Του Κωνσταντίνου Βαρδή
-«Και γιατί είστε εδώ, κύριε Άλμπερτ…;» ρώτησε ο Άρθουρ ο ψυχίατρος. «Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να σας δω ξανά τόσο σύντομα…»
-«Μα σας είπα πως ήταν μεγάλη ανάγκη…» απάντησε, κοιτώντας νευρικά τριγύρω το δωμάτιο. Ο Άλμπερτ ήταν ήδη ξαπλωμένος στο ανακριτικό κρεβάτι, όπως συνήθιζε να το αποκαλεί, με σφιγμένο χαμόγελο. Ίσως έψαχνε τρόπους να μην δείχνει τόσο αμήχανος. Το στομάχι του είχε δεθεί σαν κόμπος. «Έχω να φάω δύο μέρες…» είπε κι ένα αυθόρμητο ρέψιμο ακούστηκε σαν βρυχηθμός μέσα από τα πνευμόνια του. Προσπάθησε να το κρύψει με το χέρι του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μία έντονη μυρωδιά από σκόρδο, χραίνα και άψινθο πλανιόταν στον αέρα κάνοντας τον ψυχίατρο να θέλει να τελειώσει αυτήν τη συνεδρία λίαν συντόμως.
-«Λοιπόν… σας ακούω…» ο Άρθουρ τον πλησίασε και έκατσε αρκετά κοντά του, παίρνοντας μαζί και το άσπρο ντοσιέ με το μεταλλικό κλιπ στην κορυφή. «Θα θέλατε να τα πάρουμε από την αρχή…;» είχε κουραστεί από την επανάληψη, μα πληρωνόταν για τον χρόνο του, οπότε…
Ο Άλμπερτ ένιωσε την καρδιά του να αρρυθμεί. Ήξερε πως αυτό, ίσως, το προκαλούσε η εκτεταμένη αϋπνία. «Λίγο νεράκι, σας παρακαλώ… λίγο νερό…» παρακάλεσε σα να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε στη ζωή του. Ο λαιμός του είχε ξεραθεί. «Ξαφνικά δεν νιώθω καλά…» άρχισε να τραβάει τον γιακά με τα χέρια του σα να τον έπνιγε. Το βλέμμα του καρφώθηκε σε μία γωνία του ιατρείου. Έκλεισε τα μάτια του λες και προσπαθούσε να αποφύγει κάτι. Ο ψυχίατρος κοιτούσε πότε τον Άλμπερτ και πότε εκείνη τη γωνία που του είχε κεντρίσει την προσοχή. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Είχε συνηθίσει όμως σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Άλλωστε, αυτή ήταν και η δουλειά του.
-«Άλμπερτ… έχεις περάσει πολλά. Πάρα πολλά. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν θα άντεχε στη θέση σου. Είσαι σε μία σταθερή πορεία με συνεχή βελτίωση…» τα λόγια του ενέπνεαν ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Ήταν καλός στη δουλειά του. «Και σε διαβεβαιώνω… πως είμαστε μόνοι μας μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Είμαστε μόνο εσύ κι εγώ…»
-«Όχι… δεν είμαστε…» ήταν φοβισμένος. «Πάντα γυρνάει… πάντα βρίσκει τον τρόπο και επιστρέφει…»
-«Άλμπερτ…» σηκώθηκε από την καρέκλα και τον πλησίασε. Του έπιασε τον ώμο συγκαταβατικά. «Εδώ μπορείς να αισθάνεσαι ασφαλής…»
-«Κι όμως… δεν μπορώ, γιατρέ μου. Δεν μπορώ. Πάντα γυρνάει…» επανέλαβε και συνέχισε τρεκλίζοντας, «Βρίσκεται μαζί μας… ακόμη και τώρα…» Το βλέμμα του είχε καρφωθεί απέναντι σε μία σκοτεινή μαυρομαλλούσα κοριτσίστικη φιγούρα με γκρίζο νυχτικό και κατάλευκα μάτια που μόνο εκείνος μπορούσε να δει.
-«Ας τα πάρουμε πάλι λίγο από την αρχή Άλμπερτ…»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άλμπερτ ήταν ένας νέος άντρας, γύρω στα σαράντα, που είχε ζήσει τη ζωή του. Αυτό φαινόταν στον τρόπο του, μα και σε όσα λέγονταν για κείνον. Βέβαια οι παλιές εποχές που είχε κάποιο κύρος, είχαν περάσει. Αυτή την περίοδο βίωνε ένα στάδιο προσαρμογής.
Είχε χωρίσει μόλις ένα χρόνο με την γυναίκα του και είχε χάσει τη δουλειά του. Μα σα να μην έφταναν όλα αυτά, έπρεπε να φροντίζει και τον μικρό του γιο, Τόνι, που μόλις είχε μπει στα εφτά. Στην αρχή δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Η περίοδος προσαρμογής ήταν πολύ δύσκολη. Ο Τόνι αναζητούσε τη μητέρα του, την Κάρολ, καθώς αυτή ήταν το στήριγμά σε όλες του τις δυσκολίες· στα πρώτα του βήματα, στις πρώτες του λέξεις, σε όλα εκείνα που θα έπρεπε και θα ήθελε να ήταν κάθε πατέρας. Αλλά ο Άλμπερτ ήταν πάντα απασχολημένος με τη δουλειά, φορτώνοντας όλες τις ευθύνες στη σύζυγό του. «Υποκριθείτε πως είμαι ακόμη στην δουλειά…» ήταν το σλόγκαν του μόλις έμπαινε στο σπίτι. «Δεν είμαι εδώ… κάντε πως δεν με βλέπετε…» ή «απουσιάζω…» ήταν μερικές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Αυτή η φαινομενική του αδιαφορία, ήταν η αιτία να προκαλούνται αρκετοί καυγάδες μεταξύ τους. Τις περισσότερες φορές οι τόνοι ανέβαιναν. Άσκημα πρότυπα για τον μικρό Τόνι που έτρεχε κρατώντας τα αυτιά του και κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι τραγουδώντας για να μην ακούει τις προστριβές τους.
Η Κάρολ μία μέρα δεν άντεξε άλλο και τους εγκατέλειψε, αφήνοντας πίσω της μόνο ένα σημείωμα. «Πάω να βρω τον εαυτό μου…» έγραφε και δίπλα από το μελάνι το χαρτί ήταν υγρό. Ο Άλμπερτ πλησίασε το χαρτί στη μύτη του για να το μυρίσει. Ήταν σίγουρος πως ήταν δάκρυα· δεν έκανε λάθος. Ήξερε πως έφταιγαν κι οι δύο, κάποιος περισσότερο, κάποιος λιγότερο, μα σίγουρα έφταιγε κι αυτός. Τουλάχιστον αυτό το παραδεχόταν. Πόσο θα ήθελε να είχε την ψυχική δύναμη να μπορέσει να προσφέρει περισσότερα στην οικογένειά του. Αυτό το πλήρωνε για αρκετό καιρό μετά τον χωρισμό τους. Το πιο δύσκολο κομμάτι, όμως, ήταν να κάνει τον Τόνι να τον συμπαθήσει, κερδίζοντας την αγάπη του. Στην αρχή δεν τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους, μα η επιμονή του τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν και μέρα με τη μέρα ο δεσμός τους γινόταν όλο και πιο δυνατός. Τώρα είχαν γίνει αχώριστοι και αισθάνονταν απαραίτητη ο ένας την παρουσία του άλλου.
Ο Άλμπερτ καθόταν σκυθρωπός στην πολυθρόνα του σαλονιού, κοιτώντας τα τελευταία χρήματα που είχαν για να περάσουν. Ο Τόνι, μη συνειδητοποιώντας την αξία των χρωματιστών χαρτιών, ρώτησε με απορία… «Λοιπόν μπαμπά…;» Ο Άλμπερτ δεν φάνηκε να δίνει σημασία στον μικρό που έδειχνε να περιμένει με αγωνία μία απάντηση, οπότε ο Τόνι επανέλαβε… «Μπαμπα…!»
-«Έεε…;» έκανε ξαφνιασμένος και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του.
-«Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου. Το ξέχασες…;» τον ρώτησε αγνοώντας όλα εκείνα που ταλαιπωρούσαν τις σκέψεις του πατέρα του. Ήταν ακόμη τόσο μικρός και δεν έπρεπε να τον απασχολούν τέτοια θέματα. Σαν παιδί είχε δικαιώματα και αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Άλμπερτ, που τόσο καιρό είχε φροντίσει να μην του λείψει τίποτα. Όμως κάποια στιγμή, η βρύση στερεύει και τότε έρχεται η ώρα για αλλαγές.
-«Έλα εδώ μικρούλη μου…» είπε εύθυμα και τον πήρε αγκαλιά, κρύβοντας καλά τα προβλήματά τους. «Μα και βέβαια δεν σε ξέχασα, μικρέ μου πρίγκιπα…» ο τόνος του ξεγελούσε ακόμη και κριτικούς κινηματογράφου. «Σήμερα είναι τα γενέθλιά σου και θα πάρεις το ομορφότερο δώρο που έχεις πάρει ποτέ σου…»
-«Ναι!!!» ξεφώνησε με χαρά ο Τόνι χώνοντας ακόμη πιο βαθιά τη λεπίδα της ανέχειας στην καρδιά του.
Όσην ώρα κρατούσε τον γιο του στα χέρια του, με μία κλεφτή ματιά, μέτρησε τα τελευταία του χρήματα που ξεκουράζονταν πάνω στο τραπέζι. Ήταν μόνο τριάντα ευρώ και μερικά ψιλά που κουδούνιζαν μέσα στον κουμπαρά. Πρέπει να ήταν ακόμη πέντε. Σύνολο τριάντα πέντε ευρώ για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους, αν δεν κατάφερνε να βρει επιτέλους μία εργασία της προκοπής. Από τότε που είχε απολυθεί, έκανε μόνο δουλειές του ποδαριού. Μοίραζε κάνα φυλλάδιο, όποτε υπήρχε ανάγκη, πήγαινε τα σκυλιά των γειτόνων καμιά βόλτα, έναντι αδρής αμοιβής, ή κούρευε κάνα γκαζόν. Οι εποχές ήταν δύσκολες και η κρίση δεν του άφηνε περιθώρια για κάτι καλύτερο. Όσα βιογραφικά κι αν είχε στείλει δεν πήρε ποτέ απάντηση. Όσες πόρτες κι αν χτύπησε, τις βρήκε όλες κλειστές. Οι φίλοι, του γύρισαν την πλάτη και ο σπιτονοικοκύρης του έκοψε την καλημέρα μόλις έμαθε πως έμεινε άνεργος. Ίσως να φοβόταν πως θα έπρεπε να δείξει ανθρωπιά χαρίζοντάς του ένα ή δύο νοίκια σαν συμπαράσταση. Έτσι ο Άλμπερτ πάλευε με όλες του τις δυνάμεις, μα δυστυχώς το σύμπαν δεν συνωμοτούσε υπέρ του, όσο κι αν το ήθελε. Μέρα με τη μέρα έβλεπε τον οικογενειακό προϋπολογισμό να τινάζεται στον αέρα.
Εκείνο το βράδυ, περπατούσε σκεφτικός με τα χέρια στις τσέπες κοιτάζοντας χωρίς νόημα δεξιά κι αριστερά στους δρόμους. Κοίταζε κάτω μήπως και βρει ακόμη και τίποτα παραπεταμένα ψιλά. Ποτέ του δεν ντράπηκε να σκύψει για να σηκώσει ακόμη κι ένα λεπτό, πόσο μάλλον τώρα. Περνούσε έξω από τις βιτρίνες που ήταν γεμάτες με παιχνίδια και σκεφτόταν πως ήθελε να πάρει κάτι μικρό, συμβολικό έστω, για τα γενέθλια του Τόνι. Μα όλα τα παιχνίδια κόστιζαν πάνω από δέκα ευρώ. Μέσα έβλεπε οικογένειες να ψωνίζουν με χαμόγελα λες και δεν τους είχε αγγίξει η κρίση. Αναρωτιόταν τι είχε κάνει και του άξιζαν όλα αυτά; Ποιο λάθος τον οδήγησε ως εδώ; Αλλά δεν μπορούσε να βρει απάντηση.
Λίγα μέτρα αργότερα στεκόταν έξω από μία πιτσαρία. Το τζάμι της ήταν ζεστό καθώς οι φούρνοι έψηναν αχνιστό μυρωδάτο ζυμάρι. Η κοιλιά του γουργούρισε. Έβαλε τα χέρα στις τσέπες. Σοκαρίστηκε όταν συνειδητοποίησε πως η αριστερή ήταν τρύπια. Οι μισές του οικονομίες έκαναν φτερά χωρίς να το καταλάβει καν. Αυτό κι αν ήταν ειρωνεία. Αμέσως έκανε το δρόμο που είχε ακολουθήσει προς τα πίσω ψάχνοντας εξονυχιστικά σαν ντετέκτιβ με μεγεθυντικό φακό. Οι έρευνες δεν στέφθηκαν με επιτυχία ώσπου έφτασε και πάλι έξω από την πιτσαρία. Σα μικρό παιδί που στέκεται έξω από βιτρίνα παιχνιδιών, χάζευε το φαγητό που σερβιρόταν στους πελάτες. Στη δεξιά του τσέπη είχαν ξεμείνει τα μισά από όλες του τις οικονομίες. Τα έβγαλε και τα μέτρησε. Μόλις δεκαεφτά ευρώ φώλιαζαν μέσα στις παλάμες του. Ξεφύσησε γεμάτος απογοήτευση. Ευχόταν να πεθάνει μα αυτό δεν θα ήταν λύση για κανέναν. Ο Τόνι χρειαζόταν ακόμη τον πατέρα του, όπως κι ένα παιχνίδι για τα γενέθλιά του.
Στον αντικατοπτρισμό της τζαμαρίας φάνηκε ένα μικρό σκοτεινό σοκάκι ακριβώς πίσω από την πλάτη του. Μία περίεργη αίσθηση, σαν γάτα που ανατριχιάζει, έκανε το κορμί του να ριγήσει. Ένα μούδιασμα που ξεκίνησε από το σβέρκο και κατέληξε στη μέση τον έκανε να γυρίσει προς τα εκεί. Μία πάχνη πλανιόταν στον αέρα κόντρα στο ρεύμα του ανέμου. Στο βάθος του στενού ήταν στερεωμένη μία μισοριγμένη ξύλινη ταμπέλα που δεν θυμόταν να είχε δει ποτέ. Είχε περάσει πολλές φορές από εκεί και ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε όχι μόνο η ταμπέλα, αλλά και το ίδιο το μαγαζί κάτω από την γκρεμισμένη επιγραφή. Το στομάχι του άρχισε να γουργουρίζει υπενθυμίζοντάς του πως ο μικρός Τόνι είχε μείνει μόνος στο σπίτι και μάλλον κι εκείνος θα είχε την ίδια πείνα με αυτόν. Κι όμως… ένιωσε πως δεν μπορούσε να αντισταθεί. Μία ανεξήγητη ορμή τον καθοδηγούσε να εξερευνήσει αυτό το μέρος. Έβαλε τα χρήματα ξανά στην τσέπη του, αφού βεβαιώθηκε πως δεν τα έβαλε στη σκισμένη, και γύρισε προς το στενό σοκάκι. Όσο το πλησίαζε ένιωθε έναν πρωτόγνωρο ηλεκτρισμό στο κορμί του. Λίγα βήματα αργότερα έφτασε σχεδόν μπροστά στη βιτρίνα. Ήταν παλιά, σκονισμένη, με φαινομενικά άχρηστα αντικείμενα. Ναι, ήταν ένα παλαιοπωλείο, αν μπορούσε να διακρίνει σωστά όλα εκείνα που για τους περισσότερους έμοιαζαν αδιάφορα. Πού ξέρεις…; σκέφτηκε. Ίσως μπορέσω να βρω κάτι πραγματικά φτηνό για τα γενέθλια του Τόνι εδώ…
Αφού κοίταξε για αρκετή ώρα, αποφάσισε να σπρώξει την πόρτα και να μπει. Η πόρτα ακούστηκε να τρίζει, λες και είχε να ανοίξει χρόνια. Ήταν ένα μικρό μαγαζί φωτισμένο με πολλά κεριά. Προχώρησε λίγο πιο μπροστά ώστε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Κοίταξε τριγύρω μα δεν είδε κανέναν πωλητή. Κοίταξε την τζαμαρία και είδε τις πρώτες ακτίνες του φεγγαριού να μπαίνουν στη βιτρίνα. «Είναι κανείς εδώ…;» ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρος αν θέλει στ’ αλήθεια να πάρει απάντηση. Αυτό το μέρος του προκαλούσε ανατριχίλα. Τα κεριά πρόσδιδαν μαγική και ζεστή ατμόσφαιρα, ίσως και λίγο φιλόξενη, μα ένα ψυχρό ρεύμα που έμπαινε από κάπου είχε την δική του άποψη. Ίσως σε αυτό το μέρος το καλό και το κακό να συνυπάρχουν… σκέφτηκε και προχώρησε λίγο πιο μέσα ώσπου σταμάτησε μπροστά από μία μεγάλη βιβλιοθήκη. Στα ράφια της υπήρχαν στοιβαγμένα βιβλία που από την όψη τους φαίνονταν παμπάλαια. Τα περισσότερα είχαν λεπτό ξύλινο εξώφυλλο που είχε φθαρεί στις άκρες φανερώνοντας τα κιτρινισμένα φύλλα. Χμ… χαμογέλασε. Θυμήθηκε που στα νιάτα του έλεγε στην Κάρολ, την γυναίκα του, πως τα βιβλία αξίζουν μόνο για προσάναμμα. Πώς άλλαξαν έτσι οι εποχές!; σκέφτηκε. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που κάποιο βιβλίο μετά τον χωρισμό του με την Κάρολ του κρατούσε συντροφιά μέχρι να βαρύνουν τα βλέφαρα και να χαθεί στον κόσμο των ονείρων.
Μέσα από τη βιβλιοθήκη είδε ένα άνοιγμα που έβλεπε σε μία κλειστή μαύρη κουρτίνα. Ήταν πολύ περίεργος από τη φύση του κι έτσι υπέκυψε στον πειρασμό να ανακαλύψει τι μπορεί να βρισκόταν από πίσω. Μόλις έφτασε μπροστά της άπλωσε το χέρι του και παραμέρισε το ένα φύλλο.
Ήταν μία αποθήκη, όπως κατάλαβε, στην οποία ο ιδιοκτήτης είχε στοιβάξει όλα εκείνα που ετοιμαζόταν να ξεφορτωθεί. Μέσα υπήρχαν δύο πολυθρόνες, με σκισμένη ταπετσαρία, που πάνω τους ήταν πεταγμένες καμιά δεκαριά ξύλινες κούκλες. Ήταν όμως πλέον ακατάλληλες για μικρά παιδιά. Οι περισσότερες ήταν καμένες, ξεμαλλιασμένες, με βγαλμένα χέρια και πόδια και άλλες χωρίς μάτια. Πραγματικός εφιάλτης. Πάνω στον τοίχο ήταν κρεμασμένα πορτρέτα τα οποία είχαν μαύρα μουτζουρωμένα πρόσωπα και κορνίζες από μισοσπασμένους καθρέπτες.
Τώρα είχε πραγματικά ανατριχιάσει και η ιδέα της φυγής του έμοιαζε πολλή καλή. Μόλις έκανε μεταβολή και βγήκε από την αποθήκη, έπεσε πάνω σε μία υδρόγειο σφαίρα-τραπέζι που πάνω της είχε πολλά άδεια μπουκάλια κλεισμένα με κέρινες σφραγίδες. Έπιασε ένα στο χέρι του και το περιεργάστηκε. «Πραγματικά είναι άδειο…» ψιθύρισε.
-«Έτσι νομίζεις…» ακούστηκε μία γέρικη φωνή στο βάθος.
Ο Άλμπερτ το άφησε αμέσως κάτω και κατευθύνθηκε στον γέροντα. «Λυπάμαι αν σας τρόμαξα…» είπε δειλά. «Μπήκα λίγα λεπτά πριν και φώναξα μα δεν μου απαντήσατε. Έτσι είπα να ρίξω μία ματιά…»
-«Και την έριξες…;» τον διέκοψε σχεδόν με αγένεια.
-«Εεε… ναι…» είπε αμήχανα ο Άλμπερτ.
-«Ώρα να πηγαίνεις λοιπόν…»
-«Μα…»
-«Πριν δεις κάτι που να σου αρέσει…» συνέχισε να λέει ο γέροντας ενώ τακτοποιούσε πράγματα.
-«Ξέρετε… έλεγα να ρίξω ακόμη μία ματιά…» ο Άλμπερτ είδε ήδη θυμώσει. Ποτέ δεν τον είχαν διώξει από μαγαζί και αυτή δεν θα ήταν η πρώτη φορά.
-«Πώς με βρήκες…;» ρώτησε ο γέρος, μα δεν πήρε απάντηση. Ο Άλμπερτ βρισκόταν πάλι στη βιβλιοθήκη και χάζευε τα βιβλία. Ακουμπούσε με το δάχτυλο πάνω στα ράφια αφήνοντας βαθιά αυλάκια στη μαζεμένη σκόνη. «Φύγε νεαρέ…» είπε εντονότερα ο ηλικιωμένος ενώ παρέμεινε σκυμμένος να φτιάχνει τα πράγματά του μέσα σε ένα ντουλάπι. Τίποτα δεν είναι για πούλημα σε αυτό το μαγαζί…»
-«Και γιατί παρακαλώ…;» ρώτησε ξαφνιασμένος, αυθόρμητα και δυνατά ο Άλμπερτ καθώς ήταν αποφασισμένος να μην το αφήσει αυτό να περάσει έτσι. Ο γέροντας σταμάτησε με χαρακτηριστικό τρόπο λες και δεν περίμενε την αντίδραση του νέου άντρα. Κάτι μουρμούρισε μα δεν ακούστηκε καθαρά τι. Με αρκετή δυσκολία σηκώθηκε πιάνοντας τη μέση του. Ένα δυνατό κλακ ακούστηκε μέσα από το κορμί του και πλησίασε αργά και ύποπτα τον Άλμπερτ.
-«Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις γιατί;» τον ρώτησε, αφού τον πλησίασε, με περίσσια σοβαρότητα. Ο Άλμπερτ για μία στιγμή κόλλησε. Δεν περίμενε την αντίδρασή του. «Θα σου πω λοιπόν το γιατί…» συνέχισε να λέει και του έπιασε ελαφρά τον ώμο. «Αυτό δεν είναι ένα μαγαζί που πουλάει αντίκες, ένα παλαιοπωλείο όπως νομίζεις. Όλα αυτά που βλέπεις εδώ μέσα δεν είναι σκουπίδια έτοιμα για πέταμα. Ό,τι βρίσκεται μέσα σε αυτό το βρώμικο μέρος είναι καταραμένο σαν κι εμένα που είμαι καταδικασμένος να τα φυλάω. Τίποτα δεν μπορεί να δοθεί έναντι κάποιου αντικρίσματος. Εκτός κι αν θελήσω εγώ να χαρίσω κάτι· και πίστεψέ με… θα έπρεπε να με ευχαριστείς που δεν το κάνω...» Ο Άλμπερτ τον κοίταζε με απορία. Νόμιζε πως ο γέρος έλεγε ασυναρτησίες για να τον διώξει, μα είχε σοβαρό ύφος.
-«Τα πάντα πουλιούνται και τα πάντα αγοράζονται.» είπε με τόνο.
-«Όχι αυτά…»
-«Και γιατί, παρακαλώ…;»
-«Γιατί αυτά τα αντικείμενα δεν επιστρέφονται…»
-«Τι εννοείς δεν επιστρέφονται;»
-«Ακόμη κι αν το ήθελες, δεν θα μπορούσες να τα φέρεις πίσω γιατί δεν το επιτρέπουν τα ίδια τα αντικείμενα να επιστραφούν.»
-«Χμ… έτσι κι αλλιώς σαβούρες είναι όλα. Ακόμη κι αν είχα χρήματα πάνω μου δεν θα αγόραζα κάτι από εσένα γέρο…» ο Άλμπερτ ήταν πλέον σίγουρος πως ο γέρος ήταν σαλεμένος από την πολλή κλεισούρα και μοναξιά.
-«Χαίρομαι για αυτό… μικρέ. Χαίρομαι πραγματικά…» η φωνή του ηλικιωμένου ήταν σπαστή και για κάποιο λόγο τρόμαζε τον Άλμπερτ που ήθελε να φανεί δυνατός. Ο γέρος έστριψε το κεφάλι του κοιτώντας το ντουλάπι που ήταν χωμένος πριν. «Μέχρι να γυρίσω σε παρακαλώ, να έχεις φύγει…» είπε στο τέλος και κατέβηκε τα σκαλιά για να συνεχίσει τη δουλειά του. Ο Άλμπερτ έκανε γκριμάτσες όσην ώρα του μιλούσε ο άγνωστος γέρος επαναλαμβάνοντας τα λόγια του. Μόλις ο ηλικιωμένος χώθηκε ξανά στο ντουλάπι, ο Άλμπερτ περπάτησε γύρω από την κεντρική βιβλιοθήκη χαζεύοντας τα βιβλία που είχε δει πριν λίγα λεπτά. Όλα ήταν σκονισμένα και παλιά. Τα εξώφυλλα ξεθωριασμένα και οι περισσότερες γωνίες τους σκισμένες. Μέσα σε όλη αυτή την οριζόντια στοίβα ένα βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο ήταν τραβηγμένο λίγο πιο έξω από τα υπόλοιπα. Του τράβηξε την προσοχή. Ένιωσε πως αυτό το βιβλίο ήταν ο λόγος για τον οποίο βρισκόταν εκεί αυτό το βράδυ. Του έμοιαζε τόσο διαφορετικό που άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει. Για μία στιγμή κοκάλωσε καθώς άκουσε τον γέροντα να σαλεύει. Δεν έδωσε όμως περαιτέρω σημασία και έπιασε το σκληρό σώμα. Ήταν και αυτό πολύ σκονισμένο και πάνω του έμειναν τα σημάδια από τα δάκτυλά του. Το στερέωσε πάνω στην αριστερή του παλάμη και με το δεξί του χέρι έτριψε, σα να ήταν κάποιο μαγικό λυχνάρι, την πυκνή σκόνη που είχε κάτσει πάνω στο εξώφυλλο φυσώντας παράλληλα με το στόμα. Τότε μία λέξη εμφανίστηκε πάνω στο δερματόδετο βιβλίο λες και χαραζόταν εκείνη τη στιγμή με φωτιά· έντρομος ο Άλμπερτ θα ορκιζόταν πως το βιβλίο εισέπνευσε τον αέρα που του φύσηξε, κάνοντας το εσωτερικό του βιβλίου να συστέλλεται και να διαστέλλεται όπως ακριβώς οι πνεύμονες.
Το βιβλίο τον θάμπωσε κάνοντάς τον να νιώθει πως έπρεπε να γίνει δικό του. Τα φώτα της πιτσαρίας από το απέναντι πεζοδρόμιο φώτισαν το υγρό σοκάκι θυμίζοντάς του το σκοπό της βόλτας του, φαγητό και δώρο για τον Τόνι.
Κοίταξε το ρολόι και είχαν περάσει ήδη δύο ώρες χωρίς να καταλάβει τίποτα. Ίσως λοιπόν θα μπορούσε να αποκτήσει και τα δύο στην τιμή του ενός. Δεν ήταν ανάγκη όμως να το μάθει κανείς. Έτσι θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Άλλωστε ο φωνακλάς γέρος ήταν πολύ απασχολημένος για να το αντιληφθεί. Ήταν ώρα για δράση λοιπόν. Κοίταξε επιφυλακτικά τριγύρω και αφού βεβαιώθηκε πως ο γέρος ήταν ακόμη σκυμμένος άνοιξε το μπουφάν του χώνοντας το βιβλίο μέσα. Το έσφιξε με τον αγκώνα, για να μην πέσει κάτω, και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Εκεί σταμάτησε για μία στιγμή και κοίταξε τον μαγαζάτορα. Δεν είχε συνηθίσει να κλέβει και τα λόγια του γέροντα τον αποθάρρυναν ακόμη πιο πολύ, μα μία ανεξήγητη δύναμη τον ωθούσε να το κάνει.
Κοίταξε το ρολόι και είχαν περάσει ήδη δύο ώρες χωρίς να καταλάβει τίποτα. Ίσως λοιπόν θα μπορούσε να αποκτήσει και τα δύο στην τιμή του ενός. Δεν ήταν ανάγκη όμως να το μάθει κανείς. Έτσι θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Άλλωστε ο φωνακλάς γέρος ήταν πολύ απασχολημένος για να το αντιληφθεί. Ήταν ώρα για δράση λοιπόν. Κοίταξε επιφυλακτικά τριγύρω και αφού βεβαιώθηκε πως ο γέρος ήταν ακόμη σκυμμένος άνοιξε το μπουφάν του χώνοντας το βιβλίο μέσα. Το έσφιξε με τον αγκώνα, για να μην πέσει κάτω, και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Εκεί σταμάτησε για μία στιγμή και κοίταξε τον μαγαζάτορα. Δεν είχε συνηθίσει να κλέβει και τα λόγια του γέροντα τον αποθάρρυναν ακόμη πιο πολύ, μα μία ανεξήγητη δύναμη τον ωθούσε να το κάνει.
-«Μην ξανάρθεις σε παρακαλώ…» άκουσε τον γέροντα να του λέει.
-«Δεν πρόκειται…» ψιθύρισε και γύρισε την πλάτη του για να βγει από το παλαιοπωλείο.
-«Το εύχομαι καλέ μου φίλε, το εύχομαι…» ψιθύρισε ο ηλικιωμένος όταν έμεινε μονάχος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Λίγη ώρα αργότερα και ενώ είχε νυχτώσει έφτασε στο σπίτι κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο κουτί πίτσας. Μέσα περίμεναν δώδεκα ολόκληρα ζεστά κομμάτια έτοιμα να φαγωθούν και να προσφέρουν γαστριμαργική ηδονή στον ουρανίσκο τους. Η μυρωδιά, του είχε σπάσει τη μύτη κάνοντάς τον να φαντάζεται το λαχταριστό τυρί να τρέχει λιωμένο από τις άκρες των κομματιών. Τέρμα με τις φαντασιώσεις όμως. Μόλις στάθηκε μπροστά από την πόρτα έβαλε το χέρι του στην τσέπη για να πιάσει το κλειδί. «Ώχ…» αναφώνησε. Το κλειδί έκαιγε λες και κάποιος το είχε αφήσει πάνω στον φούρνο. Μα δεν ήταν το μόνο περίεργο. Ένα έντονο μούδιασμα ξεκινούσε από τον αριστερό του αγκώνα που κατέληγε μέσα στην καρδιά. Το άγχος… σκέφτηκε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπαίνοντας μέσα αντίκρισε τον Τόνι να κοιμάται πάνω στον καναπέ. Ήταν κουρνιασμένος σε εμβρυική στάση κρατώντας την κοιλιά του· λογικά από την πείνα, υπέθεσε. Ξεφύσησε. Τον είχε απογοητεύσει για μία ακόμη φορά. Ποτέ του δεν είχε όμως τέτοιο σκοπό. Άραγε τι πρότυπο θα γινόταν για τον μικρό του γιο; Είχε έναν αποτυχημένο γάμο, ήταν χωρίς δουλειά και πλέον χωρίς καθόλου λεφτά. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, τον είχε αφήσει και νηστικό. Όλα αυτά τριγυρνούσαν μέσα στο κεφάλι του φτάνοντάς τον, αρκετές φορές, κοντά στην τρέλα. Πήγε δίπλα του και έκατσε στο προσκεφάλι του. Τον χάιδεψε στα μαλλιά και του έδωσε ένα φιλί. Ο μικρός Τόνι δεν μίλησε. Έσκυψε και τον πήρε αγκαλιά όσο πιο απαλά μπορούσε και τον κουβάλησε μέχρι το κρεβάτι του, όπου τον σκέπασε. Πατώντας στις μύτες των ποδιών βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε σιγά-σιγά την πόρτα. Αμέσως κατευθύνθηκε στο ψυγείο για να πάρει να πιει μία μπύρα. Το άδειο ψυγείο είχε μόνο μία μέσα. Την έβγαλε και ακουμπώντας τη στον πάγκο της κουζίνας πίεσε το πώμα με το χέρι και το καπάκι ξεκόλλησε. «Για να δούμε…» μονολόγησε κοιτώντας το βιβλίο. Η καρδιά του πετάρισε από αγωνία. Είχε ένα προαίσθημα πως αυτό το βιβλίο θα ήταν λογοτεχνικός σταθμός στη ζωή του. Το έπιασε στα χέρια του και έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ. Ήπιε μία γουλιά αλκοόλ από το μπουκάλι και το ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα του. Έβαλε το βιβλίο ανάμεσα στα πόδια του και άνοιξε το δερμάτινο εξώφυλλο. Τα φύλλα είχαν κιτρινίσει. Οι πρώτες σειρές ξεκινούσαν όπως κάθε παραμύθι…
«Μία φορά και έναν καιρό…»
Μόλις ξεστόμισε τις πρώτες λέξεις μία δόνηση που ολοένα και δυνάμωνε ταρακούνησε το δωμάτιο. Το φωτιστικό άρχισε να ταλαντεύεται άτσαλα και το φως να τρεμοπαίζει. «Θεέ μου… σεισμός…» φώναξε αυθόρμητα κι εκείνη τη στιγμή το τράνταγμα σταμάτησε όσο ξαφνικά ήρθε. Αμέσως σηκώθηκε πετώντας το βιβλίο στην άκρη και έτρεξε προς το δωμάτιο του γιου του. Μόλις όμως μπήκε στον διάδρομο πάγωσε. Τα υπόλοιπα φωτιστικά που κρέμονταν από την οροφή στέκονταν ακίνητα χωρίς να πηγαινοέρχονται όπως αυτό της κουζίνας. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε απορημένος. Είχε αρχίσει να μπερδεύεται. Άναψε το φως του διαδρόμου για να βεβαιωθεί πως βλέπει καλά. Τα φωτιστικά κρέμονταν ακίνητα σε αντίθεση με αυτό της κουζίνας που κουνιόταν στο ταβάνι σαν εκκρεμές.
Ξαφνικά το ίδιο μούδιασμα που ένιωσε λίγη ώρα πριν, κατέληξε σε έντονο κάψιμο στην καρδιά. Αυτή τη φορά ήταν πολύ δυνατό. Σκέφτηκε να πάει σε κάποιον γιατρό, μα δεν είχε ούτε λεφτά, ούτε ασφάλεια πια. Έτσι τον υπέμεινε για τα υπόλοιπα δέκα με δεκαπέντε λεπτά μέχρι να τον αφήσει πάλι στην ησυχία του. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τον Τονι, δεν ήθελε να τον ανησυχήσει χωρίς λόγο. Άλλωστε αν του έλεγε πως έκανε σεισμό μόνο σε ένα δωμάτιο, ο Τόνι, μάλλον, θα τον περνούσε για τρελό.
Αμέσως, πήγε στην κουζίνα και έκατσε στον καναπέ. Έπιασε το τηλεχειριστήριο στα χέρια του και άναψε την τηλεόραση μήπως και κάποιο κανάλι έλεγε τίποτα για αυτό που μόλις βίωσε. Το ζάπινγκ δεν τον βοήθησε πουθενά. Έτσι έκλεισε την τηλεόραση και άφησε το κοντρόλ στην άκρη. Μετά σκέφτηκε μήπως ήταν τίποτα χαλασμένα υδραυλικά αυτά που προκάλεσαν την αναστάτωση. Σηκώθηκε ξανά και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Άνοιξε το φως και είδε πως οι βρύσες ήταν ανοιχτές και έσταζαν. Κι όμως… θυμόταν πολύ καλά πως τις είχε κλείσει. Αμέσως τις έκλεισε και κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Ήταν πιο σκοτεινό. Μία μουντάδα κάλυπτε το πρόσωπό του. Ίσως να φταίει η λάμπα… σκέφτηκε και έστριψε για να βγει έξω. «Τίποτα κι εδώ…» ψιθύρισε και πήγε στο παράθυρο του σαλονιού. Το άνοιξε και κοίταξε τριγύρω. Καμία αναστάτωση από κανέναν. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον καλύτερό του φίλο, τον Τζακ. Και φυσικά όπως το περίμενε, τον πέρασε για τρελό. «Σεισμός στο σπίτι σου…;» τον ρώτησε με έκπληξη. «Λυπάμαι… δεν ένιωσα κάτι…» η κουβέντα έληξε εκεί. Ο Άλμπερτ στάθηκε όρθιος μερικά λεπτά προσπαθώντας να συλλογιστεί αυτό που του συνέβη. Προτίμησε να πάψει να το σκέφτεται και έκατσε στον καναπέ. Η ματιά του έπεσε πάνω στο πεταμένο βιβλίο, «Χμ… εδώ είσαι εσύ…» είπε και έσκυψε να το πιάσει. Αμέσως το έβαλε ξανά πάνω στα πόδια του και άνοιξε το εξώφυλλο. Χωρίς συνέπειες αυτή τη φορά. «Για να δούμε λοιπόν… μία φορά και έναν καιρό…» άρχισε να διαβάζει το βιβλίο αργά δημιουργώντας εικόνες στο μυαλό του με κάθε λέξη. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως το βιβλίο μιλούσε για έναν πατέρα σαράντα ετών χωρισμένο, που είχε μείνει λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, χωρίς δουλειά. Οι ομοιότητες ήταν τόσο πολλές που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Ακόμη κι ο γιος του ήρωα ήταν εφτά χρονών. «Δεν το πιστεύω. Είναι λες κι αυτό το βιβλίο περιγράφει τη ζωή μου…» ο Άλμπερτ είχε συγκλονιστεί, μα οι τρίχες του τινάχτηκαν, λίγο αργότερα, όταν ο ήρωας του βιβλίου καθόταν στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού του διαβάζοντας ένα βιβλίο και η ηρεμία του χάλασε από έντονη μουσική που ακούστηκε να έρχεται από τον δρόμο. “Highway to hell…” ήταν η μελωδία που αναστάτωσε τον πρωταγωνιστή. «Αυτό δεν το πέτυχε…» είπε αυθόρμητα ο Άλμπερτ. Το παράθυρο όμως ήταν ακόμη ανοικτό και ένα ψυχρό ρεύμα τον έκανε να ριγήσει. Αμέσως άφησε το βιβλίο κάτω και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε αδιάφορα άλλη μία φορά κάτω χωρίς να περιμένει να δει κάτι συγκεκριμένο. Έκπληκτος αντίκρισε ένα αυτοκίνητο να διασχίζει τη λεωφόρο έχοντας στη διαπασών το ηχοσύστημα. “Highway to hell…” έπαιζε ασταμάτητα και τραγουδούσε εκστασιασμένος ο νεαρός οδηγός κάνοντας τους περαστικούς να τον βλαστημούν. Έμεινε άφωνος. Τραβήχτηκε λίγο πιο μέσα, κρατώντας με τα χέρια το παράθυρο που ετοιμαζόταν να κλείσει, γεμάτος σκέψεις.
Η ματιά του έπεσε πάνω στο τζάμι. Ένα είδωλο στεκόταν ακριβώς πίσω του. Μία λευκοφορεμένη φιγούρα σε μέγεθος μικρού κοριτσιού με κατάμαυρα μαλλιά ριγμένα μπροστά από το πρόσωπό της. Τρόμαξε, το αίμα του πάγωσε στις φλέβες και ένιωσε το κεφάλι του να μουδιάζει. Γύρισε απότομα μα δεν ήταν κανείς. Ο ήχος του κουρδιστού ρολογιού τράβηξε την προσοχή του, χτυπώντας ακριβώς στις δώδεκα. «Αποκλείεται… πώς πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα…;» ήταν πολύ αναστατωμένος από αυτό που νόμιζε πως μόλις είχε δει. «Αρκετά για σήμερα…» είπε για να το ακούσει ο ίδιος και πήγε στον καναπέ. Έκλεισε το βιβλίο και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρά του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η επόμενη μέρα ανέτειλε. Δεν είχε κοιμηθεί καλά και είχε έναν έντονο πονοκέφαλο. Όλο το βράδυ σκεφτόταν το βιβλίο. Είχε αρχίσει να το φοβάται, σκεφτόμενος τα λόγια του γέροντα που του απαγόρευσε να πάρει οτιδήποτε από εκεί μέσα. Ο Τόνι είχε ήδη σηκωθεί και είχε ανοίξει την τηλεόραση βλέποντας παιδικά. Λίγα λεπτά αργότερα ακολούθησε και ο Άλμπερτ. Η πίτσα περίμενε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, παγωμένη πλέον. Και οι δύο έπεσαν με τα μούτρα, μέχρι να φτάσει η ώρα που ο Τόνι θα πήγαινε στο σχολείο.
Ο Άλμπερτ τον πήγε με το αυτοκίνητό του όπως κάθε πρωί. Καθ’ όλη την διαδρομή σκεφτόταν το βιβλίο, καταναλώνοντας πολύτιμη φαιά ουσία. Ο μικρός Τόνι προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα μα ο Άλμπερτ απαντούσε με ένα τυπικό «ναι» ή «όχι». Αφού άφησε τον γιο του στο σχολείο, επέστρεψε στο σπίτι. Τη σημερινή μέρα δεν είχε όρεξη να βγει να ψάξει για δουλειά, παρόλο που πλησίαζε η ημερομηνία που θα έπρεπε να καταβάλλει στον ιδιοκτήτη το ενοίκιο του μήνα. Αντιθέτως έκατσε στον καναπέ και έπιασε το βιβλίο πάνω από τα μαξιλάρια που τον καλούσε με έναν ανεξήγητο τρόπο. Στην αρχή το ξεφύλλισε κοιτάζοντας τις εικόνες. Ήταν θολές και δεν έβγαζαν νόημα, όπως και τα γράμματα. Έτσι γύρισε στο σημείο από το οποίο το είχε αφήσει. Η γραφή και τα γεγονότα ήταν καθηλωτικά, ίσως γιατί ο ήρωας του βιβλίου έμοιαζε τόσο πολύ με αυτόν. Οι ώρες περνούσαν και ο Άλμπερτ είχε απορροφηθεί σε σημείο που δεν άκουσε ούτε το κουδούνι, αλλά ούτε το χτύπημα στην εξώπορτα· ήταν, μάλλον, ο ιδιοκτήτης που ήθελε να του θυμίσει πως σε λίγες μέρες έπρεπε να καταβάλει το νοίκι, μιας και ο Άλμπερτ είχε πολλή αδύναμη μνήμη όπως είχε αποδειχτεί. Το χειλάκι του χαμογέλασε λίγο όταν ο ήρωας του βιβλίου από την μιζέρια που ήταν βουτηγμένος, άλλαξε άρδην, όταν άρχισαν να του συμβαίνουν καλά πράγματα αρχής γενομένης από ένα τυχαίο τηλεφώνημα που έδωσε το έναυσμα για μία καλύτερη ζωή…
Ντρρριιιννν… άρχισε να κουδουνίζει το σταθερό τηλέφωνο που βρισκόταν στο τραπεζάκι ακριβώς δίπλα του.
Ντρρριιιννν… συνέχισε κάνοντας το κεφάλι του να γυρίσει προς τα εκεί. Είχε αρχίσει πλέον να πιστεύει πως κάποιος του έκανε πλάκα. Πώς θα μπορούσε ό,τι διάβαζε μέσα σε αυτό το βιβλίο να του συμβαίνει στην πραγματικότητα; Είχε αρχίσει να γίνεται πρωταγωνιστής σε ένα ωραίο παραμύθι και ήθελε να δει πώς θα εξελιχτεί. Έτσι πήρε μία βαθιά ανάσα και σήκωσε το ακουστικό.
-«Παρακαλώ!» απάντησε ελπίζοντας πως το βιβλίο, εκτός από όλα τα υπόλοιπα, είχε προβλέψει και την επαγγελματική πρόταση.
-«Παρακαλώ…» ακούστηκε μία χοντρή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κύριο Άλμπερτ Ρος;»
-«Ναι… βεβαίως…!» είπε με ενθουσιασμό. «Εγώ είμαι. Εσείς ποιος είστε;»
-«Γεια σας κύριε Ρος! Ονομάζομαι Φιλ Κόλλινς. Σας τηλεφωνώ για να σας ενημερώσω πως η θέση για την οποία στείλατε το βιογραφικό σας είναι πλέον διαθέσιμη.»
-«Ορίστε…;!» ρώτησε αυθόρμητα.
-«Η θέση του προϊσταμένου τμήματος είναι πλέον διαθέσιμη και έχετε επιλεγεί ανάμεσα σε ογδόντα άτομα καθώς πληρείτε όλες τις προϋποθέσεις που ζητούσαμε.»
-«Μάλιστα…» είπε σχεδόν άφωνος.
-«Πιστεύω να ενδιαφέρεστε ακόμη για την θέση κύριε Άλμπερτ…»
-«ΝΑΙ!!!» φώναξε μα συνέχισε σε χαμηλότερους τόνους ώστε να μην δείξει απεγνωσμένος. «Μα ναι… βεβαίως και ενδιαφέρομαι ακόμη…»
-«Πολύ καλά λοιπόν… σας περιμένουμε αύριο στις πέντε στα γραφεία μας για να μιλήσουμε από κοντά για τις λεπτομέρειες των καθηκόντων σας.»
-«Αύριο, λοιπόν, θα είμαι εκεί στις πέντε ακριβώς!!!»
Το τηλέφωνο έκλεισε και αυτός αισθάνθηκε την ψυχή του να βράζει από ευχαρίστηση. Δεν ήξερε πού να το αποδώσει, στον Θεό; Στην τύχη; Όχι. Ήξερε πού… το κρατούσε στα χέρια του. Όλα οφείλονταν σε αυτό το μαγικό βιβλίο που εκείνος ο τρελόγερος δεν ήθελε να του δώσει. «Το ήθελες για τον εαυτό σου και μόνο, ε…;» είπε γελώντας και έκλεισε το βιβλίο, δίνοντας ένα φιλί στο εξώφυλλο, για να πάει να πάρει τον Τόνι από το σχολείο.
Την επόμενη μέρα ο Άλμπερτ γύρισε από την συνέντευξη όπου του ανακοινώθηκε πως ξεκινούσε άμεσα, καθώς η εταιρεία χρειαζόταν κάποιον με τα προσόντα του. Το φοβερό της υπόθεσης ήταν πως ο Άλμπερτ ουδέποτε είχε στείλει βιογραφικό σε αυτή την εταιρεία, αν και είχε δει την αγγελία της. Ήταν τόσα πολλά αυτά που ζητούσαν να έχει ο υποψήφιος, που κάθε φορά την προσπέρναγε. Κι όμως… το βιβλίο του έδωσε την ευκαιρία. Και αυτή η ευκαιρία περιλάμβανε εταιρικό αυτοκίνητο, κινητό και πάνω απ’ όλα υψηλό μισθό. Γυρνώντας από τη συνάντηση πέρασε ποδαράτα έξω από το σοκάκι που είχε πάει πριν δύο μέρες για να ρίξει μία ματιά στο παλαιοπωλείο. Έξω από την πόρτα κρεμόταν μία ταμπέλα που έγραφε «Κλειστό». Ο Άλμπερτ όμως την αγνόησε και έσπρωξε την πόρτα για να μπει. Οι καμπανούλες στην πόρτα ήχησαν μελωδικά. Ο γέρος βρισκόταν στη βιβλιοθήκη και ενώ άκουσε τον θόρυβο δεν γύρισε.
-«Είμαστε κλειστά…» φώναξε και συνέχισε τη δουλειά του. Ο Άλμπερτ δεν μίλησε και συνέχισε να περπατάει προς το μέρος του. «Δεν με άκουσες;» είπε με δυνατότερη φωνή ο γέρος. Ο Άλμπερτ ήθελε να μάθει ό,τι μπορούσε για αυτό το βιβλίο. Από πού ερχόταν, ποιος το έγραψε και το κυριότερο, πώς ήταν δυνατόν να ελέγχει τη ζωή του; Έπρεπε όμως να το κάνει διακριτικά έως αδιάφορα ώστε να μην φανεί πως το έχει αυτός. Έτσι δεν δείλιασε, από την βροντερή του φωνή και συνέχισε. Τον πλησίασε και στάθηκε πίσω από την πλάτη του. Ο γέρος γύρισε και τον κοίταξε. Αμέσως τον θυμήθηκε. «Εσύ; Πάλι εσύ…»
-«Ναι… είπα να περάσω μήπως και σταθώ πιο τυχερός αυτή τη φορά και μου πουλήσεις ένα βιβλίο που είδα προχτές.»
-«Σου είπα πως τίποτα από εδώ μέσα δεν είναι προς πώληση.»
Ο Άλμπερτ έσκυψε το κεφάλι και έτριψε το πηγούνι του. Δεν ήξερε πώς να αρχίσει την κουβέντα. Τα μάτια του μαρτυρούσαν την αλήθεια. Ο γέρος είδε στη γλώσσα του σώματός του αυτό που φοβόταν περισσότερο. Άπλωσε το δεξί του χέρι πάνω στον ώμο του Άλμπερτ και του είπε σα να τον παρακαλούσε.
-«Από προχτές που έφυγες ψάχνω ένα βιβλίο… σε παρακαλώ… αν το έχεις εσύ, μην το διαβάσεις. Μην το ανοίξεις καν. Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία να το φέρεις πίσω. Σε εκλιπαρώ.»
-«Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ…;»
-«Αν ήξερες, το ίδιο θα έκανες κι εσύ.»
-«Δεν σε καταλαβαίνω…»
-«Έχεις ακούσει που λένε πως μετά τη βροχή βγαίνει το ουράνιο τόξο;»
-«Ναι… μα πού το πας…;»
-«Σε αυτή την περίπτωση ισχύει το αντίθετο. Η βροχή θα βγει μετά το ουράνιο τόξο και δεν θα σταματήσει μέχρι να σε πνίξει.»
-«Μην προσπαθείς να με τρομάξεις, γέρο… όπως και να’ χει όμως… συνέχισε το ψάξιμο γιατί δεν το έχω εγώ το κωλοβιβλίο σου.» είπε μες τα νεύρα και βγήκε από το παλαιοπωλείο. Ένας δυνατός κεραυνός έσκισε τον ουρανό στα δύο φωτίζοντας μέχρι τον ορίζοντα τα θαυμαστά έργα του Κυρίου. Κι όμως μέχρι πριν λίγα λεπτά δεν είχε φανεί το παραμικρό δείγμα κακοκαιρίας.
Ο Άλμπερτ γύρισε στο σπίτι γεμάτος νεύρα. Εκεί τον περίμενε ο Τόνι διαβάζοντας τα μαθήματά του. Κάποιες ζωγραφιές δηλαδή και μερικές λέξεις ορθογραφία. Μόλις μπήκε ο Τόνι έτρεξε στην αγκαλιά του. «Μη φοβάσαι αντράκλα μου…» τον σήκωσε στα χέρια του. «Ένας κεραυνός ήταν μόνο. Ευτυχώς που δεν ξεκίνησε μπόρα…»
-«Ποια μπόρα, μπαμπά; Ποιος κεραυνός;» ρώτησε ο μικρός που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει. Ο Άλμπερτ μπερδεύτηκε. Τον άφησε κάτω και κάλεσε τον Τζακ στο κινητό.
-«Ρε φίλε… είσαι καλά;» ρώτησε τον Άλμπερτ με φανερή ανησυχία. «Τους τελευταίους δύο μήνες, ούτε κεραυνός, ούτε κάποιος σεισμός έχει γίνει. Μήπως θέλεις να περάσω να τα πούμε από κοντά;»
-«Όχι… σε ευχαριστώ πάντως. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή…»
-«Όπως νομ…» δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Τζακ και ο Άλμπερτ του έκλεισε το τηλέφωνο.
Το βράδυ έφτασε και ο Τόνι βρισκόταν ξανά στο κρεβάτι του. Ο Άλμπερτ καθόταν στον καναπέ κοιτάζοντας το βιβλίο που περίμενε πάνω στο τραπέζι. Προσπαθούσε να μην το πιάσει στα χέρια του, αλλά αυτό, σαν ακατάπαυστη εξάρτηση, τον καλούσε να κυλήσει στα ίδια μονοπάτια. Ήταν πολύ δύσκολο να δεχτεί πως κάποιος άλλος, ή μάλλον… κάτι άλλο θα μπορούσε να ελέγχει την ζωή του από εδώ και στο εξής. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και η περιέργεια όλο μεγάλωνε, ξεχειλίζοντας από μέσα του σαν χείμαρρος, καθώς διψούσε να μάθει τι επιφύλασσαν οι επόμενες σελίδες της ζωής του. Έτσι ορμώντας κυριολεκτικά πάνω στο άψυχο βιβλίο, το έπιασε, το έβαλε πάνω στα πόδια του κι άρχισε να το διαβάζει από το σημείο που το είχε αφήσει. Ξεκίνησε την ανάγνωση κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, κάνοντάς τον να λάμπει ολόκληρος…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τ ο επόμενο πρωινό ξύπνησε κι ενώ ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα αυτός ένιωθε τις ακτίνες να του διαπερνούν το κορμί και να φτάνουν μέσα στην καρδιά του. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα μαρτυρώντας αυτά που έμελλε να έρθουν. Πλέον ένιωθε πως η ζωή του είχε αποκτήσει νόημα. Είχε μία δουλειά με υψηλό μισθό και ένα λαμπρό μέλλον.
Η επιτυχία, όπως φάνηκε, δεν άργησε να έρθει και κάθε φορά που περνούσε έξω από το παλαιοπωλείο κοιτούσε με αλαζονεία τον γέροντα που είχε ανακατώσει όλο το μαγαζί ψάχνοντας ακόμη το βιβλίο που ο Άλμπερτ είχε κλέψει.
-«Αν ήταν τόσο σημαντικό, καλύτερα να μην άνοιγες ποτέ αυτή την τρύπα που αποκαλείς μαγαζί…» έλεγε κάθε φορά για να πνίξει εκείνη τη μικρή φωνή μέσα του, που του έλεγε πως αυτό που είχε κάνει ήταν κλοπή. «Πήγαινες γυρεύοντας. Εσύ φταις…» και συνέχιζε να περπατάει βγαίνοντας τελείως έξω από το σοκάκι. Εκείνη τη μέρα όμως έπεσε πάνω σε μία γυναίκα αφού χτύπησαν οι ώμοι τους κατά λάθος. Φάνηκαν και οι δύο απρόσεκτοι. Αυτό όμως δεν οδήγησε σε μία παρεξήγηση ή σε ένα τυπικό «συγγνώμη» όπως γίνεται συνήθως. Αυτό οδήγησε σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα, σε μία σχέση γεμάτη πάθος, βυθίζοντας τον Άλμπερτ ακόμη πιο βαθιά στον λαμπερό κόσμο του βιβλίου που έγραφε «Ρουζάλκα» στο εξώφυλλο.
Ο Άλμπερτ μέρα με τη μέρα τυφλωνόταν από τον θησαυρό που είχε την τύχη να πέσει στα χέρια του. Κάθε κεφάλαιο που διάβαζε, έκρυβε και μία έκπληξη για εκείνον. Λεφτά, γυναίκες, κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση, ταξίδια… και όλα αυτά δίχως κανένα αντάλλαγμα. Η «Ρουζάλκα» τα έδινε όλα ανιδιοτελώς. Κάθε γραμμή που διάβαζε ρύθμιζε το αύριο και το όνειρό του δεν έδειχνε να έχει τελειωμό. Ο μεγαλύτερος καημός του όμως ήταν η εγκατάλειψη που είχε βιώσει από την Κάρολ. Ο εγωισμός του είχε πληγεί ανεπανόρθωτα και μόνο η επιστροφή της θα μπορούσε να γεμίσει το κενό που ένιωθε μέσα του. Ο βαθύτερός του πόθος, κάθε φορά που γύρναγε τις σελίδες του βιβλίου, ήταν να διαβάσει αυτό που ζητούσε περισσότερο από όλα. Και το βιβλίο δεν τον άφησε έτσι…
Ένα πρωινό, κι ενώ ο Τόνι βρισκόταν στο σχολείο, χτύπησε το κουδούνι. Αυτή ήταν μία έκπληξη για εκείνον καθώς η «Ρουζάλκα» δεν τον είχε προετοιμάσει. Απόρησε πώς το βιβλίο δεν έγραφε τίποτα για το χτύπο στην πόρτα του. Έτσι με αργά βήματα στάθηκε πίσω από το ματάκι και κοίταξε. Η ανάσα του έγινε κοφτή και οι παλμοί της καρδιά του αυξήθηκαν. Ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι· πεταλούδες όπως την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε. Η Κάρολ περίμενε έξω από την πόρτα με μία βαλίτσα σε κάθε χέρι. Ο Άλμπερτ έμεινε άφωνος και άνοιξε την πόρτα με δύναμη. Η γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά του λέγοντας πως λυπόταν για ό,τι έγινε και πως έχει μετανιώσει. Ο Άλμπερτ την κράτησε σφικτά, φιλώντας τη συνεχώς και ασταμάτητα παντού στο πρόσωπο. Ο Τόνι τρελάθηκε κι αυτός από την χαρά του, όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, και για πρώτη φορά, η μητέρα του τον περίμενε έξω από την πόρτα του σχολείου. Εκείνο το βράδυ το γιόρτασαν βγαίνοντας έξω και κλείνοντας τραπέζι στο ακριβότερο εστιατόριο. Όταν επέστρεψαν, αφού κοίμισαν τον μικρό τους γιο, συνέχισαν να απολαμβάνουν την ηδονή που τόσο στερήθηκαν μεταξύ τους. Τώρα η ζωή του, είχε ολοκληρωθεί κι ο γέροντας του παλαιοπωλείου δεν υπήρχε ούτε στην πιο απομονωμένη και κρυφή του σκέψη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το επόμενο πρωί ο Άλμπερτ ξύπνησε νιώθοντας το κορμί του εξασθενισμένο από την ένταση της χτεσινής βραδιάς. Ουάου…! Τι νύχτα ήταν αυτή! σκέφτηκε γυρνώντας να κοιτάξει την Κάρολ που ακόμη χουζούρευε δίπλα του κάτω από τα σκεπάσματα. Με το χέρι του σήκωσε την πικεδένια κουβέρτα Με μία κλεφτή ματιά είδε τα γυμνά τους κορμιά να ακουμπούν μεταξύ τους. Μα είδε και κάτι άλλο που του τράβηξε την προσοχή. Ένα μελανό σημείο στο πλευρό του εκεί, που κάποιες μέρες, πριν είχε νιώσει το κάψιμο. Φαινόταν σα να είχε κάποιου είδους εσωτερική αιμορραγία χωρίς ωστόσο να αισθάνεται πόνο. Ίσως κάπου να το είχε χτυπήσει και να μην το θυμόταν. Η Κάρολ ξύπνησε δίνοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί στα χείλη. Ένας δεύτερος γύρος ήταν προ των πυλών. Λίγη ώρα αργότερα σηκώθηκαν κι οι δύο, κι αφού έκαναν ένα ντους, έφτιαξαν πρωινό και πήγαν τον Τόνι στο σχολείο. Όλες οι ώρες της ημέρας ήταν πια γεμάτες με στιγμές που πέρναγαν οι τρεις τους, παραμελώντας το βιβλίο που έμοιαζε πλέον ξεχασμένο στο ράφι της βιβλιοθήκης του. Κι έτσι ο καιρός κυλούσε, σβήνοντας την παρένθεση με όλα εκείνα τα άσχημα τα οποία συνέβησαν όσο καιρό ήταν χώρια. Η τάξη είχε πια αποκατασταθεί. Ο Τόνι γύρισε απ’ το σχολείο φέρνοντας μαζί του τα καλύτερα σχόλια από τους δασκάλους, η Κάρολ είχε βρει εργασία σε αυτό που είχε σπουδάσει και ο Άλμπερτ ανέβαινε όλο και πιο πολύ στην εκτίμηση των αφεντικών του με όλες τις ευχάριστες συνέπειες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν Παρασκευή, επιτέλους, και μία εξαντλητική εβδομάδα είχε φτάσει στο τέλος της. Η Κάρολ με τον Τόνι βρίσκονταν ήδη μέσα στο σπίτι όταν μερικά λεπτά αργότερα μπήκε και ο Άλμπερτ. Ακόμη, στα χέρια του, κρατούσε την ομπρέλα. Όλη την εβδομάδα δεν είχε σταματήσει να βρέχει.
-«Αγάπη μου… έφτασα…» φώναξε ο Άλμπερτ καθώς άφησε την ομπρέλα του δίπλα στον καλόγερο κρεμώντας επάνω του το παλτό του. Η Κάρολ ξεπρόβαλε κρατώντας ένα κουτί με πίτσα μέσα. Του χαμογέλασε και του έβαλε στο στόμα ένα κομμάτι. Ήταν θεσπέσιο, θυμίζοντάς του την τελευταία φορά που είχε αγοράσει πίτσα μόνος του. Ήταν από εκείνο το κατάστημα απέναντι από το παλαιοπωλείο. Αν και είχαν περάσει έξι μήνες περίπου, του ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του γέροντα, «Η βροχή θα βγει μετά το ουράνιο τόξο και δεν θα σταματήσει μέχρι να σε πνίξει…» και γύρισε να κοιτάξει τριγύρω, μήπως και θυμηθεί πού είχε αφήσει το βιβλίο τελευταία φορά. Ένα χαμόγελο αμηχανίας σχηματίστηκε στα χείλη του που ψιθύρισαν… «Δεισιδαιμονίες…» και έκατσε στο ανακαινισμένο του σαλόνι παρέα με την υπόλοιπη οικογένεια και τον φίλο του, τον Τζάκ, ο οποίος είχε πάει χωρίς να ειδοποιήσει. Η βραδιά πέρασε ευχάριστα, με αρκετό γέλιο καθώς ο μικρός Τόνι μπορούσε να κάτσει λίγο πιο αργά αφού την επόμενη μέρα δεν είχε σχολείο. Αφού έφαγαν και είπαν τα αστεία τους, ο Τζάκ καληνύχτισε αφήνοντάς τους μόνους. Ο Τόνι κοιμόταν ήδη στον καναπέ.
-«Αγάπη μου…» του ζήτησε η Κάρολ, «…μπορείς να τον πάρεις αγκαλιά και να τον πας στο κρεββάτι του;»
-«Ναι…» απάντησε συγκαταβατικά, ο Άλμπερτ, και έσκυψε να τον σηκώσει. Το ίδιο κάψιμο, όμως, επέστρεψε λίγο πιο έντονο αυτήν τη φορά. Εκεί σταμάτησε προσπαθώντας να δείξει όσο το δυνατόν πιο άνετος. «Ξέρεις μωρό μου… αισθάνομαι λίγο αδιάθετος σήμερα. Ήταν πολλή κουραστική ημέρα. Μήπως θα μπορούσες να τον πας εσύ;»
Η Κάρολ τον κοίταξε με απορία. «Πόσο κουραστική μπορεί να είναι η χρήση υπολογιστή…;» είπε με ύφος και έπιασε τον Τόνι για να τον πάει στο κρεββάτι του. Δεν του πολυάρεσε ο τόνος της. Του έμοιασε κάπως… ειρωνικός. Ίσως όμως να ήταν και η ιδέα του. Από την εξάντληση που ένιωθε ίσως ήταν πιο ευέξαπτος. Δεν έδωσε περαιτέρω σημασία και καληνύχτισε.
Τα όνειρά του δεν ήταν ήρεμα αυτό το βράδυ. Έβλεπε πως ήταν χαμένος σε έναν λαβύρινθο και όλο έπαιρνε τις λάθος στροφές απομακρύνοντάς τον όλο και πιο πολύ από την έξοδο. Στο τέλος των διαδρόμων κατέληξε σε ένα μικρό σοκάκι σαν και αυτό του παλαιοπωλείου όπου στο βάθος τον περίμενε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο με ασπρομπέζ φόρεμα και με πρόσωπο νεκρικά λευκό. Στεκόταν ακίνητο απέναντί του κοιτώντας τον με τα κατάλευκα μάτια της. Τα μαλλιά της ήταν κορακίσια μαύρα και της κάλυπταν όλο το κεφάλι αφήνοντας ένα σημείο όπου ξεχώριζαν οι φιγούρες των ματιών της. Τρομοκρατήθηκε τόσο που φώναξε στον ύπνο του. Αμέσως ξύπνησε κοιτώνας τριγύρω στο σκοτεινό δωμάτιο. Η Κάρολ δίπλα του κοιμόταν χωρίς να έχει αντιληφθεί τίποτα. Το κάψιμο στο πλευρό του είχε γίνει πια πολύ έντονο. Αχνό φως έμπαινε στο δωμάτιο από το παράθυρο του διαδρόμου. Τι παράξενη που είναι η νύκτα…; σκέφτηκε καθώς κοίταζε τα στοιβαγμένα ρούχα μέσα στο δωμάτιο που είχαν πάρει τη μορφή του εφιάλτη του. Μία μικρή λάμψη όμως του τράβηξε την προσοχή. Δεν θυμόταν τα ρούχα να είχαν κάποιο μεταλλικό κουμπί που να αντανακλά το λιγοστό φως στο σκοτάδι. Αμέσως σηκώθηκε για να το εντοπίσει. Έφτασε στην πηγή και άπλωσε το χέρι του να το πιάσει. Το άγγιξε και ένιωσε πως αυτό που φέγγιζε ήταν στερεωμένο πάνω σε κάτι στρογγυλό, μαλλιαρό στην κορυφή και όσο κατέβαζε το χέρι του μπορούσε να νιώσει χαρακτηριστικά, όπως μάτια, μύτη και… δόντια. Αμέσως τινάχτηκε πίσω δυνατά πέφτοντας στην πλάτη του. «Αυτό ήταν ένα πρόσωπο…» είπε δυνατά και άρχισε να βλαστημάει. Με το χέρι του ψαχούλεψε τον διακόπτη του φωτός για να τον πατήσει. Τι κι αν τον βρήκε όμως…; Το μόνο που έκανε ήταν το χαρακτηριστικό κλικ από το on-off. Η Κάρολ δίπλα του δεν έδειχνε να έχει ενοχληθεί αφού έμοιαζε να ευχαριστιέται το ταξίδι στο μονοπάτι των ονείρων. Μήπως ήταν ο Τόνι…; σκέφτηκε και μάζεψε το θάρρος του για να σηκωθεί να πάει μέσα. Σχεδόν τρέχοντας πήγε στο έπιπλο του διαδρόμου και το άνοιξε βγάζοντας τον φακό. Αυτός δούλευε σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ηλεκτρικά. Αμέσως προχώρησε στο δωμάτιο του γιου του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η κουβέρτα ανεβοκατέβαινε πάνω στο στήθος του ρυθμικά. Ανέπνεε απολαμβάνοντας την ηρεμία της βραδινής σιγής. «Τότε ποιος…;» αναρωτήθηκε και πήγε ξανά μέσα στο δωμάτιό του. Φώτισε στο κέντρο και τις τέσσερις γωνίες. Μία στοίβα ρούχα στεκόταν στη μέση. Την πλησίασε και την άγγιξε στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε αγγίξει πριν. Ρούχα. Απλά συνηθισμένα, ασιδέρωτα ρούχα. «Σκατά…» ψέλλισε ψιθυρίζοντας. Έτριψε το κούτελό του και κοίταξε το ρολόι στο αριστερό χέρι. Η ώρα ήταν 0300 τα ξημερώματα. «Μάλλον χρειάζομαι λίγη ξεκούραση…» είπε και βγήκε από το υπνοδωμάτιο για να πάει στην κουζίνα. Όλη αυτή η αγωνία του είχε ανοίξει την όρεξη. Πάντα έτσι έκανε. Όταν αγχωνόταν τον έπιανε λιγούρα. Μόλις βγήκε στο διάδρομο έκανε έναν τυπικό έλεγχο στο παράθυρο. Ήταν χαλαρό σα να το είχε μόλις ανοίξει κάποιος. Ήθελε να βάλει ένα σύρτη κάποια στιγμή μα όλο το αμελούσε. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία και έφτασε στην κουζίνα. Εκεί ο φακός άρχισε να τρεμοπαίζει μέχρι που έσβησε.
-«Ανάθεμά σε, διάολε…» είπε θυμωμένα και χτύπησε με το άλλο του χέρι τον φακό μπας και ανάψει ξανά. Μάταια. Τον παράτησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και είδε πως πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένα παραλληλόγραμμο κουτί, έτσι τουλάχιστον φαινόταν μέσα στη σκοτεινιά, σε μέγεθος βιβλίου. Το άγγιξε. Σαν τυφλός που ψηλαφίζει μπόρεσε να καταλάβει την φράση που ήταν πάνω χαραγμένη στην κορυφή του κουτιού. Ρου… ζά… λκα…
-«Μα πώς είναι δυνατόν; Δεν θυμάμαι να το έβγαλα από τη θέση του. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Τέλος πάντων…» το άφησε και έσκυψε να ανοίξει τα ντουλάπια. Δεν ήθελε πάλι γλυκό και έτσι έπιασε ένα βαζάκι που βρισκόταν πάνω στον πάγκο γεμισμένο με ξηρούς καρπούς. Ήταν γυάλινο και από μέσα έβλεπε, αν και στα σκοτεινά, πως ήταν μισοάδειο. Το σήκωσε και το κούνησε. Με το λιγοστό φως του φεγγαριού έβλεπε για να μην κουτουλήσει πουθενά ή κάνει καμιά ζημιά. Δοκίμασε να πατήσει το φως του διακόπτη που ήταν στον χώρο, μα ακόμη το ρεύμα δεν είχε έρθει. Έτσι άνοιξε το κούμπωμα και πλησίασε τη μύτη του στο στόμιο. Μπορούσε να μυρίσει τα καβουρδισμένα αμύγδαλα και τα αλατισμένα κασίους να ερεθίζουν τους γευστικούς του κάλυκες. Χωρίς άλλη καθυστέρηση πλάγιασε το διάφανο βαζάκι και άδειασε το περιεχόμενο πάνω στην αριστερή του παλάμη. Ένιωσε τους ξηρούς καρπούς να απλώνονται πάνω του και με μία κίνηση τους πέταξε μέσα στο ανοικτό του στόμα που τους μασούσε κάνοντας εκείνον τον κρατσανιστό ήχο προσφέροντάς του ευχαρίστηση. Το ίδιο έκανε ξανά και ξανά. Μα κάποιοι καρποί έμειναν κολλημένοι πάνω στην παλάμη του. Με τα δόντια του άρχισε να δαγκώνει έναν-έναν και να τους καταπίνει. Και συνέχισε να αδειάζει μικρές ποσότητες πάνω στο χέρι του για να απολαύσει τη βραδινή του επιδρομή. Μα αυτή τη φορά οι ξηροί καρποί όχι μόνο κόλλησαν, μα θα ορκιζόταν πως ένιωσε κάποιους να ξεγλιστρούν από τα δόντια του και να απλώνονται περπατώντας πάνω στον καρπό και στο πρόσωπό του. Ξαφνιάστηκε και τίναξε δυνατά το χέρι του ενώ με το άλλο έτριψε το κεφάλι του. Ένα έντονο γαργαλητό τώρα ερχόταν μέσα από την φανέλα του που τον έκανε να ουρλιάξει πέφτοντας πάνω στα μεταλλικά σκεύη κάνοντας πολύ θόρυβο. Πάνω στην αναταραχή του έπιασε τον φακό και χτυπώντας τον ξανά κατάφερε να τον ανοίξει. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικτό. Το βαζάκι ήταν γεμάτο αναμασημένες κατσαρίδες που μπαινόβγαιναν και περπάταγαν στον πάγκο. Μαύρες, τεράστιες με τις μακριές κεραίες τους να του χαϊδεύουν τα πόδια στο πάτωμα που πατούσε ξυπόλυτος. Το στόμα και τα μαλλιά του ήταν γεμάτα τεμαχισμένα παράσιτα που του προκαλούσαν αηδία κάνοντάς τον να ξεράσει γαστρικό υγρό. Τότε το φως άναψε και τα πάντα χάθηκαν. Η Κάρολ φάνηκε στην είσοδο της κουζίνας με τον μικρό Τόνι αγκαλιά. Ο Άλμπερτ ήταν πεσμένος στα τέσσερα προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ο Τόνι φοβήθηκε και έτρεξε πάλι στο δωμάτιό του.
-«Τι σου συμβαίνει Άλμπερτ…;» είπε ανήσυχη η γυναίκα του και τον έπιασε από την πλάτη όπως ήταν σκυμμένος. Παντού τριγύρω υπήρχαν σκορπισμένοι ξηροί καρποί.
-«Άσε με. Μείνε μακριά μου…» της είπε κομπιάζοντας. Σιχαινόταν τον εαυτό του και ήταν αηδιασμένος. Στάθηκε στα πόδια του και έτρεξε μέσα στο μπάνιο όπου και έκανε άλλη μία φορά εμετό. Η Κάρολ έμεινε έξω από την πόρτα μιλώντας του για να την ακούει. Αυτό δούλεψε καθώς τον ηρέμησε. Μόλις ένιωσε έτοιμος η Κάρολ άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα όπου και συζήτησαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ακτίνες.
-«Δεν θα πάω στην δουλειά σήμερα…» της είπε και εκείνη έδειξε κατανόηση. «Είμαι εξουθενωμένος.»
-«Σε καταλαβαίνω απόλυτα…» απάντησε ψιθυριστά και κουκουλώθηκαν κάτω από τα χοντρά σκεπάσματά τους. Ο Άλμπερτ κοιμόταν στη δεξιά μεριά και η Κάρολ στην αριστερή. Ήδη ο πρώτος ύπνος είχε αρχίσει να τον ταξιδεύει κάνοντας αδύνατο να καταλάβει πως το χάδι από ένα νεκρικά λευκό χέρι που τον άγγιξε στο πλευρό δεν θα μπορούσε να ήταν από την Κάρολ που ήδη είχε αρχίσει να ροχαλίζει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ώρα πήγε έντεκα το πρωί ακριβώς. Όλο το σπίτι κοιμόταν μαζί με τους κατοίκους του. Για την ακρίβεια ο Τόνι είχε ξυπνήσει λίγο νωρίτερα μα δεν τολμούσε να βγει από το δωμάτιό του. Φοβόταν. Ο Άλμπερτ άνοιξε τα μάτια του την ώρα που η Κάρολ σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα να συμμαζέψει. Οι ακτίνες του ηλίου φώτιζαν τα θολά του μάτια τη στιγμή που ένιωθε ένα βάρος πάνω στα πόδια του. Ίσως κάποιο σκέπασμα να είχε μαζευτεί εκεί. Σήκωσε το κεφάλι για να κοιτάξει. Το βιβλίο περίμενε πάνω στα πόδια του ανοικτό στο σημείο που το είχε αφήσει την τελευταία φορά.
-«Ποιος το άφησε αυτό, εδώ …;» αναρωτήθηκε και το έπιασε στα χέρια του. Ξεφυλλίζοντάς το πέρασε από τις ίδιες γραμμές που περιέγραφαν την ζωή του μέχρι και το χθεσινό βράδυ. Τα πάντα ήταν γραμμένα μέσα. Μία κούραση όμως άρχισε να τον καταβάλει και πάλι, μία ζάλη, μία παραίσθηση πως τα γράμματα μέσα του άρχισαν να ζωντανεύουν και να σχηματίζουν μία λέξη… Ρουζάλκα. Τώρα το έβλεπε όλο και πιο συχνά κάνοντας την καρδιά του να νιώθει φόβο. Αμέσως έκλεισε το χοντρό βιβλίο χτυπώντας το ανάμεσα στα χέρια του και κοίταξε μπροστά στον καθρέπτη. Έμεινε άφωνος. Πίσω από το είδωλό του στεκόταν ένα μικρό κορίτσι με κατάλευκη επιδερμίδα και μαύρα μακριά μαλλιά. Αντανακλαστικά γύρισε πίσω του μα δεν υπήρχε τίποτα. Ξαναγύρισε μπροστά και τότε εκείνο στεκόταν μπροστά του με το στόμα του ορθάνοικτο σαν κρεμασμένο αποκαλύπτοντας τα μαύρα και σάπια κρέατα που κρέμονταν από μέσα.
-«ΑΑΑ… ΒΟΗΘΕΙΑ…!!!» ούρλιαξε σαν τρελός και τινάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο κολλώντας την πλάτη του στον τοίχο μακριά της. Η Κάρολ παράτησε τα πάντα πετώντας κάτω τα μεταλλικά σκεύη και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο δωμάτιο. Μόλις άνοιξε την πόρτα αντίκρισε τον Άλμπερτ να έχει κολλήσει την πλάτη του τον τοίχο και να κοιτάει το κενό.
-«Άλμπερτ…» του φώναξε και έτρεξε να τον πιάσει. Εκείνος έμοιαζε χαμένος στον δικό του κόσμο χωρίς ίχνος επικοινωνίας με την σύζυγό του. «ΑΛΜΠΕΡΤ…» του φώναξε πιο δυνατά ταρακουνώντας τον. Αυτό είχε αποτέλεσμα. Η επαφή με το περιβάλλον έδειχνε να έρχεται σιγά-σιγά.
-«Δεν… δεν…» τα λόγια του ήταν ασυνάρτητα.
-«Μίλησέ μου, τι σου συμβαίνει…;»
-«Ένα κορίτσι… μάλλον… ο γέροντας του παλαιοπωλείου…»
-«Τι…;»
-«Ρουζ… άλ…» και κατέρρευσε στα χέρια της.
Ο Άλμπερτ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ενώ έδειχνε κοιμισμένος μπορούσε να ακούσει την Κάρολ να μιλάει με κάποιον γιατρό στο τηλέφωνο. Ήταν νευρολόγος-ψυχίατρος μα δεν συγκράτησε το όνομά του. Εκεί τα μάτια του έκλεισαν ξανά και δεν κατάφερε να ακούσει τίποτα άλλο πέρα από την Κάρολ που επαναλάμβανε τα λόγια του γιατρού… «Καλώς γιατρέ μου. Ξεκούραση λοιπόν. Σας ευχαριστώ πολύ!»
Λίγη ώρα αργότερα ξύπνησε και είχε έντονη ημικρανία. Και ήταν από τις καλές. Από αυτές που ξεσπούσαν με εμετό και διάρροια. Ο πόνος στο πλευρό του είχε επιστρέψει και ήταν πιο δυνατός από ποτέ. Σήκωσε την μπλούζα του και αντίκρισε όλο του το δέρμα να έχει μελανιάσει λες και το αίμα του χυνόταν μέσα του. Σκέφτηκε να φωνάξει πάλι έντρομος μα δεν ήθελε να ανησυχήσει την Κάρολ και τον Τόνι. Έτσι μάζεψε τις δυνάμεις του και κατάφερε να σηκωθεί από το στρώμα. Πέρασε μπροστά από τον καθρέπτη του υπνοδωματίου μα δεν κοίταξε. Φοβόταν για αυτό που μπορεί να αντίκριζε. Περνώντας από τον διάδρομο για να πάει στην κουζίνα πέρασε έξω από την βιβλιοθήκη. Η Ρουζάλκα περίμενε στοιβαγμένη μέσα στα υπόλοιπα βιβλία όπως έπρεπε. Εκεί κοντοστάθηκε. Έδειχνε σκεπτικός ή μάλλον… φοβισμένος. Πραγματικά τρομοκρατημένος. Τα λόγια του γέροντα στο παλαιοπωλείο άρχισαν να αντιλαλούν μέσα στο σφυροκοπημένο κεφάλι του.
-«Κάρολ…» φώναξε μόλις στάθηκε λίγα μέτρα πίσω της. Εκείνη δεν τον είχε αντιληφθεί. «Πρέπει να φύγω άμεσα…»
-«Πώς αισθάνεσαι;» εκείνος έσφιξε τα χείλη. «Γιατί δεν κάθεσαι καλύτερα σπίτι ξαπλωμένος στο κρεβάτι…;»
-«Είναι μία επείγουσα δουλειά που πρέπει να κάνω.»
-«Μα ο γιατρός…» προσπάθησε να τον κρατήσει μέσα, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.
-«Είμαι καλά. Στ’ αλήθεια. Δεν θα καθυστερήσω. Σε λιγότερο από μία ώρα θα είμαι πίσω…» τα μάτια του μαρτυρούσαν το ψέμα που της έλεγε και γύρισε στο δωμάτιο για να ντυθεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Λοιπόν, κύριε Άλμπερτ…» είπε ο χειρούργος παθολόγος μόλις έκατσε στην άλλη μεριά του γραφείου. Ο Άλμπερτ είχε επισκεφτεί ένα από τα μεγαλύτερα ιατρικά κέντρα της πόλης του. Πλήρως στελεχωμένο, με όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για αυθημερόν εξετάσεις και αποτελέσματα. Ήδη είχαν περάσει αρκετές ώρες και ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα σύννεφα. Ο Άλμπερτ άκουγε προσεκτικά. «Φοβάμαι πως τα νέα δεν είναι και τόσο ευχάριστα…» σταύρωσε τα χέρια του.
-«Δηλαδή…;» ήταν πολύ αγχωμένος.
-«Πάσχετε από θρομβοπενική πορφύρα και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο. Θα σας γράψω βέβαια και κάποιες άλλες εξετάσεις να κάνετε, μα…» ο Άλμπερτ τον διέκοψε.
-«Θρομβοπενική πορφύρα…; Δηλαδή;»
Ο γιατρός ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο γραφείο και έγειρε το σώμα του προς τα πίσω και ξεφύσησε. «Ας πούμε πως μέρα με τη μέρα το αίμα σας γίνεται νερό… με ό,τι αυτό συνεπάγεται.»
-«Δεν… δεν καταλαβαίνω…»
-«Το αίμα σας χάνει την σύστασή του και γίνεται τόσο αραιό που διαρρέει μέσα από τις ίδιες τις φλέβες και τα αγγεία σας.» ο Άλμπερτ έδειχνε να μην καταλαβαίνει, ή πως ήθελε να ακούσει κι άλλα για να βεβαιωθεί πως ο γιατρός δεν αστειευόταν. «Κοιτάξτε… η κατάστασή σας είναι προχωρημένη και πολύ φοβάμαι πως τα συμπτώματα θα επιδεινωθούν αν δεν κάνουμε την απαραίτητη αγωγή…»
-«Όταν λέτε συμπτώματα…;»
-«Πολλά, μα θα σας πω το πιο κοινό. Εμφανή εσωτερική αιμορραγία που θα εκδηλώνεται στο σώμα σας με την μορφή μελανών κηλίδων.»
-«Και το πιο βαρύ…;»
-«Εγκεφαλική αιμορραγία ικανή να σας προκαλέσει παραισθήσεις και βιώματα που δεν έχετε ζήσει ποτέ έως και θάνατο…»
-«Τι πράγμα…;» σκεφτόμενος τη χθεσινή μέρα.
-«Λυπάμαι, μα είναι σοβαρή ασθένεια και δυστυχώς παίζουμε με τις πιθανότητες. Δεν υπάρχει σίγουρη θεραπεία. Παρόλα αυτά θα πρέπει πρώτα να ακολουθήσουμε μία συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή και αναλόγως θα δούμε αν πρέπει να προβούμε σε αφαίρεση σπλήνας ή όχι.»
Ο Άλμπερτ κοίταζε άφωνος. «Αφαίρεση σπλήνας…;» επανέλαβε τα λόγια του γιατρού.
-«Οκτώ στις δέκα περιπτώσεις είναι η μοναδική λύση σε αυτή την πάθηση, όμως πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις υπόλοιπες επιλογές μας.»
Ο Άλμπερτ ένιωσε την γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια του. Αφού πλήρωσε το γιατρό μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το σπίτι. Με τα μούτρα ριγμένα μέχρι το πάτωμα έφτασε στο διαμέρισμα και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν έπιασε στα χέρια του το βιβλίο και απομονώθηκε στο δωμάτιό του. Το άνοιξε γυρνώντας γρήγορα τις σελίδες μέχρι το σημείο που το είχε αφήσει το πρωί. Ρίγησε μόλις διάβασε τον ήρωα του βιβλίου που έπασχε από το ίδιο πράγμα. Θέλοντας να μάθει τη συνέχεια άρχισε να γυρνάει τις σελίδες χωρίς να μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χειρόγραφα κείμενα. Τα γράμματα και οι φωτογραφίες ήταν θολές. Μόνο μία σχηματίστηκε μπροστά του εκείνη τη στιγμή δείχνοντας ένα ξύλινο τραπέζι και μία σπλήνα να αιμορραγεί καρφωμένη πάνω στην σκληρή επιφάνεια με ένα μπαλτά που την κρατούσε με την κοφτερή του άκρη. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει από τα μάτια του καθώς είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πια τα λόγια του γέροντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άλμπετ είχε ενημερώσει την εταιρεία του πως αντιμετώπιζε κάποια πολύ σοβαρά οικογενειακά θέματα και ως εκ τούτου είχε ζητήσει άδεια δύο εβδομάδων. Όλο αυτό το διάστημα ακολουθούσε πιστά την φαρμακευτική του αγωγή και πηγαινοέφερνε τον Τόνι στο σχολείο περιμένοντας την Κάρολ να επιστρέψει κι εκείνη από τα εργασιακά της καθήκοντα.
Ήταν πρωί και βρισκόταν μόνος καθισμένος στον καναπέ κοιτώντας τον τοίχο σα χαζεμένος. «Γιατί σ’ εμένα…;» έλεγε συνεχώς και κουνιόταν μπρος-πίσω σαν αυτιστικός. Η ενέργεια του βιβλίου όμως έκανε το κεφάλι του να γυρίσει προς αυτό. Σα ναρκομανής, που προσπαθεί να απεξαρτηθεί μόνος του, το σκεφτόταν συνέχεια. Ίσως κάπου στη συνέχεια να έγραφε κάτι καλύτερο για αυτόν. Σκέφτηκε να το ανοίξει για να το διαβάσει μα φοβόταν αυτό που μπορεί να αντίκριζε. Για λίγο έμεινε σιωπηλός όμως το τηλέφωνο του σπιτιού άρχισε να χτυπά. Άραγε το είχε προβλέψει αυτό, το βιβλίο; Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το ακουστικό.
-«Παρακαλώ…;» ρώτησε διστακτικά.
Ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε από το βάθος της γραμμής. «Άλμπερτ…» Ήταν ο Φιλ Κόλλινς. Ο πρόεδρος της εταιρείας στην οποία εργαζόταν. Τον κατάλαβε αμέσως.
-«Κύριε Φιλ…» σίγουρα δεν είχε πάρει για καλό.
-«Λυπάμαι πάρα πολύ Άλμπερτ…»
-«Τι συμβαίνει κύριε Κόλλινς;»
-«Ξέρεις… αυτό που θα σου πω κλονίζει λίγο και την δική μας αξιοπιστία στον χώρο, μα θα πρέπει να σου μιλήσω ανοικτά. Άλλωστε όλον αυτόν τον καιρό που είσαι μαζί μας έχεις δείξει πως είσαι έντιμος άνθρωπος. Θα μπορούσα απλά να σε απαλλάξω από τα καθήκοντά σου, μα αισθάνομαι την ανάγκη να σου αιτιολογήσω την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου στην οποία, δεν σου κρύβω πως συμμετείχα κι εγώ, μα δεν είχα πολλές επιλογές. Μακάρι τα πράγματα να είχαν έρθει αλλιώς…»
-«Δεν σας καταλαβαίνω…»
-«Ξέρεις… Άλμπερτ… φτιάξαμε το καταστατικό της εταιρείας με την αξιολόγηση των υπαλλήλων και ανακαλύψαμε πως έχει γίνει ένα τραγικό λάθος. Βέβαια θα μου πεις… μηχανήματα είναι και κάνουν λάθη εφόσον άνθρωποι είναι αυτοί που τα προγραμματίζουν.» ο Άλμπερτ άκουγε άφωνος. «Τέλος πάντων… για να μη μακρηγορώ… αυτό που θέλω να πω είναι πως το σύστημα επιλογής εργαζόμενων έκανε ένα λάθος μπερδεύοντας τους υποψήφιους. Κατά διαβολική σύμπτωση όταν είχες κάνει εσύ την αίτηση, την είχε κάνει και κάποιος άλλος με το ίδιο όμως ονοματεπώνυμο. Άλμπερτ Ρος εσύ. Άλμπερτ Ρος κι αυτός. Απλά εσύ ήσουν του Ρόμπερτ ενώ εκείνος του Μέλ. Λυπάμαι… συμβαίνουν αυτά.»
Ο Άλμπερτ σκεφτόταν τι θα μπορούσε να πει για να σώσει την κατάσταση, μα δεν του έβγαινε τίποτα έξυπνο εκτός από αυτό που θα μπορούσε να τα κάνει ακόμη χειρότερα. Και το είπε… «Μα εγώ δεν έκανα ποτέ μου αίτηση στην εταιρεία σας. Πώς με βρήκε το σύστημα…;»
-«Τι να πω…; Μηχανήματα του διαβόλου. Λυπάμαι…» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
-«Κι εγώ λυπάμαι…» ψιθύρισε και άρχισε να φωνάζει στο βιβλίο. «Ώστε αυτό ήταν το σχέδιό σου; Να μου δώσεις και μετά να αρχίσεις να μου τα παίρνεις;» πίσω από την βιβλιοθήκη φάνηκε μία σκιά να κινείται προς τον διάδρομο. Η μιλιά του κόπηκε και ένιωσε το αίμα του να αδειάζει από το κεφάλι του σα να ήταν τρύπιος κουβάς. Ένα ξυπόλυτο λευκό πόδι ξεπρόβαλε πίσω από το έπιπλο και στη συνέχεια όλο το κορμί. Το ίδιο, νεκρικά λευκό, κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά και τα θαμπά μάτια ξεπρόβαλε μπροστά του αρχίζοντας να τον πλησιάζει.
-«ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ…» τσίριξε στην κυριολεξία μα το κορίτσι δεν φάνηκε να του δίνει σημασία. «Ποια είσαι; Τι είσαι…; Τι θέλεις από εμένα…;» άπλωσε τα χέρια του δείχνοντάς της τις παλάμες του σα να προσπαθούσε να προστατευτεί.
-«Είμαι η Ρουζάλκα και είμαι εδώ γιατί εσύ με κάλεσες.» η ομιλία της ήταν σαν ψίθυρος που του τρυπούσε τα αυτιά. «Σου έδωσα αυτό που ήθελες. Τώρα είναι η σειρά μου να πάρω κι εγώ αυτό που θέλω…»
-«Και τι είναι αυτό που θέλεις…;»
Η Ρουζάλκα δεν απάντησε. Έμεινε απέναντί του να τον κοιτάει με αυτά τα τρομακτικά της μάτια χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο αποκαλύπτοντας τα μαυρισμένα σάπια δόντια της που μπλέκονταν με τις ξεσκισμένες σάρκες της. Ο Άλμπερτ αμέσως έτρεξε στο δωμάτιό του πιάνοντας το κινητό του.
-«Αστυνομία…» κάλεσε με δυσκολία. Τα χέρια του έτρεμαν σα να ήταν γέρος με πάρκινσον. «Σας παρακαλώ ελάτε γρήγορα. Κάποιος είναι μέσα στο σπίτι μου….»
-«Η διεύθυνσή σας παρακαλώ…»
Αφού την είπε τρεις φορές λάθος από την ταραχή του, κατάφερε να την δώσει σωστά. «Σας παρακαλώ… ελάτε γρήγορα… σας ικετεύω…» σχεδόν έκλαιγε αυτή τη φορά.
Έμεινε μέσα στο δωμάτιο για περίπου είκοσι λεπτά όταν άκουσε μία σειρήνα να πλησιάζει από το δρόμο. Κοίταξε από το παράθυρο. Ένα περιπολικό είχε σταθμεύσει στο πεζοδρόμιο και δύο αστυνομικοί βγήκαν τρέχοντας μπαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η ανακούφισή του ήταν μεγάλη. Αμέσως βγήκε και αυτός τρέχοντας από το δωμάτιο και πέρασε μπροστά από την βιβλιοθήκη που στεκόταν ανέκφραστη η Ρουζάλκα. Το βλέμμα της ακολουθούσε κάθε του κίνηση και αυτός το ένιωθε. Ο Άλμπερτ έπεσε με δύναμη στην πόρτα προσπαθώντας να πιάσει σωστά τα κλειδιά που συνεχώς του έπεφταν μέσα από τα δάκτυλα. Για πρώτη φορά στην ζωή του δεν μπορούσε να βάλει το κλειδί στην τρύπα. Μισό λεπτό αργότερα, του φάνηκαν ώρες, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα την ώρα που ο ένας από τους δύο αστυνομικούς είχε σηκώσει το χέρι του για να την χτυπήσει.
-«Ήρθατε…» είπε αλαφιασμένος με ένα νευρικό γέλιο.
-«Ναι, τι έγινε εδώ;» ρώτησαν γρήγορα και μπήκαν, χωρίς να περιμένουν πρόσκληση, κοιτάζοντας όλο τον χώρο μέσα. Ο Άλμπερτ σήκωσε το χέρι δείχνοντάς τους την Ρουζάλκα μα εκείνοι δεν έβλεπαν τίποτα. Τον κοίταξαν με απορία.
-«Να… εκεί είναι…» είπε με έμφαση σα να ήταν τρελοί που δεν καταλάβαιναν τα ευκόλως δακτυλοδεικτούμενα. Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-«Κύριε…» πήρε ο επικεφαλής το λόγο. «Μέσα σε αυτό το δωμάτιο είμαστε μόνοι μας.» και άγγιξε τον ασύρματο που είχε στερεωμένο στον ώμο του ξεστομίζοντας ένα σύντομο κωδικό… «696» ή κάτι τέτοιο τουλάχιστον. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ακριβώς τι. «Σας πειράζει να ρίξουμε μία ματιά και στα υπόλοιπα δωμάτια…;» ρώτησε ο συνάδελφός του.
Ο Άλμπερτ δεν απάντησε. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ο άλλος αστυνομικός έψαξε για δέκα λεπτά περίπου τον χώρο και πήγε πάλι στην εξώπορτα. «Τίποτα…» απάντησε στο ερωτηματικό βλέμμα του συναδέλφου δίνοντάς του το λόγο.
-«Κύριε Ρος… θα θέλατε να σας μεταφέρουμε σε κάποια κλινική;»
-«Μα δεν είμαι… τρε…» προσπάθησε να πει μα δεν έβγαινε η λέξη από το στόμα του. Οι αστυνομικοί έσφιξαν τα χείλη τους ανεβοκατεβάζοντας ελαφρά τα κεφάλια τους.
-«Καλώς. Ώρα να πηγαίνουμε εμείς. Σας παρακαλώ να μην καλείτε την αστυνομία αν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος. Για το καλό όλων μας. Σας ευχαριστώ…» είπαν και χάθηκαν κλείνοντας την πόρτα.
Ο Άλμπερτ κοιτούσε στα μάτια το κορίτσι.
-«Επιτέλους μόνοι…» ακούστηκε να του λέει πάλι ψιθυριστά, μα εκείνος δεν απάντησε. Έπιασε το κεφάλι του και άρχισε να το κουνάει δεξιά κι αριστερά σα να είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
-«Τι θέλεις επιτέλους από εμένα…;» τη ρώτησε με απόγνωση.
-«Το τέλος αυτού του βιβλίου…» ψιθύρισε σχεδόν χαμογελώντας μακάβρια.
-«Το τέλος; Το τέλος…;» ήταν πολύ θυμωμένος. Μα η απόγνωση κι ο φόβος ήταν αυτά που τον οδήγησαν στον θυμό και όχι το θάρρος. «Τώρα θα σου δείξω το τέλος…» και την προσπέρασε πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια του. Το έσφιξε όσο πιο πολύ μπορούσε θέλοντας να το κάνει κομμάτια σα να ήταν σε κάποιο σόου επίδειξης δύναμης. Αυτό όμως ξεπερνούσε τις ικανότητές του. Έτσι προτίμησε κάτι πιο εύκολο. Άνοιξε το παράθυρο και το πέταξε από τον πέμπτο όροφο παρακολουθώντας το να χάνεται στο κενό μέχρι που έσκασε πάνω στο πεζοδρόμιο. Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης σχηματίστηκε στα χείλη του και γύρισε να κοιτάξει την Ρουζάλκα. Το ίδιο χαμόγελο όμως ακόμη στόλιζε και το δικό της αηδιαστικό στόμα αποκαλύπτοντας τα αποσυνθεμένα ούλα της. Και ναι… πάνω στο τραπέζι της κουζίνας στεκόταν ορθάνοικτο, με τα κιτρινισμένα του φύλλα, το βιβλίο που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν προσπάθησε να ξεφορτωθεί.
-«Τελείωσε αυτή την ιστορία…» του είπε επιτακτικά με φωνή σταλμένη από άλλον κόσμο δείχνοντάς του, τώρα εκείνη, σα να ήταν αυτός κάποιος τρελός που αγνοούσε την πραγματικότητα, το βιβλίο.
Κάποια αυθόρμητα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του και πλησίασε. «Τι γίνεται στο τέλος…;» ρώτησε δειλά μα εκείνη δεν απάντησε με λόγια παρά μόνο με ένα χαμόγελο που πλάτυνε ακόμη πιο πολύ στο σκισμένο της στόμα.
Ο Άλμπερτ στάθηκε για λίγο πάνω από το βιβλίο και το άγγιξε με τις άκρες των δακτύλων του. Αμέσως ένιωσε το ίδιο κάψιμο που είχε νιώσει στα πλευρά του να ξεκινάει από τα ακροδάχτυλά του και να καταλήγει ακόμη πιο δυνατό μέσα στην καρδιά του. «Όχι… όχι… δεν μπορεί να είναι αυτή η μοναδική επιλογή…» είπε αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος. Έπιασε το βιβλίο ξανά στα χέρια του και κατευθύνθηκε στην εξώπορτα, παίρνοντάς το μαζί του, και αφήνοντας τη Ρουζάλκα μόνη μέσα στο διαμέρισμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άλμπερτ στεκόταν έξω από την πιτσαρία που καθόταν αρκετό καιρό πριν· τότε που τα ευρώ του ήταν λίγα περισσότερα από τους μήνες του χρόνου. Ντρεπόταν στ’ αλήθεια πολύ γι’ αυτό που ήταν έτοιμος να κάνει μα είχε ήδη αντικρίσει τον κατήφορο που ερχόταν· και ήταν μεγάλος. Σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και έσπρωξε την τζαμένια πόρτα του παλαιοπωλείου. Τα καμπανάκια ήχησαν την ίδια μελωδία.
-«Είμαστε κλειστά…» ακούστηκε η γνώριμη ανατριχιαστική φωνή.
-«Το ξέρω…» απάντησε κοφτά.
Ο γέρος θυμήθηκε την ενοχλητική φωνή του, κατά πολύ νεότερου, Άλμπερτ. «Παρόλα αυτά μπήκες, όπως τότε…»
-«Ναι… μακάρι να μην είχα μπει…»
-«Όπως το φοβόμουν…» είπε ο ηλικιωμένος μέσα από τις σκιές. Ο Άλμπερτ δεν τον είχε δει ακόμη. Η φωνή ερχόταν πάνω από το πατάρι. Μία σκάλα ξύλινη-κρεμαστή ήταν ριγμένη μέχρι το πάτωμα. Τα βαριά του βήματα ακούστηκαν από πάνω να τον πλησιάζουν και μετά να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια μέχρι που ξεπρόβαλε το ένα του πόδι. Ο Άλμπερτ ευχόταν να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Λίγα λεπτά μετά ο γέρος στεκόταν μπροστά του κοιτώντας στα χέρια του το βιβλίο. Ο Άλμπερτ δεν σήκωσε το βλέμμα ούτε να τον κοιτάξει.
-«Σε παρακαλώ… παρ’ το πίσω…» του πρόσφερε το βιβλίο.
-«Είσαι ένας ανόητος. ΑΝΟΗΤΟΣ!!!» Ο Άλμπερτ τινάχτηκε σφίγγοντας όλο του το κορμί.
-«Λυπάμαι. Στ’ αλήθεια λυπάμαι…»
-«Σε είχα προειδοποιήσει που να σε πάρει ο διάολος…»
-«Βοήθησέ με…»
-«Πώς…; Δεν μπορώ…»
-«Κι όμως… πρέπει να υπάρχει τρόπος. Πώς βρέθηκε αυτό το βιβλίο εδώ; Πώς ξέρεις εσύ τόσα πολλά για όλα αυτά τα αντικείμενα; Αυτό σημαίνει πως κάποιοι άλλοι τα είχαν πριν από εμάς…»
-«ΝΑΙ. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΙ.» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Δεν το καταλαβαίνεις; Η Ρουζάλκα δεν θα σε αφήσει μέχρι να τελειώσεις το βιβλίο. Δεν θα σταματήσει μέχρι να γίνεις κομμάτι αυτού του βιβλίου. Τότε μόνο τα αντικείμενα εμφανίζονται ξανά εδώ περιμένοντας κάποιον να τα πάρει ξανά μαζί τους. Για αυτό είμαι καταραμένος. Γιατί μου ανατέθηκε η ευθύνη να τα φυλάω.»
-«Και γιατί απλά δεν τα καταστρέφεις;»
-«Δεν μπορείς να τα καταστρέψεις. Απλά δεν μπορείς…» και γύρισε δείχνοντας του το βιβλίο που είχε αιχμαλωτίσει την δική του ψυχή, στημένο πάνω σε ένα ξύλινο αναλόγιο.
Ο Άλμπερτ πλησίασε και το άγγιξε. Τα φύλλα του όμως δεν ήταν από συνηθισμένο χαρτί. «Μα αυτό είναι… πάπυρος…» ψιθύρισε έκπληκτος.
-«Δεν έχεις ιδέα πόσο παλιά είναι ορισμένα αντικείμενα…» ακούστηκε η φωνή από πίσω του. «Ο φύλακας των καταραμένων τεχνουργημάτων…» είπε αποκαλύπτοντάς τον τίτλο. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα χρόνια είμαι κλεισμένος εδώ μέσα. Όλα ξεκίνησαν από αυτό το βιβλίο. Και δεν θα τελειώσουν αν δεν τελειώσω κι εγώ με αυτό.» έσκυψε το κεφάλι. «Προσπάθησα να σε εμποδίσω, μα τώρα ένας νέος κύκλος έχει ανοίξει κι εγώ δεν μπορώ να τον κλείσω…»
-«Πόσα χρόνια είσαι δηλαδή εδώ μέσα…»
-«Δεν θυμάμαι πια. Σταμάτησα να μετράω πολλά χρόνια πριν. Τόσα χρόνια προσπαθούσα να αποτρέψω ανθρώπους άπληστους, περίεργους, πλούσιους που νόμιζαν πως μπορούσαν να τα αποκτήσουν όλα, μα τίποτα δεν τους σταματούσε. Βασιλιάδες, ιππότες, πολεμιστές, όμορφες γυναίκες και μάγοι… όλοι τους είχαν την ίδια κατάληξη. Καιρό αργότερα τους έβρισκαν νεκρούς, είτε είχαν αυτοκτονήσει, είτε είχαν σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα, είτε είχαν δολοφονηθεί. Όλοι είχαν την ίδια κατάληξη.»
-«Γιατί δεν μου τα είπες αυτά εκείνο το βράδυ…;»
-«Θα με πίστευες αν σου τα έλεγα όλα αυτά;»
Ο Άλμπερτ δεν απάντησε. Η σιωπή του όμως έδωσε την απάντηση. Ο γέρος συνέχισε να παραμιλάει καθώς είχε αρχίσει να πέφτει σε παραλήρημα.
-«Είμαι καταραμένος να ζω αιώνια. Είδα τους γονείς μου να πεθαίνουν. Είδα την γυναίκα και τα αδέρφια μου να πεθαίνουν. Είδα τα παιδιά μου να πεθαίνουν και πολλά χρόνια αργότερα και τα δικά τους παιδιά. Εγώ έμεινα πίσω, ξεχασμένος στον χρόνο. Θαμμένος στην μοναξιά…» ο γέρος συνέχισε το παραμιλητό, καθώς δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του. Ο Άλμπερτ λυπήθηκε πολύ. Υπό την μουσική υπόκρουση της παράκρουσης του γέρου τοποθέτησε το βιβλίο σε ένα κενό μεταξύ άλλων αντικειμένων και κατευθύνθηκε στην έξοδο. Βγήκε και έκλεισε την πόρτα ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στο εσωτερικό. Πραγματικά ήταν πολύ σκοτεινό και έμοιαζε εγκαταλειμμένο. Απόρησε με τον εαυτό του πώς το είδε εκείνη τη μέρα. Ευχόταν να μην το είχε κάνει. Βαθιά μέσα του όμως είχε ένα καλό προαίσθημα πως αφήνοντας εκεί το βιβλίο θα του έλυνε όλα του τα προβλήματα. Και ναι, αισθανόταν ήδη καλύτερα. Το έντονο κάψιμο που ένιωθε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έφυγε, μόλις ακούμπησε το βιβλίο στο ράφι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άλμπερτ ανέβηκε από τις σκάλες ως τον πέμπτο. Η προσμονή του ήταν μεγάλη περιμένοντας να δει το διαμέρισμά του κενό από εκείνο το φρικτό πλάσμα που έδειχνε να κατοικεί στις σκέψεις του. Έβγαλε τα κλειδιά, και σαν ρομπότ που δεν αστοχεί ποτέ, τα έχωσε με δύναμη στην κλειδαρότρυπα. Η πόρτα άνοιξε απότομα και όπως το περίμενε… το διαμέρισμα ήταν άδειο…
-«Ναι! Αυτό είναι! Επιτέλους τέλος!» φώναξε ακούγοντας την φωνή του να αντιλάλει σε όλα τα δωμάτια μαζί με ένα τρίξιμο μίας πόρτας. Αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Αμέσως έτρεξε μέσα να δει από πού ήρθε ο θόρυβος. Από πουθενά. Όλα τα δωμάτια ήταν άδεια. Ίσως τελικά να ήταν απλά η ιδέα του. Μία λιγούρα άρχισε νιώθει στο στομάχι. Ίσως από την χαρά του και έπρεπε να ανταμείψει το θάρρος που έδειξε αντιμετωπίζοντας τον γέρο. Έτσι κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Μόλις ήρθε όμως σε οπτική επαφή με το τραπέζι της κουζίνας, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Πάνω στον πάγκο στεκόταν ανοιγμένο με τις παχιές του πλευρές το καταραμένο βιβλίο. Το πλησίασε κρατώντας το κεφάλι του χωρίς να κοιτάει τριγύρω. Στάθηκε από πάνω του και το κοίταζε με απόγνωση. Τότε άκουσε την ανατριχιαστική φωνή της Ρουζάλκας λίγα εκατοστά από πίσω του.
-«Διάβασέ το…»
Αμέσως γύρισε ακουμπώντας τα χέρια του στο ξύλο. Δεν είχε άλλα λόγια να πει. Οι λέξεις είχαν στερέψει σαν ξερό πηγάδι στην έρημο.
-« Διάβασέ το…» επανέλαβε εντονότερα.
-«Όχι… δεν είναι δυνατόν…» έσφιγγε με δύναμη το κεφάλι του. «Αφού δεν μπορώ να ξεφορτωθώ το βιβλίο, ίσως να μπορέσω να ξεφορτωθώ εσένα.» αμέσως την έπιασε από το χέρι και άρχισε να τη σέρνει μέχρι έξω από το διαμέρισμα. Την έβαλε μέσα στο ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο. Μπήκε μέσα στο αμάξι και οδήγησε μέχρι το πολιτειακό ορφανοτροφείο που είχε κλείσει πολλά χρόνια πριν. Ήταν ένα μεγάλο οίκημα το οποίο είχε παραδοθεί στην φθορά του χρόνου καθώς κρίθηκε ακατάλληλο για στέγαση άπορων παιδιών μετά από τα γεγονότα που αποκαλύφθηκαν για τους λειτουργούς του. «Λένε πως οι νεκροί δεν ξαναγυρνούν, εκτός κι αν έχουν ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις. Εσύ γιατί γύρισες; Τι θέλεις από τη ζωή μου;» Η Ρουζάλκα δεν μιλούσε, συνέχισε όμως να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια. Αυτό τον ανατρίχιαζε ακόμη περισσότερο, καθώς δεν ήξερε αν ήταν μέρος κάποιου σχεδίου. «Ίσως εδώ να ανήκεις και εδώ να πρέπει να σε επιστρέψω τελικά…» είχε αρχίσει να παραμιλάει, ενώ έστριβε το τιμόνι δεξιά και αριστερά σα μανιακός δολοφόνος μέχρι που σταμάτησε μπροστά από το εγκαταλειμμένο ορφανοτροφείο, πατώντας φρένο τόσο απότομα που ακόμη κι αυτός, που φορούσε ζώνη, παραλίγο να κολλήσει στο ταμπλό. Κοίταξε δίπλα του μα δεν συνέβη το ίδιο με τη Ρουζάλκα. Εκείνη είχε αρχίσει να γελάει. Κάποιοι έλεγαν πως το οίκημα ήταν στοιχειωμένο από τις ψυχές όλων αυτών των ανήλικων παιδιών που πέθαναν τόσο άδικα από τα χέρια των δεσμοφυλάκων τους. Ήταν πραγματικά τρομακτικό. Βασανιστήρια για πλάκα, για σεξ και κάθε λογής δικαιολογία που τους βόλευε. Έτσι ακουγόταν τουλάχιστον. Ακόμη όμως και τα μισά από όλα αυτά να ήταν αλήθεια, ήταν τραγικό. Άλλωστε λένε πως όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Και αυτό το επιβεβαίωναν τα ανεξιχνίαστα ουρλιαχτά που ακούγονταν σχεδόν κάθε πανσέληνο. Από την πόρτα του πάτησε ένα κουμπί και η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε μερικά εκατοστά σα να το είχε σπρώξει κάποιο ελατήριο. Ο Άλμπερτ δεν περίμενε άλλο. Με μία δυνατή ιαχή, γύρισε προς το μέρος της και χώνοντας το πόδι του στα πλευρά της, την έσπρωξε τόσο δυνατά πετώντας την πάνω στη σκληρή άσφαλτο. Η Ρουζάλκα πέφτοντας δεν αντέδρασε. Ήταν λες και όλα αυτά δεν την επηρέαζαν καθόλου. Αλλού ήταν το νόημα.
Ο Άλμπερτ ξεκίνησε τόσο δυνατά το όχημα που η πόρτα έκλεισε μόνη της και οι ρόδες του άφησαν τα σημάδια τους κάτω. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τι θα γινόταν αν δεν τα κατάφερνε; Εντωμεταξύ το κάψιμο στο πλευρό του είχε πλέον δυναμώσει πάρα πολύ κάνοντάς τον να αισθάνεται ζαλάδα. Άνοιξε τις παλάμες του, μπροστά του, προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα στα δάκτυλά του. Ένα μούδιασμα, μία περίεργη αίσθηση, που δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά, πως το αίμα είχε αρχίσει να δραπετεύει μέσα από τα αιμοφόρα του αγγεία. Θρομβοπενική Πορφύρα… σκέφτηκε τα λόγια του γιατρού και είδε κάτω από το δέρμα των καρπών του μία μελανή κηλίδα να απλώνεται ασταμάτητα. «Πεθαίνω…» Η αναπνοή του βάρυνε και η όρασή του άρχισε να θολώνει. Αισθανόταν το τέλος να φτάνει. Ήθελε να δει για μία ακόμη φορά την Κάρολ και τον Τόνι για να τους μιλήσει. Η δουλειά της γυναίκας του δεν ήταν και πολύ μακριά, και αυτή ήταν μία καλή ευκαιρία να την δει. Ίσως αν μοιραζόταν το βάρος μαζί της να ένιωθε καλύτερα. Ακόμη είχε δυνάμεις ώστε να πειθαρχήσει στο ένστικτο που του έλεγε να τα αφήσει όλα και να βρει ένα στρώμα να αναπαυθεί. Η αγωνία του ήταν μεγάλη και τον οδηγούσε να περάσει μερικά κόκκινα φανάρια. Μάλιστα λίγο έλειψε να προκαλέσει ατυχήματα που θα κόστιζαν τη ζωή σε αυτόν ή ακόμη και σε περαστικούς. Μέχρι να φτάσει στην εργασία της Κάρολ είχε κερδίσει επάξια το παράσημο της ανοικτής παλάμης από πολλούς.
Η ώρα ήταν σχεδόν δώδεκα το μεσημέρι και ήξερε πως θα την έβρισκε στην ώρα του διαλείμματος. Ήταν επιφυλακτικός όμως. Οι αμφιβολίες τον έτρωγαν. Θα τον πίστευε ή θα γινόταν η αιτία να χαθεί ξανά από την ζωή του; Σταμάτησε απότομα έξω από την εταιρεία πατώντας φρένο. Τα λάστιχα τσίριξαν. Παραλίγο να χτυπήσει τον μπροστινό του και να χτυπηθεί από τον πίσω. Αδιαφόρησε. Σαν ανέμελος καλλιτέχνης πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο αφήνοντας το κασκόλ του να ανεμίζει ανεξέλεγκτα. Έτρεξε στην είσοδο. Εκεί ο θυρωρός του άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στο ασανσέρ και περίμενε πατώντας επαναλαμβανόμενα το κουμπί.
-«Όσες φορές και να το πατήσετε δεν θα έρθει πιο γρήγορα…» ακούστηκε μία φωνή πίσω του. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που του άνοιξε την πόρτα. Ο Άλμπερτ δεν έδωσε σημασία. «Αλήθεια κύριε, πού πάτε…;» μάλλον ήθελε κουβέντα, συμπέρανε από τον τόνο του.
-«Στον τρίτο…» είπε αόριστα θέλοντας να τον ξεφορτωθεί.
-«Γιατί…;» αυτή την ερώτηση δεν την περίμενε.
-«Τι θέλεις φίλε μου; Μήπως σου έκανα κάτι, σε ενόχλησα με κάποιον τρόπο και δεν το κατάλαβα; Γιατί ασχολείσαι μαζί μου…;» προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του μα δεν έδειχνε να τα καταφέρνει και τόσο καλά.
Ο θυρωρός όμως δεν πτοήθηκε και απάντησε με αρκετή ηρεμία. «Η εταιρεία του τρίτου δεν δουλεύει σήμερα. Τα γραφεία έμειναν κλειστά λόγω πένθους του ιδιοκτήτη.»
-«Τι πράγμα;;;»
-«Μάλιστα. Ανακοινώθηκε σε όλους μας χτες το μεσημέρι λίγο πριν το σχόλασμα.»
-«Μάλλον κάποιο λάθος κάνεις φίλε μου γιατί εμένα η γυναίκα μου δεν μου ανέφερε κάτι τέτοιο. Και σταμάτα να μου μιλάς άλλο σε παρακαλώ…» η φωνή του φανέρωνε θυμό και βιασύνη. Σταμάτησε να πατάει το κουμπί και χρησιμοποίησε τις εσωτερικές σκάλες. Ανεβαίνοντας στον όροφο δεν είδε την εταιρεία, όπως την θυμόταν. Όντως ο θυρωρός είχε δίκιο. Οι πόρτες ήταν κλειστές μα όχι κλειδωμένες. Έσπρωξε μία για να την ανοίξει και έχωσε αργά το κεφάλι του μέσα.
-«Περίεργο…» μονολόγησε ψιθυριστά την ώρα που έκανε προς τα πίσω να φύγει. Μία γνώριμη όμως φωνή ήχησε στα αυτιά του. Μάλλον… όχι φωνή, περισσότερο γέλιο. Γαργαριστό γέλιο που ερχόταν από το τέλος του διαδρόμου. «Μα αυτή είναι η φωνή της Κάρολ…». Άρχισε να περπατάει αργά επιταχύνοντας όσο δυνάμωνε η φωνή της, μέχρι που έφτασε έξω από την πηγή του ήχου. Τώρα και οι δύο φωνές, μία γυναικεία και μία αντρική, του φαίνονταν τόσο οικείες. Δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα. Φοβόταν το παιχνίδι που είχε στήσει η Ρουζάλκα. Έπρεπε όμως. Η αξιοπρέπειά του δεν του άφηνε άλλη επιλογή. Έτσι έπιασε το χερούλι και με δύναμη το έστριψε ανοίγοντας την πόρτα. Ο Άλμπερτ έμεινε άφωνος όπως και οι πρωταγωνιστές της ερωτική σκηνής μέσα στο γραφείο.
-«Κάρολ… Τζάκ…» αντίκρισε την γυναίκα του ξαπλωμένη ανάσκελα και τον καλύτερό του φίλο και κουμπάρο να μπαινοβγαίνει σαν έμβολο μέσα της. Χωρίς να σταματήσουν ούτε λεπτό συνέχισαν ξεσπώντας σε γέλια. «Τι… τι γίνεται… εδώ…;» οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του. Ένιωσε την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του.
-«Μη μου πεις ότι δεν το περίμενες Άλμπερτ…;» είπε με απάθεια η Κάρολ. «Κοιτάξου λίγο στον καθρέπτη μπας και δεις τα χάλια σου επιτέλους…»
Όσο κι αν το ήθελε να σηκώσει το χέρι του και να τους χτυπήσει δεν έβρισκε τη δύναμη. «Γιατί…; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια…» είπε αποτροπιασμένος και γύρισε να φύγει τρέχοντας. Οι πόρτες του ασανσέρ ήταν ανοικτές, καθώς είχε κολλήσει στον όροφό τους, μα δεν μπήκε μέσα. Κατευθύνθηκε στις σκάλες όπου και άρχισε να τις κατεβαίνει πηδώντας. Σα μικρό κορίτσι που έτρεχε επειδή της προσέβαλαν την τιμή έτρεχε κι αυτός χωρίς να κοιτάει πίσω. Ο θυρωρός άρχισε να γελάει μόλις πέρασε μπροστά του. Ο Άλμπερτ έπεσε με δύναμη στην πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Έκατσε στην θέση του οδηγού και έπιασε το τιμόνι. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε μηχανικά για το σπίτι. Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του θολώνοντας την όρασή του. Μόλις έφτασε στην κεντρική λεωφόρο πάτησε το γκάζι, ακόμη περισσότερο, προσπαθώντας να περάσει τους φωτεινούς σηματοδότες πριν ανάψει το κόκκινο. Είχε πλέον αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα όταν μία λευκή σκιά, μία ανθρώπινη φιγούρα, εμφανίστηκε μπροστά του. Δεν προλάβαινε να πατήσει φρένο. Ενστικτωδώς έστριψε το τιμόνι απότομα αριστερά.
-«Ρου–ζά–λκα…» είδε τον εαυτό του να φωνάζει σα να ήταν θεατής στην ίδια του τη ζωή που πήγαινε σε αργή κίνηση μπροστά του. Πλέον το αυτοκίνητο είχε εκτραπεί προς μία τζαμαρία ενός καταστήματος που ήταν γεμάτο πελάτες. Ευτυχώς δεν υπήρξαν τραυματίες πέρα από τον ίδιο τον Άλμπερτ αφού το τσαλακωμένο του αυτοκίνητο είχε χωθεί μέσα μέχρι τις πλαϊνές πόρτες. Η αστυνομία δεν άργησε να έρθει και να τον οδηγήσει στο κρατητήριο. Δικαιούταν μοναχά ένα τηλεφώνημα και προτίμησε να το κάνει στον Φιλ Κόλλινς· τον πρώην εργοδότη του. Η ώρα να του ξεπληρώσει κι αυτός κάποιες χάρες είχε φτάσει. Ο διοικητής της αστυνομίας, αφού μεσολάβησε ο Κόλλινς, επέτρεψε με άκρα μυστικότητα και με συνοδεία να πάει στην τράπεζα και να σηκώσει τα τελευταία χρήματα που του είχαν απομείνει ώστε να πληρώσει την εγγύηση αποφυλάκισης.
Η ώρα ήταν τέσσερις ακριβώς και σε ένα τέταρτο θα έπρεπε να βρισκόταν έξω από την σχολική εξώπορτα για να πάρει τον Τόνι. Τι να του έλεγε; Είχαν γίνει τόσα πολλά που προτίμησε να μην πει τίποτα. Για την επιστροφή πήρε ένα ταξί. Στην διαδρομή σκεφτόταν όλα όσα πέρασε για να καταλήξουν πάλι οι δύο τους αλλά σε πολλή χειρότερη κατάσταση. Πλέον ήταν απένταρος, χωρίς φίλο και γυναίκα, με κατεστραμμένο αυτοκίνητο και μία μήνυση που εκκρεμούσε εις βάρος του. Και όλα είχαν ξεκινήσει από αυτό το καταραμένο βιβλίο. Βαθιά μέσα του όμως πίστευε πως η μπόρα είχε τελειώσει και το ουράνιο τόξο θα φαινόταν όπου να ήταν. Πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να εξελιχτούν τα πράγματα; Δεν είχαν μείνει άλλα περιθώρια. Η διαδρομή έφτασε στο τέλος της. Ο ταξιτζής τους άφησε έξω από την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας και ο Άλμπερτ πήρε τον Τόνι από το χέρι και προσπάθησε να φύγει γρήγορα χωρίς να πληρώσει.
-«Έι… κύριε… τα λεφτά…» φώναξε ο οδηγός και έπιασε τον μοχλό έτοιμος να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω. Ο Άλμπερτ σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. Έψαξε τις τσέπες του και δεν έπιανε χρήματα εκτός από μικρά μεταλλικά κέρματα που κουδούνιζαν μεταξύ τους στο ύφασμα. Με μία κίνηση, κλείνοντας το χέρι του σε γροθιά, το έβγαλε έξω έχοντας πιάσει όλα τα ψιλά. Με βλέμμα απλανές πλησίασε τον οδηγό και έβαλε το χέρι του μέσα στην καμπίνα αφήνοντας να πέσουν από ψηλά τα κέρματα δίπλα του.
-«Μου τα πήρες όλα… μου τα πήρες πίσω με τον χειρότερο τρόπο. Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω…» ψιθύρισε μα δεν απευθυνόταν στον οδηγό. Ο μικρός Τόνι και ο οδηγός τον κοιτούσαν σαστισμένοι. Ο ταξιτζής είχε συνηθίσει να αντιμετωπίζει τρελούς. Ο Τόνι όμως τον έπιασε από το χέρι και τον χάιδεψε. Ο Άλμπερτ έσκυψε και τον έπιασε αγκαλιά φιλώντας τον στο κεφάλι.
-«Έ ρε μούρλα που κουβαλάει ο κόσμος…» είπε ο οδηγός μόλις έμεινε μόνος μέσα στην καμπίνα μετρώντας τα ψιλά. «Καλά λέω εγώ πως οι έντεκα στους δέκα είναι τρελοί…» φώναξε για να τον ακούσουν την ώρα που απομακρύνονταν και πάτησε το γκάζι για να εξαφανιστεί. Ο Τόνι ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει, μα ο Άλμπερτ, όσο κι αν τον ενόχλησε αυτό που αντιλήφθηκε, δεν γύρισε.
Η ζωή του είχε αλλάξει ριζικά και δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Πόσες ευκαιρίες να είχε μετέπειτα άλλωστε; Μαύρες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του μα το μόνο που τον σταμάταγε ήταν το μικρό παιδί που κρατούσε στα χέρια του. Ο πόνος τον είχε ενώσει μαζί του και θα το έκανε ξανά. Κάθε χτύπημα τον δυνάμωνε περισσότερο. Σταμάτησε λίγο πριν μπει στην κύρια είσοδο και κοίταξε στον ουρανό. Το μάτι του έπεσε στο παράθυρο του διαμερίσματός του. Για πρώτη φορά δεν ένιωσε πως τον παρακολουθούσε. Αισθανόταν πως με κάποιο τρόπο είχε βγει νικητής. Πως η Ρουζάλκα θα χανόταν στα άγνωστα μονοπάτια της πόλης και θα αναγκαζόταν να επιστρέψει σε εκείνο το ορφανοτροφείο όπου, επιτέλους, θα έβρισκε ανάπαυση και γαλήνη, ξεχνώντας τον για πάντα. Έβγαλε τα κλειδιά του και ξεκλείδωσε την πόρτα. Κάλεσε το ασανσέρ και μπήκαν μέσα για να τους οδηγήσει στον όροφό τους. Ο θάλαμος σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν. Βγήκαν και ξεκίνησαν να βηματίζουν προς το διαμέρισμα. Όσο πλησίαζαν, τα χέρια του πάγωναν.
-«Όλα καλά μπαμπά;»
-«Ναι, μην δίνεις σημασία…» απάντησε και τον άφησε για λίγο μόνο μπαίνοντας μπροστά ώστε να ανοίξει την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι του χώθηκε μέσα επιφυλακτικά λες και δεν ήταν αυτό το διαμέρισμά του. Το πεδίο ήταν καθαρό. Σήκωσε το δεξί του χέρι και έκανε νόημα στον Τόνι να πλησιάσει χωρίς να τον κοιτάζει. Τώρα και οι δύο βρίσκονταν μέσα. Χωρίς πολλές κουβέντες άρχισε να βγάζει τα ρούχα του φανερώνοντας την ψυχική αστάθεια που βίωνε. Ο Τόνι έκανε και αυτός το ίδιο λίγο παραπέρα.
-«Μπαμπά… πού είναι η μαμά…;» Τι να του έλεγε; Προτίμησε να μην απαντήσει καθόλου. Ο μικρός δεν ρώτησε ξανά. Αφού κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο έφυγε για να μπει μέσα στο δωμάτιό του. Ο Άλμπερτ έμεινε πίσω να τον κοιτάει να απομακρύνεται. Ο Τόνι έφτασε στην πόρτα και γύρισε την πετούγια για να την ανοίξει. Τίποτα το παραφυσικό μέχρι στιγμής. Η πόρτα έτριξε καθώς την έκλεισε με δύναμη ο μικρός.
Ο Άλμπερτ είχε μείνει κολλημένος να κοιτάει μέχρι που μία μαύρη σκιά τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ένα άυλο είδωλο αυτό που άρχισε να σχηματίζεται σιγά-σιγά μπροστά από την πόρτα και να βγαίνει από μέσα της προβάλλοντας στην αρχή μία φιγούρα σαν ανοικτό χέρι για να ακολουθήσει και το υπόλοιπο κορμί. Κι όμως… δεν τον είχε αφήσει και δεν θα το έκανε ποτέ. Αυτό το είχε καταλάβει τώρα. Η Ρουζάλκα βγήκε μέσα από την πόρτα σα να ήταν ένα τοίχος από νερό που δεν χυνόταν στο πάτωμα. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και τα μάτια της άσπρα, θαμπά στο χλωμό της πρόσωπο. Ο Άλμπερτ φοβήθηκε για τον γιο του και αψηφώντας το πρωτόγονο ένστικτό του που του έλεγε να το βάλει στα πόδια έτρεξε προς την πόρτα παραμερίζοντας το πνεύμα της. Άνοιξε την πόρτα με δύναμη και ο Τόνι γύρισε ξαφνιασμένος. Κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια μα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Άλμπερτ γύρισε και είδε την Ρουζάλκα να τον κοιτάζει με χαμόγελο αποκαλύπτοντας τα σαπισμένα της δόντια.
-«Για να δούμε…» είπε αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος μια και για πάντα, «…μπορείς να σκοτώσεις κάτι που είναι ήδη νεκρό;» και την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να την σέρνει σαν άψυχη κούκλα. Και έτσι του φάνηκε αφού η Ρουζάλκα δεν έβγαλε μιλιά. Δεν πάλεψε, δεν φώναξε, δεν αντιστάθηκε. Δεν έκανε τίποτα που να αποδεικνύει την απόκοσμη φύση της. «Δεν έχεις και τόσες δυνάμεις τελικά, έ;» Οι γείτονες τον έβλεπαν να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες παραμιλώντας και έχοντας το δεξί του χέρι τεντωμένο προς τα πίσω σα να τραβάει κάτι που εκείνοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν.
Η Ρουζάλκα δεν προέβαλε καμία αντίσταση μέχρι που έφτασαν στη γέφυρα της πόλης. Τα νερά λίμναζαν τέσσερα μέτρα πιο κάτω κρύβοντας το απύθμενο κενό στο σκοτάδι. Οι περαστικοί τον αντίκριζαν να παλεύει με τα πλάσματα της φαντασίας του. Άλλοι γελούσαν και άλλοι τον λυπόνταν. Ο Άλμπερτ την έπιασε και σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά την πέταξε μέσα στα παγωμένα νερά. Οι τριγύρω συνέχισαν να τον κοιτούν καλά-καλά. Είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως ήταν ένας μίμος που έκανε, όχι και τόσο καλά, την δουλειά του. Από ψηλά παρακολουθούσε το κορμί της να χάνεται καθώς το μαύρο σκοτάδι του κενού είχε αρχίσει να την καταπίνει με αργούς ρυθμούς. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του και λαμπύριζαν πολλή ώρα αφού χάθηκε ολόκληρη στην άβυσσο.
-«Και κοίτα να μείνεις εκεί για πάντα…» φώναξε δυνατά παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Τα βήματά του ήταν αρκετά γοργά. Ο Τόνι περίμενε μόνος στο σπίτι, και ήταν πολύ μικρός ακόμη γι’ αυτό. Ίσως για λίγη ώρα να μην υπήρχε πρόβλημα μα ήδη έλειπε σχεδόν δύο ώρες. Σκέφτηκε να πάρει κάποιο ταξί, μα οι τσέπες του ήταν άδειες. Έτσι άρχισε να τρέχει πλησιάζοντας πολύ γρήγορα στην πολυκατοικία του. Όσο όμως πλησίαζε ένα κακό προαίσθημα άρχισε να του τρώει την ψυχή και ένας κόμπος να βαραίνει το στομάχι. Στον τρίτο όροφο έβλεπε νερά να χύνονται από κάποιον όροφο πιο πάνω. Στον τέταρτο ήταν ακόμη πιο έντονα και αυτή τη φορά δεν ήταν ο μοναδικός που το έβλεπε αυτό. Γείτονες βρίσκονταν έξω προσπαθώντας να σκουπίσουν τα νερά έξω από το διαμέρισμά τους. Στο πέμπτο που έμενε τα πάντα είχαν πλημυρίσει. Προς κακή του έκπληξη τα νερά είχαν φουσκώσει το ξύλο κάτω από τη δική του πόρτα με αποτέλεσμα να έχει φρακάρει. Ο Άλμπερτ έχωσε μέσα το κλειδί και το γύρισε μα δεν άνοιγε. «ΤΟΝΙ…» άρχισε να φωνάζει πανικοβλημένος και να σπρώχνει. Η πόρτα δεν υποχωρούσε και άρχισε να της δίνει χτυπήματα με το πλάι του ώμου. Τίποτα. Κλωτσιές και μπουνιές χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου πήρε φόρα και έπεσε πάνω της κάνοντάς της μία βαθιά ρωγμή ακριβώς στη μέση.
Η πόρτα άνοιξε και αυτός έπεσε μέσα γλιστρώντας στα νερά που είχαν σχηματίσει μία μαύρη λίμνη. «ΘΕΕ ΜΟΥ…ΤΟΝΙ…» φώναξε ξανά με όλη του τη δύναμη αλλά δεν πήρε απάντηση. Σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο του γιου του που ήταν άδειο. Αμέσως κατευθύνθηκε στο μπάνιο από όπου έρχονταν τα νερά. Η πόρτα ήταν κλειστή και κλειδωμένη από μέσα. Ο Άλμπερτ φώναζε συνεχώς το όνομα του γιου του. Με μία δυνατή κλωτσιά την έσπασε κι αυτή ανοίγοντάς την διάπλατα.
Η Ρουζάλκα στεκόταν μπροστά από τη μπανιέρα που ήταν γεμάτη νερό και συνέχιζε να ξεχειλίζει. Μέσα στο νερό ήταν γυρισμένο μπρούμυτα το άψυχο κορμί του Τόνι που είχε μελανιάσει. «ΟΟΟΧΧΧΙΙΙ…» έπεσε σε παραλήρημα φωνάζοντας όπως δεν έχει φωνάξει άνθρωπος ποτέ στην ζωή του και πήρε το παγωμένο του σώμα στην αγκαλιά του χαϊδεύοντάς του το κεφάλι. «Όχι θεούλη μου, όχι σε παρακαλώ…» έκλαιγε ελπίζοντας πως ζούσε έναν εφιάλτη. «Τώρα θα ξυπνήσω… όπου να’ ναι θα ξυπνήσω…» επαναλάμβανε συνεχώς. «Πάρε εμένα Θεέ μου… πάρε εμένα στην θέση του…» η Ρουζάλκα κοιτούσε αμίλητη με εκείνο το χαμόγελο στα χείλη που τόσο μισούσε να βλέπει. «ΕΣΥ…» απευθύνθηκε και δεν συνέχισε.
-«Όχι… ΕΣΥ…» απάντησε σαν φίδι που μιλάει ψιθυριστά, «Τελείωσε αυτό το βιβλίο…» του είπε ξανά.
-«Γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί…;»
-«Δεν σου το έκανα εγώ. Εσύ το προκάλεσες στον εαυτό σου. Τελείωσε αυτό το βιβλίο ΤΩΡΑ.» του φώναξε ή μάλλον τον διέταξε.
-«Θέλεις να τελειώσω το βιβλίο μωρή καργιόλα…;» γρύλισε μέσα από τα δόντια του καθώς κρατούσε ακόμη τον Τόνι στην αγκαλιά του. «Θα σου δείξω εγώ το τέλος αυτής της ιστορίας…» και βγήκε έξω από το μπάνιο ψάχνοντας το καταραμένο τεχνούργημα που του ανέτρεψε την ζωή. Δεν δυσκολεύτηκε να το βρει. Στεκόταν με τα φύλλα του διάπλατα ανοικτά πάνω στο τραπέζι περιμένοντας να διαβαστεί. Το έπιασε και το έκλεισε με δύναμη παίρνοντας το μαζί του. Ο Τόνι ακόμη παγωμένος στεκόταν μέσα στα σφικτά του χέρια που δεν έλεγαν να τον αφήσουν. Η Ρουζάλκα, άφαντη, χαμένη μέσα στο μπάνιο που την άφησε.
Βγήκε έξω από το διαμέρισμά και στάθηκε μερικά μέτρα πιο πέρα. Άφησε κάτω τον γιο του καθώς έντρομοι γείτονες του ορόφου έσπευσαν να δουν τι συνέβαινε. Αμέσως έπεσαν πάνω στο άψυχο κορμί προσπαθώντας να το συνεφέρουν. Κανείς δεν γνώριζε τι το είχε προκαλέσει. Ο Άλμπερτ είχε σκύψει στα γόνατα έχοντας πίσω στην πλάτη του μερικούς από τους γείτονες ακούγοντας την οχλαγωγία τους. Έσκυψε μπροστά του και ακούμπησε κάτω το βιβλίο. Η ανοικτή πόρτα του διαμερίσματος έκλεισε ξαφνικά από μία αόρατη δύναμη απλώνοντας τον αντίλαλο του χτυπήματος σε όλο το κλιμακοστάσιο.
Ο Άλμπερτ έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και άρχισε να ψάχνει. Λίγο μετά έβγαλε ένα μεταλλικό αναπτήρα που χρησιμοποιούσε όταν κάπνιζε αρκετά χρόνια πριν. Με ένα κλικ, άνοιξε το καπάκι αποκαλύπτοντας την κυκλική τσακμακόπετρα. Με ένα γρήγορο κατέβασμα του αντίχειρα πάνω στην πέτρα, άναψε το φυτίλι ακουμπώντας το στα ανοιγμένα φύλλα του βιβλίου. Το βιβλίο άρχισε να καίγεται σελίδα-σελίδα και όπως εξαπλώνονταν η φωτιά πάνω του έτσι άρχισε να φλέγεται στο εσωτερικό του και το διαμέρισμα σκορπώντας παντού τους μαύρους καπνούς του. Μια σειρήνα σε κάθε όροφο ξεκίνησε να χτυπάει και το πλήθος βγήκε στους διαδρόμους τρέχοντας υπό τη συνοδεία της τεχνίτης βροχής της αυτόματης πυρόσβεσης. Οι φλόγες ξεπήδαγαν μέσα από την άσπρη πόρτα που είχε αρχίσει να μαυρίζει. Ο Άλμπερτ είχε μείνει ακόμη γονατισμένος ευχόμενος να τελειώσει η ζωή του εκείνη τη στιγμή. Πίσω του ακόμη βρισκόταν ξαπλωμένος ο Τόνι. Το κτήριο άδειασε και γέμισε από πυροσβέστες και αστυνομικούς που τον έβγαλαν έξω σηκωτό.
Τα περιπολικά ξεκίνησαν την διαδρομή τους προς το αστυνομικό τμήμα παίρνοντας τον γνωστό δρόμο που οδηγούσε έξω από το παλαιοπωλείο. Στην πίσω θέση μαζί με άλλους δύο αστυνομικούς καθόταν δεμένος με χειροπέδες ο Άλμπερτ και πίσω τους ακριβώς ακολουθούσε το ασθενοφόρο. Ο Άλμπερτ δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω και ενώ το βλέμμα του έμοιαζε απλανές μόλις έφτασαν έξω από το εστιατόριο, απέναντι από το στενό σοκάκι, η ματιά του καρφώθηκε στο βάθος. Συγκλονισμένος είδε το σημείο στο οποίο βρισκόταν το παλαιοπωλείο να ρημάζει άδειο και εγκαταλελειμμένο στο πέρασμα του χρόνου σα να μην υπήρξε ποτέ εκεί κάποιο παλαιοπωλείο. Η αντίδρασή του τράβηξε το ενδιαφέρον των αστυνομικών που κοίταξαν κι εκείνοι.
-«Δεν υπάρχει τίποτα…» είπαν επιτακτικά και τον έσπρωξαν για να γυρίσει ξανά μπροστά.
Η φωτιά αποδόθηκε σε ατύχημα αν και ο Άλμπερτ πίστευε πως για όλα ευθυνόταν εκείνο το κορίτσι που άθελά του είχε καλέσει από τον κόσμο των νεκρών. Μα ο θάνατος του μικρού Τόνι αποδόθηκε στον ίδιο τον Άλμπερτ που δεν μπόρεσε ποτέ του να αποδείξει πως ήταν αθώος.
Τώρα πια είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη περνώντας τα χρόνια του στην ψυχιατρική πτέρυγα μίας φυλακής υψίστης ασφαλείας παρέα με βαρυποινίτες κάθε είδους. Ακολουθούσε ισχυρή φαρμακευτική αγωγή και επισκεπτόταν συχνά τον ψυχίατρο του ιδρύματος για να μιλήσει προσπαθώντας να ελαφρύνει την συνείδηση του ή απλά για να εκφράσει τον πόνο του σε κάποιον. Πλέον είχε αποδεχτεί τα γεγονότα όπως τα είχαν λογικά εξηγήσει οι γιατροί. Το κεφάλι του είχε αρχίσει απαλλάσσεται από τις παραισθήσεις και να βλέπει για πρώτη φορά καθαρά. Ίσως τελικά τα πάντα να ήταν δημιουργήματα του μυαλού του. Ίσως τα εγκεφαλικά του αγγεία όντως να είχαν οξεία αιμορραγία και να μην υπήρξε ποτέ Κάρολ, δουλειά και χρήματα. Τα πισωγυρίσματα όμως ήταν κι αυτά μέρος του παιχνιδιού. Όλοι οι τρόφιμοι παρουσίαζαν τέτοιου είδους φαινόμενα. Τότε έδιναν ακόμη πιο ισχυρά φάρμακα και σε ακραίες περιπτώσεις κατέφευγαν σε ηλεκτροσόκ. Αυτό μέχρι στιγμής δεν είχε χρειαστεί στον Άλμπερτ, μα αυτή η επίσκεψη στον ψυχίατρο ίσως να έδινε την αφορμή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-«Κύριε Ρος… συνεχίζετε να εμμένετε σε αυτή την ιστορία ενώ βλέπετε πως δεν σας οδηγεί πουθενά. Τα έχουμε πει ξανά και ξανά. Πρέπει να προχωρήσετε μπροστά. Αυτό το μικρό κορίτσι, την Ρουζάλκα όπως την είπατε, τη δημιούργησε το άλλο σας εγώ με σκοπό να δικαιολογήσετε τις πράξεις για τις οποίες, δυστυχώς, δεν είχατε τον έλεγχο.»
-«Όχι γιατρέ…»
-«Χρειάζεστε ξεκούραση. Ίσως αν δεν ήσασταν τόσο πιεσμένος από τα προσωπικά σας προβλήματα στο παρελθόν, τώρα μπορεί να ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα.»
-«Μα γιατρέ…»
-«Λυπάμαι…» είπε ορθά κοφτά και σηκώθηκε από την καρέκλα. «Και σας παρακαλώ… μην έρθετε ξανά με την ίδια ιστορία, αλλιώς…»
Ο Άλμπερτ έκλεισε καταφατικά τα μάτια και κούνησε το κεφάλι. Σηκώθηκε και βγήκε από την πόρτα όπου τον παρέλαβαν οι φύλακες για να τον οδηγήσουν στο κελί του. Τα βήματά του ήταν βαριά και περπατούσε με την πλάτη σκεβρωμένη πιάνοντας αριστερά κάτω από το στήθος την μεγάλη τομή που είχε υποστεί από την αφαίρεση σπλήνας. Τελικά την είχε βγάλει και η βελτίωση ήταν ελάχιστη. Ήταν πια πολύ καταβεβλημένος. Η πάθησή του τον είχε αποδυναμώσει. Αισθανόταν ότι πέθαινε κάθε μέρα με τον χειρότερο τρόπο. Αργά και βασανιστικά. Το κορμί του πολεμούσε με την θρομβοπενική πορφύρα και το μυαλό του με την παράνοια που έδειχνε πως τελικά του χτυπούσε την πόρτα. Οι φύλακες τον οδήγησαν ακριβώς έξω από το κελί του και ανοίγοντάς το, τον έριξαν μέσα με μία δυνατή σπρωξιά. Τα φώτα έκλεισαν και εκείνος έκατσε πάνω στο κρεμαστό κρεβάτι. Έβαλε τα χέρια του πάνω στα γόνατα και περίμενε να ξημερώσει. Λίγα λεπτά αργότερα όμως ένας φύλακας εμφανίστηκε στην καγκελόπορτα.
-«Ψστ… έι… εσύ…» του φώναξε δυνατά ταράσσοντάς τον ακόμη πιο πολύ. Ο Άλμπερτ πλησίασε στην πόρτα με αργά ξεψυχισμένα βήματα. «Βρήκα αυτό το πακέτο μέσα στην αποθήκη και γράφει πάνω το όνομά σου.»
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του άρρωστου άντρα, ελπίζοντας πως ήταν ένα πακέτο από την Κάρολ και άπλωσε τα χέρια του να το πιάσει.
-«Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση…;» συνέχισε να λέει ο φύλακας, «…πως σήμερα το πρωί άδειασα όλη την αποθήκη από τα γράμματα και τα δέματα που είχα για μοίρασμα. Το πακέτο αυτό όμως το αντίκρισα ξεχασμένο σε ένα ράφι αφού επέστρεψα. Κι εγώ δεν ξεχνάω δέματα. Τέλος πάντων όμως. Είδα πως πάνω έγραφε το όνομά σου και έτσι είπα να σου το φέρω…»
-«Τι έχει μέσα…;»
-«Άνοιξε και θα δεις…» είπε και του το έδωσε στα χέρια μέσα από τα σίδερα. Ο φύλακας γύρισε και απομακρύνθηκε παραμιλώντας μέσα στο σκοτάδι. «Ποιος ανόητος κάνει τέτοια δώρα…;»
Τα χέρια του έτρεμαν από χαρά. Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια κάποιος τον θυμήθηκε. Ό,τι κι αν ήταν θα το δεχόταν με μεγάλη χαρά. Αμέσως πήρε το δέμα και κατευθύνθηκε στο ξύλινο γραφείο που είχε ένα παλιό μεταλλικό λαμπατέρ. Πάτησε τον διακόπτη και η λάμπα φέγγισε ελαφρά το δωμάτιο. Άγχος, αγωνία και λαχτάρα για αυτή την απρόσμενη επίσκεψη που τον έκανε για λίγο να πιστέψει ξανά στην ζωή.
Με τα ζαρωμένα του πλέον χέρια έπιασε το καπάκι και με μία κίνηση το άνοιξε. Μία αμυδρή λάμψη έβγαινε μέσα από το σκοτεινό κουτί μα δεν μπορούσε να διακρίνει ακριβώς τι. Έτσι έπιασε το περιεχόμενο για να το βγάλει από μέσα. Το αίμα του πάγωσε και μόνο στην ιδέα. Ήταν ένα βιβλίο με δερμάτινο σώμα. Το φώτισε με το υποτονικό λαμπάκι φανερώνοντας επιτέλους το καταραμένο τεχνούργημα. Ρουζάλκα, τα γράμματα έλαμψαν άλλη μία φορά στο εξώφυλλο καθώς απορρόφησαν τα σιωπηλά δάκρυα-ποτάμια που άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του.
Λίγα μέτρα πίσω του μία σκιά άρχισε να διαγράφεται πιο μαύρη από την σκοτεινιά του ψυχιατρείου πάνω στους τοίχους και ένα μαύρο χέρι άρχισε να ξεπροβάλει από μέσα τους. Ο Άλμπερτ δεν γύρισε καν, παρά μόνο έμεινε παγωμένος στο άκουσμα της φιδίσιας ψιθυριστής φωνής της Ρουζάλκας…
-«Δεν έχεις δει τίποτα ακόμη. Τώρα αρχίζουν όλα…» και η φωνή της μετατράπηκε σε βαριά, μπάσα και δαιμόνια τρομακτική… «ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ…»
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © All rights reserved Κονσταντίνος Βαρδής, Αθήνα 2015
Σημειώσεις:
Οι εικόνες που κοσμούν την ιστορία είναι επιλογές του συγγραφέα.
Περισσότερα από/για τον Κωνσταντίνο Βαρδή: