πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος ώστε να είναι στην ώρα του στο γραφείο. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση και έτσι έφτασε λίγο νωρίτερα από ό,τι είχε υπολογίσει. Προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε τις πόρτες και τα φώτα της εταιρείας ανοικτά. Μπήκε μέσα ανεβαίνοντας από τις σκάλες έως τον τρίτο. Το γραφείο του ήταν κλειδωμένο. Έβγαλε τα κλειδιά και άνοιξε την πόρτα. Προχώρησε μέσα και πάτησε τον διακόπτη του δωματίου. Το γραφείο του φωτίστηκε. Τα πάντα ήταν σε τάξη. Παρατήρησε πως το ημερολόγιο έγραφε ακόμη Παρασκευή. Ήταν λες και κανείς δεν είχε πάει στο γραφείο την Δευτέρα για να γυρίσει το φύλλο. Τι γίνεται; Λες τελικά να ήταν κλειστό το γραφείο χτες; σκέφτηκε και κοίταξε τριγύρω. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει την Παρασκευή. Άρα μάλλον είχε δίκιο. Γιατί όμως το κτήριο ήταν ανοικτό; Ο Χάλλας… σκέφτηκε ξανά και γύρισε μέχρι το κλιμακοστάσιο. Κοίταξε μία το ασανσέρ και μία τις σκάλες. Προτίμησε να πάει με τα πόδια. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπορούσε να το μυρίσει στον αέρα. Το ένστικτό του ήταν δυνατό και σπάνια έπεφτε έξω. Όσο πλησίαζε την πόρτα του προέδρου μπορούσε να ακούσει φωνές να έρχονται από μέσα. Σπαραχτικές κραυγές πόνου και θρήνου. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε έξω ακριβώς από την γυάλινη πόρτα. Ίσως ο πρόεδρος να είδε την σκιά του γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταμάτησε το κλάμα. Ο Αλέξανδρος κόμπιασε να μπει μέσα. Μάλλον θα έπεσε έξω καμιά μετοχή του… σκέφτηκε. Μία άγνωστη όμως δύναμη τον πρότρεψε να σπρώξει την πόρτα και να μπει μέσα. Ο πρόεδρος ήταν καθισμένος στην δερμάτινη πολυθρόνα του με την πλάτη γυρισμένη και κοιτούσε την τζαμαρία. Άρα δεν τον είχε δει πριν όταν στεκόταν πίσω από την τζαμένια πόρτα.
-«Κύριε Χάλλα…;» δάγκωσε τα χείλη του καθώς θυμήθηκε πως είπε ξανά λάθος το επώνυμό του. Φοβήθηκε πως θα τα άκουγε πάλι. Ο πρόεδρος δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Το μόνο που έκανε ήταν να συνεχίσει τον σπαρακτικό του θρήνο. Ο Αλέξανδρος ένιωσε τόσο άσκημα που μπήκε μέσα στο γραφείο και γύρισε να φύγει.
-«Στάσου…» ακούστηκε βραχνή η φωνή του προέδρου. Ο Αλέξανδρος πάγωσε σαν μαρμάρινη κολόνα. Σιγή επικράτησε για λίγο. Κανείς δεν μίλησε οπότε ο φτωχός υπάλληλος γύρισε προς το μέρος του αφεντικού του. Ο Χάλλας έστριψε την καρέκλα του τόσο όσο χρειαζόταν για να ακουμπήσει ένα τσαλακωμένο φύλο εφημερίδας πάνω στο γραφείο του και γύρισε ξανά προς την τζαμαρία. Ο Αλέξανδρος πλησίασε αργά το γραφείο του και άπλωσε τα χέρια πάνω στην φυλλάδα. Την έπιασε προσεκτικά προσέχοντας να μην κάνει πολύ θόρυβο στο άνοιγμα. Ήταν χθεσινής ημερομηνίας. Μόλις την άνοιξε διάβασε τον κεντρικό τίτλο:
ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΑΛΛΑΣ!
«Σήμερα, Δευτέρα, κηδεύεται το νεότερο μέλος της οικογένειας Χάλλας, Λέων, ο οποίος ανασύρθηκε νεκρός από τα συντρίμμια που προκλήθηκαν από το τραγικό ατύχημα του Σαββάτου στο 145ο χλμ της Εθνικής οδού Πάτρας-Κορίνθου. Τα αίτια του ατυχήματος παραμένουν άγνωστα καθώς δεν υπάρχουν κάμερες κυκλοφορίας στο συγκεκριμένο σημείο. Οι εμπειρογνώμονες εικάζουν πως ο οδηγός του μπλε Scania μεταφορικού φορτηγού, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του με αποτέλεσμα να ανατραπεί το τρέιλερ που τραβούσε και να μπει στο αντίθετο ρεύμα όπου και προσέκρουσε στο διερχόμενο μερσεντές SLR maclaren του νεαρού Λέων. Το φορτηγό κατέληξε στην πλαγιά οδηγώντας τον οδηγό του στον θάνατο ενώ το τρέιλερ παρέσυρε με την σειρά του το σπορ αυτοκίνητο πολυτελείας ρίχνοντάς το από κενό ύψους είκοσι μέτρων. Και οι δύο άτυχοι οδηγοί ανασύρθηκαν από τις διασωστικές ομάδες νεκροί.»
Το άρθρο ήταν μεγάλο και είχε πολλά ακόμη να διαβάσει. Αντί αυτού όμως απλά άφησε κάτω την εφημερίδα και αρκέστηκε σε λίγες κουβέντες.
-«Λυπάμαι. Δεν γνώριζα τίποτα…»
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © All rights reserved Κωνσταντίνος Βαρδής, Αθήνα 2015
Η εικόνα της ανάρτησης είναι επιλογή του συγγραφέα.
Δείτε κι αυτό:
Βιβλιοταξιδευτής
Ρουζάλκα
Ο Κωσνταντίνος Βαρδής για την "Ικχθίλιον"
Η εικόνα της ανάρτησης είναι επιλογή του συγγραφέα.
Δείτε κι αυτό:
Βιβλιοταξιδευτής
Ρουζάλκα
Ο Κωσνταντίνος Βαρδής για την "Ικχθίλιον"