Δημήτρης Γραμμένος, Ηράκλειο Κρήτης
ποσο ακομα
Ο Αυγουστιάτικος ήλιος στάθηκε καταμεσής του ασύννεφου ουρανού σκορπίζοντας ένα σακί ασημένια τάλαρα πάνω στα διάφανα νερά του γραφικού κολπίσκου. Το νεαρό κορίτσι – κορμί σταρένιο, μάτια σμαράγδια – δε φαινόταν να ενδιαφέρεται για την ομορφιά του τοπίου. Καθισμένο στην ψάθινη καρέκλα είχε βυθιστεί στην οθόνη του ασημένιου λάπτοπ που μετά βίας χωρούσε στο τραπεζάκι του καφενείου. Μοναδικό σημείο επαφής, ομφάλιος λώρος, με την πραγματικότητα, το καλαμάκι της κόκα λάιτ. Κάθε τόσο, το κορίτσι έσκυβε για να το πιάσει ανάμεσα στα χείλη του κι ύστερα τρυγούσε λιγοστές σταγόνες από το μελανό νέκταρ, θαρρείς και ήταν το τελευταίο μπουκάλι στον κόσμο και φοβόταν μην το αποτελειώσει. Κάθε φορά που έσκυβε, τα πλούσια στήθη του πρόβαλαν δειλά μέσα από το άνοιγμα του λευκού πουκάμισου.
Ο κυρ-Ανέστης κρέμασε στον ώμο το πανί που είχε για να καθαρίζει τα τραπέζια, έκρυψε τα ροζιασμένα του χέρια στις τσέπες της λευκής ποδιάς, πλησίασε και σχολίασε εύθυμα.
«Μέλι έχει μωρέ κοπελιά αυτό το μαραφέτι και δε λες να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του;»
«Αυτό, το ‘μαραφέτι’» απάντησε χαμογελώντας το κορίτσι «είναι για μένα ένα παράθυρο που μέσα του βλέπω ολόκληρο τον κόσμο».
«Και γιατί μάτια μου, κορίτσι πράμα σαν τα κρύα τα νερά, να κάθεσαι να βλέπεις τον κόσμο μέσα από το παραθύρι και να μη βγεις από την πόρτα όξω να τόνε δεις από σιμά; Η ζωή είναι για να τήνε ζεις, όχι για να την αγναντεύεις απ’ αλάργα.»
«Ναι, δε λέω, έχετε το δίκιο σας,» είπε συνεσταλμένα το κορίτσι, «όμως, έχει κι ετούτο δω τα καλά του. Μπορείς να κάνεις ένα σωρό πράγματα.»
«Σαν τι πράματα δηλαδή;»
«Να, ας πούμε μπορείς να επικοινωνήσεις με φίλους σε όλο τον κόσμο, να μάθεις νέα, να γράψεις, να ρωτήσεις και πάρεις απαντήσεις για ότι σου κατέβει στο κεφάλι. Να, κι εσάς μέσα απ’ αυτό σας βρήκα. Το μέρος εννοώ, όχι εσάς προσωπικά…»
«Δηλαδή πως το βρήκες;»
«Ελάτε, ελάτε πιο κοντά, να σας δείξω,» είπε το κορίτσι γνέφοντας με το χέρι.
«Ορίστε, βλέπετε εδώ αυτό το κουτάκι; Μέσα μπορώ να γράφω λέξεις πατώντας τα πλήκτρα με τα γράμματα.»
«Α, σαν τα τηλέτυπα που είχαμε παλιά στο στρατό ένα πράμα,» επενέβη ο κυρ-Ανέστης.
«Ναι, περίπου,» συμφώνησε το κορίτσι, δίχως να είναι και πολύ σίγουρο ότι όντως υπήρχε κάποια σχέση.
«Λοιπόν, γράφω μέσα ότι λέξεις θέλω - τόνοι κι ορθογραφία δε με πολυσκοτίζουν, τα βρίσκει αυτό μόνο του. Για παράδειγμα γράφω «διακοπες νισι γραφικο ισιχο». Ύστερα, κουνάω το ποντίκι –αυτό εδώ το άσπρο κουτάκι δηλαδή– μέχρι ετούτο το βελάκι να πάει πάνω από εκεί που γράφει Αναζήτηση. Πατάω τώρα αυτό το κουμπάκι και ορίστε! Έχουμε μπροστά μας μια λίστα με απαντήσεις. Να, να, κοιτάξτε εδώ! Είναι ένα άρθρο σε ένα περιοδικό για ετούτο το μέρος. Αν βάλω το βελάκι πάνω στα μπλε υπογραμμισμένα γράμματα και πατήσω το κουμπί μπορούμε να το διαβάσουμε!
«Μωρέ μπράβο!», σχολίασε ο κυρ-Ανέστης, «να δοκιμάσω κι εγώ;»
«Και το ρωτάτε; Μισό λεπτό μόνο να επιστρέψουμε στην Αναζήτηση.»
Ο κυρ-Ανέστης πάτησε ένα-ένα μερικά πλήκτρα με το δείκτη του αριστερού του χεριού, σαν κότα που σκαλίζει το χώμα για σκουλήκια. Τελικά κατάφερε να γράψει: «καφενειο μαιστρος ξεροχωρι». Ύστερα, μετακίνησε το ποντίκι στην Αναζήτηση, πάτησε το κουμπί και μια σελίδα με αποτελέσματα εμφανίστηκε σχεδόν ακαριαία.
«Μπράβο! Τα καταφέρατε! Δεν το περίμενα,» παραδέχτηκε με θαυμασμό το κορίτσι.
«Γέρος είμαι κοπελιά, όχι βλάκας!» απάντησε αυτός κι έσκασαν κι οι δυο στα γέλια.
«Κοιτάξτε,» είπε το κορίτσι δείχνοντας μερικές μικροσκοπικές φωτογραφίες σε μια γωνιά της σελίδας. «Είναι το καφενείο σας… Κι εσείς. Να, πατήστε εδώ να δούμε περισσότερες.»
Ο κυρ-Ανέστης υπάκουσε κι η οθόνη πλημμύρισε από πολύχρωμες εικόνες. Το κορίτσι ανέλαβε και πάλι τον έλεγχο του υπολογιστή. Περνώντας το βελάκι πάνω από τις εικόνες τις μεγέθυνε, ώστε να φαίνονται καλύτερα. Ο κυρ-Ανέστης άρχισε να περιγράφει τι έδειχνε η κάθε μια.
Κάποια στιγμή, το βελάκι καρφώθηκε πάνω σε μια φωτογραφία που έδειχνε τον κυρ-Ανέστη αρκετά νεότερο, να κρατά στην αγκαλιά του μια καλοσυνάτη ροδομάγουλη γυναίκα. Ασυναίσθητα, το βλέμμα του κυρ-Ανέστη πλανήθηκε προς το εσωτερικό του καφενείου και σταμάτησε πάνω σε μια εικόνα της Παναγιάς που κρεμόταν πίσω από τον πάγκο. Δίπλα στο καντηλάκι που έκαιγε, ήταν μια σκοροφαγωμένη φωτογραφία της ροδομάγουλης γυναίκας. Ένα δάκρυ ξεπρόβαλε από το αριστερό μάτι του κυρ-Ανέστη, μα έσβησε γρήγορα πάνω στην τραχιά επιδερμίδα του προσώπου του.
«Μη βαραίνεις άδικα την καρδούλα σου,» είπε ο κυρ-Ανέστης νοιώθοντας την αμηχανία του κοριτσιού. «Για να χάσεις κάτι σημαίνει ότι τουλάχιστον κάποτε το είχες».
Το κορίτσι χαμογέλασε μελαγχολικά. «Πάω να κάνω μια βουτιά. Τον υπολογιστή σας τον αφήνω εδώ, να μου τον προσέχετε,» είπε και του έκλεισε το μάτι.
«Μόνο προτού να φύγεις γύρνα το σε παρακαλώ στην Αναζήτηση,» παρακάλεσε ο κυρ-Ανέστης.
«Έτοιμο!» αποκρίθηκε το κορίτσι και σηκώθηκε από την καρέκλα.
«Μισό λεφτό. Μπορώ να κάμω ότι ερώτηση θέλω;»
«Ναι, ναι, ότι τραβά η ψυχή σας…»
Ο Αυγουστιάτικος ήλιος μάζεψε σα γερο-τσιφούτης ένα-ένα όλα τα τάλαρα που είχε απλώσει στο πέλαγο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Το κορίτσι πέταξε τα παπούτσια και περπάτησε ξυπόλυτο στην παραλία. Η αίσθηση από τα ζεστά βότσαλα πάνω στις τρυφερές του πατούσες συνδύαζε τον πόνο με μια πρωτόγνωρη ευχάριστη αίσθηση. Το απογευματινό μαϊστράλι βοήθησε τη θάλασσα να τεντωθεί για να ξεμουδιάσει και το γαλάζιο χαλί απλώθηκε ίσαμε που σκέπασε τα πόδια του κοριτσιού. Κι αυτό, δίχως να το πολυσκεφτεί, ξεφορτώθηκε όλα του τα ρούχα και βούτηξε στη μεγάλη δροσερή αγκαλιά.
Ο κυρ-Ανέστης δεν είδε τίποτα από όλα αυτά. Κρυμμένος πίσω από την οθόνη πατούσε τα πλήκτρα με προσοχή, λες και φοβόταν μην τα σπάσει. Ήταν κάτι που τριβέλιζε το μυαλό του καιρό τώρα.
«ποσο ακομα», έγραφε στο πεδίο αναζήτησης. Ο κυρ-Ανέστης χάιδεψε τρυφερά το ποντίκι για να φέρει το βελάκι πάνω στην Αναζήτηση. Μα, προτού πατήσει το κουμπί για να δώσει την εντολή, σήκωσε το χέρι και το ξανακατέβασε με φόρα, ρίχνοντας μια σφαλιάρα στην οθόνη που έκλεισε μονομιάς. Ύστερα, ανέβασε τα πόδια στο τραπέζι, έγειρε πίσω την καρέκλα και αγνάντεψε στον ορίζοντα τη σιλουέτα του γυμνού κοριτσιού που έμοιαζε με μικρή θολή μουντζούρα πάνω στον απέραντο γαλάζιο καμβά.
«Κι άλλο,» μονολόγησε χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του και, μισοκλείνοντας τα μάτια, βυθίστηκε γλυκά στην καλοκαιρινή ραστώνη.