Αρίστη Γιαννακοπούλου, Καλλιθέα
Πρόσεχε τι γράφεις στο wall σου
Η Ηρώ είχε αλλάξει πάλι την εικόνα του προφίλ της. Ένας άγγελος που έκλαιγε. Άλλαξε και το status στο facebook. "Σκατά!".
Ο Μιχάλης άνοιξε άλλο browser και μπήκε στο δεύτερο προφίλ του. Άφησε ένα comment. Άνοιξε και τρίτο browser για το άλλο προφίλ, την τρίτη περσόνα που χρησιμοποιούσε - και με την οποία είχε πιο φιλικές σχέσεις με την Ηρώ.
Σε δέκα λεπτά το προφίλ της είχε γεμίσει comments. Είχε για άλλη μια φορά τσακωθεί με τον πατέρα της. Όπως πάντα.
Ένας ήχος τον ενημέρωσε ότι είχε ανεβάσει κάτι στο blog της. Άλλο ένα ποίημα. Μαύρη εφηβική κατάθλιψη.
Έψαξε τον αναπτήρα του στα σκοτεινά. Άναψε τσιγάρο και ξαναδιάβασε το κείμενο. Έγραψε δυο γραμμές, τις έσβησε. Η στάχτη έπεσε πάνω στο πληκτρολόγιο. Σκατά. "Σκατά!" έγραψε και σαν σχόλιο κάτω από το κείμενο.
Αντέγραψε ένα στίχο από το ποίημα και τον έβαλε σα μήνυμα στο msn.
- Με διαβάζεις;
Μιλούσε μαζί της σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Από διαφορετικούς λογαριασμούς κάθε φορά. Ανάλογα με την περίσταση.
Πριν τρεις βδομάδες είχε καταφέρει να τη δει κι από κοντά. Από τις 7 περίμενε απέναντι από το σπίτι της, χωμένος πίσω από μια εφημερίδα, να τη δει. Δεν ήταν δύσκολο να την αναγνωρίσει. Είχε δει και τον πατέρα της.
Μίλησαν μέχρι τις πέντε το πρωί.
- Σ’ αφήνω. Θα ξυπνήσει σε λίγο. Και δε θέλω να με δει στο pc…
Ένοιωσε ένα σφίξιμο και ήταν σίγουρος πως και αυτή ένοιωθε άσχημα γράφοντας αυτές τις γραμμές.
Την επόμενη μέρα μετρούσε τις ώρες να πάει δύο. Να γυρίσει από το σχολείο και να καθήσει στον υπολογιστή της. Της είχε στείλει δωράκια στο facebook. Είχε δει για άλλη μια φορά όλες τις φωτογραφίες της. Είχε διαβάσει τα σχόλια που είχε γράψει στους φίλους της. Είχε ξαναδιαβάσει τα σχόλια που της άφηναν στο blog της.
Μέχρι τις πέντε δεν είχε μπει online. Είχαν γράψει διαγώνισμα στη Χημεία είδε στο wall της διπλανής της. Ας είχε γράψει καλά…
Πέντε και δέκα ανέβασε μια εικόνα. Από το κινητό της. Είχε χαράξει στο μπράτσο της με ξυραφάκι "Πονάω!". Ένοιωσε να πονάει ο ίδιος. Ένοιωσε τα γράμματα να χαράζονται στο δικό του χέρι. Με το νύχι του χάραξε κι αυτός το δέρμα του.
Ένα μήνυμα ήρθε στο msn.
- Θέλω να φύγω από το σπίτι…
Τι να της απαντήσει;
- Θέλω να τον σκοτώσω! Και να φύγω από το σπίτι.
Την είχε χτυπήσει. Για ένα ανόητο διαγώνισμα;
Άλλαξε πάλι τη φωτογραφία στο προφίλ της. Ένα μικρό κοριτσάκι με άσπρο φόρεμα που κρατούσε ένα ματωμένο μαχαίρι.
Τις επόμενες μέρες η Ηρώ σταμάτησε να μπαίνει στο internet. Ο Μιχάλης είχε φρικάρει. Τριγυρνούσε στη μικρή γκαρσονιέρα κλοτσώντας τα έπιπλα. Την τρίτη μέρα το πρωί πήγε κάτω από το σπίτι της.
Την είδε να βγαίνει μαζί με τον πατέρα της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα. Και ο μαλάκας δίπλα είχε ένα βλέμμα…
Τους ακολούθησε μέχρι το σχολείο, κάθησε σε μια πυλωτή απέναντι και άναψε τσιγάρο. Η Ηρώ στεκόταν σε μια γωνία με μια φίλη της. Μόλις χτύπησε το κουδούνι τις είδε να σκαρφαλώνουν τα κάγκελα και να βγαίνουν έξω. Μπήκαν σε ένα internet καφέ. Κάθησε και αυτός μερικές θέσεις παραπέρα, έτσι που να μπορεί να τη βλέπει.
Την παρατηρούσε όσο απαντούσε στα σχόλια όσων την ψάχνανε τις τελευταίες μέρες. Σε αυτόν δεν είχε απαντήσει ακόμα.
- Γεια…
Ένοιωθε περίεργα να μιλάνε στο chat, σχεδόν δίπλα ο ένας στον άλλο, κι αυτή να μην το υποψιάζεται καν. Πληκτρολογούσε γρήγορα και τσαντισμένα, να του τα πει όλα. Κάποιος να την καταλάβει.
Είχε τσακωθεί πολύ άσχημα με τον πατέρα της. Της έκοψε το internet και της ξέκοψε το ενδεχόμενο να πάει πενταήμερη.
- Τον μισώ!
Και για έμφαση το έγραψε και στο facebook… "Τον μισώ!". Κι από κάτω "Να πεθάνει, να πεθάνει, να πεθάνει!".
Η Ηρώ είχε φύγει από ώρα από το μαγαζί. Κι αυτός καθόταν ακόμα εκεί.
Κοιτώντας την οθόνη. Την αγαπούσε αυτή την απαισιόδοξη πιτσιρίκα. Και τώρα ήταν η ώρα να της το δείξει.
Η Ηρώ ξαναδιάβασε το μήνυμα. "Η επιθυμία σου, διαταγή…".
Η μάνα της ακούστηκε να τσιρίζει από την κουζίνα…
¤