Γράφει ο Κώστας Βελούτσος
«Χαράζει κι η πόλη αρνείται πεισματικά να ξυπνήσει, αρνείται να δει το πρώτο φως του ήλιου, θαρρείς πως συνωμοτεί ιδανικά μ’ αυτήν την απεραντοσύνη της μοναξιάς μου. Μόνος σε μια άδεια πόλη πατώ πάνω στις άκρες της κι είναι σα να ακροβατώ ισορροπώντας ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.
Ένα πρώιμο για την εποχή μαγιάτικο άρωμα πλημμυρίζει τα σοκάκια απ’ όπου κι αν περνώ, σα να με κυνηγά μπαίνει στα ρουθούνια μου στέκεται παντού μέσα μου.
Κοντεύει η άνοιξη και ο χειμώνας κάνει τα τελευταία του τερτίπια λες και με ικετεύει, σα να θέλει να κρατηθεί λίγο ακόμα στη ζωή που φεύγει για να δώσει τη θέση της σε μια άλλη.
Παρατηρώ με ευλάβεια τ’ ανθισμένα ρόδα στις αυλές των σπιτιών, τα κάτασπρα γιασεμιά και τα κρίνα που γέρνουν προς το θαμπό ξημέρωμα του ήλιου. Ανασαίνω βαθιά και κρατώ όσο πιο πολύ μπορώ αυτό το άρωμα των λουλουδιών και μαζί μ’ αυτά σε ξαναβάζω στην καρδιά μου.
Είμαι εδώ, είμαι ξανά εδώ στην δική σου πόλη, κι είναι σα να σε κρατώ σφιχτά από το χέρι. Σε κάθε μου βήμα ψιθυρίζω πως σ’ αγαπώ και η σπίθα που ’χω για σένα μέσα μου ξαναφουντώνει κι ας μην υπάρχεις πια.
Αφήνω το μυαλό μου λυτό, αδειάζω από τις σκέψεις κι είναι σα να πετώ μαζί σου σ’ έναν άλλο ουρανό, μόνο οι δυο μας. Σ’ αυτόν που αγαπήσαμε. Τότε που τον συναντούσαμε κάθε φορά κι οι δυο μαζί, που αγγίζαμε το γαλάζιο του χρώμα στην πιο όμορφη στιγμή του δικού μας έρωτα.
Είμαι πάλι εδώ για να δω τα κόκκινα δειλινά στην Ερεσό για να μου θυμίσουν εσένα. Είμαι εδώ ξανά κι ας είναι η απουσία σου φανερή μου φτάνει μόνο που θα νιώσω την αύρα του κορμιού σου να στέκεται δίπλα μου. Είμαι ξανά εδώ για να περπατήσω τα στενά δρομάκια της Πέτρας και τις ανηφοριές στον Μόλυβο για να βρω τα δικά σου ίχνη όπως τότε… Θα περπατήσω πάνω τους θα θυμηθώ τις στιγμές μας, πάλι θ’ ακούσω τις ανάσες μας.
Θα κολυμπήσω ξανά μαζί σου στα δικά σου απάνεμα πελάγη, στις πιο όμορφες θάλασσες των ονείρων μας.
Είμαι εδώ για να βρω τη φωνή σου να δω τη ματιά σου κι ας είναι όλα πια ψέματα. Ας χάθηκαν όλα, και μαζί μ’ αυτά νοιώθω σα να με παρασέρνει ένας άνεμος, σα να είμαι ένα ξερό φύλλο του φθινοπώρου που με χτυπά πάνω στα βράχια, σπάω σε κομμάτια σκορπίζω παντού.
Σε βλέπω, ξαναβρίσκομαι δίπλα σου κολλάω πάνω στο κορμί σου και δεν θέλω να σ’ αφήσω ποτέ. Δε θα σ’ αφήσω...
Δεν σκέφτομαι τίποτα πια, κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι να με παρασύρει αυτός ο νησιώτικος άνεμος και θαρρώ πως θα σε φτάσω. Θα πετάξω μαζί σου ψηλά ώσπου να χαθούμε… Μου λείπεις, κι είναι αυτό που σκέφτομαι διαρκώς όπου και να ’μαι. Απουσιάζει η μυρωδιά σου από την ανάσα μου, λείπεις από τη ματιά μου.
Κλείνω τα μάτια και σ’ αγγίζω. Σου φωνάζω μα δεν μ’ ακούς… Ακολουθώ τη διάβα σου έρχομαι όλο και πιο κοντά, ακούω το δικό σου κλάμα νοιώθω την καυτή βροχή από τα δάκρυά σου.
Αυτή η βροχή με ξυπνά απότομα, μα νοιώθω να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ μες στην αγκαλιά σου. Τώρα πια σε κρατώ, σ’ έχω και σε σφίγγω στην αγκαλιά μου.
Ήταν ψέματα, όλα ήταν ένα ψέμα. Η ζωή μου δίχως εσένα ήταν κίβδηλη και φθηνή. Έτσι λέω μέσα μου αφού τώρα πια σ’ έφτασα. Ακουμπώ τα χείλη σου, ακούω την καρδιά σου.
Είμαστε ξανά μαζί στους παραδείσους που αγαπήσαμε. Είμαι πια μαζί σου κι είμαστε παντού».
Σκηνοθετημένος θάνατος μ’ άκουσες; Τον σκηνοθέτησε γιατρέ μου. Αυτό είναι. Αυτές οι αγάπες είναι που πάνε κατευθείαν στον παράδεισο συνάδελφε. Αυτές είναι. Όπως το λέει. «Είμαστε ξανά μαζί στους παραδείσους που αγαπήσαμε…»
«Δυο χρόνια μόνο…» Αυτή ακριβώς την πρόταση διάβασε πολλές φορές ο γιατρός κλείνοντας την πόρτα της εντατικής. Από το τζάμι του παράθυρου έριξε μια τελευταία ματιά προς το νεαρό που ήταν ήδη νεκρός πάνω στο κρεβάτι του θαλάμου.
Έσφιξε τα χείλη του όσο πιο δυνατά μπορούσε και με γρήγορα βήματα προχώρησε προς το διάδρομο του νοσοκομείου της Μυτιλήνης.
Δίπλωσε το γράμμα που κρατούσε στα χέρια του και το ’βαλε σε μια από τις τσέπες του.
Μια μέρα πριν είχε έρθει στο νησί ο Παύλος θέλοντας έτσι να δώσει ένα τέλος στη ζωή του. Για να ’ναι πάντα μαζί της, δίπλα της. Δεν άντεχε την μοναξιά, την απουσία της Δάφνης της δικής του Δάφνης. Έτσι την έλεγε.
Δυο χρόνια δίχως εκείνη ήταν αρκετά. Δυο χρόνια μόνο...
Copyright © All rights reserved Κώστας Βελούτσος, Αθήνα 2015
Πίνακας Γιώργου Ατσαμετάκη. Μόλυβος |
Δείτε κι αυτό:
Ο Κώστας Βελούτσος και τα "Κόκκινα φεγγάρια" [συνέντευξη]
Σημείωση:
Οι εικόνες που κοσμούν το διήγημα είναι λεπτομέρειες από πίνακες του Γιώργου Ατσαμετάκη με θέμα τον Μόλυβο.