Λίνα Ρόκου, Αθήνα
Conneξιον
Και ήταν τα βράδια που την έπιανε εκείνη η μανία. Εκεί γύρω στις 02:00 άνοιγε το laptop και τον κατασκόπευε. Έκλεβε τη ζωή του στάλα στάλα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα status του, γελούσε με τα tweets του και έκλαιγε μπροστά στις φωτογραφίες του. Ήταν τα βράδια που έστυβε το μυαλό της για το τι έπρεπε να γράψει στα pm. Και έγραφε, έσβηνε, ξαναέγραφε. Και τέλος, αποκαμωμένη τα ξημερώματα, του έστελνε ένα μήνυμα αφού πρώτα είχε μυρίσει την ανάσα του με χίλια like. Και διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον τοίχο του και θυμόταν την πρώτη μέρα που τον ανακάλυψε, όταν είδε την φωτογραφία του στους φίλους ενός φίλου. Τότε που είδε το πιο σκοτεινό βλέμμα στα πιο φωτεινά μάτια και της κόπηκε η ανάσα. Ναι, της κόπηκε. Σαν εχθές το θυμόταν και ας είχαν περάσει 13 μήνες και 441 status updates. Και στην αρχή δεν τολμούσε να τον καλέσει για φίλο και έμπαινε κάθε βράδυ μέσα, εκεί γύρω στις 02:00, και χάζευε τη φωτογραφία του και έτρεμε και ανατρίχιαζε ολόκληρη, σχεδόν λιγοθυμούσε. Και μετά βρήκε το blog του και διάβασε όλα του τα κείμενα. Τα διάβασε από 22 φορές. Και τα έμαθε απέξω και σιγοψιθύριζε ένα διαφορετικό κάθε ξημέρωμα πριν πέσει για ύπνο – σαν προσευχή. Και πια μόνο ξημερώματα κοιμόταν, γιατί τα βράδια μόνο να σκεφτόταν εκείνον μπορούσε. Και τελικά ένα βράδυ, από εκείνα που ίδρωνε όταν ψιθύριζε το όνομά του, του έστειλε αίτημα φιλίας. Και έμεινε 39 ώρες ξάγρυπνη μέχρι εκείνος να κάνει αποδεκτό το αίτημα. Τότε έπεσε σε ύπνο βαθύ και ξύπνησε μετά από δύο ημέρες και έκλαψε από χαρά.
Και από εκείνη την ευλογημένη στιγμή τού έστελνε κάθε ξημέρωμα από ένα pm και του μίλαγε για τη Λουλού, τη σκυλίτσα της μάνας της, για τη μάνα της, για το επίδομα ανεργίας, για την ανεργία που τη βάραγε, για τον Μπάμπη τον περιπτερά που ερχόταν και την πήδαγε κάθε πρώτη του μηνός – είχαν κάνει συμφωνία, όλα ήταν μελετημένα – αλλά, από τότε που αντίκρισε τη φωτογραφία του κάθε φορά που την καβαλούσε ο Μπάμπης, έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν εκείνον. Και κάθε φορά του έγραφε για τα μάτια του και έκανε like και μετά έκανε unlike για να ξανακάνει like. Και αφού του έστελνε τα pm με ιδρωμένες τις παλάμες και πάλι δεν ησύχαζε. Και έμπαινε και διάβαζε τον τοίχο του ξανά και ξανά και παρατηρούσε τις φωτογραφίες του με λαχτάρα. Και χαμογελούσε στη γυναίκα του και στα δυο όμορφα πιτσιρίκια του. Δυο κοριτσάκια δίδυμα γύρω στα οχτώ με πολλές πολλές φακίδες και ένα ζευγάρι κοτσιδάκια η καθεμιά. Και έπιανε και εκείνη τα μαλλιά της κοτσιδάκια για να τους μοιάζει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τις φακίδες πέρα από το να κάθεται να ξεροσταλιάζει στο μπαλκόνι το μεσημέρι, μπας και αποκτούσε πανάδες έστω. Και έτσι περνούσε ο καιρός και κάθε φορά που ερχόταν ο Μπάμπης εκείνη έκανε περισσότερα καπρίτσια. Και ενώ εκείνος στην αρχή άναβε πιο πολύ, όταν κάποια στιγμή του ζήτησε να της αλλάξει πάνα, αηδίασε, την έβρισε ανώμαλη και εξαφανίστηκε δια παντός. Και πλέον κάθε φορά που κοιτούσε τις φωτογραφίες του και ειδικά τα μάτια του -γκρίζα σαν τα δικά της- αποκτούσε μια βεβαιότητα ότι αυτός ήταν που έψαχνε σε όλη της την ζωή. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της και προσπαθούσε να σταθεί στα παχουλά ποδαράκια της και η μάνα της τη βοηθούσε να περπατήσει, όταν ήταν νηφάλια. Από τότε που η μυρωδιά της βότκας ανακατευόταν με τη μυρωδιά της παιδικής κρέμας και η μυρωδιά της μάνας με τη μυρωδιά του μπαμπούλα. Και μόλις κοιτούσε τη φωτογραφία του και εκείνα τα γκρίζα μάτια -ω, εκείνα τα γκρίζα μάτια- ένιωθε τόση γαλήνη και έκανε ξανά unlike για να κάνει like και πάλι χανόταν σε έναν λαβύρινθο από beats and bites, ενώ δάγκωνε ασυναίσθητα το κάτω χείλος της και εκείνο μάτωνε και εκείνη δεν την ένοιαζε. Αρκούσε που τον είχε βρει. Και μετά κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη και αντίκριζε τα πρησμένα μάτια, τα ξεροσκασμένα χείλη, τα γεμάτα κόμπους μαλλιά και έφτυνε με σιχασιά την εικόνα της. Και ήξερε ότι ο μόνος τρόπος να αλλάξει ήταν να τρέξει πολύ - πολύ γρήγορα μήπως και κατόρθωνε να ξεφύγει από τον εαυτό της. Αλλά κάθε μεσημέρι που ξυπνούσε ήταν ακόμα εκεί με τα μάτια πρησμένα, τα χείλη ξεροσκασμένα και τα μαλλιά γεμάτα κόμπους. Και εκείνος ήταν εκεί. Στην οθόνη του υπολογιστή όμορφος με τους ελαφρά γκρίζους κροτάφους και το απόκοσμο βλέμμα. Πια δεν περίμενε να βραδιάσει για να ασχοληθεί μαζί του. Δεν έκανε τίποτε άλλο. Μόνο διάβαζε και ξαναδιάβαζε μονότονα τα κείμενα που ανέβαζε στο blog του και μετά έπαιρνε μια κόλλα χαρτί και τα αντέγραφε ξανά και ξανά. Το αγαπημένο της το είχε αντιγράψει εννιά φορές και πάλι δεν το χόρταινε. Και κάθε ξημέρωμα του έγραφε ένα pm γεμάτο προσδοκίες και ορθογραφικά λάθη που την έκαναν να ντρέπεται και να του ζητάει συγγνώμη και να του υπόσχεται ότι για αυτόν θα άλλαζε τα πάντα και το δέρμα της ακόμα. Και είχαν περάσει 112 ημέρες, 7 ώρες και 42 λεπτά από το πρώτο μήνυμα που του είχε στείλει όταν αυτός της απάντησε: «Πολύ κολακευτικά όλα αυτά που μου γράφετε. Αλλά τι θέλετε από μένα;». Και εκείνη μόλις το διάβασε ανατρίχιασε ολόκληρη. Δεν ήξερε πού να σταθεί. Έπιασε τα μαλλιά της κοτσιδάκια και δάγκωσε λίγο την πιπίλα της για να ηρεμήσει. Μύρισε αναπάντεχα τον ιδρώτα του Μπάμπη στον αέρα αλλά με αποτροπιασμό έδιωξε μακριά εκείνη την αίσθηση. Και διάβασε το μήνυμα του πολλές φορές, τόσες που τα μάτια της κοκκίνισαν και δάκρυσαν από την ακτινοβολία της οθόνης. Μετά άνοιξε το ψυγείο της. Μόνο ένα μήλο, σχεδόν σάπιο, υπήρχε μέσα και ένα μπουκάλι γάλα. Έφαγε το μήλο. Ήπιε και το γάλα. Περίμενε ήρεμη να πάει 02:00. Κάθισε μπροστά στο laptop της και ένιωσε πιο σίγουρη από ποτέ στη ζωή της. Ήξερε τι έπρεπε να γράψει. «Μπαμπά;», πληκτρολόγησε και πάτησε το send.
¤