Χριστίνα Κόντη, Αλεξανδρούπολη
ESCAPE
Ωραία λοιπόν. Για μια ακόμη φορά τα σκάτωσες. Ε και; Αφήνεις την κούπα με τον καφέ στο κομοδίνο. Έτσι κι αλλιώς κρύωσε και έφυγε το άρωμά του. Ψάχνεις τα γυαλιά σου, ας όψεται η γαμημένη η μυωπία. Τρίβεις τους φακούς στην πυτζάμα για βελτίωση της ορατότητας. Τα μπούτια σου κοκκίνησαν από τη ζέστη του notebook. Ο ιδρώτας έκανε λιμνούλα κάτω από τον κώλο σου. Κάποια στιγμή πρέπει να σηκωθείς από κει. Ίσως αργότερα.
Πόση ώρα έχεις μπροστά του; Το κοιτάς, το κοιτάς και δεν το σώνεις. Σάμπως μπορείς να διορθώσεις και τίποτα; Από την ώρα της μαλακίας, όλα προδιαγεγραμμένα, όλα έχουν πάρει το δρόμο τους. Αναρωτιέσαι. Τι θα γινόταν αν... Δε βαριέσαι. Η ζωή δεν συνεργάζεται με τους υποθετικούς λόγους. Και κυρίως, η ζωή δεν έχει undo. Πόσες φορές όμως δεν το σκέφτηκες;
Το πιο φρικτό πράγμα που σου συνέβη από τη στιγμή που πρωτοπροσπάθησες να ξεφύγεις από τον ηλεκτρονικό αναλφαβητισμό σου, τότε στα μέσα των 90ς που αγόρασες εκείνη την γκουμούτσα, τον υπολογιστή με την οθόνη τερατογένεση, ήταν αυτό. Το word καλό, η δουλειά σου έβγαινε στο μισό χρόνο από πριν, η γραφομηχανή έμελλε να πιάσει γλίτσα στη θήκη της δίπλα στο γραφείο, αποκαθήλωση και λατρεία του καινούργιου θεού. Και ξαφνικά, ώ του θαυματος, undo. Διόρθωσε το λάθος σου στην παλιά γραφομηχανή και να δούμε πόση ώρα θα σου πάρει. Άσε που το αποτέλεσμα πάλι θα είναι ορατό. Ο υπολογιστής; Σβήσε γράψε άπειρες φορές, κάνε ό,τι θες, ακόμα και για πειραματισμό. Δοκιμάζεις να γράψεις κάτι, έτσι για πλάκα. Διορθώνεις το κείμενο του Αρετσανόπουλου.
Πληκτρολογείς αυτό που θέλεις να του πεις τόσα χρόνια. Γαμιέσαι, κι εσύ και η γυναίκα σου. Undo. Μου δίνεις ψίχουλα κι εγώ σου κάνω όλη τη βρωμοδουλειά. Undo. Ψιλοπράγματα. Πήγαινε πες το του από κοντά αν τολμάς. Τότε κανείς δεν μπορεί να σε σώσει.
Πόσα χρόνια δουλεύεις εκεί μέσα; Δεκαοκτώ. Διορθώσεις και επιμέλεια κειμένων; Αριθμός ανυπολόγιστος. Παράπλευρες απώλειες; Διορθωτικά γυαλιά, επισκέψεις σε οφθαλμιάτρους, λίτρα γάλα για να μη σακουλιάσει ο εγκέφαλος. Ο σακουλιασμένος. Και κάθε φορά λες: θα φύγω.
Θα φύγω. Έχει καταντήσει ανέκδοτο. Σήμερα, με την κρίση να σαπίζει τη γενιά σου και να απειλεί άλλες δυο, βρήκες να κάνεις το παλικάρι.
Η καινούργια εποχή σε βρήκε μέσα στον ενθουσιασμό. Όλα εύκολα, όλα μαζικά. Περισσότερα κείμενα την ημέρα, πέφταν τα φράγκα γρηγορότερα, ντάνγκα ντάνγκα, αποτελεσματικότερη η φθορά. Και το αποτέλεσμα μηδέν. Ήσουν και είσαι ο αφανής ήρωας. Ήρωας ευνουχισμένος, αλλά ασφαλής. Κάνα δυο φορές σήκωσες κεφάλι, «δως μου αρμοδιότητες, πάρε με μαζί σου μια φορά, να ξαραχνιάσω από την καρέκλα, εγώ ΜΜΕ σπούδασα», η μάνα σου κερνούσε τρεις βδομάδες όταν βγήκαν οι βάσεις, νόμιζε ότι με τις πρωτιές πιάνεις τον Πάπα απ’ τα αχαμνά. Και ο χρόνος να περνά κι εσύ να μένεις στάσιμη. Χωρίς undo. Αλλά ενθουσιασμένη. Και το χρήμα χρήμα.
Τώρα που εξέλιπεν κι αυτό, να σε δω τι θα κάνεις. Η καρέκλα σου τρίζει, εσύ αυτοκαταστρέφεσαι από γεννησιμιού σου και το νοίκι του τρέχοντος να εκκρεμεί, συν τα αγγλικά της μικρής, πάλι δεν έδωσε τη διατροφή ο αθεόφοβος.
Ύστερα ήρθε το internet. Το διαδίκτυο, το ιντερνέτ, όπως λένε και οι μεγαλύτεροι που χάσαν το τρένο της τεχνολογίας. Μεγάλη πατέντα κι αυτή. Σταμάτησες τα σούρτα φέρτα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, η τσάντα σου δεν ξαναμπήκε σε κείνες τις μαγικές θηκούλες στην είσοδο. Συνδρομές, πληρωμές από το σπίτι, το μυαλό κουρκούτι, απραξία και ο κώλος να φαρδαίνει. Πολλές φορές τον μνημόνευσες σήμερα, έχει την τιμητική του. Τι βολικά που είναι όλα τώρα: η κολλητή σου online, οι διορθώσεις στέλνονται με ένα κλικ, τα κούριερ φυτοζωούν. Όλα καλά, και η πίτσα ζεστή δίπλα στο ποντίκι. Ζεστή σαν τα μέιλ που έμαθες να στέλνεις. Και μετά;
Μετά ήρθαν τα ψαχτήρια, κάθε λογής ανοιχτήρια του μυαλού, έβρισκες φτηνά εισιτήρια για τη Χαρούλα, δρομολόγια πλοίων για την Αλόννησο, το τηλέφωνο του υδραυλικού. Και η δουλειά και η πίεση δεδομένη, αλλά όλα τώρα είναι εύκολα, ακόμα και η γκρίνια. Γιατί; Μίλα με τους φίλους σου και ξέσπασε. Έτσι έκανες και χθες. Και σήμερα κάθεσαι βιδωμένη στο κρεβάτι με το ζεστό ηλεκτρονικό μαραφέτι να σε κοιτάζει σαν να λέει «ας πρόσεχες».
Θα φύγω. Καλά, μας τα έχεις ξαναπεί.
Ύστερα ήρθε η online κοινωνική δικτύωση. Τι κορμιά βρήκες εκεί μέσα: παλιούς γκόμενους, συμμαθήτριες από τα συνοικιακά αγγλικά, ξαδέρφες, γείτονες, νέους γέρους και παιδιά στο ίδιο χωνευτήρι, να κάνεις like και ξεlike, να ξελιγώνεσαι για να επιβεβαιώνεις στο ανασφαλές εγώ σου ότι υπήρξες και υπάρχεις και η απόδειξη όλοι αυτοί που σε θυμήθηκαν από τα περασμένα, κι ας είχατε μια καλημέρα μόνο όταν η ζωή σας είχε κοντά. Και να τα comments, και να οι δηλώσεις και οι εκδηλώσεις. Βάλε στο παιχνίδι και μερικούς συναδέλφους και το έχεις έτοιμο το καινούργιο σου ολοκαύτωμα.
Το πιο ευφάνταστο εύρημα του δικτύου είναι τα σχόλια. Κάποτε τα έλεγες στην διπλανή σου στο θρανίο, και ευχόσουν να μείνετε για πάντα αχώριστες, για να μην ανοίξει το στόμα της. Ενίοτε το άνοιγε και δημιουργούνταν μικρές κρίσεις. Αλλά το ξεπερνούσες. Αυτά συμβαίνουν. Χώρια που μπορούσες να το αρνηθείς. «Όχι, εγώ δεν σε είπα ποτέ στραβοκάνα». Τώρα όλα είναι καταχωρισμένα. Η πικροχολιά, το παράπονο, η κακία και το κουτσομπολιό εκτυπώνονται και αναπαράγονται σε κόπιες, γίνονται ντοκουμέντα. Τώρα να σε δω τι θα κάνεις. Ή μήπως θα μου πεις: «θα φύγω»;
Δυο αστειάκια που χόντρυναν, μια εκτίμηση που αποδόθηκε ως προσβολή, και με τον υπόκωφο ήχο του enter παραλαμβάνεις την καταστροφή αβασάνιστα στο χώρο σου. Τηλέφωνα από το αφεντικό, πώς μπόρεσες να μας διαβάλεις, αχάριστη, άχρηστη, προδότρα. Και άντε εσύ τώρα να σβήσεις δεκαοκτώ χρόνια από τον προσωπικό σου χάρτη γιατί σχολίασες online και μεταξύ φίλων τον μεγαλοδημοσιογράφο που χρόνια αρθρογραφείς με το όνομά του, που χρόνια οικειοποιείται τον δείκτη νοημοσύνης σου και βγάζει λαυράκια που εσύ ψάρεψες.
Κάτι η ζέστη, κάτι τα λόγια που πλήγωσαν και πληγώθηκαν, σε πιάνει ο εαυτός σου απ’ το γιακά και σε σκουντά: ξύπνα και τρέχα να σωθείς. Κι εσύ πληκτρολογείς στο wall σου αργά και σταθερά.
«Φεύγω. Καλή συνέχεια». Και κλείνεις το λογαριασμό με ένα απλό κλικ. Κλικ, όχι undo. Έχω μια ζωή να ζήσω.
Τελικά το διαδίκτυο είναι απλά άλλο ένα δίχτυ.