Μαρία Κόρκου, Αθήνα
Γίνεται αυτό;
Όταν της είπε πως θα ’φευγε λύγισαν τα γόνατά της, ασυναίσθητα έψαξε κάτι να κρατηθεί. Όχι ότι δεν το περίμενε, το περίμενε. Τον έβλεπε από καιρό να τρώγεται με τα ρούχα του, τα βράδια τον άκουγε να στριφογυρνάει στο στρώμα χωρίς ύπνο, να μιλάει ψιθυριστά στο τηλέφωνο. Τον ένιωθε να κανονίζει πράγματα.
Όχι ότι δεν το περίμενε.
Την κυρά – Μουφίντα με 7 παιδιά την είχε ευλογήσει ο Αλλάχ, 4 κόρες και 3 γιούς. Τον άντρα της τον έχασε νέα όταν ο τελευταίος της γιος ήταν ακόμα στις φασκιές. Έκλαψε, χτυπήθηκε όπως κάνει κάθε γυναίκα από καταβολής κόσμου και όταν κατάλαβε ότι θα της στέρευε το γάλα και θα της πέθαινε το παιδί σήκωσε τα μανίκια και πάλεψε με τη ζωή. Και νίκησε.
Οι κόρες της κεριά αναμμένα της στεκότανε, ποια να την πρωτοπάρει στο σπίτι της και οι γιοί της και οι νύφες της όλοι την αγαπούσαν. Τα εγγόνια της έφερναν το γλυκό τριαντάφυλλο με το πιατάκι, της καθάριζαν φρούτα, της έτριβαν τα πόδια όταν πονούσε. Όλα τα είχε, όλα, ας είναι δοξασμένος ο Αλλάχ.
Όμως το στερνοπούλι της, το αγαπημένο της παιδί, αυτό που από μωρό ακόμα της έδωσε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της, ήθελε τώρα να της φύγει. Ράγιζε η καρδιά της.
Φοβόταν πως θα τον έχανε για πάντα.
“Για μια καλύτερη ζωή” τον άκουγε που έλεγε. Η καλύτερη ζωή είναι κοντά σ’ αυτούς που αγαπάς και σ’ αγαπάνε, αυτό ήξερε αυτή.
Όταν κανονίστηκαν όλα και της ανακοίνωσε πια και επίσημα πως φεύγει λύγισαν τα γόνατά της, ασυναίσθητα έψαξε κάτι να κρατηθεί.
Την κάθησε στο κρεβάτι, της έτριψε τα χέρια με ροδόνερο και της τα φιλούσε κλαίγοντας ζητώντας να τον συγχωρέσει για την μεγάλη πίκρα που της δίνει δίνοντας όρκους επιστροφής.
Του χάιδεψε το πρόσωπο. Δεν ήθελε να τον ακούει να ορκίζεται. Σηκώθηκε, άνοιξε το συρτάρι του μπουφέ και έβγαλε ένα κόκκινο κουτάκι σε σχήμα καρδιάς. Το άνοιξε και μια μελωδία γλυκιά και θλιμμένη ξεχύθηκε στο χώρο διαλαλώντας την πολύτιμη πραμάτεια του.
Έβγαλε από μέσα ένα δακτυλίδι χρυσό στολισμένο με ένα ρουμπίνι στο χρώμα του κρασιού. Δώρο του συχωρεμένου του άντρα της, ποιος ξέρει πως βρέθηκε στα χέρια του, ποτέ δεν ρώτησε.
Το μοναδικό κόσμημα που είχε ποτέ της. Του το βαλε στα χέρια.
“Αν χρειαστεί μη διστάσεις να το πουλήσεις” του είπε.
Της έφυγε αχάραγα.
Τον είδε που γύρισε μια στιγμή να δει το σπίτι και μετά χάθηκε απ’ τα μάτια της και μαζί του χάθηκε και η χαρά της. Για μέρες ούτε έτρωγε ούτε μιλούσε. Ώσπου ήρθε το πρώτο τηλεφώνημα που την λύτρωσε από την αγωνία της. Το παιδί της ήταν καλά. Αυτό μετρούσε μόνο. Ρούφαγε την φωνή του από το καλώδιο και δεν χόρταινε. Να μπορούσε να τον δει! Να τον αγγίξει!!
Πέρασαν χρόνια από εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα. Ο γιος της δεν γύρισε, όπως ακριβώς το είχε νιώσει. Έμεινε εκεί στην ξενιτιά, παντρεύτηκε, πρόκοψε στην δουλειά του, ζούσε πλέον καλά όπως το είχε ονειρευτεί. Με τα χρόνια η θλίψη μαλάκωσε και έδωσε τη θέση της στην προσμονή. Προσμονή για ένα τηλεφώνημα, μια φωτογραφία, ένα όνειρο και ας βούλιαζε το πρωί στο κλάμα.
Της έλειπε πάντα. Της έλειπε το γέλιο του, η φωνή του η παρουσία του μέσα στο σπίτι. Της έλειπε που κανείς πια δεν έτρωγε το βύσσινο που γινόταν γλυκό στην ταράτσα, τόσο που μια φορά το έφαγε μόνη της και της ανέβηκε το σάκχαρο στα ύψη και την έτρεχαν και τι να πει; έφαγα το βύσσινο γιατί μου λείπει ο γιος μου!
Ανακάθησε στην πολυθρόνα με τα παχιά μαξιλάρια. Κοιμήθηκε; δεν ήξερε. Το στόμα της κολλούσε. Σε καλό της!!! που τα θυμήθηκε όλα αυτά απόψε! θα είναι που έχει μέρες να πάρει νέα του. Αχ! να μπορούσε μ’ έναν τρόπο να τον δει! να βεβαιωθεί ότι είναι καλά, αυτό θα της έφτανε.
Μουρμούρισε μια ευχή για να ξορκίσει τις θλιβερές σκέψεις και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα να πιει νερό να καθαρίσει το είναι της. Τότε μόνο αντιλήφθηκε πως το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Όλη η οικογένεια μαζεμένη. Όλα τα παιδιά της και τα εγγόνια της ήταν εκεί. Οι άντρες στην βεράντα να καπνίζουν ναργιλέ και οι γυναίκες στην κουζίνα να ετοιμάζουν φαγητά.
“Μα τι γίνεται; αναρωτήθηκε, γιατί μαζευτήκανε όλοι ;”
Γελάκια συνομωτικά από παντού.
Κανείς δεν της λέει τίποτα.
Φωνάζει τον μικρότερο εγγονό της που ξέρει ότι της έχει αδυναμία τον καθίζει κάτω και τον απειλεί πως αν δεν της πει τι θα γινόταν απόψε να μην ελπίζει σε γλυκά τριαντάφυλλα και βύσσινα. Ο μικρός δίστασε για μια στιγμή αλλά όταν είδε πως η γιαγιά το εννοούσε της το έσκασε το μυστικό.
Ένα αχ!!! βγήκε από μέσα της και πέταξε τρομαγμένο τριγύρω στο δωμάτιο.
Έκλεισε το στόμα με την παλάμη, “γίνεται αυτό;” ρώτησε τον μικρό με κομμένη την ανάσα.
“Γίνεται πώς δεν γίνεται, μη με μαρτυρήσεις όμως”
“Και θα βλέπει και μένα;”
“Ναι βρε γιαγιά!”
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητη προσπαθώντας να χωνέψει αυτό που της είπε ο μικρός.
“Έλα γιαγιά έχουμε συνδεθεί … έλα να! να ο θείος να! θείε μας βλέπεις; εμείς σε βλέπουμε καθαρά!!”
“Γεια σε όλους!!!”
“Γιαγιά ο Ρασίντ είμαι… με βλέπεις;”
Προχώρησε με δειλά βήματα προς το δωμάτιο όπου όλοι μιλούσαν δυνατά, γελούσαν και στριμώχνονταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.
“Τη μάνα δεν την βλέπω” άκουσε την φωνή του γιου της να λέει και τον είδε εκεί μπροστά της, ολοζώντανο. Κρατούσε στην αγκαλιά του τον Ρασίντ και η νύφη της τους χαιρετούσε. Στο δάκτυλό της έλαμπε το κρασάτο δακτυλίδι.
Τι θαύμα ήταν αυτό; πλησίασε κοντά.
“Εδώ είμαι παιδί μου”, είπε και έβαλε τα χέρια της στην οθόνη να αγγίξει τα μαλλιά του, τα μάτια του, “εδώ”.
¤