Γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
…διαβάζοντας από τις πρώτες ακόμη σελίδες του βιβλίου αυτού που εξυμνεί τα διαχρονικά εμπόδια και τους αγώνες της αληθινής αγάπης, σώπασα και άφησα συγκινημένος τους ήρωες να με παρασύρουν μαζί τους.
Είχα την ευλογία να αφεθώ παραδομένος στην δίνη των εικόνων, των συναισθημάτων, των διλημμάτων της χαράς και του πόνου. Όλα τους σμιλευμένα με τόσο μεράκι από την πένα της Συγγραφέως, ώστε στέκει αδύνατο ν’ αντισταθείς στην ανθρώπινη φύση των συλλογισμών και των πράξεων των ηρώων πριν από την κάθε τους απόφαση.
Με εξιστόρηση προσιτή στην καρδιά μας, ζωντανεύουν στα μάτια μας τα παρεπόμενα γεγονότα των πολέμων που προηγήθηκαν της δεκαετίας του ’60, καθώς και της εκδίωξης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955.
Όλα ξεκινούν από μια πεδινή γωνιά της Μακεδονίας, σ’ ένα χωριό που κατοικείται τόσο από Μικρασιάτες όσο και από πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Περνούν οι ήρωες και μας συστήνονται σταδιακά, όπως τους πρέπει. Με το χαμόγελο στα χείλη, με τον μόχθο, τη θλίψη, την ειλικρίνεια και την περηφάνια τους.
Οι δυο αυτοί διαφορετικοί κόσμοι συμβιβάζονται σιωπηλά, αφήνοντας να τους ενώνει πρωτίστως η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που έχτισαν πετραδάκι πετραδάκι οι παππούδες τους με το που εγκαταστάθηκαν εδώ.
Ωστόσο, ακόμη και κάτω από αυτές τις συνθήκες που ο ελληνισμός προσπαθεί να ορθοποδήσει, μέσα τους σιγοκαίει ο διχασμός και η ζήλια ως απόρροια τις διαφορετικότητας στην σκέψη, στα ήθη και στα έθιμα τους.
Θύματα της παραπάνω προκατάληψης, στέκουν η Μικρασιάτισσα Ανδριανή και ο Θρακιώτης πρόσφυγας Οδυσσέας που μεγάλωσαν από παιδιά στην ίδια αυλή. Μαζί στο πρώτο τους παιχνίδι, μαζί και στ’ αμοιβαίο σκίρτημα στις καρδιές τους.
«Πες πως δεν υπάρχει αύριο αγάπη μου, μόνο το σήμερα, κι εγώ αυτό το σήμερα θέλω να το ζήσω μαζί σου», να ορκίζεται με θάρρος η ερωτευμένη Ανδριανή.
«Ανδριανή είσαι η ζωή μου», ν’ απαντά ο Οδυσσέας, κάνοντας την ψυχή της να φτερουγίζει στο Φεγγάρι.
Ακολουθεί το πρώτο γυμνό χάδι.
Το χάδι του έρωτα ως όρκος πίστης παντοτινός.
Ωστόσο, άτομα ξένα προς την αγάπη τους, τους αναγκάζουν να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον που φαντάζουν όμοιες με δίκοπο μαχαίρι. Ο Οδυσσέας και η Ανδριανή εξαναγκάζονται να φύγουν, να χαθούν σα τα πουλιά. Χωριστά στο μαζί και στο πάντα.
Στις ζωές τους εισβάλουν νέα πρόσωπα, επιφέροντας σιωπηλές συμφωνίες και μυστικά που δημιουργούν απροσδόκητες ανατροπές καθώς ξετυλίγεται με μαεστρία το κουβάρι της ζωής.
Καινούρια διλήμματα.
Νέοι μονόδρομοι.
Ακολουθούμε τον Οδυσσέα ν’ αναζητά αλλού το δικό του μετερίζι. Μόνος. Ριζωμένος σε καταφύγιο μικρό που δύσκολα τη θλίψη του χωρούσε, προσδοκώντας για ένα φάρο ικανό να διαλύσει τα σκοτάδια του.
Και στην αντανάκλαση αυτού του ιδιότυπου καθρέφτη της ζωής, διαγράφεται η όψη της ανυπόταχτης Ανδριανής που έχει ως μοναδικό αποκούμπι την γιαγιά Μαλαματένια.
Μα όσο κι αν οι συνθήκες σου το επιβάλλουν, η καρδιά και το σώμα στέκει αδύνατο να ξεχάσουν την πραγματική αγάπη.
Κι οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη: Επίμονες αναζητήσεις τόσο στην ταραγμένη Ελλάδα όσο και στην Κωνσταντινούπολη, μάγια και μαγγανείες υποχθόνιων γυναικών καθώς και ώριμες εξομολογήσεις μετανιωμένων για τις πράξεις τους ανθρώπων, συνθέτουν ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό που μας προκαλεί σε κάθε δύσκολη απόφασή να γίνουμε ένα με τις ψυχές των ηρώων.
…και βίωσα τις στερνές στιγμές των ηρώων με μόνη συντροφιά στην σιγαλιά ένα ασταμάτητο καρδιοχτύπι προσμονής, αγωνιώντας για την Μοίρα τους μέχρι και την τελευταία σελίδα...
Η Ελένη Κεραμάρη γεννήθηκε στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης όπου ζει και εργάζεται μέχρι και σήμερα. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Επιστήμες της Προσχολικής Αγωγής. Το μυθιστόρημα «Το άλφα της Ιθάκης μου» είναι το πρώτο της βιβλίο.