Του Κωνσταντίνου Βαρδή
-«Σε παρακαλώ… κάνε να γίνει καλά ο μπαμπάς μου. Θεέ μου… σε παρακαλώ…» ο Τίμι προσευχόταν κάθε βράδυ στον μεγαλοδύναμο να απαλλάξει τον πατέρα του από τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι πάνω στα κατακόκκινα μάγουλά του μέχρι που αποκοιμιόταν γονατιστός πάνω στο κρεβάτι του για να ξυπνήσει την άλλη μέρα το πρωί από τις απελπισμένες φωνές του πατέρα του.
Η ζωή του Τίμι δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ήταν ένα χαρούμενο παιδί. Πήγαινε σχολείο, έπαιρνε καλούς βαθμούς, γύριζε, διάβαζε τα μαθήματά του και μόλις τελείωνε έβγαινε έξω να παίξει με τους φίλους του. Αδέρφια δεν είχε. Είχε όμως μία υπέροχη μητέρα και έναν καταπληκτικό πατέρα που άκουγε στο όνομα Λάρυ. Μαζί έκαναν σχέδια για το μέλλον, όπως κάθε τυπική οικογένεια. Μοιράζονταν φόβους και ανησυχίες, πόνους κι επιτυχίες. Ήταν μία καλή οικογένεια και όλοι οι γείτονες είχαν να το λένε.
Τα χρόνια κυλούσαν με τον μικρό Τίμι να μεγαλώνει χωρίς να έχει αντικρίσει ακόμη το σκληρό πρόσωπο της ζωής, μέχρι εκείνο το πρωινό που η μητέρα του έφυγε για ψώνια και δεν γύρισε ποτέ. Δεν τους εγκατέλειψε. Όχι, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Μέρες αργότερα την βρήκαν οι τοπικές αρχές κατακρεουργημένη μέσα σε κάποιο χαντάκι. Η ταυτοποίηση έγινε από τον ίδιο τον Λάρυ αφού είχε πάρει πρώτα όλα του τα ηρεμιστικά. Η γυναίκα βασανίστηκε πολύ πριν αφήσει την τελευταία της πνοή· αυτό ήταν το πόρισμα του ιατροδικαστή. Οι λόγοι της δολοφονίας παρέμειναν άγνωστοι. Ένας μανιακός συνελήφθη αρκετό καιρό αργότερα ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για αυτό αλλά και πολλά άλλα, παρόμοια, εγκλήματα.
Εντωμεταξύ η ψυχολογία του μικρού Τίμι είχε ισοπεδωθεί. Στο σχολείο οι βαθμοί του είχαν αγγίξει πάτο ενώ αυτός είχε απομονωθεί στις πιο απόμερες γωνιές του σχολείου. Σε κάθε διάλειμμα πέρναγε μονάχος τα λεπτά που έμοιαζαν με ώρες ατελείωτες. Και τα παιδιά… αχ, αυτά τα παιδιά… ήταν τόσο σκληρά! Αγνοώντας την ψυχολογική του κατάσταση σχημάτιζαν κύκλους γύρω του χλευάζοντας τον, κάποτε, καλύτερο μαθητή. Τώρα ήταν ένα σκουπίδι με λερωμένα ρούχα και βρώμικη ψυχή· τουλάχιστον έτσι αισθανόταν. Ένιωθε υπεύθυνος κατά κάποιον τρόπο για ό,τι συνέβη στη μητέρα του καθώς εκείνο το πρωινό επέμενε να βγει για να του αγοράσει παπούτσια για τη γιορτή του που θα ερχόταν σε δύο μέρες. Ήταν βλέπεις και η μόδα. Όλα τα παιδιά του δημοτικού έσκαγαν με τα τελευταία μοντέλα φορεμένα στα πόδια τους. Αυτό το μυστικό δεν τόλμησε να το μοιραστεί ποτέ με τον πατέρα του.
Τα χρόνια πέρασαν απαλύνοντας τον πόνο που ένιωθε. Πάντα ήταν ένα αγκάθι στην καρδιά μόνο που οι μυτερές αιχμές του είχαν μαλακώσει λιγάκι. Η οικογένεια για να ήταν ολοκληρωμένη χρειαζόταν ακόμη ένα χέρι, και πιο συγκεκριμένα ένα γυναικείο. Το όνομά της ήταν Λίζι και ήταν πλέον η θετή μητέρα του, σχεδόν, έφηβου Τίμι.
Ο Τίμι πήγαινε γυμνάσιο και οι βαθμοί είχαν ανέβει στα ύψη όπως τα έξοδα για τα φροντιστήρια και τις υπόλοιπές του δραστηριότητες. Ο Λάρυ για να τα φέρει βόλτα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την παλιά του εργασία και να πιάσει αλλού δουλειά με περισσότερα χρήματα αλλά με σκληρότερες συνθήκες. Εργαζόταν πλέον σαν μηχανικός στα υπόγεια των καραβιών. Γράσα, πετρέλαιο, ιδρώτας και δυσοσμία πλανιόταν στην βαριά ατμόσφαιρα καίγοντας κάθε μέρα κι από λίγο τα πνευμόνια του. Το κακό δεν άργησε να γίνει και η μοίρα έδειξε ακόμη μία φορά το σκληρό της πρόσωπο. Ο Λάρυ διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Οι βαθμοί του Τίμι άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα, για άλλη μία φορά μετά από τόσα χρόνια, και τώρα εκείνος ήταν αυτός που έπρεπε να στηρίξει την οικογένεια καθώς η θετή του μητέρα δεν άντεξε αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Εκείνη είχε συνηθίσει στα αρκετά, αλλά βασανισμένα, χρήματα που εισέπραττε για όσο καιρό ήταν καλά πριν νοσήσει. Η ζωή του άρχισε να μοιάζει λίγο με δραματική ταινία όσο ξετυλιγόταν. Ο κατάκοιτος πατέρας και ο γιος του ζούσαν από τα επιδόματα που τους αναλογούσαν και ο έφηβος, πλέον, Τίμι αναγκαζόταν να κάνει νυχτοκάματα μετά το γυμνάσιο σαν φύλακας ή σερβιτόρος σε μία από τις επιχειρήσεις του ευεργέτη γείτονά τους. Αλλά και πάλι τα χρήματα δεν επαρκούσαν πολλές φορές και έτσι ο Τίμι κατέφευγε στην γενναιοδωρία των περαστικών. Αυτή του η δράση έμεινε για πάντα κρυφή από τον ταλαιπωρημένο Λάρυ.
Ακόμη κι έτσι οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν, κατά κάποιο τρόπο, και συνέχισαν να πορεύονται στην ζωή τους σαν αυτοκίνητο με τρεις τροχούς… σκασμένους. Ίσως ο θεός δεν είχε κάνει μεγάλα σχέδια για εκείνους, ή τους ξεπλήρωνε κατά αυτόν τον τρόπο ό,τι καλό τους είχε κάνει σε μία από τις προηγούμενες ζωές τους. Ποιος ξέρει; Πολλές φορές είχαν αναρωτηθεί και οι δύο τους.
Καμιά νέα γυναίκα δεν ήρθε στην ζωή του πατέρα και κανένα σημαντικό ποσό δεν έφτασε στα χέρια τους. Τα μοναδικά τους εισοδήματα έρχονταν από την εργασία του Τίμι που ήταν μαθητής στο λύκειο. Ήταν εύστροφος και οι βαθμοί του είχαν αρχίσει να αγγίζουν την κορυφή φανερώνοντας σε όλους την κλίση που είχε στην χημεία. Όλοι μίλαγαν για έναν πολύ χαρούμενο νέο όμως κανείς δεν ήξερε την πραγματική αλήθεια. Ο Τίμι ήταν τόσο καλός μαθητής γιατί τον κυβερνούσε η κατάθλιψη και η ανάγκη να γίνει κάποια μέρα ερευνητής-επιστήμονας ώστε να μπορέσει να θεραπεύσει τον πατέρα του. Πίσω από όλα αυτά όμως κρυβόταν η πιο σκοτεινή του φοβία. Ίσως όλοι να την είχαν, ως ένα βαθμό, αλλά μόνο ο Τίμι την άφηνε να τον κυβερνάει. Η φοβία του πόνου και του θανάτου. Ζαλιζόταν στη θέα του αίματος και του επερχόμενου θανάτου που ήταν αναπόφευκτη μοίρα για τον καθένα. Ευχόταν κάποια μέρα να είναι σε θέση να ανακαλύψει το φάρμακο για την αιώνια ζωή. Έτσι πίεζε όλο και πιο πολύ τον εαυτό του να αντέξει σε εικόνες που του προκαλούσαν αηδία, τεμαχίζοντας νεκρούς βατράχους και άλλα στο μάθημα της βιολογίας.
Ποιος όμως μπορεί να γλιτώσει από την επάρατη νόσο όταν το ίδιο σου το σώμα είναι στ’ αλήθεια ο μεγαλύτερος εχθρός σου; Στο τέλος του λυκείου ο καρκίνος έκανε μετάσταση στα κόκαλα μετατρέποντας την ζωή των δύο αντρών σε εφιάλτη. Ο γιος προσπαθούσε να βοηθήσει τον πατέρα που είχε χάσει τον έλεγχο. Ο πόνος τον οδηγούσε σε σκοτεινά, ανεξερεύνητα μονοπάτια θυμού βλαστημώντας κάθε ιερό και όσιο που είχε ο Τίμι και όλοι όσοι γνώριζε. Μαζεύοντας όλες του τις οικονομίες τον έβαλε στο νοσοκομείο όπου μετά το σχολείο ξενυχτούσε στο προσκεφάλι του στο δωμάτιο όπου τον είχαν σε καταστολή. Η μοναδική σωτηρία ήταν ένα θαύμα αφού οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες λειτουργούσαν όπως η ασπιρίνη στην βαριά πνευμονία. Οι γιατροί πλέον είχαν εναποθέσει τις σωτηρίες τους στον θεό. Το κακό δεν άργησε να γίνει και το δυσάρεστο νέο ανακοινώθηκε από τον θεράποντα ιατρό στον Τίμι ένα βράδυ που επισκέφτηκε τον πατέρα του μετά τη δουλειά.
Από εκεί και πέρα επήλθε η καταστροφή. Ο Τίμι έγινε σκιά του εαυτού του. Χανόταν ώρες ολόκληρες στις σκέψεις του βυθισμένος στο πυκνό σκοτάδι πίσω από τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού του. Είχε να φάει μέρες και σκέψεις αυτοκτονίας κυριαρχούσαν στο μυαλό του. Φοβόταν όμως. Φοβόταν τον πόνο ακόμη περισσότερο από τον ίδιο τον θάνατο. Έγραφε και έσκιζε σαν τρελός συγγραφέας τις σκέψεις του σε παλιά και τσαλακωμένα χαρτιά υπό το φως των κεριών. Όλα είχαν το ίδιο θέμα. Τον θάνατο. Μέρα με τη μέρα έχτιζε το δικό του μακάβριο ανθολόγιο που γέμιζε από τα παρανοϊκά του αποσπάσματα μαρτυρώντας σε κάθε του στίχο την απόγνωση που τον είχε κυριεύσει. Σε χαρτί ή στον τοίχο, δεν είχε σημασία, ο πόνος, η φρίκη και η μοναξιά αποτυπώνονταν με κάρβουνο και άλλες φορές με τα δάκρυά του. Η ζωή του είχε έρθει σε ένα τέλμα και η ιδέα του θανάτου έμοιαζε όλο και πιο ελκυστική στο συγχυσμένο του μυαλό.
Οι μέρες πέρναγαν και το ποτήρι ξεχείλιζε σταγόνα-σταγόνα. Δεν άντεχε να βασανίζεται άλλο κατά αυτόν τον τρόπο. Ο πόνος του ξεπερνούσε τη δύναμη της λογικής του. Το μυαλό του τρελαινόταν και το χειρότερο από όλα ήταν πως εκείνος το καταλάβαινε. Ο σοβάς απέναντί του είχε αρχίσει να πέφτει κομμάτι-κομμάτι από τα συνεχόμενα χτυπήματα του κεφαλιού του πάνω του ώσπου ένα βράδυ αποφάσισε να βάλει τέλος στην τόσο αδικοχτυπημένη του ζωή. Εκείνο το βράδυ αποφάσισε να βγει έξω στον δρόμο, φορώντας τα βρομισμένα του ρούχα. Σαν ζωντανός νεκρός πλανιόταν άσκοπα στα γνωστά μονοπάτια της πόλης μέχρι που έφτασε σε μία απόμερη πλευρά της, ξακουστή για τις κακοτοπιές της. Γιατί να φοβηθεί; Τι είχε πια να χάσει; Τι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί;
Τώρα στεκόταν ακίνητος στο κέντρο του πετρόστρωτου μονοπατιού αντικρίζοντας απέναντί του τη μικρή γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες καθώς η πόλη διακοπτόταν από ένα μικρό ποτάμι. Το φεγγάρι έστεκε ψηλά ολόλαμπρο και καθαρό σβήνοντας την λάμψη των γύρω αστεριών. Το φως του γυάλιζε στις γυαλιστερές πέτρες του δρόμου σχηματίζοντας ένα ευδιάκριτο μονοπάτι. Μερικοί παλιοί στύλοι με σπασμένες και άλλες εξασθενημένες λάμπες έστεκαν δεξιά κι αριστερά σαν απλήρωτοι εργάτες που είχαν κουραστεί. Ο Τίμι αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στην τυραννισμένη του ζωή. Αμέσως ξεκίνησε να περπατάει με σκοπό να πέσει στο βαθύ ποτάμι με τα ρούχα του. Το βήμα του όμως κόπηκε απότομα όταν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου ξεχώρισε μία κουλουριασμένη σκοτεινή φιγούρα. Τι ήταν; Είχε αναρωτηθεί και πλησίασε να δει. Η φιγούρα έδειχνε να αποτραβιέται μακριά του μέχρι που ακούμπησε σε ένα χαμηλό τοιχίο όπου και σταμάτησε μη μπορώντας να απομακρυνθεί άλλο. Ήταν κάποιο αδέσποτο σκυλί, μία μαύρη γάτα; Τι; Ο Τίμι έσκυψε έτοιμος να απλώσει το χέρι του όταν βήματα και έντονες φωνές ακούστηκαν από την άλλη μεριά της γέφυρας να καταφτάνουν. Μία οχλαγωγία, ένας σαματάς και μία αναστάτωση μαρτυρούσε κάτι πολύ κακό.
-«Από εκεί πήγε… τον είδα…» ακούστηκε μία αντρική φωνή. Τα βήματα ακούστηκαν να ανεβαίνουν την αθέατη πλευρά της γέφυρας. Η ίδια φωνή ακούστηκε ξανά… «Αν τον πιάσω…»
Ο Τίμι γύρισε απότομα όταν ένα χέρι τράβηξε το δικό του που είχε μείνει παρατεταμένο. Το κεφάλι του γύρισε απότομα αντικρίζοντας ένα νεαρό παλικάρι, στην ηλικία του περίπου, να τον κοιτάζει φοβισμένο. «Σε παρακαλώ… μη με μαρτυρήσεις…»
-«Τι…;» απάντησε ο Τίμι προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή να σωπάσει. Τι έγκλημα μπορεί να είχε διαπράξει ο νεαρός; Δεν είχε τον χρόνο να το ανακαλύψει. Οι αμφιβολίες σχηματίστηκαν στα μάτια του.
-«Σε ικετεύω…» ακούστηκε να λέει ξανά ο νεαρός. Το βλέμμα του ήταν απελπισμένο.
Ο Τίμι σηκώθηκε πριν προλάβουν να εμφανιστούν οι άντρες από την άλλη μεριά της γέφυρας στην κορυφή της και συνέχισε τον βηματισμό του προς τα εκεί. Μόλις έφτασε στην βάση της τοξοειδούς γέφυρας τρεις άντρες εμφανίστηκαν στην κορυφή της. Ήταν δύο αστυνομικοί και ένας πολίτης. Οι άγνωστοι πλησίασαν τον Τίμι. Το κρυμμένο παλικάρι παρακολουθούσε, πίσω από τις φυλλωσιές, όσα εξελίσσονταν μπροστά του. Οι άντρες έκαναν ερωτήσεις στον Τίμι και στην αρχή ήταν λίγο επιθετικοί απέναντί του. «Όχι. Δεν είναι αυτός…» ακούστηκε να λέει ο ένας. «Τον είδα από κοντά όταν μου έσπασε την τζαμαρία.»
-«Λοιπόν, νεαρέ. Μήπως τον είδες εσύ…;» ρώτησε επιβλητικά ο ένας από τους δύο αστυνομικούς και του έσφιξε το χέρι.
Ο Τίμι έκλεισε τα μάτια καταφατικά και σήκωσε το χέρι. Το αίμα πάγωσε μέσα στο κορμί του νεαρού φυγά. Ο Τίμι τους έδειξε προς το μέρος της κρυψώνας. «Βρισκόμουν σε εκείνο το σημείο όταν ο νεαρός που αναζητάτε πέρασε μπροστά μου τρέχοντας προς την κεντρική λεωφόρο.» Το αίμα άρχισε να κυλάει ξανά στις φλέβες του.
-«Ευχαριστώ…» είπε βήχοντας ο άλλος αστυνομικός και όλοι μαζί ξεκίνησαν τρέχοντας περνώντας από μπροστά του αγνοώντας τελείως την παρουσία του.
Ο Τίμι δίχως να κοιτάξει πίσω ανέβηκε στην κορυφή της γέφυρας και σταμάτησε ακριβώς στη μέση. Κοίταξε κάτω και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να πέσει. Έγειρε μπροστά αλλά τα χέρια του δεν υπάκουαν το μυαλό που τους φώναζε να τον αποδεσμεύσουν από την κουπαστή. «Άντε ρε δειλέ…» γρύλισε. Έβρισε, προσπάθησε να μειώσει κι άλλο τον εαυτό μήπως και τα κατάφερνε. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Ίσως αν πέσω πάνω στα βράχια… συνειρμοί πέρναγαν σαν ταινία μέσα από το μυαλό του. Κι αν επιζήσω; Η ζωή μου θα είναι ακόμη χειρότερη. Ακόμη όμως κι αν πεθάνω, αν δεν είναι ακαριαίος ο θάνατος, θα βασανιστώ αυτά τα τελευταία δευτερόλεπτα που θα ξεψυχώ και θα πονάω αφόρητα όπως και ο πατέρας μου· κι αυτό δεν το θέλω. Φοβάμαι. Αν πηδήξω λίγο πιο μακριά, στα παγωμένα νερά; Θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω ή θα κολυμπήσω μέχρι να βγω ξανά στην επιφάνεια; Δεν θα τα καταφέρω. «Άντε λοιπόν… δώσε ένα τέλος στο μαρτύριο…» γρύλισε ξανά και έγειρε τόσο μπροστά σηκώνοντας πόδια του από το αντίβαρο του κορμιού του. Ο πανικός του ήταν μεγαλύτερος από ό,τι περίμενε όταν έχασε την ισορροπία του.
-«Ώπ…» φώναξε και ένα χέρι τον συγκράτησε τραβώντας τον δυνατά από την μπλούζα.
-«Είσαι καλά…;» τον ρώτησε ο ίδιος νεαρός που ήταν κρυμμένος στη σκιά. Ο Τίμι γύρισε και τον κοίταξε. Τώρα φαινόταν καθαρά. Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία του και φορούσε κουρελιασμένα ρούχα.
-«Ναι. Είμαι καλά…» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. Ντρεπόταν.
-«Τι κάνεις εκεί;» φαινόταν αναστατωμένος από αυτό που νόμιζε πως μόλις είδε.
-«Ηρέμησε. Δεν θα έπεφτα ούτως ή άλλως.»
-«Σε ευχαριστώ για πριν.»
-«Γιατί; Τι έκανα;»
-«Που δεν με μαρτύρησες στους μπάτσους» Ο Τίμι δεν μίλησε μόνο κοίταζε με χαμηλωμένο βλέμμα. «Πώς μπορώ να σου το ξεπληρώσω;» ρώτησε τον Τίμι.
-«Φοβάμαι να πεθάνω. Δεν θέλω να έχω το τέλος του πατέρα μου. Βασανίστηκε. Πόνεσε πολύ.» απάντησε φανερώνοντας της άστατη ψυχολογική του κατάσταση.
-«Ηρέμησε. Όλα καλά θα πάνε. Γιατί να πεθάνεις;»
-«Γιατί είμαι μόνος μου σε αυτόν τον κόσμο. Δεν έχω κανέναν πια.»
-«Αυτός δεν είναι λόγος να βάλεις τέλος στη ζωή σου. Όλοι περνάμε δύσκολα. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο.»
Οι δύο τους στάθηκαν στην κορυφή της γέφυρας, χαζεύοντας το φεγγάρι, αμίλητοι αφήνοντας τα λεπτά να περνούν. Ο άγνωστος νεαρός πήρε τον λόγο. «Αισθάνομαι την ανάγκη να σου πω τι έγινε λίγο πριν.» Ο Τίμι ήταν χαμένος στις σκέψεις του. «Η μητέρα μου είναι άρρωστη. Τα φάρμακα, μας τελείωσαν. Με τις λιγοστές μου οικονομίες προσπάθησα να τα αγοράσω από τον φαρμακοποιό που είδες. Του εξήγησα την κατάσταση κι εκείνος μου αρνήθηκε γιατί δεν μου έφταναν τα λεφτά για μερικά ψιλά. Δεν είχα άλλη επιλογή. Το βράδυ που έκλεισε, έσπασα την τζαμαρία και μπήκα μέσα. Τα πήρα και προσπάθησα να φύγω. Δεν ήξερα όμως πως ο φαρμακοποιός έμενε ακριβώς πάνω από το φαρμακείο. Έτσι κατέβηκε μόλις άκουσε τον συναγερμό και με πέτυχε την ώρα που έβγαινα τρέχοντας. Έπεσε πάνω μου και πιαστήκαμε στα χέρια. Ευτυχώς κατάφερα και ξεγλίστρησα και… και να μαι τώρα. Χάρις εσένα η μητέρα μου θα έχει φάρμακα ξανά.» κούνησε την γεμάτη τσάντα μπροστά του.
Ο Τίμι τον κοίταξε στα μάτια. «Μου χρωστάς όπως είπες…»
-«Ναι, ό,τι θέλεις…»
-«Εσύ… εσύ, μπορείς να με βοηθήσεις.» τον κοίταξε σα να βρήκε τη λύση.
-«Πώς…;»
-«Θέλω να με σκοτώσεις.» Ένας παράλογος μονόλογος ξεκίνησε από το στόμα του. «Θέλω να πεθάνω χωρίς πόνο, χωρίς μαρτύριο. Θέλω απλά να κλείσω τα μάτια μου και να μην καταλάβω τίποτα. Όπως λοιπόν καταλαβαίνεις δεν μπορώ να αυτοκτονήσω. Δεν έχω το θάρρος. Δεν έχω το κουράγιο. Είμαι ένας δειλός…» εκείνη τη στιγμή γονάτισε μπροστά του προτάσσοντας το στήθος του «Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι και να μου το χώσεις στην καρδιά..» έβγαλε ένα κουζινομάχαιρο μέσα από το μπουφάν του.
-«Είσαι τρελός…;» του φώναξε.
-«Σε παρακαλώ.» του μίλησε έντονα. «Μου χρωστάς. Δεν σε μαρτύρησα στους μπάτσους…»
-«Δεν θα έκανα ποτέ μου κάτι τέτοιο.» Ο νεαρός έκανε μερικά βήματα πίσω κοιτώντας τον στα μάτια. «Όταν μεγαλώσω θα σώζω ζωές, δεν θα τις παίρνω. Θα γίνω γιατρός.» Τώρα δάκρυα έτρεχαν κι από τα δικά του μάτια. «Όλοι θα πεθάνουμε κάποτε, αλλά όχι τώρα. Ε;» τον πλησίασε πέφτοντας στα γόνατά του. «Μου το υπόσχεσαι…;» προσπάθησε να τον ηρεμήσει χτυπώντας τον απαλά στον ώμο. Ο Τίμι ξέσπασε σε λυγμούς και έγνεψε καταφατικά.
-«Δεν θέλω να ζήσω άλλο και δεν έχω την δύναμη να αυτοκτονήσω. Γι’ αυτό σε ικετεύω. Αν όχι τώρα… μία μέρα στο μέλλον. Μία μέρα που θα είμαι αρκετά ηλικιωμένος ώστε να μην με νοιάζει. Πριν έρθουν όμως τα γερατειά και με βασανίσουν με αρρώστιες και αβάσταχτους πόνους.»
-«Και πώς θα ζήσεις γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή ένας άγνωστος θα σε σκοτώσει;» ο νεαρός προσπαθούσε να τον μεταπείσει επιχειρηματολογώντας.
-«Μέχρι τότε θα το έχω ξεχάσει. Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς ένα πράγμα.»
-«Τι;»
-«Πως θα είναι γρήγορο και χωρίς μαρτύριο. Πως δεν θα καταλάβω τίποτα. Δεν αντέχω να περάσω τα ίδια με τον πατέρα μου.»
Ο νεαρός ξεφύσησε γεμάτος συγκατάβαση. «Αν σου το υποσχεθώ, θα ηρεμήσεις;» είπε μη πιστεύοντας τα λόγια του. Την απάντηση του την έδωσε μία λάμψη, σαν φλόγα που θεριεύει, μέσα στα μάτια του Τίμι. Τόση λοιπόν είναι η ανάγκη του να το ακούσει; Τόση που ακόμη και η υπόσχεση ενός μελλοντικού θανάτου του δίνει ελπίδα και δύναμη για ζωή; Τι παράλογη αντίφαση ανάμεικτων συναισθημάτων είναι αυτή; Τι να του πω; Ήταν μόνο μερικές από τις σκέψεις του. «Σήκω σε παρακαλώ και θα δούμε τι θα κάνουμε. Σήκω…» του είπε και τον έπιασε από την μασχάλη βοηθώντας τον να σηκωθεί. Ακόμη και αυτή η αμφίβολη απάντηση ήταν αρκετή για να σκάσει ο Τίμι ένα ελαφρύ χαμόγελο. Η κρίση του είχε θολώσει και ερμήνευε τις καταστάσεις όπως εκείνος ήθελε. Το μυαλό του ήταν μπερδεμένο όπως τα μπλεγμένα, σε κρίκο, κλειδιά.
-«Σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ πολύ…» του ψιθύρισε και άρχισαν να προχωρούν μαζί κατεβαίνοντας τη γέφυρα. Αυτή δεν ήταν η ώρα ώστε ο άγνωστος να εκφράσει τις αντίθετες σκέψεις του, οπότε προτίμησε τη σιωπή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τέσσερα χρόνια πέρασαν και όπως λάμπει ο ήλιος πίσω από τα γκρίζα σύννεφα έτσι έλαμψε και ο Τίμι όταν καιρό αργότερα κατάφερε να συνέλθει ψυχολογικά και να συνεχίσει την εκπαίδευσή του. Μαζεύοντας ένα-ένα τα κομμάτια του επιστράτευσε όλον εκείνο τον συσσωρευμένο πόνο και τον αξιοποίησε δημιουργικά δίνοντάς του έναν νέο στόχο· να γίνει χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία αποτρέποντας άλλους να νιώσουν όπως κι εκείνος μετά την απώλεια του πατέρα του.
Όλο αυτό είχε μία κατάληξη: Ο Τίμι να φοιτά στο τμήμα μοριακής βιολογίας και γενετικής ενός πανεπιστημίου σε άλλη χώρα από τη γενέτειρά του. Οι βαθμοί του ήταν εξαιρετικοί κερδίζοντας τη μία υποτροφία μετά την άλλη. Οι καθηγητές μιλούσαν για έναν χαρισματικό άνθρωπο που προοριζόταν για μεγάλα πράγματα. Κι όμως… όταν έσβηνε το λαμπατέρ αργά το βράδυ, ξεθεωμένος από τη μελέτη, στο σπίτι του συγκεκριμένες φράσεις έρχονταν στο μυαλό του με την τότε παιδική φωνή που προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του. «Όταν μεγαλώσω θα σώζω ζωές, δεν θα τις παίρνω. Θα γίνω γιατρός.» Η ίδια φράση επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά μέχρι που αποκοιμιόταν για να δει τη σκηνή εκείνης της νύχτας να διαδραματίζεται ξανά μπροστά στα μάτια του. Πόσο ανόητος είχε φανεί παρακαλώντας έναν άγνωστο να τον σκοτώσει! Από τη μία ένιωθε χαρούμενος που ο συνομήλικός του δεν τον είχε πάρει στα σοβαρά κι από την άλλη ντρεπόταν που είχε παραδοθεί στη μοίρα του έτοιμος να θέσει τέλος στα προβλήματά του πέφτοντας στα παγωμένα νερά.
Τα οικονομικά του παρά τις σπουδές του δεν είχαν ανακάμψει. Τις περισσότερες φορές δεν είχε χρήματα για να αγοράσει ούτε ένα τετράδιο της προκοπής. Αν και το πνεύμα του ήταν πλούσιο, αυτός παρέμενε οικονομικά φτωχός. Τα βιβλία ήταν δανεικά και για την γραφική ύλη συνήθως την έστηνε έξω από το τοπικό τυπογραφείο περιμένοντας για τα περισσευούμενα χαρτιά εφημερίδας ή τα λάθος τυπωμένα. Ο έμπορος του τα χάριζε και ο Τίμι έβρισκε χώρο στα περιθώρια των άρθρων γράφοντας τις σημειώσεις της σχολής του. Το να διαβάζει και τα περιεχόμενα των εφημερίδων ήταν κάτι αναπόφευκτο και πλέον εποικοδομητικό. Μέσα από αυτές τις φυλλάδες ενημερωνόταν για όλα εκείνα που του στερούσε η εντατική μελέτη.
-«Για δες εδώ… Άγνωστος, θανατηφόρος ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας ανακαλύπτεται στις πέντε Ιουνίου του 1981» είπε και συνέχισε να διαβάζει τους τίτλους. «Ο Κάρολος παντρεύτηκε την Νταϊάνα, στην Πολωνία εφαρμόζεται στρατιωτικός νόμος, τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχών απαγάγουν στρατηγό από το σπίτι του και αιματηρή πολύνεκρη δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη.» Η τελευταία είδηση του κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί λίγο-πολύ τα προηγούμενα τα γνώριζε. «Οι αρχές μιλούν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών καθώς τα θύματα της τραγωδίας ανήκαν σε γνωστούς σεσημασμένους κακοποιούς. Ωστόσο ο δράστης δεν άφησε ίχνη καθιστώντας αδύνατη την ταυτοποίησή του. Οι ειδικοί ονόμασαν τον δολοφόνο “Θάνατος από ψηλά” καθώς ο τρόπος δράσης του δεν έχει επαναληφθεί στο παρελθόν. Όλα τα θύματα βρέθηκαν νεκρά από σφαίρα, μικρού διαμετρήματος, στο κεφάλι. Ο τρόπος δράσης και η ακρίβεια μαρτυρούν πως πρόκειται για έναν άρτια εκπαιδευμένο ελεύθερο σκοπευτή.» Το άρθρο έλεγε κι άλλα, αλλά το στομάχι του είχε ήδη αρχίσει να σφίγγει. Έκλεισε την εφημερίδα και επικεντρώθηκε στην μελέτη του.
Συνολικά είχαν περάσει δώδεκα χρόνια και όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Ο Τίμι ήταν τριάντα χρονών και σε λίγες μέρες αποφοιτούσε έχοντας στο βιογραφικό του τις καλύτερες συστάσεις των διδακτόρων, μία προεδρική θέση στα ψηφίσματα των τελειόφοιτων, ατελείωτες ώρες πρακτικής εξάσκησης, ένα μεταπτυχιακό, ένα Δοκτορά και το κυριότερο από όλα είχε ξεκινήσει τις έρευνες για το ελιξίριο της αθανασίας όπως του άρεσε να το αποκαλεί. Κάποιοι του είχαν πει πως δεν γινόταν, μερικοί είχαν τολμήσει να τον αποκαλέσουν τρελό. Αυτός όμως δεν το έβαζε κάτω και κάθε μέρα αισθανόταν πως ήταν ένα βήμα πιο κοντά.
Εντωμεταξύ ο Τίμι δεν είχε σταματήσει να διαβάζει τα άρθρα των εφημερίδων. Του είχε γίνει κάτι σαν εξάρτηση. Ήταν τέλος καλοκαιριού του 1985 όταν μία φυλλάδα έπεσε στα χέρια του. Όπως έκανε πάντα έριξε μια γρήγορη ματιά στους τίτλους. «Αεροπειρατεία στην πτήση 847 της TWA, κατάληψη κρουαζιερόπλοιου, έκρηξη ηφαιστείου στην Κολομβία και… χμ… για φαντάσου… ο “Θάνατος από ψηλά” ξαναχτυπά. Τόσα χρόνια μετά πίστευα πως θα τον είχαν πιάσει.» Ο Τίμι συνέχισε να διαβάζει το άρθρο. «Αμερικανός πολιτικός πέφτει νεκρός από σφαίρα στο κεφάλι. Ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ. Οι αρχές εκτιμούν πως πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που έκανε τη μαζική δολοφονία πίσω στο 1981 καθώς η βαλλιστική εξέταση φανέρωσε πως χρησιμοποιήθηκε το ίδιο όπλο.» Ο Τίμι έκλεισε την εφημερίδα και επικεντρώθηκε στο σημαντικότερο γεγονός της, μέχρι εκείνης της στιγμής, ζωής του· την αποφοίτηση.
Στα τριανταπέντε του χρόνια ήταν πλέον ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες στο είδος του. Εργαζόταν σε μεγάλη εταιρεία που έκανε έρευνες για την οριστική καταπολέμηση του καρκίνου κατασκευάζοντας τα αντίστοιχα σκευάσματα. Αν και απορροφημένος από την δουλειά του πάντα στην άκρη του μυαλού του είχε μείνει λίγος χώρος όπου κατοικούσε εκείνο το άγνωστο παιδί που του έδωσε την ευκαιρία να γίνει αυτό που ήταν σήμερα. Ακόμη κι αν τον έβλεπε πίσω στην πατρίδα του δεν θα τον αναγνώριζε καθώς μετά βίας μπορούσε να θυμηθεί τα χαρακτηριστικά του εκτός από τις στιγμές που τον επισκεπτόταν στον ύπνο του. Αλλά και πάλι το επόμενο πρωί είχε ξεχάσει τη μορφή του.
Οι εφημερίδες είχαν ως κεντρικό θέμα το αίτημα διακοσίων χιλιάδων ανθρώπων -το 1990- υπέρ της ανεξαρτησίας της Λιθουανίας. Κάτω από αυτό δέσποζαν με μικρότερα γράμματα η ανεξαρτησία της Λευκορωσίας από την Ε.Σ.Σ.Δ, η ενοποίηση της Γερμανίας μέχρι και η εκπροσώπηση της Νορβηγίας από την Μις Υφήλιος. Ένα ελαφρύ και λίγο πονηρό χαμόγελο ξέφυγε από τα χείλη του. Ναι, ήταν πολύ όμορφη και αυτό το θυμόταν καλά. Το γέλιο του όμως κόπηκε απότομα όταν γύρισε στην επομένη σελίδα. Στο κέντρο με πελώρια μαύρα γράμματα αναγραφόταν ο τίτλος: Ο «Θάνατος από ψηλά» χτύπησε ξανά. Νεκρός ο βαρόνος κοκαΐνης Χουάν ντε λα Σαρμάνγο. Ασύλληπτος παραμένει ακόμη ένας από τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες που δρα ως ελεύθερος σκοπευτής. Είναι απρόβλεπτος και δεν υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα στα θύματά του. Οι εγκληματολόγοι ξεσκονίζουν ό,τι υπόθεση μπορεί να σχετίζεται με τα περιστατικά των περασμένων χρόνων. Μόλις ολοκληρωθούν οι έρευνες υποστηρίζουν οι αρχές πως θα βάλουν ένα τέλος. «Εδώ που τα λέμε… διεφθαρμένους πολιτικούς και έμπορους ναρκωτικών βγάζει από τη μέση. Ίσως ο κόσμος μας να είναι και καλύτερος χωρίς αυτούς…» είπε κλείνοντας την εφημερίδα χωρίς να ξέρει αν ήθελε στ΄ αλήθεια να πιάσουν αυτόν που αυτόκλητα είχε οριστεί ως προστάτης της δικαιοσύνης. Η φωνή της λογικής όμως μίλησε… «Ίσως να μην είναι δική σου δουλειά να παίρνεις ζωές… όπως δεν ήταν και δική μου. Αυτό το κρίνει μόνο ο θεός. Ίσως καλύτερα να σταματήσεις…» μονολόγησε για άλλη μία φορά μέσα στη μοναξιά του και έσβησε το φως για να κοιμηθεί.
Στα σαράντα του χρόνια είχε πάρει πλέον προαγωγή σε μία επιχείρηση όπου είχε υπογράψει συμβόλαιο εχεμύθειας καθώς έπαιρνε μέρος σε έρευνες κρατικών μυστικών που αφορούσαν την γενετική μετάλλαξη σε μοριακό και ατομικό επίπεδο του DNA. O Δρ. Τίμι συνέβαλε ώστε το τμήμα να κάνει αλματώδες βήματα απονέμοντάς του το βραβείο Νόμπελ στα σαράντα πέντε του χρόνια.
Πολλά είχαν γίνει μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια όπως η ένταξη της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή ένωση. Η επ’ αόριστον απαγόρευση των δορυφορικών κεραιών στο Ιράν, η απόπειρα δολοφονίας κατά του βασιλιά της Ισπανίας, οι μεγάλες καταστροφές στην Τουρκία από τον σεισμό έντασης έξι ρίχτερ, η εξομολόγηση της πριγκίπισσας Νταϊάνας για την πολύχρονη σχέση του Κάρολου με την Καμίλα, το πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα της Air France Concorde στο Παρίσι και τέλος το Ελληνικό ναυάγιο του επιβατηγού πλοίου εξπρές Σάμινα με τραγικό απολογισμό ογδόντα νεκρών. Και πάντα στη δεύτερη σελίδα της κιτρινισμένης εφημερίδας σταθερά στο ραντεβού του βρισκόταν ο «Θάνατος από ψηλά». Αυτή τη φορά θύματά του ήταν πρόσωπα από το ιατρικό στερέωμα που έδιναν φρούδες ελπίδες έναντι αδρής αμοιβής για δήθεν προστασία από τον καρκίνο. Ο τρόπος θανάτου παρέμενε ίδιος. Μία σφαίρα στο κεφάλι και η τάξη, η φυσική ροή των πραγμάτων, αποκαθιστώταν ξανά.
Οι νεανικές του ανησυχίες για το ελιξίριο της αθανασίας έμοιαζαν στους φίλους και γνωστούς του συναδέλφους ξεχασμένες. Αυτός όμως ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει το αρχικό του σχέδιο και αφιέρωνε χρόνο, ανελλιπώς με πρόγραμμα ακόμη κι αν έπρεπε να το κάνει με πλήρη μυστικότητα, στο προσωπικό του εργαστήριο. Μετά από χιλιάδες δοκιμές κι ακόμη περισσότερες αποτυχίες, για πρώτη φορά στα πενήντα του χρόνια, ένιωθε ότι βρισκόταν στα σωστά μονοπάτια. Πλέον τα πειράματά του γίνονταν με αντισώματα από δείγμα αίματος καρχαρία, DNA turritopsis nutricula και σαλαμάνδρας. Στην αρχή τα πειραματόζωα έδειχναν, έως κάποιο βαθμό, μία καλυτέρευση μέχρι να έρθει το μοιραίο κακό. Η φόρμουλα ήταν ακόμη ασταθής κι αυτός ένιωθε πως κάτι του διέφευγε. Όλοι οι μαθηματικοί, φυσικοί και χημικοί υπολογισμοί έβγαιναν σωστοί. Στην πράξη όμως τα πράγματα λοξοδρομούσαν με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Τι κι αν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων του 2005 έγραφαν για πυροδότηση τεσσάρων αυτοσχεδίων εκρηκτικών μηχανισμών στο κέντρο του Λονδίνου με πενήντα έξι νεκρούς και επτακόσιους τραυματίες, τι κι αν ο τυφώνας Κατρίνα είχε κατασπαράξει τις ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών σαν επιθετική μορφή καρκίνου… Ο «Θάνατος από ψηλά» χτυπούσε ανελλιπώς σαν άγγελος θανάτου που ερχόταν να πάρει τις ψυχές όσων έκρινε απαραίτητο. Οι αρχές ήταν αδύνατο να τον πλησιάσουν καθώς δεν είχαν δει ποτέ κάτι παρόμοιο σε όλα τα χρονικά. Ο δράστης κάλυπτε τα ίχνη του, ή ακόμη καλύτερα δεν άφηνε καν ίχνη λες και δεν υπήρχε. Κάποιοι τον αποκαλούσαν «τιμωρό», άλλοι «φάντασμα» ενώ άλλοι μιλούσαν για θεωρίες συνωμοσίας και εξωγήινους.
Η ώρα της συνταξιοδότησης, για τον Τίμι, έφτασε υποχρεωτικά στα πεντηκοστά πρώτα του χρόνια μετά από ένα ατύχημα που τον ανάγκασε να περπατάει με πατερίτσες. Σύνταξη για έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο, για έναν ογκόλιθο της γενετικής, για έναν άντρα σταθμό στον κλάδο της επιστήμης, δεν σήμαινε στάση δραστηριοτήτων. Ίσως σε ένα μεγάλο βαθμό να ξεκουραζόταν και να απολάμβανε τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει. Παρόλα αυτά όμως ακόμη ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται στο προσωπικό εργαστήριο του σπιτιού του παρέχοντας συμβουλές και υποστήριξη στα προβλήματα των νεότερων συναδέλφων.
Όλη αυτή η υπερεργασία τον είχε εξουθενώσει. Όπως όλοι, έτσι κι αυτός αποφάσισε πως θα ήταν καλό να κάνει ένα μικρό διάλειμμα από την εργασία που τον είχε αποκόψει από τις χαρές της ζωής, τώρα που πλέον είχε την ευκαιρία. Έτσι με τα αμέτρητα χρήματα που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια της σκληρής δουλειάς αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό όπου γνώρισε και την σύζυγό του. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Το όνομά της ήταν Άννα και δεν ήταν από τον δικό του χώρο. Αν κάτι είχε σιχαθεί όλα αυτά τα χρόνια ήταν η κλεισούρα και οι άσπρες ιατρικές ποδιές που φορούσαν όλοι στα εργαστήρια.
Στα πενήντα πέντε του χρόνια σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συνομήλικούς του στεκόταν πολύ καλά. Ακόμη έβλεπε χωρίς γυαλιά, τα χέρια του δεν έτρεμαν, το δέρμα του δεν μύριζε και το μυαλό του είχε ακόμη διαύγεια. Όταν τον ρωτούσαν την ηλικία του τους έλεγε «πενήντα» και κανείς δεν έδειχνε δύσπιστος από την απάντησή του. Είχε πλέον κι έναν γιο τριών χρονών. Τον είχε ονομάσει Λάρυ, όπως τον παππού του, και μαζί απολάμβαναν την πλούσια καθημερινότητά τους. Όσο έβλεπε το αγόρι του να μεγαλώνει έφερνε στο μυαλό του την δική του παιδική ηλικία και πόσο μεγάλη διαφορά είχε από αυτή του παιδιού του. Πάντα χαμογελούσε όταν έπαιρνε τον Λάρυ αγκαλιά και έπαιζαν ένα σωρό χαζά παιχνίδια. Κι όμως αυτός ένιωθε πως έκανε ίσως το σημαντικότερο πράγμα που είχε κάνει ποτέ στην ζωή του.
Σε μία από τις οικογενειακές τους βόλτες, ένα πρωινό, σταμάτησαν σε ένα παντοπωλείο για να αγοράσουν πράγματα. Ο Λάρυ ήταν εφτά χρονών και ο Τίμι πενήντα εννιά. Το μάτι του Τίμι έπεσε κλασικά πάνω σε ένα εξώφυλλο μιας εφημερίδας. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Τον τραβούσαν σαν μαγνήτης. Είχε σχεδόν εννιά χρόνια να ακούσει κάτι για τον αδίστακτο δολοφόνο. Άλλωστε τόσα χρόνια που διάβαζε γι’ αυτόν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως τώρα θα πρέπει να ήταν πια ηλικιωμένος, αν όχι σκοτωμένος. Θυμήθηκε πίσω στο 1981, πριν τριάντα τρία χρόνια, όταν διάβασε γι’ αυτόν πρώτη φορά. Χαμογέλασε που όλο αυτό έλαβε ένα τέλος. Έπιασε την εφημερίδα στα χέρια του ξεφυλλίζοντάς την. Άλλα νέα ήταν καλά, άλλα ήταν άσχημα και κάπως έτσι κυλούσε η καθημερινότητα του 2014.
Οι υποχρεώσεις όλο και μειώνονταν από εκείνο το σημείο και μετά. Και όσο μειώνονταν οι υπηρεσιακές υποχρεώσεις τόσο άρχιζε να θολώνει η όραση του Τίμι. Τα χέρια του πια είχαν αρχίσει να τρέμουν, το δέρμα του να μυρίζει και μετά βίας μπορούσε να φέρει εις πέρας σωστά τα πειράματα στο προσωπικό του εργαστήριο. Πλέον η ηλικία του είχε αρχίσει να φαίνεται ξεκάθαρα. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, το πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί από βαθιές ρυτίδες και τα χέρια του είχαν γεμίσει κηλίδες. Ήταν εξήντα και έμπαινε μέσα στο εργαστήριό του μόνο όποτε το θυμόταν. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το ελιξίριο της αθανασίας δεν υπήρχε. Αν και ένιωθε τόσο κοντά, όπως πάντα άλλωστε, δεν είχε καταφέρει να βρει πού έκανε το λάθος και όλα τα αντικείμενα είχαν ασταθή εξέλιξη όπου κατέληγαν στον θάνατο.
Μέχρι τότε ήταν απλά ένας πλούσιος ηλικιωμένος που είχε αφήσει χρόνια το επάγγελμά του και απολάμβανε τη ζωή του συντροφιά με την πολυαγαπημένη του σύζυγο και τον οκτάχρονο γιο του. Ο Τίμι έβλεπε μέρα με τη μέρα το κορμί του να γίνεται όλο και πιο αδύναμο ρίχνοντάς τον σε βαθιά κατάθλιψη. Η μόνη του διέξοδος ήταν η τηλεόραση και η τράπουλα με άλλους συνομηλίκούς του. Η μεγαλύτερή του απογοήτευση ήταν όμως ένα πρωινό όταν είχε πάει σε μία γιορτή του σχολείου, όπου πήγαινε ο Λάρυ, και όλοι οι παρευρισκόμενοι τον πέρασαν για παππού του. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν το γεμάτο ντροπή βλέμμα με τον οποίο τον κοίταξε ο γιος του όταν κάποιοι μεγαλύτεροι μαθητές τον χλεύασαν. Αχ αυτά τα παιδιά… πόσο σκληρά μπορούν να γίνουν; Αμέσως καταπιεσμένες αναμνήσεις ξύπνησαν στο μυαλό του. Χωρίς να πουν άλλα λόγια προχώρησαν μαζί μέχρι το σπίτι όπου τους περίμενε η Άννα με ένα ζεστό πιάτο σπιτικού φαγητού. Ο Λάρυ έκατσε στο τραπέζι αδειάζοντας κυριολεκτικά όλο του το πιάτο σε αντίθεση με τον Τίμι που δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το πρώτο μισό. Ο μικρός μετά το μεσημεριανό βγήκε έξω και δεν επέστρεψε παρά μόνο, όταν ο απογευματινός ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα μακρινά βουνά των ατελείωτων πεδιάδων, για τον βραδινό του ύπνο. Ο Τίμι με την Άννα κάθονταν, κλασικά, μέχρι να έρθει το βράδυ παρακολουθώντας κάποια ταινία στην τηλεόραση. Τα βλέφαρα όμως της γυναίκας άρχισαν να βαραίνουν οπότε αποχώρησε στην κρεβατοκάμαρα για να είναι συνεπής στο ραντεβού της με τον Μορφέα, όπως είπε χαριτολογώντας στον σύζυγό της. Ο Τίμι έπιασε το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης και επιδόθηκε σε ένα ατελείωτο ζάπινγκ μήπως έβρισκε κάτι που να του κέντριζε το ενδιαφέρον. Το αποψινό βράδυ στάθηκε τυχερός. Ένας νεαρός γενετιστής ήταν το κεντρικό θέμα μίας νυχτερινής εκπομπής με θέμα τον καρκίνο. Ο Τίμι γούρλωσε τα μάτια του καθώς όσα έλεγε τα γνώριζε από πρώτο χέρι. Αμέσως το μυαλό του πλημμύρισε με παλιές, παιδικές αναμνήσεις του πατέρα του να πονάει στο κιτρινισμένο, από τον ιδρώτα, κρεβάτι του εκλιπαρώντας τον θεό για βοήθεια. Ο Τίμι επανήλθε στην πραγματικότητα όμως όταν ο τηλεοπτικός συνάδελφός του άρχισε να αναφέρει γεγονότα σύμφωνα με τη δική του οπτική γωνία.
-«Τι είναι λοιπόν ο καρκίνος; Μέσα στο γονιδίωμά του κρατάει καλά κρυμμένο το μυστικό της ίδιας του της θεραπείας. Φανταστείτε τα μόρια του καρκίνου σαν μία ομάδα από ανεξάρτητα άτομα που όλα όμως συνεργάζονται για τον ίδιο σκοπό.» Ο συνομιλητής του συμφωνούσε ακούγοντας προσεκτικά χωρίς ωστόσο να κατανοεί αυτά που εισέπραττε. Ο νεαρός επιστήμονας συνέχισε… «Τώρα φανταστείτε πως ένα κύτταρο, ενός οργανισμού, αποκτά δική του προσωπικότητα επαναπρογραμματίζοντας τη λειτουργία του συνόλου βάζοντας τα υπόλοιπα να εργάζονται για λογαριασμό του…» Λόγια άσκοπα και χωρίς νόημα για τους περισσότερους ακροατές. Όχι όμως για τον Τίμι που μόλις βρήκε τον χαμένο συνδετικό κρίκο στη δική του προσωπική αναζήτηση. Αμέσως έτρεξε στο εργαστήριο κλείνοντας την πόρτα πίσω του μαζεύοντας φιαλίδια γεμάτα με δείγματα και μικρά κομμάτια επίπεδων γυαλιών που προορίζονταν για το μικροσκόπιο. Έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά αλλάζοντας συνεχώς δείγματα, ανακατεύοντας ουσίες και συλλέγοντας στοιχεία. Αρκετή ώρα αργότερα κι όταν το στρογγυλό φεγγάρι στεκόταν ψηλά στον σκοτεινό ουρανό κρατούσε στα χέρια του ένα διαφανές φιαλίδιο με ένα πράσινο χημικό υγρό μέσα.
-«Επιτέλους! Η έρευνά μου ολοκληρώθηκε!» είπε τρέμοντας από χαρά. Άνοιξε το συρτάρι κι από μέσα έβγαλε μία σύριγγα για να πάρει δείγμα από ένα ποντίκι που νοσούσε. Μόλις το πήρε άδειασε το αίμα του πάνω σε ένα διάφανο τζαμάκι και το πάτησε από πάνω με ένα άλλο αντίστοιχο. Το έβαλε στην ειδική θέση κάτω από το μικροσκόπιο και το μεγέθυνε τόσο ώστε να εντοπιστούν τα καρκινικά κύτταρα. Σειρά είχε η θεραπεία. Έπιασε τον δοσομετρητή και έβαλε όση ποσότητα είχε υπολογίσει ότι χρειαζόταν. Με ένα ειδικό όργανο πήρε την απαραίτητη ποσότητα από το ελιξίριό του χορηγώντας τη στο δείγμα του ποντικού. Αυτό που είδε ήταν, πολύ πέρα του αναμενόμενου, ελπιδοφόρο! Ο ορός, όχι μόνο εξάλειψε τα καρκινικά κύτταρα αλλά, επανέφερε όλο τον ιστό στην προνοσιακή κατάσταση. Αυτό ήταν απίστευτο και δεν είχε γίνει ποτέ ξανά στα χρονικά. Σειρά είχε το ίδιο το ποντίκι. Το έπιασε από την ουρά σηκώνοντάς το ψηλά για να το ακινητοποιήσει με την ειδική του λαβίδα. Το αντικείμενο δέχτηκε την βελόνα κάτω από το δέρμα. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Το τρίχωμά του άρχισε να γυαλίζει, τα μάτια του να ξεθολώνουν και να στέκεται γερά στα πόδια του τρέχοντας παντού ολόγυρα σε αντίθεση με το νωχελικό ποντίκι που ήταν λίγα λεπτά πριν. Η όρεξή του επανήλθε καταβροχθίζοντας το ξεχασμένο, από καιρό, κομμάτι τυρί που δεν του κινούσε το ενδιαφέρον. Ο Τίμι έχωσε στο πόδι του ποντικιού ξανά την βελόνα παίρνοντας ακόμη ένα δείγμα για να το εξετάσει μετά τη χορήγηση του ορού. Ο ιστός παρέμενε σταθεροποιημένος χωρίς να εμφανίζει εκείνη τη θανατηφόρα αστάθεια. Επιτέλους οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής ανταμείφθηκαν! Πόσο καλό θα έκανε στην ανθρωπότητα αυτό το φάρμακο! Τώρα έμενε ένα μόνο πράγμα. Να το δοκιμάσει και σε άνθρωπο. Χρειαζόταν ανθρώπινο ιστό. Το να πάρει λίγο από το δικό του αίμα και να κάνει το πείραμα κάτω από το μικροσκόπιο ήταν το μόνο εύκολο και δεν άργησε να το κάνει. Όπως και το προηγούμενο είχε απόλυτη επιτυχία. Σειρά είχε το ίδιο του το κορμί. Δεν δίστασε, έτσι πήρε τον ορό και ανέβηκε στο μπάνιο. Άναψε το φως αποκαλύπτοντας το γερασμένο του πρόσωπο. Το έκλεισε τυλίγοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Τράβηξε την κουρτίνα πίσω του και έσυρε το παράθυρο μέχρι να ανοίξει τελείως για να μπει το απαλό φως του φεγγαριού. Το δωμάτιο φωτίστηκε ξανά με έναν ρομαντικό ημίφως. Από το άνοιγμα μπορούσε να δει την καταπράσινη πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά του. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ένα απλό παράθυρο, αλλά ένα παράθυρο προς το μέλλον και το παρελθόν μαζί. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα φέρνοντας στο μυαλό του τον πατέρα του νιώθοντας λύπη που δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει τότε. Μα δεν ήταν ο πατέρας του το μοναδικό φάντασμα που ήρθε να στοιχειώσει το βράδυ του. Η μορφή του νεαρού εκείνου αγοριού, που δεν ήξερε ούτε το όνομά του, πήρε σχήμα για πρώτη φορά στη ζωή του. Σαν χτες θυμήθηκε τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ πάνω στην γέφυρα κι ένα σωρό ερωτήσεις βγήκαν στην επιφάνεια που θα ήθελε όσο τίποτα να μπορούσε να απαντήσει.
-«Ποιος ήταν τελικά; Ζει ακόμη; Πώς θα ήταν τώρα; Τα είχε καταφέρει μετά από εκείνο το βράδυ με τη μητέρα του; Τι δουλειά θα έκανε; Πού βρισκόταν; Είχε οικογένεια; Εγγόνια άραγε;» Και τι δεν θα έδινε να τον αντίκριζε άλλη μία φορά στη ζωή του ώστε να μπορούσε να τον ευχαριστήσει και να του πει: «Εδώ είμαι! Τα κατάφερα χάρις εσένα!»
Κοιτάχθηκε πάλι στον καθρέφτη. Το σκοτεινό του είδωλό φανέρωνε την ηλικία του. Με μία ανάσα κάρφωσε την βελόνα λίγα χιλιοστά μέσα στον ώμο του πιέζοντας ελαφρά το έμβολο. Μερικές σταγόνες μόνο έπεσαν μέσα στο κορμί του και απλώθηκαν σε κάθε φλέβα, αρτηρία και αγγείο εξαφανίζοντας τις φακίδες πάνω από το δέρμα του. Πλησίασε το πρόσωπό του στον καθρέπτη μη μπορώντας να κρατήσει τη χαρά του. Τα δόντια του γυάλισαν.
Πίεσε λίγο ακόμη το έμβολο χορηγώντας μερικές σταγόνες ακόμη μέσα του. Τα μαλλιά του άρχισαν να παίρνουν ένα γκρίζο χρώμα σβήνοντας το γέρικο άσπρο. Λίγη πίεση ακόμη και τα μαλλιά έγιναν ξανά μαύρα όπως όταν ήταν νέος.
Δεν μπορούσε να σταματήσει. Ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλος και σαν χρονομηχανή σε μικρογραφία πίεσε κι άλλο τον μοχλό αδειάζοντας όλο το υγρό μέσα του. Οι ρυτίδες άρχισαν να χάνονται και να εμφανίζονται τα χαμένα του δόντια, το τρέμουλο εξαλείφθηκε, η ματιά του καθάρισε και η πλάτη του ίσιωσε. Κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέπτη αντικρίζοντας έναν νέο άντρα γύρω στα τριάντα να στέκει εκεί που λίγα λεπτά πριν βρισκόταν το γερασμένο του είδωλο. Η επιδερμίδα του ήταν σφριγηλή και λεία. Μύριζε όμορφα και ήταν δυνατός. Ο Τίμι ούρλιαξε από χαρά! «Ναι, επιτέλους το ελιξίριο δουλεύει! Είμαι αθάνατος! Είμαι αθάνατος! Είμαι ΑΘΑΝΑΤΟΣ!» φώναζε και ούρλιαζε χωρίς σταματημό. «Δεν θα πεθάνω ποτέ. Δεν θα περάσω ποτέ αυτά που πέρασε ο πατέρας μου. Θα μείνω αθάνατος για πάντα! ΑΘΑΝΑΤ…» φώναξε χωρίς να προλάβει να τελειώσει την τελευταία του λέξη καθώς ένα βλήμα μικρής διαμέτρου πέρασε μέσα από το ανοικτό παράθυρο διαπερνώντας το κρανίο του χαρίζοντας του έναν ακαριαίο θάνατο όπως τον είχε ζητήσει κάποτε.
-«Φύλαξα την τελευταία σφαίρα για εσένα αγαπημένε μου φίλε και εκπλήρωσα την επιθυμία σου!» είπε ο άντρας που κάποτε συνάντησε τυχαία σαν παιδί πάνω σε κάποια γέφυρα. «Δεν σε ξέχασα…» ψέλλισε ξανά ο άγνωστος, που κάποτε τα μέσα ονόμαζαν «Θάνατος από ψηλά», καθώς απομακρυνόταν μέσα στα μαύρα σκοτάδια με ένα τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή στα χέρια…
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © All rights reserved Κωνσταντίνος Βαρδής, Αθήνα 2015
Δείτε περισσότερα από/για τον Κωνσταντίνο Βαρδή: