Μου αρέσουν τα αστυνομικά. Μου αρέσουν τα μυστήρια, οι ανιχνεύσεις, οι εξιχνιάσεις... Και, φυσικά, μου αρέσει η ιδέα του καλού απέναντι στο κακό και το αναμενόμενο χάπι έντ των αστυνομικών υποθέσεων όπου θα λυθούν όλες οι απορίες, θα μάθουμε επιτέλους τι ακριβώς έγινε και πως ενώ, αν είμαστε τυχεροί, θα δούμε και τη σύλληψη του δράστη. Οι έξυπνες ιστορίες που κρύβονται στις σελίδες των αστυνομικών εξιτάρουν το μυαλό και τη σκέψη καθώς προσφέρουν ώρες μεγάλης διασκέδασης για τους αναγνώστες με την πλοκή και την εθιστική τους επίδραση.
Η Βάσω Παπαδοπούλου στο νέο της μυθιστόρημα δεν έχει μόνο όμορφες περιγραφές, μεταφορές και έξυπνο χιούμορ -τουλάχιστον μέχρι το πρώτο μισό γιατί παρακάτω γίνεται πιο dark. Δε κρατάει απλά το ενδιαφέρον με το μυστήριο που πλέκει ανάμεσα στα πρόσωπα, ούτε με τα ερωτηματικά που προκύπτουν όσο γυρνούν οι σελίδες. Η συγγραφέας έχει γράψει ένα έξυπνο, γρήγορο βιβλίο που αναμένεται αστυνομικό από τον αναγνώστη αλλά στο τελευταίο κεφάλαιο κάνει τη μεγάλη ανατροπή και γίνεται ένα απίστευτο θρίλερ κλείνοντας με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς να καταλήξει ένας Στίβεν Κινγκ! Και ακόμη καλύτερα, γιατί σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι κάτι που περιμένεις -τι καλύτερο για μια αστυνομική ιστορία να σε ξαφνιάζει!
Τα κεφάλαια, χωρισμένα σε χρονικές περιόδους που διαρκούν λίγες ώρες η κάθε μία, ολοκληρώνονται με μικρές σουρεαλιστικές φράσεις κατά τις οποίες οι μυθικές προσωπικότητες που χάρισαν τα ονόματά τους στους δρόμους της πόλης συνομιλούν, ανταλλάσσουν ματιές με νόημα και σχολιάζουν με τον τρόπο τους τα δρώμενα προσφέροντας μια ευχάριστη νότα που προϊδεάζει στην ανάγνωση, κοσμεί το κείμενο προσφέροντας ένα γλυκόξινο καραμελάκι για τη συνέχεια.
Μια ανήσυχη ησυχία κατακάθισε στις οδούς με τα μυθικά ονόματα.
Η Ηλέκτρα έπιασε αγκαζέ την Ανδρομάχη χαμογελώντας με πικρία.
Στις σελίδες τους, τα "σταυροδρόμια", κρύβουν ιστορίες καθημερινής τριβής με ανθρώπους που συναντούν καθημερινά στα τσιμέντα τους. Οι άνθρωποι της γειτονιάς -θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε γειτονιά της πόλης- και οι άνθρωποι του νόμου -θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα- βρίσκονται δίπλα δίπλα όταν οι πρώτοι ζητούν βοήθεια και συγκρούονται όταν οι δεύτεροι ανακαλύπτουν παραβατικές συμπεριφορές, αναπνέουν τον ίδιο αέρα, διαθέτουν πάθη, μίση και μυστικά, μπλέκουν και μπλέκονται σε ιστορίες απρόβλεπτου σεναρίου.
Ο φτερωτός Ερμής πέταξε προς την αγαπημένη του Αθηνά, για να σχεδιάσουν μαζί τα μελλούμενα.
Η Αθηνά καλεί κοντά της τον Ηρακλή για να του αναθέσει μια νέα αποστολή.
Στο οπισθόφυλλο...
Μία παρέα αντρών, παλαιών συμμαθητών, στα 53 χρόνια τους πια, συνεχίζουν ευλαβικά τις μηνιαίες συναντήσεις τους.
Ο μοναχικός Ανάργυρος, που δεν εγκατέλειψε ποτέ την μητρική εστία, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, κυρίως λόγω επαγγέλματος. Είναι ο ψιλικατζής της γειτονιάς.
Όλοι παρακολουθούν περίεργοι στην αρχή, ανήσυχοι στην συνέχεια και αποσβολωμένοι στο τέλος, τους πολλαπλούς συνεχόμενους θανάτους που αποδεκατίζουν την παρέα.
«Σαν να καλεί ο Άγιος Πέτρος την κλάση μας», λένε μεταξύ τους.
Η αστυνομική έρευνα μοιραία, αποκαλύπτει και φέρνει στην επιφάνεια παλιά, καλά κρυμμένα μυστικά. Φιλίες χρόνων αποδεικνύονται ψεύτικες, σταθερές οικογενειακές σχέσεις καταρρέουν.
Όσο οι φόνοι συνεχίζονται, ολοένα και περισσότερο αναδύονται στην επιφάνεια μίση, πάθη, πρόσωπα και καταστάσεις ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος
που κάποιοι, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν...
«Θέλω να μου πεις τι ακριβώς έγινε».
«Σφουγγάριζα, ήμουν αφηρημένος, η σφουγγαρίστρα έσπρωξε την πόρτα, πήγα να την κλείσω αλλά το μετάνιωσα και είπα να ζητήσω μια συγγνώμη πρώτα. Την χτύπησα με το χέρι, άνοιξε περισσότερο, και τότε τον είδα να κρέμεται. Ούτε να το σκέφτομαι θέλω, κύριε Αστυνόμε. Δεν ξέρω πώς βγήκα έξω, δεν ξέρω πώς κατάφερα να πάρω το 100. Μόνο όταν ήρθαν οι συνάδερφοί σας ξανακατέβηκα τις σκάλες».
¤
Οι έντονες ή/και οι πλάγιες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Άνεμος και τον Νικόλα Τελλίδη για την προσφορά του βιβλίου.