Πως σας ήρθε η ιδέα;
S.: Το «Αϊβαλί» ξεκίνησε με ένα ταξίδι στο …Αϊβαλί. Ένα μονοήμερο ταξιδάκι κρατώντας στα χέρια το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» του Κόντογλου.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
S.: Στην Αθήνα. Όπως πάντα μετά την δουλειά, τις ώρες που θα έπρεπε να κοιμάμαι, στις διακοπές, στα Σαββατοκύριακα…
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
S.: Τρία χρόνια ακριβώς.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
S.: Graphic Novel.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
S.: Το «Αϊβαλί» είναι ένα ταξίδι στον χρόνο. Στο μαρτυρικό και βίαιο παρελθόν της Μικρασιατικής καταστροφής και της «ανταλλαγής» των πληθυσμών, σύμφωνα με την συνθήκη της Λοζάνης, αλλά και ένα ταξίδι στην άγνοια γι’ αυτά τα γεγονότα του σήμερα.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
S.: Τα πράγματα που έμαθα ψάχνοντας αλλά και την ένταση που με κυρίεψε καθώς σκάλιζα παλιές πληγές. Των προσφύγων αλλά και τις δικές μου ως απόγονος προσφύγων.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
S.: Οι ήρωες στο βιβλίο είναι πολλοί. Και αυτό που τους κάνει «ήρωες» είναι η προσπάθειά τους μέσα στον όλεθρο, τη βία και το τυφλό μίσος, να διατηρήσουν ζωντανή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
S.: Αυτό μάλλον πρέπει να το απαντήσει ο… αναγνώστης, ο βιβλιόφιλος και ο βιβλιοφάγος.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
S.: Αν απέδωσα την πρέπουσα τιμή και τον σεβασμό στους συγγραφείς στους οποίους παραπέμπει το «Αϊβαλί».
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
S.: Νομίζω όχι μόνο οι λάτρεις των κόμικς αλλά και ένα αρκετά ευρύτερο κοινό, με ή χωρίς καταγωγή από την Μικρά Ασία. Γιατί μπορεί σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο να αναφέρεται σε μια πρωτόγνωρη ανθρωπιστική τραγωδία, όμως οι ιδέες που οδήγησαν σε αυτή -όπως για παράδειγμα ο τυφλός εθνικισμός και το ρίξιμο του «Κακού» πάντα στους Άλλους- όχι μόνο παραμένουν ζωντανές, αλλά βρίσκονται στις μέρες μας ξανά σε έξαρση.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
S.: Το «πρέπει» ή «δεν πρέπει» το θέτει ο κάθε αναγνώστης από μόνος του στον εαυτό του.
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
S.: Στα βιβλιοπωλεία.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
S.: Στις σελίδες του βιβλίου.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
S.: Το γαλήνιο μπλε-ραφ του εξωφύλλου. Σίγουρα όχι ένα επιθετικό κόκκινο.
Ποια μουσική;
S.: Του Νίκου Ανδρίκου από την Μυτιλήνη που βρίσκεται και στο βιντεάκι του βιβλίου αλλά και του Χρήστου Χατζόπουλου από την Κομοτηνή.
Ποιο άρωμα;
S.: Πιθανότατα του βασιλικού ή του χαμομηλιού που σιγοβράζει σ’ ένα μπρίκι.
Ποιο συναίσθημα;
S.: Μελαγχολία.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
S.: Ταξίδι.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
S.: Αν είχα καλή φωνή, τραγουδιστής, αν τράβαγα καλές φωτογραφίες, φωτογράφος, αν μπορούσα να βγάζω καρπούς από τη γη, γεωργός… οτιδήποτε που θα μπορούσε να μου δίνει την δυνατότητα να ζω σε σχετική αρμονία με όσα φτάνω και μπορώ. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι συγγραφέας αλλά σκιτσογράφος και αυτό μου δίνει μεγαλύτερη ευελιξία για να φτάνω αυτά που μπορώ.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
S.: Πολλούς. Πάρα πολλούς. Ένας μόνο δεν αρκεί. Και κατ’ επανάληψη. Μία ανάγνωση στους σημαντικούς (για μας) συγγραφείς δεν αρκεί.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε;
S.: Πάρα πολλοί συγγραφείς. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στις ιδέες μας. Κάποια στιγμή όμως το κοκτέιλ των επιρροών μας, φτιάχνει και κάτι που καθορίζει εμάς.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
S.: Νομίζω πως οι πιο πετυχημένοι ήρωες στις τέχνες, είναι αυτοί που κάνουν ότι θέλουν τους συγγραφείς τους.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
S.: Ταπεινότητα και ανησυχία για τις βεβαιότητες.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
S.: Δεν ξέρω. Ίσως η συγκυρία. Ίσως η «ειλικρίνεια» του συγγραφέα. Ίσως και το μάρκετινγκ των εκδοτών.
Τι την αποτυχία;
S.: Επίσης δεν ξέρω. Ίσως όλα τα παραπάνω από την ανάποδη.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
S.: Δεν άκουσα ποτέ να γίνεται λόγος για …ανώνυμους βιβλιοφάφους.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
S.: Δεν ξέρω. Δεν το έχω γράψει ακόμα.
Από το graphic novel του Soloup "Αϊβαλί". Στο φωτογραφικό κολάζ εμφανίζεται το εξώφυλλο του βιβλίου, κάποια σκίτσα από τις σελίδες του που δόθηκαν στη δημοσιότητα και άλλες σχετικές εικόνες. |
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Διανέμεται αποκλειστικά από το koukidaki.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ.
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο.
¤
Για τον σκιτσογράφο
Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Αθήνα) και είναι διδάκτωρ του τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας κι Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Μυτιλήνη). Με γελοιογραφίες, κόμικς, comic strips (αλλά και με εικονογραφήσεις, γελοιογραφικά φωτομοντάζ και άρθρα σχετικά με τα σκίτσα) έχει εργαστεί σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά όπως Το Ποντίκι, Το Βήμα της Κυριακής, Goal news, Βαβέλ,Γαλέρα, Ως3, Σχεδία, και αλλού.
Εκτός από τις εκδόσεις Κέδρος, έχει ακόμα συνεργαστεί με τους εκδοτικούς οίκους Πατάκη, Futura, Μεταίχμιο, ΚΨΜ, Στρατής, Τόπος, και άλλους, όπως και με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 13 άλμπουμ με γελοιογραφίες και κόμικς, ενώ το 2012 κυκλοφόρησε η διατριβή του Τα Ελληνικά Comics, η πληρέστερη μέχρι σήμερα έρευνα για την ιστορία και την εξέλιξη των ελληνικών εικονογραφηγημάτων. ΤοΑϊβαλί είναι το πρώτο του μεγάλο graphic novel.
Από το οπισθόφυλλο
«Ένα μονοήμερο ταξίδι από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί. Κι εκεί, ανάμεσα στις δυο ακτές, μεσοπέλαγα, ένα ταξίδι στο χρόνο. Στη ματωμένη Ιστορία. Σε όσα χωρίζουν τους ανθρώπους του μικρού μπουγαζιού. Σε όσα ενώνουν τους λαούς όλης της γης.
Μικρασιατική Καταστροφή. Ξεριζωμός. Χαμένες πατρίδες. Συνθήκη της Λοζάνης. Η πρώτη μεγάλη ανταλλαγή πληθυσμών στη σύγχρονη Ιστορία. Εκατομμύρια τραγωδίες, αμέτρητες ιστορίες κυνηγημένων ψυχών. Τις περισσότερες δεν τις μάθαμε ποτέ. Άλλες πάλι, αυτές που οι πρόσφυγες αφηγήθηκαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους, σιγά σιγά μπερδεύονται, βυθίζονται στη λήθη, χάνονται. Ελάχιστες από αυτές καταγράφηκαν στο χαρτί. Ελάχιστες σώθηκαν, για να ορθώσουν τη μνήμη απέναντι στα ανθρώπινα λάθη που, όταν ξεχνιούνται, επαναλαμβάνονται.
Εκεί, στα υδάτινα σύνορα, στο στενό πέρασμα ανάμεσα στη Λέσβο και στα μικρασιατικά παράλια, ξετυλίγονται τέσσερις από αυτές τις ιστορίες. Τέσσερις Αϊβαλιώτες αφηγούνται. Τρεις Έλληνες κι ένας Τούρκος: Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη, Αχμέτ Γιορουλμάζ.
Και όταν τα πόδια ξαναπατούν στη γη, το σήμερα προσπαθεί να λογαριαστεί με το χθες. Το ταξίδι δεν έχει τελειώσει.»