-«Καληνύχτα, Τομ...» απάντησε ευγενικά η διαφημίστρια του κολοσσού Hanson’s.
Η ώρα ήταν 21:00 ακριβώς και όλο το προσωπικό είχε φύγει καθώς άλλη μία κουραστική μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Ο βραδινός φύλακας, ο Μάρκους, μόλις είχε έρθει για να αναλάβει το πόστο του.
-«Γεια σου Σάρα...» αναφώνησε με χαρά. Η Σάρα ανταπέδωσε. Πάντα ήταν πρόσχαρη με όλους της τους συναδέλφους. Ο Μάρκους έφτασε στο γραφείο του, έσκυψε για να αφήσει το χαρτοφύλακά του πλάι στην καρέκλα του και κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο. Έριξε μία γρήγορη ματιά τριγύρω ώσπου σταμάτησε στο γραφείο της. «Ακόμη εδώ...;» είπε σφίγγοντας τα χείλη του. Η Σάρα σήκωσε το κεφάλι δείχνοντάς του τη στοίβα με τα χαρτιά που είχε να συμπληρώσει πριν σχολάσει.
-«Κάποιος πρέπει να τα κάνει κι αυτά...»
-«Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Άστα και πήγαινε σπίτι σου, Σάρα. Μην κάνεις το λάθος που έκανα κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Καλύτερα χωρίς δουλειά, παρά χωρίς οικογένεια.» ο γέρος αναστέναξε. «Πίστεψέ με που στο λέω. Κάτι ξέρει το γέρικο κεφάλι μου...» είπε, καθώς το έξυνε.
-«Μακάρι να μπορούσα, αγαπητέ μου Μάρκους... μακάρι να μπορούσα.»
Ο Μάρκους σηκώθηκε και έκανε έναν τυπικό έλεγχο γύρω από τον χώρο. Ήταν αρκετές οι φορές που την είχε δει να κάθεται ακόμη και μετά το κλείσιμο της εταιρείας, μαζί με κάποιους άλλους συναδέλφους για να κλείσει τις ημερήσιες εκκρεμότητες. Την κοίταζε από μακριά ξεχωρίζοντας φανερά την αφοσίωσή της στα εργασιακά της καθήκοντα. Αν και εργαζόταν μόνο τρία χρόνια, είχε καταφέρει να κερδίσει πολλά περισσότερα θετικά σχόλια από τη διεύθυνση και από παλαιότερους συναδέλφους της κατατάσσοντάς την στις ικανότερες διαφημίστριες κερδίζοντας, μάλιστα, αρκετές φορές την θέση και του καλύτερου υπάλληλου του μήνα. Η αστείρευτη όρεξη και ο υπερβάλλοντας ζήλος είχαν δώσει λαβή σε κάποιους συναδέλφους να την κατηγορήσουν για μεθοδευμένη τακτική· ψίθυροι που έφταναν στα αυτιά της κάνοντάς την όμως να δουλεύει ακόμη πιο σκληρά. Η νεαρή κοπέλα από το Σάλεμ είχε έρθει με σκοπό να πετύχει σε αυτή τη νέα πόλη. Ήταν όμορφη, έξυπνη και πάνω απ’ όλα γλυκιά, τραβηχτική όπως έλεγαν αρκετοί. Μερικοί μάλιστα, άγνωστοι πελάτες κατά πλειοψηφία, μπερδεύονταν όταν την πρωτοαντίκριζαν νομίζοντας πως πρόκειται για ένα από τα μοντέλα που είχαν ώστε να διαφημίσουν μερικά από τα εκατοντάδες προϊόντα τα οποία τους είχαν αναθέσει οι πολυεθνικές για να διαφημίσουν. Όπως ρούχα, κοσμήματα και άλλα τέτοια που χρειάζονταν ένα υπέροχο κορμί με ένα ακόμη πιο συμπαθές πρόσωπο να τα συνοδεύει. Αλλά η Σάρα δεν ήταν τέτοια γυναίκα. Εργαζόταν πυρετωδώς να πιάσει τους στόχους της εταιρείας η οποία ήταν, ίσως, η μεγαλύτερη εταιρεία, που στεγαζόταν ποτέ, μέσα σε εμπορικό κέντρο στον κόσμο. Το Central βρισκόταν στο κέντρο της Βοστώνης και η εταιρεία Hanson’s καταλάμβανε σχεδόν τη μισή του έκταση. Τα γραφεία, το διαχειριστικό τμήμα, το διαφημιστικό ακόμη και ένα κομμάτι της παραγωγής βρισκόταν μέσα του.
Η Σάρα όλον αυτό τον καιρό είχε κρατήσει μακριά τα προσωπικά της από όλους εκείνους που έβλεπαν στο πρόσωπό της μία φίλη, έναν εχθρό ή ακόμη... και κάτι περισσότερο. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για την καταγωγή της, την οικογενειακή της κατάσταση και δυστυχώς, ή ευτυχώς, δεν είχε κάνει φίλους. Κάθε βράδυ έπαιρνε μόνη της το λεωφορείο και χανόταν σε μέρη άγνωστα.
-«Ξέρεις Σάρα... σε συμπαθώ πολύ. Νοιάζομαι για εσένα. Έχεις την ίδια ηλικία με την αδικοχαμένη μου κόρη. Βλέπω, αν θέλεις, εκείνη μέσα στα δικά σου τα μάτια, γι’ αυτό και σου μιλάω έτσι. Σαν πατέρας. Ελπίζω να μην με παρεξηγείς...» η Σάρα άκουγε αυτά τα λόγια αρκετά συχνά από τον βραδινό επόπτη. Ο Μάρκους είχε στην επίβλεψή του όλο το εμπορικό κέντρο μα πάντα έδινε περισσότερη προσοχή στα σημεία εκείνα όπου οι άνθρωποι ακόμη εξακολουθούσαν να εργάζονται.
-«Όχι, Μάρκους. Δεν σε παρεξηγώ. Σε ευχαριστώ που νοιάζεσαι για εμένα...»
-«Ξέρεις Σάρα... με όλο το θάρρος...» είχε σταματήσει μπροστά της και ακουμπούσε με τα χέρια του στο γραφείο της ενώ ήταν λίγο σκυφτός, «Λένε πως είσαι αντικοινωνική, πως κάτι περίεργο συμβαίνει με σένα... τρία χρόνια είναι πολύ καιρός ώστε να μην έχεις αναπτύξει επαφές με κανέναν...»
-«Έχω αναπτύξει με σένα...» και οι δύο χαμογέλασαν ελαφρά. «Εσύ Μάρκους, τι νομίζεις για εμένα...;»
-«Δεν νομίζω τίποτα καλή μου Σάρα. Θέλω μόνο να ξέρεις πως αν χρειαστείς κάτι από εμένα, μην διστάσεις να μου το ζητήσεις. Θα είμαι δίπλα σου...»
-«Αυτό μου φτάνει. Αυτό μου φτάνει...» είπε και χώθηκε ξανά μέσα στα άσπρα και κίτρινα χαρτιά που περίμεναν να συμπληρωθούν.
Η ώρα πέρασε και η νεαρή κοπέλα είχε τελειώσει την εργασία της. Σηκώθηκε, καληνύχτισε τον φύλακα όσην ώρα αυτός της ξεκλείδωνε την πόρτα και χάθηκε στο κρύο σκοτάδι.
Το επόμενο πρωινό φωτίστηκε με τις πλούσιες ακτίνες του ηλίου. Η ώρα ήταν 08:45 και οι πρώτοι εργαζόμενοι του εμπορικού είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Το ένα κατάστημα μετά το άλλο άνοιγε τις πόρτες του περιμένοντας τους επίδοξους αγοραστές και πελάτες. Ο Μάρκους κοίταξε το ρολόι του βλέποντας πως η ώρα ήταν 09:00 ακριβώς. Η Σάρα δεν είχε φανεί, αναγκάζοντας μία συνάδελφό της να περιμένει έξω από την πόρτα της εταιρείας. Ήταν η Τάμι. Μία νεαρή κοπέλα περίπου στα 30 που μετρούσε μόλις ένα χρόνο στην εταιρεία Hanson’s. Του έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση που είχε φτάσει τόσο νωρίς. Η Τάμι δεν πάταγε το πόδι της αν οι ακτίνες του ηλίου δεν είχαν ζεστάνει πρώτα καλά-καλά το γραφείο της που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από αυτό της Σάρα. Για κάποιο λόγο η νεόφερτη Τάμι πήδαγε τα σκαλιά της ιεραρχίας ανεβαίνοντας αρκετά γρήγορα σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ξεκίνησε ως απλή γραμματέας στην υποδοχή μα η πορεία έδειξε πως ήταν διατεθειμένη να φτάσει ακόμη πιο μακριά. Τα γραφεία στα οποία βρίσκονταν οι θέσεις τους ήταν στον πέμπτο όροφο. Πριν έναν χρόνο είχε ξεκινήσει από το ισόγειο όπου εργαζόταν στην υποδοχή. Το πρώτο πρόσωπο που συναντούσε κάποιος αν ήθελε να πάει στην εταιρεία. Ήταν ένα πολύ όμορφο πρόσωπο που δημιουργούσε έντονες φαντασιώσεις για το υπόλοιπο σύνολο. Και τα μάτια της, αυτό το πολλά υποσχόμενο βλέμμα, επιβεβαίωνε την πρώτη εντύπωση. Λίγους μήνες αργότερα ανέβηκε από το ισόγειο στον τρίτο και αμέσως μετά στον πέμπτο αναλαμβάνοντας καθήκοντα συμβούλου του αντιπροέδρου πάνω στο διαφημιστικό κομμάτι όπως αυτό της Σάρας. Ο αντιπρόεδρος ονομαζόταν Γουίλιαμ και ήταν ο σύζυγος της κυρίας Hanson. Η μοναχοκόρη και κύρια κληρονόμος της πατρικής της περιουσίας η οποία όμως ποτέ δεν πάταγε στην εταιρεία της. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στις πράξεις του συζύγου της.
Ο Μάρκους κοίταξε ξανά το ρολόι του. Οι δείκτες έδειχναν ακριβώς 09:15. Ο αντιπρόεδρος φάνηκε να καταφθάνει με την πανάκριβη λιμουζίνα του και να τον αφήνει ακριβώς πάνω στο κόκκινο χαλί σα να ήταν κάποιος διάσημος σταρ. «Ωχ...» αναστέναξε ο φύλακας περιμένοντας να δει τη Σάρα να καταφθάνει πριν απ’ όλους. Μάταια όμως. Το περίμενε βέβαια. Ήξερε πως αυτή η ιστορία δεν θα μπορούσε να τραβήξει για πολύ. Κάποια στιγμή θα γινόταν κι αυτό. Ο άνθρωπος πρέπει κάπου-κάπου να τα γράφει και λίγο στα παλιά του τα παπούτσια για να βγάζει τη μέρα σωστά. Όχι όμως και η Σάρα που ξενυχτούσε σε καθημερινή βάση από τότε που είχε έρθει στην εταιρεία η Τάμι.
Ο Γουίλιαμ ανέβηκε τις σκάλες και προχώρησε προς τις γυάλινες πόρτες. Ο Μάρκους του άνοιξε την πόρτα για να μπει. «Καλή σας μέρα κύριε Γουίλιαμ...» είπε δειλά σα να είχε κάνει κάποια σκανταλιά. Ο αντιπρόεδρος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού και χωρίς να δώσει απάντηση έβγαλε από μέσα το πανάκριβο κουβανέζικο Cohiba Behike πούρο του των 470 δολαρίων. Κοντοστάθηκε μπροστά από το ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και μέχρι αυτό να έρθει άναψε τραβώντας μία βαθιά τζούρα εκτοξεύοντας τον καπνό επιδεικτικά στον αέρα. Σα να μην υπάρχει σταχτοδοχείο δίπλα του τίναξε ελαφρά το δάκτυλό του σκορπώντας τη στάχτη στο πάτωμα. Ο φύλακας κοίταζε αμίλητος και έσκασε μόνο ένα χαμόγελο όταν είδε τη Σάρα να έρχεται από μακριά τρέχοντας. Το ασανσέρ έφτασε στο ισόγειο και άνοιξε τις πόρτες του για να πάρει μέσα τον αντιπρόεδρο που σαν είδε τη Σάρα να ανεβαίνει αλαφιασμένη τα σκαλιά δεν μπήκε στο κόπο να πατήσει το κουμπάκι της αναμονής. Οι πόρτες έκλεισαν καθώς η λαχανιασμένη διαφημίστρια απείχε μόλις τρία με τέσσερα μέτρα. Ο θάλαμος έκανε τον χαρακτηριστικό θόρυβο «ντλιν» μόλις ξεκίνησε και άλλον έναν μόλις σταμάτησε στον πέμπτο. Η Τάμι περίμενε έξω από την κλειστή πόρτα.
-«Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί γλυκιέ μου...» του είπε με παράπονο πριν ακόμη προλάβει να ειπωθεί μία καλημέρα. «Σ’ το είπα. Πρώτη έρχομαι και τελευταία φεύγω...». Ο αντιπρόεδρος χαμογέλασε πονηρά και πέρασε από μπροστά της. Με την κάρτα του άνοιξε την πόρτα περνώντας την μπροστά από τον αισθητήρα. «Κάθε μέρα τα ίδια. Είδες...; Δεν είχα άδικο...»
Η Σάρα περίμενε το ασανσέρ. Ο Μάρκους την πλησίασε πιάνοντας της τον ώμο. «Ώρα να πηγαίνω κι εγώ...» συνοφρύωσε το κούτελό του.
-«Καλή ξεκούραση Μάρκους...»
Ο Μάρκους ανταπόδωσε και βγήκε από το κτήριο. Το ασανσέρ κατέβηκε άλλη μία φορά και άνοιξε τις πόρτες του. Δίπλα της είχαν μαζευτεί και άλλοι άνθρωποι, πελάτες άλλων επιχειρήσεων, οι οποίοι κατέβηκαν σε χαμηλότερους ορόφους καθυστερώντας κι άλλο την άφιξή της. Επιτέλους το ασανσέρ έφτασε στον 5ο όροφο. Με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά η Τάμι την περίμενε στην είσοδο δήθεν πως είχε βγει να πάρει λίγο αέρα κρατώντας τον καφέ της στα χέρια της.
-«Καλημέρα!» προσφώνησε η Σάρα αν και οποιοσδήποτε θα μπορούσε να καταλάβει το ειρωνικό χαμόγελο της Τάμι.
-«Τέτοια ώρα που ήρθες... μάλλον καλησπέρα θα έπρεπε να πεις...»
Η Σάρα κοκάλωσε. Αμέσως έστριψε το κεφάλι κοιτώντας τη στα μάτια. «Ξέρεις πως δεν ευθύνομαι εγώ για την καθυστέρησή μου σήμερα.»
-«Α, μπα...»
-«Κάποια στιγμή θα γινόταν κι αυτό αφού εσύ...»
-«Ναι, ρίξε τα τώρα και στους άλλους...»
-«Δεν τα ρίχνω καθόλου και σε κανέναν άλλον Τάμι, παρά μόνο σε σένα. Δική σου δουλειά είναι αυτή που κάνω και το ξέρεις πολύ καλά.»
-«Μμμ... ναι, κατάλαβα. Κανείς δεν σου ζήτησε να με βοηθήσεις. Μόνη σου προσφέρθηκες.»
-«Ναι, που να μην έμπλεκα, γιατί σε λυπήθηκα όταν η κυρία Hanson ζήτησε απόλυση όσων δεν έπιαναν τους στόχους. Δεν σε ήξερα τότε και μου έμοιαζες με κάποια που ήθελε λίγη βοήθεια. Δυστυχώς μπλέχτηκα και τώρα μου είναι δύσκολο να αποκαλύψω αυτό που συμβαίνει καθώς θα πληγεί και η δική μου εικόνα.»
-«Εγώ χρυσή μου δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Ποτέ δεν την χρειαζόμουν. Αν έφτασα ως εδώ είναι γιατί το αξίζω...»
-«Ναι, το βλέπω... έχεις προσόντα...»
-«Σε λυπάμαι Σάρα. Ήταν να μην αρχίσει η κατρακύλα σου. Έτσι όπως πας όμως δεν σε βλέπω να μένεις στον όροφό μας για πολύ ακόμα.»
-«Εγώ φταίω...» ήταν η τελευταία της κουβέντα και προχώρησε στον διάδρομο με προορισμό το γραφείο της. Περνώντας έξω από το γραφείο του αντιπρόεδρου γύρισε να κοιτάξει μέσα από το τζάμι. Αντίκρισε τον Γουίλιαμ να την κοιτάζει κουνώντας αρνητικά το δάκτυλό του και δείχνοντας το ρολόι. Η Σάρα προσπάθησε να εξηγήσει τι συνέβη μα μπαίνοντας μέσα δεν μπόρεσε να πει κάτι αφού την επίπληξε. Με την ουρά στα σκέλια μπήκε στο γραφείο της ανοίγοντας τον χοντρό φάκελο με τα προϊόντα που έπρεπε να προωθήσουν μέσα από την διαφημιστική τους καμπάνια. Η Σάρα άρχισε αμέσως την έρευνα αγοράς μέσω internet και γνωστών. Στα χέρια της κρατούσε το προϊόν που είχαν στείλει από την φαρμακευτική εταιρία. Ήταν ένα μικρό βοήθημα για τον αυχένα και είχε βγει για να μαζέψει απόψεις από τους περαστικούς και κάποιους αθλίατρους που είχε κάνει γνωριμίες στο παρελθόν. Σε κάθε δείγμα που παραλάμβανε ακολουθούσε τακτικές που, ενώ κάποιοι δεν τις ενέκριναν, στην τελική παρουσίαση κέρδιζε τις εντυπώσεις. Αφού το μεσημέρι έφτασε τελειώνοντας ένα μικρό κομμάτι από την έρευνά της, επέστρεψε στο γραφείο όπου εκεί με μεγάλη του χαρά ο συνάδελφός της, ο Τομ, την ενημέρωσε πως έστειλαν συγχαρητήρια επιστολή από την εταιρεία καλλυντικών όπου τους είχε ετοιμάσει ένα σύντομο διαφημιστικό σποτ. Έγραφαν συγκεκριμένα πως από την στιγμή που ξεκίνησε να παίζεται η διαφήμιση οι πωλήσεις τους εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Το χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και ένιωθε μία μεγάλη ικανοποίηση που θα έβλεπε την Τάμι να σκάει από την ζήλια της. Περνώντας όμως μπροστά από το γραφείο του αντιπροέδρου τον είδε αυτόν μέσα με την Τάμι να είναι όρθιοι και να της σφίγγει το χέρι εγκάρδια. Η Σάρα ξαφνιάστηκε μα προσπάθησε να μην το δείξει. Συνέχισε το βήμα της προς το γραφείο της. Έκατσε. Η καρέκλα της Τάμι είχε ακόμη το ζεστό βαθούλωμα των οπίσθιών της σχηματισμένο στο ψεύτικο δέρμα. Άρα δεν είχε σηκωθεί πολύ ώρα. Η περιέργεια την έτρωγε να μάθει τον λόγο για τον οποίον βρισκόταν μέσα και με ανοιχτές τις γρίλιες, γιατί όταν ήταν κλειστές, ήξερε τι έκαναν, της έδινε προαγωγή. Η Τάμι βγήκε και ήρθε να καθίσει στην καρέκλα της. Λίγο πριν όμως ήρθαν δύο συνάδελφοι και την συγχάρηκαν για την επιτυχία της. Η Σάρα το άκουσε αυτό και όσο κι αν ήθελε να κρατήσει την ψυχραιμία της δεν μπορούσε.
-«Γιατί μόνο εσένα;» την ρώτησε θυμωμένα.
-«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις...»
-«Αυτή την διαφήμιση την κάναμε μαζί. Γιατί μόνο εσένα συγχάρηκαν;»
-«Άαα... μην ανησυχείς. Ο Γούιλιαμ... εμ... ο αντιπρόεδρος ζήτησε να δει κι εσένα μα του είπα πως έλειπες από το πρωί καθώς είχες πεταχτεί για καφέ...»
-«Ανάθεμά σε...» της φώναξε χτυπώντας τα χέρια στο τραπέζι, μα πριν προλάβει να συνεχιστεί αυτός ο διάλογος οι φωνές του Γουίλιαμ ακούστηκαν μέσα από το γραφείο του να αναστατώνουν όλον τον όροφο.
-«Σάρα... έλα αμέσως μέσα...» ωρυόταν.
-«Εμείς δεν τελειώσαμε...» είπε και σηκώθηκε για να τρέξει στο γραφείο.
-«Ωωω, ναι... κι όμως... τελειώσαμε...» κι άρχισε να γελάει.
Η Σάρα μπήκε στο γραφείο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. «Με καλέσατε...»
-«Ναι. Βεβαίως και σε κάλεσα. Τι στα κομμάτια σου συμβαίνει Σάρα τον τελευταίο καιρό; Ξεκίνησες με τις καλύτερες προϋποθέσεις και ο κατήφορός σου δεν έχει σταματημό. Ήξερες πως η δουλειά του Howard με τα σκάφη ήταν πολύ σημαντική. Γιατί έχασες την διορία;»
-«Δεν την έχασα. Σας άφησα τον φάκελο με τις ημερομηνίες που έπρεπε να στείλετε την προσφορά πάνω στο τραπέζι.»
-«Αυτό λέω κι εγώ Σάρα. Γιατί λέει Τετάρτη 24 Ιουλίου και όχι Τετάρτη 17 Ιουλίου;»
-«Μα... 17 Ιουλίου είχα γράψει...»
-«Κρίμα Σάρα... με απογοητεύεις.» Της πέταξε τον φάκελο σχεδόν στην μούρη. Ο φάκελος άνοιξε αποκαλύπτοντας την ημερομηνία που ήταν γραμμένη με δικά της γράμματα για μία εβδομάδα μετά. «Κρίμα. Αν συνεχίσεις έτσι δεν σε βλέπω να μένεις για πολύ καιρό ακόμη μαζί μας. Λυπάμαι...»
Η Σάρα βγήκε από το γραφείο βουρκωμένη και έφυγε κατευθείαν για το σπίτι. Ο Τομ πλησίασε την Τάμι που γελούσε πολύ ευχαριστημένη. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι της και την αγριοκοίταξε. «Είσαι μία μικρή τσούλα. Αυτό που έκανες δεν θα περάσει έτσι...» και έφυγε από μπροστά της. Την άλλη μέρα το πρωί στο γραφείο του Τομ υπήρχε ένα χαρτί το οποίο ήταν γραμμένο και υπογεγραμμένο από την ίδια την ιδιοκτήτρια της εταιρείας.
Αγαπητέ κ. Τομ.
Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε πως από τη σημερινή ημέρα και πλέον δεν ανήκετε επίσημα στο εργατικό δυναμικό της εταιρείας μας καθώς, όπως πληροφορήθηκα, οι τελικές εντυπώσεις που αποκόμισαν από εσάς, οι προϊστάμενοί σας, δεν είναι θετικές.
Επίσης έγιναν παράπονα από άλλους τμηματάρχες πως λόγω της οκνηρότατης στάσης σας και της απροθυμίας σας για εργασία δημιουργείτε καθυστερήσεις στις παραγγελίες και κατά συνέπεια δυσλειτουργία σε όλο το τμήμα. Δεν είναι λίγοι αυτοί, μάλιστα, οι οποίοι δεν αρνήθηκαν πως ήσασταν αδιάλλακτος και μη συνεργάσιμος. Δεν ήθελα βέβαια να αναφερθώ και στην απειλή σωματικής βίας που ασκήσατε σε γυναίκες συναδέλφους σας. Σας αφήνω περιθώριο δύο μηνών για να αναζητήσετε μία άλλη εργασία καθώς μετά το πέρας αυτού του διαστήματος δεν θα έχετε πλέον αντικείμενο στην δική μας ομάδα.
Κα Hanson
Μα δεν ήταν το μόνο σημείωμα. Πάνω στο γραφείο της Σάρας υπήρχε ακόμη ένα σημείωμα που ήταν όμως σταλμένο από τον ίδιον τον Γουίλιαμ.
Αγαπητή Σάρα,
Με τα μεγάλης μου λύπης διαπιστώνω πως καθημερινά υποπίπτεις σε έντονα λάθη τα οποία δυσφημούν την ποιότητα των υπηρεσιών μας προς τους πελάτες μας. Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία προειδοποίηση για την μετέπειτα πορεία σου στον όμιλο Hanson’s καθώς το επαγγελματικό σου προφίλ παραπέμπει σε άνθρωπο με εργασιακές αρετές που θα ήταν λυπηρό να τεθούν σε διαθεσιμότητα.
Με εκτίμηση,
Κος Γουίλιαμ
Η Σάρα τσαλάκωσε το χαρτί και σχεδόν με δάκρυα στα μάτια ρώτησε τη Τάμι. «Γιατί το κάνεις αυτό; Σου φέρθηκα καλά. Ποτέ μου δεν σε είδα ανταγωνιστικά. Σε βοήθησα από την αρχή και σου έμαθα τη δουλειά...»
-«Ναι, και τώρα ετοιμάσου να με έχεις προϊσταμένη σου. Η διευθύντρια βγαίνει σε σύνταξη τον άλλον μήνα. Ποια λες να βάλει στη θέση της; Εμένα ή εσένα που εξαφανίζεσαι και ξεχνάς να κάνεις τα καθήκοντά σου...;»
-«Ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι έτσι. Φροντίζεις να με εκθέτεις σε κάθε ευκαιρία. Δεν έβαλα εγώ το χαρτί με την παλιά ημερομηνία μέσα στον φάκελο Τάμι. Ποιος το έβαλε; Το είχα πετάξει στον κάδο συγκεκριμένα. Ποιος, Τάμι; Ποιος;»
Η Τάμι δεν απάντησε. Ένα σαδιστικό χαμόγελο όμως ήταν αρκετό να καταλάβουν όλοι ποιος το έκανε.
Οι μέρες περνούσαν με την Σάρα να συνεχίζει τη σκληρή δουλειά. Όπως πάντα η Τάμι περνούσε την καθημερινότητά της χαζολογώντας μέσα στο γραφείο του Γουίλιαμ κάνοντας όλο και πιο δύσκολη της ζωή της Σάρας. Πότε της φώναζε για άσχετα θέματα προσβάλλοντάς την και πότε της φόρτωνε ευθύνες που δεν ήταν δικές της. Ο όγκος της εργασίας της είχε γίνει αφόρητος οδηγώντάς την συνέχεια σε επαναλαμβανόμενα λάθη. Πολλοί ήταν αυτοί που απορούσαν γιατί δεχόταν αυτήν τη συμπεριφορά, μα όχι ο Τομ. Ήταν πλέον και αυτός σαν την Σάρα και γνώριζε πως πλέον κουμάντο έκανε η Τάμι. Το σχοινί ήταν έτοιμο να σπάσει και δεν άντεχε άλλο τέντωμα όταν ο Γουίλιαμ δέχτηκε ένα e-mail που αφορούσε την προώθηση ενός προϊόντος και χρειαζόταν έναν πραγματικά ικανό διαφημιστή να αναλάβει την προώθηση. Έτσι κάλεσε και τις δύο κοπέλες με την ελπίδα πως θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Στην πραγματικότητα ήξερε ποια θα έκανε όλη τη δουλειά, μα έπρεπε να φαίνεται και η Τάμι αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιλογή του για την προαγωγή.
-«Τάμι, Σάρα...» τις κάλεσε με το τηλέφωνο, «Ελάτε στο γραφείο μου σας παρακαλώ.» Οι δύο γυναίκες άφησαν τις δουλειές τους στη μέση και μπήκαν στο γραφείο. Ο αντιπρόεδρος γελούσε με νόημα. Το ίδιο και η Τάμι. Αμέσως πήρε το λόγο... «Σας κάλεσα εδώ καθώς πρόκειται να αναλάβουμε μία μεγάλη δουλειά. Ο Κύριος Wonder με κάλεσε ανακοινώνοντάς μου πως ετοιμάζει ένα νέο προϊόν το οποίο εμπιστεύεται αποκλειστικά και μόνο σε εμάς για να το διαφημίσουμε. Οπότε θέλω να στρωθείτε στη δουλειά και να μου έχετε σε τρεις εβδομάδες την καλύτερη παρουσίαση που έχετε κάνει ποτέ σας. Ξέρετε βεβαίως πως ο κύριος Wonder δεν είναι ένας απλός-τυχαίος πελάτης που ψάχνει να κάνει μία διαφήμιση. Ο κύριος Wonder μας εμπιστεύεται αρκετά χρόνια τώρα για να του διαφημίσουμε τουλάχιστον δύο προϊόντα το μήνα. Και τα χρήματα του είναι πάντα μετρητά και στην ώρα τους. Ο μοναδικός πελάτης που έχει τέτοια άνεση. Για κάποιο λόγο που δεν τον ξέρω και δεν με απασχολεί, να σας πω την αλήθεια, μου ζήτησε να κάνω ό,τι καλύτερο για το συγκεκριμένο προϊόν.»
Η Σάρα πήρε το λόγο την ώρα που η Τάμι κοιτούσε με αφελές βλέμμα παίζοντας με τις αφέλειές της. Έδινε την εντύπωση πως δεν είχε ακούσει λέξη από όσα τους είχε πει. «Ποιο είναι αυτό το προϊόν στο οποίο πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας;»
-«Χμ...» ο Γουίλιαμ χαμογέλασε. «Είναι αυτή εδώ η χαζοταινία.» άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε δύο τεμάχια. Τα πέταξε στα χέρια τους. Η Τάμι δεν κατάφερε να πιάσει την δική της.
-«Θα μας στείλει άλλα τεμάχια για να μπορέσω να τα δοκιμάσω;»
-«Ναι. Βεβαίως. Αύριο το μεσημέρι περιμένουμε δύο κούτες. Συνολικά σαράντα τεμάχια. Σου φτάνουν;»
-«Και περισσεύουν θα’ λεγα...» η Σάρα έδειξε το πρέπον ενδιαφέρον σε αντίθεση με την Τάμι που έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της.
-«Οπότε κορίτσια, θέλω σλόγκαν και ονομασία. Έγινα κατανοητός;»
-«Μάλιστα κύριε Στόουν.» απάντησε η Σάρα.
-«Εντάξει Γουίλι...» απάντησε στο τέλος και η Τάμι.
Οι δύο γυναίκες γύρισαν και κατευθύνθηκαν στην πόρτα. Αυτή είναι η ευκαιρία μου να πάρω πίσω τα χαμένα εδάφη... σκέφτηκε η Σάρα. Κούνια που σε κούναγε... σκέφτηκε και η Τάμι σα να μπορούσε να διαβάσει το μυαλό της.
Το βράδυ ήρθε και η ώρα του σχολάσματος έφτασε. Πάντα τελευταία έφευγε η Σάρα. Ο Μάρκους, ο βραδινός φύλακας, είχε ήδη αναλάβει τα καθήκοντά του βρίσκοντάς την να κάθεται ακόμη στο γραφείο της και να αλλάζει slides στην οθόνη του υπολογιστή της γράφοντας λεζάντες και στιχάκια. Όλο το εμπορικό κέντρο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και μόνο το φως του πέμπτου ορόφου είχε μείνει ανοικτό.
-«Ω, ναι... στ’ αλήθεια δεν μου κάνει εντύπωση που σε πετυχαίνω ξανά εδώ αγαπητή μου Σάρα.»
-«Αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία Μάρκους να αποκαταστήσω το όνομά μου.»
-«Δεν νομίζω Σάρα. Είσαι άξια! Πάντα θα δείχνεις την αξία σου.»
-«Σε ευχαριστώ για άλλη μία φορά για τα καλά σου λόγια.»
-«Λοιπόν... πάω να κάνω έναν έλεγχο στο εμπορικό. Θέλεις να σου φέρω τίποτα από τον αυτόματο πωλητή;»
-«Όχι, Μάρκους. Σε ευχαριστώ όμως...»
-«Όπως νομίζεις. Θα αφήσω το ασανσέρ σε λειτουργία μέχρι να τελειώσεις, εντάξει;»
-«Όχι. Απενεργοποίησέ το. Θα κατέβω με τις σκάλες όπως πάντα. Άλλωστε λίγη γυμναστική δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.»
Ο Μάρκους πήγε προς το ασανσέρ και άνοιξε έναν ηλεκτρικό πίνακα που ήταν κρυμμένος δίπλα του. Τον άνοιξε και τράβηξε μία μαχαιρωτή ασφάλεια προς τα κάτω σβήνοντας όλα τα λαμπάκια που άναβαν στο ασανσέρ.
-«Τώρα κι επίσημα το εμπορικό κέντρο κοιμάται...» μονολόγησε κάπως δυνατά ώστε να τον ακούσει η Σάρα. Ο Μάρκους συνέχισε την περιπολία του σε όλους τους διαδρόμους χάνοντάς τον τελείως από το οπτικό της πεδίο.
Ενθουσιασμένη τελείως με τη νέα δουλειά που είχε αναλάβει άφηνε τις ώρες να περνούν χωρίς να έχει αίσθηση. Το στρογγυλό ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο απέναντί της ήταν αυτό που της θύμισε πως η ώρα είχε πάει δώδεκα ακριβώς. Η καμπάνα του ήχησε σε όλο το κέντρο κάνοντάς το να μοιάζει τόσο έρημο λες και ήταν σκηνικό από ταινία τρόμου. Για μία στιγμή ρίγησε αντικρίζοντας τους σκοτεινούς διαδρόμους. Το μυαλό της άρχισε να πλημμυρίζει με εικόνες από φαντάσματα και ψυχές που περνούν από έναν άλλον κόσμο στον δικό μας. Ίσως κάποια τέρατα να παραμόνευαν κάπου, μέσα στις σκιές.
-«Εντάξει Σάρα... αρκετά για σήμερα...» είπε και άκουσε τη φωνή της να πλανάται στον αέρα. Αμέσως σηκώθηκε παρατώντας ό,τι έκανε και κατευθύνθηκε στην πόρτα αφού έκλεισε τα φώτα. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και έσκυψε για να κλειδώσει. Η μεταλλική γλώσσα ακούστηκε να ασφαλίζει την γυάλινη πόρτα. Γύρισε στα αριστερά να κατευθυνθεί προς τις σκάλες μα με την άκρη του ματιού της διαπίστωσε πως ένα αχνό φως φέγγιζε ακόμη από τον 6ο όροφο. Ένιωθε πολύ κουρασμένη. Τα μάτια της είχαν αρχίσει να την κόβουν καθώς ένιωθε τα αγγεία τους κόκκινα και πρησμένα. Σκέφτηκε να μην ανέβει καθόλου. Άλλωστε δεν ήταν πρόβλημα. Το πολύ-πολύ να άκουγε λίγη γκρίνια από τον αντιπρόεδρο πως δεν έλεγξε πριν φύγει. Αλλά όχι, δεν είχε περιθώρια για άλλα λάθη. Έτσι μάζεψε τα κουράγια της και άρχισε να ανεβαίνει σκαλί-σκαλί την θεόρατη σκάλα που ένωνε τους ορόφους. Εκείνη τη στιγμή ευχόταν να μην είχε πει στον Μάρκους να κλείσει το ασανσέρ. Όταν μετά από είκοσι τρία σκαλιά έφτασε επιτέλους στον έκτο, σταμάτησε για να πάρει μία ανάσα. Το ανοικτό φως βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου μέσα από το ιατρείο του εμπορικού. Κοίταξε το ρολόι της και οι δείκτες έδειχναν 22:15. Ένιωθε πολύ κουρασμένη και ήθελε να πάει γρήγορα σπίτι της. Άρχισε λοιπόν να προχωράει προς το ιατρείο με βήμα γοργό. Τα τακούνια της αντιλαλούσαν σε όλους τους διαδρόμους. Μα για μία στιγμή κοκάλωσε όταν άκουσε θόρυβο να έρχεται μέσα από το δωμάτιο. Ψίθυροι και γέλια ανακατεμένα με βογγητά.
-«Τι γίνεται εδώ...;» μονολόγησε και σταμάτησε. Την έτρωγε η περιέργεια. Έβγαλε τα τακούνια της και άρχισε να πατάει στις μύτες των ποδιών της σα γάτα. Όσο πλησίαζε άκουγε πιο έντονες τις ηδονικές κραυγές που έρχονταν από το δωμάτιο. Είχε φτάσει πια μόλις ένα μέτρο μακριά από το παράθυρο. Ένας κόμπος είχε σφίξει στο στομάχι της. Δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν, ούτε τι να περιμένει. Έσκυψε και πλησίασε την άκρη του παραθύρου. Τα στόρια ήταν κλειστά μα αν ήσουν αποφασισμένος, όλο και κάτι θα μπορούσες να ξεχωρίσεις από τις χαραμάδες. Και αυτό που αντίκρισε την εξέπληξε όσο τίποτα. Η Τάμι ήταν στα τέσσερα πάνω στο ιατρικό κρεβάτι καθώς ο αντιπρόεδρος ίδρωνε μέσα της για το καλό της εταιρείας. Έτσι εξηγούνταν η γρήγορη άνοδος της Τάμι στην εταιρεία. Κάθε βογγητό και προαγωγή. Η Σάρα έφυγε όσο σιωπηλά ήρθε χωρίς κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό.
Την επόμενη μέρα το πρωί η Σάρα, μην πιστεύοντας αυτό που είδε, έφτασε για μία ακόμη φορά πρώτη στο γραφείο. Πριν πάει πάνω ανέβηκε στον έκτο και κοίταξε το ιατρικό δωμάτιο. Το φως ήταν κλειστό και το κρεβάτι στρωμένο· ατσαλάκωτο χωρίς ούτε μία ζάρα. Δεν είχε συναντήσει τον Μάρκους και έτσι δεν αντάλλαξε μαζί του κάποια κουβέντα. Κατέβηκε στον πέμπτο και άνοιξε τα γραφεία. Πήγε στο γραφείο της και άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς πάνω στο νέο της project. Λίγη ώρα αργότερα έφτασε και η Τάμι που είχε έντονα τα σημάδια της κούρασης από χτες.
-«Καλημέρα δεσποινίς Τάμι...» φώναξε από μακριά ο φύλακας. Η Τάμι δεν απάντησε. Ίσως αν και το δικό του πορτοφόλι δεν χώραγε στην τσέπη του από το πάχος να του έλεγε ένα γεια. Αλλά όχι. Τα στάνταρ της Τάμι είχαν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με τα χρήματα που έβγαζε κάποιος. Η Τάμι στήθηκε μπροστά από το ασανσέρ και περίμενε τις πόρτες να ανοίξουν. Ο Μάρκους την πλησίασε και με αφέλεια άρχισε να της μιλάει για την εκπληκτική συνάδελφό της...
-«Ξέρεις...η Σάρα είναι καταπληκτική κοπέλα. Χθες, για πολλοστή φορά, την είδα να σκοτώνεται στη δουλειά. Ξέρεις... της έχω πει αρκετές φορές πως η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά.» η Τάμι τον κοιτούσε με βλέμμα απλανές. «Παρ’ την κάποια φορά να βγείτε έξω. Απ’ ό,τι μου έχει πει το μόνο που κάνει είναι σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Για παράδειγμα χτες το βράδυ αφού δούλεψε μέχρι τις 2215 στο γραφείο της, την είδα να ανεβαίνει στον έκτο όροφο στο ιατρείο της εταιρείας για να συνεχίσει την εργασία της. Δεν πήγα να την ενοχλήσω βέβαια.»
-«Στο ιατρείο της εταιρείας...;» ρώτησε ξαφνιασμένη.
-«Ναι, νομίζω πως πήγε να ξεκουραστεί ώστε να μην χρειαστεί να φύγει από την δουλειά για να είναι σήμερα το πρωί πάλι ακριβής στις υποχρεώσεις της. Βέβαια... δεν είμαι και σίγουρος αφού την είδα να μπαίνει σήμερα το πρωί όταν βρισκόμουν στον πρώτο όροφο. Δεν της μίλησα γιατί ξαφνιάστηκα. Ποιος ξέρει όμως; Ίσως και να έφυγε αργότερα αφού ξεκουράστηκε αφού το φως του ιατρείου έσβησε κατά τη 01:00 τα ξημερώματα. Βέβαια αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως δεν αντιλήφθηκα κανέναν να φεύγει εκείνη την ώρα αφού οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Δεν ξέρω. Ίσως απλά να έχω γεράσει πολύ...»
Όχι μαλάκα... απλά χρησιμοποιήσαμε τη σκάλα της εξόδου κινδύνου για να μην πέσουμε πάνω σου... σκέφτηκε χαμογελώντας του ειρωνικά την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ για να μπει μέσα. Μόλις έφτασε στον πέμπτο όροφο είδε τον Τομ με μία μεγάλη κούτα στα χέρια να πηγαίνει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. «Τι συμβαίνει εδώ...;» τον ρώτησε ξινισμένη.
-«Μας ήρθε το πρώτο δείγμα για την κολλητική ταινία που πρόκειται να διαφημίσετε.» κάθε λέξη του έκρυβε ύφος.
-«Δείγμα...; Εσύ κρατάς μία ολόκληρη κούτα...»
-«Δεν θα είχα τα νεύρα μου εάν επρόκειτο μόνο για μία κούτα αγαπητή μου Τάμι...»
Η Τάμι τον κοίταξε με μεγάλη περιέργεια.
-«Ναι, Τάμι... μάλλον το κατάλαβες οπότε δεν χρειάζεται να σου το εξηγήσω. Σου μιλάω πολύ ειρωνικά...»
-«Και γιατί παρακαλώ...;»
-«Νομίζεις δεν έχουμε καταλάβει τι παιχνίδι παίζεις...;»
-«Τι εννοείς...;»
-«Έχεις εκθέσει τη Σάρα πάρα πολλές φορές και εντελώς άδικα...»
-«Δεν φταίω εγώ που κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο.»
-«Ξέρεις πολύ καλά γιατί συμβαίνει αυτό...»
-«Όχι. Δεν ξέρω. Διαφώτισέ με εσύ όμως...»
-«Γιατί όπως φαίνεται σε αυτή την εταιρεία όποιος δουλεύει πολύ, κάνει πολλά λάθη. Όποιος δουλεύει λίγο, κάνει λίγα λάθη και όποιος δεν δουλεύει καθόλου... δεν κάνει καθόλου λάθη. Και ξέρεις τι γίνεται με αυτούς που δεν κάνουν λάθη Τάμι; Παίρνουν προαγωγή...»
-«Αρκετά άκουσα από σένα. Τελικά δεν σου αξίζει να δουλεύεις μαζί μας...»
-«Μαζί σας...; Και ποια είσαι εσύ που μιλάς κατ’ αυτόν τον τρόπο...;»
Η Τάμι δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα της. Είχε σπείρει θύελλες και θα θέριζε κεραυνούς και αυτό ήταν κάτι που το ήξερε. Στο βάθος του διαδρόμου είδε τη Σάρα να κάθεται στο γραφείο της κρατώντας στα χέρια της μία κολλητική ταινία και να την επεξεργάζεται.
-«Άχρηστο παλιόπραγμα...» την άκουσε να λέει όσο την πλησίαζε. Η Σάρα σήκωσε τα μάτια της και την είδε να πλησιάζει. Όπως είδε και το κρυφό-πονηρό χαμογελάκι που έσκασε στον αντιπρόεδρο μόλις πέρασε έξω από το γραφείο του. Η Τάμι έφτασε στο διπλανό γραφείο και έκατσε ανοίγοντας τον υπολογιστή της. Από τους θορύβους που έκανε το pc της, μάλλον, δεν ασχολιόταν με τις κολλητικές ταινίες που είχαν αναλάβει. Αντιθέτως χτυπούσε νευρικά το χέρι της ψάχνοντας μία ευκαιρία ώστε να προσπαθήσει να ψαρέψει τη Σάρα για να δει αν ξέρει κάτι σχετικά με το προηγούμενο βράδυ.
-«Ξέρεις... σκεφτόμουν...» είπε δειλά θέλοντας να παραστήσει την άνετη.
Η Σάρα σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε... «Τι θέλεις Τάμι...;»
-«Τι ώρα έφυγες από εδώ χτες το βράδυ...;»
-«Γιατί...; Ανησυχείς για κάτι...;»
-«Χμ... δεν ανησυχώ για τίποτα που μπορείς να μου προκαλέσεις εσύ.»
-«Τότε να μην σε νοιάζει τι ώρα μπαίνω και τι ώρα βγαίνω...»
-«Καλώς...» ήταν η τελευταία κουβέντα που ειπώθηκε πριν ανάψουν καλά-καλά τα αίματα και αρπαχτούν σα γάτες.
Η Σάρα συνέχισε να ασχολείται με τις κολλητικές ταινίες που είχε στοιβαγμένες πάνω στο γραφείο της.
–«Διάολε... γι’ αυτό θέλει να είναι η καλύτερη διαφήμισή μας. Αυτό το πράγμα δεν κολλάει τίποτα. Ανάθεμα... ούτε ένα σκισμένο φύλλο χαρτί δεν μπορεί να κολλήσει.»
Ο Γουίλιαμ καθόταν μέσα στο γραφείο του κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα· να καπνίζει το πανάκριβο πούρο του. Την ηρεμία που του προσέφεραν οι βαθιές τζούρες διατάραξε ο χτύπος του τηλεφώνου. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο κύριος Wonder. Λίγη ώρα αργότερα ειδοποίησε τις δύο διαφημίστριες να πάνε μέσα στο γραφείο του. Οι κοπέλες μπήκαν σαν ένα κύμα δροσιάς μέσα στο κατακαλόκαιρο. Σαν μία ακτίνα φωτός στο βαθύ σκοτάδι. Όπως η άνοιξη στον βαθύ χειμώνα. Έτσι ήταν και ο Γουίλιαμ. Κατσουφιασμένος και αγχωμένος.
-«Γιατί αργήσατε τόσο...;» τις ρώτησε ανυπόμονα. Οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν με απορία. Να και σε κάτι που συμφωνούσαν για πρώτη φορά. Η Τάμι έχοντας περισσότερα θάρρητα προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη ξεχνώντας τη θέση της. Έπρεπε όμως να είχε καταλάβει πως ο αντιπρόεδρός της αυτή τη στιγμή δεν την έβλεπε σαν τίποτα περισσότερο από ένα απλό εργαλείο που θα του έβαζε λίγα περισσότερα χρήματα στην τσέπη. Σήκωσε το χέρι του ως ένδειξη πως δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από αυτήν. Η Τάμι ένιωσε προσβεβλημένη. Κοκκίνισε μα κάτω απ’ όλο αυτό το makeup τίποτα δεν έγινε αντιληπτό. Ίσως ξεχώρισαν οι λοβοί των αυτιών της λίγο πιο ερυθροί, όμως κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. «Θα απορείτε γιατί σας κάλεσα εδώ άρον-άρον. Δεν θα σας ζαλίσω με διάφορα. Θα μπω απευθείας στο ψητό. Με πήρε ο Wonder τηλέφωνο λέγοντάς μου πως θέλει η παρουσίαση να γίνει αύριο...»
-«Μα είχαμε ακόμη διορία μία εβδομάδα...» υπενθύμισε η Σάρα. Η Τάμι έσκασε από την ζήλια της όταν είδε πως ο Γουίλιαμ δεν αντέδρασε όπως πριν. Η Σάρα ήταν ίσως η καλύτερη διαφημίστρια που είχε περάσει από εκεί και αυτό το ήξεραν όλοι. Αυτό έκανε την Τάμι να τη μισεί ακόμη περισσότερο.
-«Ναι, το γνωρίζω. Βλέπεις όμως... προέκυψαν αλλαγές στα επαγγελματικά του σχέδια όπως μου είπε. Η γυναίκα του είχε ζητήσει προσφορά για το ίδιο προϊόν σε ανταγωνιστικό όμιλο πριν έρθει αυτός σε εμάς χωρίς αυτός να το γνωρίζει. Κάποια παρανόηση στις παραγγελίες, κάποια καθυστέρηση... ξέρετε τώρα πώς είναι αυτά. Το αποτέλεσμα όμως είναι πως θα είναι αύριο το πρωί εδώ στις 10:00 για να δει τι έχετε ετοιμάσει.»
Η Τάμι προσπάθησε να πάρει ξανά το λόγο, με επιτυχία αυτή τη φορά. «Ώστε αυτή πήγε σε άλλον... και χωρίς να το ξέρει κανείς... δεν καταλαβαίνω...»
-«Ναι...» απάντησε εκείνος. «Ποιος ξέρει τι διάολο σχέση έχουν...» έλεγε με αφέλεια. «Έλεος δηλαδή...» δεν έπειθε ούτε τον ίδιο του τον εαυτό και τώρα φαινόταν τόσο φτηνός στα μάτια της Σάρας. Η Τάμι χαμογέλασε πονηρά. «Ετοιμαστείτε λοιπόν και σας θέλω αύριο το πρωί εδώ στις 10 ακριβώς για την παρουσίαση. Δεν με ενδιαφέρει αν έχετε δουλέψει μαζί, ή αν έχετε ετοιμάσει κάτι από μόνες σας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δω στην αυριανή παρουσίαση ότι ο πελάτης μας θα φύγει ικανοποιημένος.» είπε και σταμάτησε να μιλάει. Τις κοίταζε στα μάτια μήπως και κάποια ήθελε κάτι να πει. «Λοιπόν... από εμένα είστε ελεύθερες. Μπορείτε να πάτε κι από τώρα στα σπίτια σας αν το αισθάνεστε...»
Οι κοπέλες βγήκαν από το γραφείο για να κατευθυνθούν στα δικά τους. Η Σάρα έκατσε αμέσως στην καρέκλα ενώ η Τάμι έσκυψε πάνω από τη συρταριέρα τουρλώνοντας τον ποπό της επιδεικτικά και έπιασε το τσαντάκι της για να γυρίσει να φύγει με περπάτημα πασαρέλας. Ο Τομ την κοίταζε κουνώντας το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Η Σάρα δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτό της προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. Την έκανε να αμφιβάλει για τις δικές της δυνάμεις. Πώς κάποια θα μπορούσε να έχει τόσον αέρα; Άρα πρέπει να είχε ετοιμάσει κάτι πραγματικά καλό. Εκτός… εκτός κι αν ήταν αυτό που λέμε η αυτοπεποίθηση του βλάκα και οι αμφιβολίες του σοφού. Με αυτή τη σκέψη φάνηκε να της ξεγλιστράει ένα γελάκι μέσα από τα χείλη. Έσκυψε και συνέχισε τη δουλειά της.
Το βράδυ ήταν μακριά μόνο μερικές ώρες. Κάποιοι που είχαν τελειώσει το ωράριό τους και τα καθήκοντά τους είχαν ήδη φύγει για τα σπίτια τους ή όπου αλλού είχαν προγραμματίσει. Πίσω στον τελευταίο διάδρομο όμως ακόμη ακούγονταν τα δάκτυλα της Σάρας να παίρνουν φωτιά χτυπώντας τα κουμπιά του πληκτρολογίου. Σε λίγο η ώρα θα έφτανε 21:00. Ο Μάρκους ήταν ήδη στον δρόμο για το εμπορικό και πιο συγκεκριμένα απείχε μόλις εκατό με εκατόν πενήντα μέτρα ποδαρόδρομου μέχρι να φτάσει. Αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν μα αυτός με σκυμμένο το κεφάλι έμοιαζε αμέριμνος και πιστός στο σκοπό του. Με τα μάτια του, αν και δεν το έδειχνε, παρακολουθούσε πάντα κάθε λεπτομέρεια τριγύρω. Και αυτή τη βραδιά λίγο πριν φτάσει θα ορκιζόταν πως είδε μία νεαρή κοπέλα που έμοιαζε πάρα πολύ με την Τάμι να καταφθάνει στο εμπορικό λίγο πριν τις 21:00. Ήταν ντυμένη με μία μαύρη καπαρντίνα που έκρυβε σχεδόν όλο της το πρόσωπο. Ήταν λες και φοβόταν μήπως την παρακολουθούσαν. Για κάποια στιγμή η κοπέλα στάθηκε μπροστά από την κύρια είσοδο, χωρίς να ανέβει τα σκαλάκια, και κοίταξε το ρολόι της. Ο Μάρκους πλησίαζε από πίσω μα πριν προλάβει να την χαιρετήσει εκείνη έστριψε το κορμί της και χάθηκε σε ένα στενάκι πίσω από το εμπορικό. Το βήμα της ήταν γοργό.
«Τι διάβολο συμβαίνει εδώ…;» αναρωτήθηκε ο Μάρκους. «Μπααα… μάλλον θα έκανα λάθος. Άλλωστε η Τάμι πρέπει να είναι ακόμη μέσα στο εμπορικό. Τέλος πάντων…» τώρα στεκόταν ακριβώς έξω από το εμπορικό. Κοίταξε κι αυτός το ρολόι του. Η ώρα ήταν ακριβώς 20:59. «Πάντα στην ώρα σου γερομάρκους…» χαμογέλασε και έσπρωξε την τζαμένια πόρτα για να μπει. Αμέσως κατευθύνθηκε στον πέμπτο με σκοπό να βρει τη Σάρα. Τον έτρωγε η περιέργεια για αυτό που είδε λίγη ώρα πριν. Μόλις έφτασε αντίκρισε όπως πάντα τη Σάρα να εργάζεται πυρετωδώς πάνω από τον υπολογιστή της. «Ακόμη εδώ Σάρα…»
-«Ά! Γεια σου Μάρκους. Ήρθες κιόλας; Δεν σε πήρα χαμπάρι. Μα… έφτασε ήδη 21:00; Τέλος… αρκετά για σήμερα…» η Σάρα πάτησε με χαρά και δυνατά το τελευταίο κουμπί του πληκτρολογίου. Enter. Τα πάντα καταχωρήθηκαν και είναι έτοιμα για αύριο. Αμέσως σηκώθηκε πήρε το παλτό της από την κρεμάστρα και περνώντας δίπλα από τον Μάρκους του έσκασε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Ο φύλακας χαμογέλασε τρίβοντάς το με ευχαρίστηση. Κοίταξε το διπλανό γραφείο και, όπως το περίμενε, ήταν άδειο. «Μάλλον έχεις γεράσει πολύ Μάρκους και φαντάζεσαι πράγματα. Υπομονή… η σύνταξη είναι κοντά…» χαμογέλασε με ευχαρίστηση συνεχίζοντας την βόλτα του στο ερημωμένο πλέον εμπορικό.
Από την έξοδο κινδύνου του πέμπτου ορόφου ένας θόρυβος, κλικ, ακούστηκε σα να ανοίγει μία πόρτα. Ο Μάρκους δεν ήταν εκεί για να το αντιληφθεί. Μα και πώς θα μπορούσε άλλωστε… κανείς δεν είχε τα κλειδιά να ανοίξει την έξοδο κινδύνου από την έξω μεριά πέρα από ορισμένα πρόσωπα που έπρεπε να έχουν για περιπτώσεις ανάγκης. Και αυτά τα άτομα σίγουρα δεν ήταν η Τάμι. Κι όμως ένα γυναικείο πόδι απαράμιλλης ομορφιάς φάνηκε να ξεπροβάλει, ψηλό, σχηματισμένο και λείο, μισοκρυμμένο κάτω από την μαύρη καμπαρντίνα που το σκέπαζε. Η Τάμι μπήκε μέσα σαν κλέφτης και με βήματα που δεν τα άκουγε ούτε εκείνη πλησίασε τον υπολογιστή της Σάρας που παρέμενε όλο το βράδυ ανοικτός.
-«Το τσόκαρο. Θέλει να μου δουλεύει και από το σπίτι και τον αφήνει ανοικτό… ε, λοιπόν… καλά να πάθεις…» το σατανικό σχέδιο της Τάμι είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Πήρε ένα usb stick και το έχωσε μέσα στην θύρα του pc. Αντέγραψε όλα της τα αρχεία διαγράφοντας τα πρωτότυπα. «Για να δούμε πού μένει τώρα αυτή η σκρόφα…» έβγαλε μέσα από την τσάντα της το κλειδί του γραφείου του αντιπροέδρου και μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ήξερε φυσικά τα κατατόπια, είχε μετρήσει κάθε σπιθαμή όταν έπεφτε στα τέσσερα και όχι φυσικά για να το σφουγγαρίσει. Αμέσως έτρεξε στο συρτάρι με τα αρχεία όλων των εργαζομένων. Το άνοιξε και άρχισε να ξεφυλλίζει τους αρχειοθετημένους φακέλους μέχρι να φτάσει στο γράμμα σίγμα. «Και… Σάρα… εδώ είμαστε λοιπόν…» ψιθύρισε με γέλιο μοχθηρό. «Για να δούμε πού θα σε βρω απόψε…» η Τάμι διάβαζε το βιογραφικό της… «Μένεις λοιπόν στο Σάλεμ στην οδό Essex και στον αριθμό 310… ωχ εκεί δεν είναι το σπίτι των μαγισσών;» η Τάμι έμεινε απορημένη. Άρχισε να ξύνει το κεφάλι της. Κοίταξε λίγο καλύτερα το βιογραφικό της και είδε κι άλλα που της εξήψαν την περιέργεια και την φαντασία. «Τη μάνα σου την λένε Τιτούμπα και τον πατέρα σου Τζον. Τι διάβολο… τόσες συμπτώσεις; Όπως και να’ χει μάγισσα…» είπε κοροϊδευτικά, «…εγώ θα σου μάθω τον εργασιακό μεσαίωνα…» και ξέσπασε σε γέλια.
Λίγη ώρα αργότερα άφησε το εμπορικό κέντρο και κατευθύνθηκε με το ακριβό της σπορ αυτοκίνητο που είχε αγοράσει με τον πλούσιο ιδρώτα της στην οδό που είχε διαβάσει στο βιογραφικό. Σταμάτησε ακριβώς απέξω. Κοίταξε αποχαυνωμένη. «Ανάθεμά σε πουτάνα… εσύ μένεις μέσα σε αυτό το σπίτι…;» ήταν ένα παλιό σπίτι που ήταν κολλημένο στο σπίτι των μαγισσών. Σίγουρα μοιραζόταν τους ίδιους τοίχους. Έξω ακριβώς ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό της, ένα παλιό station wagon που είχε όμως αγοράσει πρόσφατα και φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Η Τάμι όμως είχε σχέδια για εκείνη που ήλπιζε να την σαμποτάρουν χαρίζοντας σε εκείνη την θέση που τόσο ήθελε. Έτσι αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, βγήκε από το αμάξι της που είχε σταματήσει κάτω από ένα δέντρο για να εκμεταλλευτεί την σκιά του και προχώρησε μέχρι το αυτοκίνητο της Σάρας κρατώντας μαζί της ένα ακονισμένο κατσαβίδι και ένα πινέλο που ήταν βουτηγμένο σε ένα δοχείο με διαβρωτικό υγρό.
Την άλλη μέρα το πρωί το ξυπνητήρι χτύπαγε σα σφυρί μέσα στο κεφάλι της Σάρας. Σχεδόν δεν είχε κοιμηθεί το βράδυ. Κοιμόταν τόσο ελαφρά που νόμιζε πως είχε ακούσει φασαρίες να γίνονται έξω από το σπίτι της. Αλλά όχι, ήξερε πως όλα ήταν μέρος του υποσυνείδητου της που προσπαθούσε να προσαρμόσει τα εξωτερικά ερεθίσματα μέσα του για να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή βέβαια το κατάφερε μα ο ύπνος της ήταν γεμάτος εφιάλτες με γυναίκες που τρέχουν σε ξερά λιβάδια γεμάτα στάχια για να γλυτώσουν από αυτούς που τις κυνηγούσαν με αναμμένους πυρσούς και τσουγκράνες. Αυτό το όνειρο την βασάνιζε πολλά χρόνια τώρα μα είχε απλά αποδεχτεί το γεγονός πως την στοιχειώνει και έτσι είχε σταματήσει να το πολεμάει. Άλλωστε είχε αρχίσει να βρίσκει ενδιαφέρον το γεγονός πως κάθε βράδυ το όνειρο ενώ είχε την ίδια αρχή, είχε και διαφορετικό τέλος. Οι γυναίκες πάντα συλλαμβάνονταν από τους χωρικούς και πότε απαγχονίζονταν, πότε καίγονταν στην πυρά και πότε πνίγονταν στα βαθιά νερά. Άλλοτε πάλι τρώγονταν από άγρια σκυλιά ή λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου. Καμιά φορά όμως αποκεφαλίζονταν ή σάπιζαν στην φυλακή. Η μητέρα της, Τιτούμπα, της είχε πει πως αυτή ήταν η κατάρα που κουβαλούσαν αιώνες τώρα οι γυναίκες της οικογενείας της. Δεν είχε καταλάβει όμως τι εννοούσε και γιατί. Δεν χρειαζόταν να ξέρει κάτι παραπάνω της είχε πει. Το είχε αποδεχτεί όλα αυτά τα χρόνια. Η μητέρα της άνοιξε την πόρτα έντρομη μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο. Η Σάρα σηκώθηκε προσπαθώντας να την ηρεμίσει. «Μάνα, ηρέμησε. Τι σου συμβαίνει…;»
-«Κατέβα κάτω να δεις παιδί μου…» έδειχνε με το χέρι της σε εκείνο το σημείο που νοητά βρισκόταν το αυτοκίνητο της. Η Σάρα προχώρησε ως το παράθυρο και κοίταξε το αμάξι της. Ήταν κόκκινο γυαλιστερό χρώμα, μα πάνω στη φρεσκοβαμμένη του μπογιά δέσποζε με μεγάλα γράμματα ένα μήνυμα που δεν μπορούσε να αγνοήσει…
-«Τι σημαίνει αυτό Σάρα…; Τι σημαίνει; Ποιος σου το έκανε αυτό…;»
Η Σάρα κοίταζε αμίλητη με κατακόκκινα μάτια από την στενοχώρια. Αυθόρμητα το μάτι της έπεσε πάνω στο ρολόι πίσω της. Η ώρα έδειχνε 09:00 ακριβώς. Κρατώντας την ψυχραιμία της άρχισε να ντύνεται καθαρίζοντας το μυαλό της από όλα εκείνα που θα της στερούσαν μία καλή παρουσίαση. Έτσι κατέβηκε τρέχοντας προς το στρωμένο με γρασίδι parking που άραζε μέσα το αυτοκίνητό της. Άλλωστε δεν είχε έρθει και το τέλος του κόσμου. Απλά το καπό της έγραφε μία ασυνάρτητη λέξη την οποία θα επισκεύαζε άνετα με τα χρήματα που θα κέρδιζε από την θέση της προϊσταμένης του τμήματος. Μα μόλις έφτασε μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε. Τα λάστιχα είχαν γίνει ένα με το δάπεδο. Ούτε σωματίδιο αέρα δεν βρισκόταν μέσα σε αυτές τις ρόδες. Η Σάρα έπεσε κάτω και άρχισε να ουρλιάζει από θυμό και απογοήτευση. Έπρεπε να πάει γρήγορα και δεν είχε προσωπικό μέσον μεταφοράς. Οι γείτονες έλειπαν και έτσι η μόνη λύση ήταν οι συγκοινωνίες. Έτσι πήγε στη στάση και περίμενε. Η ώρα πέρναγε μα πουθενά δεν υπήρχε κανένα ίχνος λεωφορείου. Κοίταξε ξανά το ρολόι της και η ώρα ήταν 09:45. Δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση να προλάβει τη συνάντηση. Σήκωσε το κινητό της και κάλεσε το γραφείο. Για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει μόλις έπιανε γραμμή το σήμα έδειχνε κατειλημμένο. Δοκίμασε ξανά και ξανά μα πάντα μόλις χτυπούσε μία φορά η γραμμή έπεφτε λες και κάποιος το έκλεινε συνέχεια στην άλλη μεριά. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να περπατήσει ως εκεί. Δύο στάσεις λεωφορείων αργότερα είδε μία επιγραφή κολλημένη πάνω στον κισσέ. Ειδοποιούσε το κοινό πως τη σημερινή ημέρα δεν θα λειτουργούσαν τα μέσα μεταφοράς καθώς οι οδηγοί έκαναν απεργία για τα νέα αντεργατικά μέτρα.
-«Δεν το πιστεύω Θεέ μου… τι γκαντεμιά είναι αυτή…;» περπατούσε γοργά με σκυμμένο το κεφάλι. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν θα τα κατάφερνε. Ξανακοίταξε το ρολόι της και η ώρα είχε πάει κιόλας 10:15. Η συνάντηση πρέπει να είχε ήδη ξεκινήσει. Έκανε να τρέξει, μα ποιον κοροϊδεύει; Δεν θα έφτανε ποτέ ως εκεί. Έτσι σήκωσε το χέρι της κάνοντας ωτοστόπ σε όποιο διερχόμενο αυτοκίνητο την προσπερνούσε. Επιτέλους η τύχη της χαμογέλασε.
Το αυτοκίνητο την άφησε έξω από την είσοδο του εμπορικού χαλώντας ακόμη περισσότερο την διάθεσή της αφού ο πιτσιρικάς οδηγός προσπαθούσε να την πείσει τόσην ώρα πως ήταν γραφτό να την πάρει μαζί του σήμερα και πως έπρεπε να γεράσουνε μαζί. Αν ήθελε να φτάσει έπρεπε να τα ανεχτεί όλα. Έτσι κατά τις 12:10 έφτασε έξω από την τζαμένια πόρτα. Δεν περίμενε καν το ασανσέρ. Μπήκε μέσα τρέχοντας και άρχισε να ανεβαίνει δύο-δυο τα σκαλιά. Μόλις έφτασε στον πέμπτο πέρασε από το γραφείο του αντιπροέδρου. Ήταν άδειο. Ο Τομ έσφιξε με απογοήτευση τα χείλη του σα να συμπάσχε μαζί της. Η Σάρα συνέχισε να τρέχει προς την αίθουσα συνεδριάσεων κι εκεί είδε τον αντιπρόεδρο με την Τάμι και τον Wonder να σηκώνονται όλοι ευχαριστημένοι σφίγγοντας τα χέρια. Πάνω στον πίνακα ήταν ζωγραφισμένα πολλά σχέδια και όλα ήταν δικά της. Σοκαρίστηκε, της ήρθε να ουρλιάξει μα δεν έκανε τίποτα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της όταν αντίκρισε ακόμη και το σλόγκαν που είχε ετοιμάσει.
«Wonders made with Wonder’s tape»
-«Η γαμημένη καργιόλα… αυτό είναι δικό μου… όλα είναι δικά μου. Θα το αποδείξω.» αμέσως έτρεξε πίσω στον υπολογιστή της και άρχισε να ψάχνει τα αρχεία της. Πουθενά όμως. Το σχέδιο της Τάμι είχε στεφθεί με επιτυχία. Δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα πια. Είχε χάσει. Έκατσε στην καρέκλα πίσω από το γραφείο και έπιασε το κεφάλι της. Το ένιωθε να σφυροκοπάει όλες τις φλέβες και τα αγγεία της. «Είμαι έτοιμη να πάθω εγκεφαλικό…» ψιθύρισε. Εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλε και η Τάμι γελώντας γαργαριστά με τον αντιπρόεδρο. Οι δρόμοι τους χώρισαν όταν αυτός έστριψε δεξιά για να μπει μέσα στο γραφείο του. Η Τάμι μόλις την αντιλήφθηκε σταμάτησε και την κοίταξε. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Το βλέμμα της Τάμι είχε δώσει νέα διάσταση στη λέξη αλαζονεία. Η Σάρα έσκυψε ξανά το κεφάλι και χάθηκε στις σκέψεις της. Η Τάμι πλησίασε με φανερή αναπτερωμένη την διάθεσή της. Πέρασε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι της. Η Σάρα δεν σήκωσε καν το κεφάλι να την κοιτάξει. Μόνο κάποιες λέξεις ακούστηκαν να βγαίνουν από μέσα της. «Γιατί…; Ποτέ μου δεν σε έβλαψα. Γιατί μου το έκανες αυτό…;» μα φυσικά δεν είχε συνδυάσει τον βανδαλισμό του αυτοκινήτου της με την Τάμι. Δεν πήγαινε το μυαλό της. Το κατάλαβε όμως όταν…
-«Γιατί είσαι μία γαμημένη μάγισσα. Και οι μάγισσες δεν χωρούν κάτω από την δούλεψή μου…»
Η Σάρα σήκωσε το κεφάλι συνειδητοποιώντας αυτό που μόλις άκουσε. «Τι…; Ώστε… εσύ…;»
Η Τάμι δεν απάντησε παρά έφυγε σκορπώντας παντού το υποχθόνιο γαργαριστό γέλιο της.
Τα μάτια της κοκκίνισαν από θυμό που αποφάσισε όμως να πνίξει. Αργότερα εμφανίστηκε ο Τομ φέρνοντάς της ένα διπλωμένο χαρτί. Το σήκωσε και το διάβασε ποτίζοντάς το με τα δάκρυά της...
Αγαπητή Σάρα,
Παρά την λαμπρή σας πορεία στην διαφημιστική εταιρεία Hanson’s σήμερα αποδειχθήκατε κατώτερη των περιστάσεων θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπιστία μας, σε όλο το παγκόσμιο δίκτυο, και την άμεση έκθεσή μας σε έναν από τους καλύτερους πελάτες μας. Ο οίκος μας δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει να σας συμπεριλαμβάνει μέσα στο εργατικό του δυναμικό. Για αυτό το λόγο από σήμερα αποδεσμεύεστε πλήρως από τα καθήκοντά σας. Θα σας παρακαλούσαμε έως το τέλος της βραδιάς να έχετε παραχωρήσει το γραφείο σας στην κυρία Τάμι προς δική της κρίση για την μετέπειτα χρήση του. Σας ευχαριστούμε για όλα αυτά τα χρόνια.
Με εκτίμηση,
Γουίλιαμ
Η Σάρα έμοιαζε χαμένη. Τα δάκρυα είχαν ποτίσει τα ρούχα της. Σκεφτόταν την μητέρα της που ήταν άρρωστη και τον πρόσφατα αποθανόντα πατέρα της. Το αυτοκίνητο το είχε αγοράσει μία εβδομάδα πριν τον χάσει για να του το κάνει δώρο ώστε να μπορεί να πηγαινοέρχεται στο νοσοκομείο όπου έκανε τις θεραπείες του. Το σπίτι τους ακόμη δεν το είχαν ξεχρεώσει και τώρα κινδύνευαν άμεσα. Ένιωθε πολύ θυμό μα η θλίψη της την ξεπερνούσε. Για κάποιο περίεργο λόγο αισθανόταν σαν κάποιος της είχε χορηγήσει ηρεμιστική ένεση.
Η Τάμι στεκόταν μέσα στο δωμάτιο ελέγχου που βρίσκονταν τα καταγραφικά και το τηλεφωνικό κέντρο. Για κακή της τύχη ο Τομ περνούσε απέξω και άκουσε ομιλίες. Πλησίασε αργά-αργά για να ακούσει.
-«Ναι… για πες μου λοιπόν… ναι. Και πώς απενεργοποιείται η εμπλοκή εισερχόμενου αριθμού;» φαινόταν πως άκουγε χτυπήματα πληκτρολογίου. «Όχι… δεν τα καταφέρνω… μήπως να το κάνεις εσύ απομακρυσμένα…;» μιλούσε ναζιάρικα σα γατούλα που ψάχνει χάδια. «Ωραία… το τηλέφωνο είναι …» ο Τομ άκουσε να λέει το τηλέφωνο της Σάρας. Δεν άντεξε και μπήκε μέσα…
-«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι…» της φώναξε. Η Τάμι δεν έδωσε σημασία και άρχισε να γελάει…
Ο Τομ ένιωσε πολύ άσχημα. Δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο αυτή η γυναίκα. «Σε λυπάμαι…» της είπε και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγα λεπτά μετά πήγε στη Σάρα και της έπιασε τον ώμο. «Καλύτερα που φεύγεις καλή μου Σάρα. Καλύτερα που φεύγεις. Παντού είναι καλύτερα από εδώ…» της είπε χαϊδεύοντάς την απαλά στην πλάτη.
Η Σάρα έμεινε σκυμμένη για πολλή ώρα μετά προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της. Όλη αυτή την ώρα άκουγε την Τάμι να χασκογελάει μέσα από το γραφείο του αντιπροέδρου καταναλώνοντας κάποιο ουίσκι. Όταν σήκωσε το κεφάλι η ώρα είχε πάει 20:00 ακριβώς. Μέχρι να μαζέψει τα πράγματά της πέρασε άλλη μία ώρα. Εντωμεταξύ ο όροφος άδειασε από όλους τους συναδέλφους ακόμη και την Τάμι. Κι όμως… ένιωθε την παρουσία της στον χώρο. Της σήκωνε τα μαλλιά σαν ηλεκτρισμός. Έπιασε την κούτα με τα χέρια της και σηκώνοντάς την προχώρησε μέχρι έξω στον κεντρικό διάδρομο προς το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί μα ο Μάρκους, που δεν γνώριζε τίποτα για όλα αυτά, είχε ήδη κατεβάσει τις ασφάλειες.
-«Με τα πόδια λοιπόν… ξανά. Για μία τελευταία φορά…» ψιθύρισε σε όλα τα φαντάσματα που κρύβονταν μέσα στις σκιές του μυαλού της. Μα μόλις έκανε το τρίτο βήμα πάνω στις σκάλες, ένιωσε κάτι να μπλέκεται ανάμεσα στα πόδα της κάνοντάς την κυριολεκτικά να παίρνει κουτρουβάλες σε όλες τις σκάλες μέχρι να φτάσει στον τέταρτο. Τα πράγματά της σωριάστηκαν χάμω κάνοντας θόρυβο από την μία μεριά του εμπορικού ως την άλλη. Ο Μάρκους παραδόξως δεν φάνηκε από πουθενά. Ίσως να είχε πάει τουαλέτα. Η Σάρα φτάνοντας κάτω χτύπησε τα πλευρά, τη μέση και το κεφάλι της. Σηκώθηκε παραπατώντας και κοίταξε το πρόσωπό της στον διπλανό καθρέπτη. Είχαν σκιστεί τα χείλια και έτρεχαν αίμα. Πολύ αίμα. «Πώς έγινε αυτό…; Πώς ανάθεμά με… πώς…;» αναρωτήθηκε και ανέβηκε κουτσαίνοντας τα σκαλιά για να ελέγξει εκείνο το σκαλοπάτι στο οποίο έχασε την ισορροπία της. Μόλις έφτασε γούρλωσε τα μάτια της. Το στόμα της κρέμασε από αυτό που είδε. Τότε τα μάτια της άρχισαν να κοκκινίζουν για άλλη μία φορά. Στο σκαλοπάτι είχε τυλιχτεί με κολλητική ταινία Wonder’s ένα φυσικό εμπόδιο από την μία μεριά έως την άλλη ώστε αυτός που θα κατέβει να μπλεχτεί και να σωριαστεί στα πατώματα. Η εικόνα της Τάμι να γελάει υστερικά της ήρθε στο μυαλό αφού ήταν φως φανάρι πως επρόκειτο για δική της πράξη. Ο θυμός άρχισε να φουντώνει μέσα της κάνοντάς την να ξεσπάσει σε κραυγές… «ΑΡΚΕΤΑ… ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ…» φώναξε και ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλιά μέχρι να φτάσει στον πέμπτο. Το βλέμμα της ήταν τρομακτικό και τα μάτια της είχαν σχηματίσει μαύρους κύκλους από κάτω λες και είχε κυριευτεί από μία ξένη δύναμη. Κακιά, σατανική. Αμέσως σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την γυναίκα του κυρίου Wonder.
-«Παρακαλώ…;» ρώτησε η φωνή.
-«Η κυρία Wonder…;»
-«Μάλιστα. Ποιος ρωτάει…;»
-«Χαίρεται. Ονομάζομαι Σάρα Γουάιλντ και είμαι η διαφημίστρια της εταιρείας Hanson’s.»
-«Και τι θέλετε…;»
-«Η διαφήμισή που ζητούσατε είναι έτοιμη. Ο σύζυγός σας είδε αυτή που του ετοίμασε η συνάδελφός μου. Τώρα όμως εγώ έχω ετοιμάσει και την δική σας. Δείτε τις και διαλέξτε όποια σας αρέσει καλύτερα. Ελάτε σε μισή ώρα στα γραφεία μας με όλα σας τα συνεργεία.»
-«Εντάξει… αν και είναι πολύ αργά…»
-«Εμπιστευτείτε με και δεν θα χάσετε. Εξάλλου αυτή η διαφήμιση είναι δώρο από εμένα. Free of charge που λένε…»
-«Μα άμα είναι έτσι, τότε θα ειδοποιήσω και τον σύζυγό μου…»
-«Και πολύ καλά θα κάνετε. Όσοι περισσότεροι τόσο το καλύτερο…» και η γραμμή έκλεισε μέχρι να πληκτρολογήσει ακόμη έναν αριθμό και να καλέσει…
-«Παρακαλώ…»
-«Η κυρία Hanson…;»
-«Μάλιστα. Εσύ ποια είσαι…;»
-«Είμαι κάποια που θέλει να μάθετε πώς πραγματικά αξιοποιεί ο σύζυγός σας τις υπερωρίες που κάνει δήθεν δουλεύοντας μέχρι αργά το βράδυ…»
-«Τι εννοείς…;»
-«Ελάτε στο γραφείο και θα μάθετε…» και εκεί έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε τόσο όμορφα τώρα με τον εαυτό της. Αυτή η διαύγεια που αισθανόταν όμως έδινε κι άλλη τροφή στον θυμό της που μεγάλωνε σαν φωτιά και βρυχιόταν σαν άγριο θηρίο. Τα φώτα ήταν σβηστά μα εκείνη είχε αρχίσει να ακτινοβολεί με μία περίεργη λάμψη. Πίσω από την πλάτη της δύο σκιές σαν πελώρια χέρια άγγιζαν τα διαχωρίσματα των γραφείων αφήνοντας τρεις βαθιές νυχιές κατά μήκος του διαδρόμου. Τώρα είχε αρχίσει να πατάει μόνο στις μύτες χωρίς να κάνει καθόλου θόρυβο και να πλησιάζει με αστραπιαία ταχύτητα. Μόλις έφτασε έξω από την πόρτα, άπλωσε το χέρι της για να φτάσει το χερούλι και εκείνο γύρισε απαλά ανοίγοντάς την. Δύο χλωμά πρόσωπα γύρισαν και την κοίταξαν που μπήκε σαν χάρος μέσα στο δωμάτιο. Και φυσικά ήταν η Τάμι με τον Γουίλιαμ οι οποίοι ήταν ολόγυμνοι και έκαναν σεξ για άλλη μία φορά. Η Σάρα μπήκε σχεδόν αιωρούμενη στον αέρα μέσα και τους κοίταξε…
-Σάρα…» φώναξε εκείνος δυνατά. «Τι κάνεις εκεί…;»
-«Τον επίλογο αυτής της διαφήμισης…» απάντησε με γέλιο και συνέχισε κοιτώντας την Τάμι αυτήν τη φορά. «Είχες… πώς να το πω…; Σχεδόν δίκιο προηγουμένως…»
-«Τι εννοείς…;» είπε τρομαγμένη η Τάμι. Η απάντηση όμως τη σόκαρε ακόμη πιο πολύ…
-«Δεν είμαι απλά μία μάγισσα. Είμαι Η μάγισσα…» είπε μιλώντας δαιμονισμένα με χοντρή φωνή και μάτια κατακόκκινα στις κόρες. Το κορμί της σηκώθηκε περίπου ένα μέτρο ψηλά από το πάτωμα καθώς τα μαλλιά και το φόρεμά της άρχισαν να αιωρούνται κι αυτά μέσα σε ένα αόρατο θαλάσσιο ρεύμα που τα παρέσερνε τριγύρω της. Με μία κίνηση του χεριού της η πόρτα πίσω της έκλεισε με αστραπιαία ταχύτητα χτυπώντας τόσο που παραλίγο να κοπεί στα δύο. Τα στόρια έκλεισαν μαγικά κι αυτά και το μόνο που μπορούσε να φανεί μέσα από το ιατρείο ήταν μία μπλε λάμψη που διαχεόταν στον αέρα σαν καπνός που μετέφερε τις στριγκλιές τους.
Την άλλη μέρα το πρωί το εμπορικό κέντρο παρέμεινε κλειστό. Έξω από το Central είχαν κατακλυστεί τα περίπτερα με εφημερίδες με κεντρικό θέμα εξωφύλλου...
Παράνομο ζευγάρι βρέθηκε τα ξημερώματα να κρέμεται από ένα αυτοσχέδιο σχοινί, γυμνό και αγκαλιασμένο σφικτά από τον πέμπτο όροφο του εμπορικού κέντρου Central. Πρόκειται για τον αντιπρόεδρο της εταιρείας Hanson’s, κύριο Γουίλιαμ Kane και την ερωμένη του Τάμι Γουντς. Καθοριστικό ρόλο στην διάσωσή τους έπαιξε η κολλητική ταινία Wonder’s tape που άντεξε την τρομακτική δύναμη της πτώσης από τέτοιο ύψος καθώς και η τεράστια αντοχή της που τους κράτησε σχεδόν δώδεκα ώρες κρεμασμένους στο κενό μέχρι να καταφθάσουν τα πρώτα διασωστικά συνεργία. Είμαστε σίγουροι λοιπόν, πως αν η κολλητική ταινία Wonder’s tape έκανε αυτό για εκείνους, φανταστείτε τι μπορεί να κάνει για ΕΣΑΣ…!!!
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © All rights reserved Κωνσταντίνος Βαρδής, Αθήνα 2015
Σημείωση:
Οι εικόνες της ιστορίας είναι επιλογές του συγγραφέα.
Σημείωση:
Οι εικόνες της ιστορίας είναι επιλογές του συγγραφέα.