Πως σας ήρθε η ιδέα;
Λ.Μ.: Αρκετά γενικό αυτό. Ένα βιβλίο δεν είναι μόνο μία ιδέα αλλά πολλές, δεκάδες ή και εκατοντάδες που ενωμένες μπορούν να αφηγηθούν μια ιστορία. Η ιδέα μου ήρθε από την προσωπική μου ζωή, από τον πατέρα μου, από τα ταξίδια μου στην Ανατολή αλλά και από την προϋπηρεσία μου στα media.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Λ.Μ.: Στο Μπάτου Καράς της Ινδονησίας, το καλοκαίρι του 2011.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Λ.Μ.: Το έγραψα με τεχνική binging, όπως δηλαδή οι συγγραφείς της beat περιόδου. Χωρίς παύσεις, σερί, και ολοκληρώθηκε μέσα σε 24 μέρες.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Λ.Μ.: Η ιστορία απομόνωσης και αυτοκαταστροφής ενός ανθρώπου που επιβίωνε ακόμα και στα πιο δύσκολα, μέχρι που ερωτεύτηκε.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Λ.Μ.: Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που την διηγείται σε έναν νεαρό δημοσιογράφο, απομονωμένος πλέον στο δάσος όπου και ζει ερημικά σε ένα μικρό σπίτι που περιέχει όλες του τις αναμνήσεις.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Λ.Μ.: Το ότι είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα που έχω γράψει, όπως το Shoebox και το Shoot me που είναι πιο κωμικά και σε πρώτο πρόσωπο, ή το Flat track που είναι αρκετά νεανικότερο από αυτό.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Λ.Μ.: Από το βιβλίο; Πιθανότατα ο Jakob για την σοφία του και το ζεν που ποτέ ο πρωταγωνιστής δεν βρήκε μέσα στο βιβλίο.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Λ.Μ.: Ο βιβλιοφάγος, για να είναι τέτοιος, είναι απαραίτητα και βιβλιόφιλος, οπότε είναι το ίδιο. Το βιβλίο προσφέρει ένα ταξίδι σε πολλά μέρη και εποχές. Στην Σρι Λάνκα του 1994, στην Θεσσαλονίκη του 1992, στο Λονδίνο του 1983 αλλά και στην Αθήνα του σήμερα.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Λ.Μ.: Να μην διαβάζει ο κόσμος αυτό που γράφω, να μην έχει να σχολιάσει επάνω σε αυτό, και φυσικά να μην έχω χρόνο να συνεχίσω να γράφω.
Φοβάστε...
Λ.Μ.: Την ρουτίνα.
Αγαπάτε...
Λ.Μ.: Τη μοτοσυκλέτα μου.
Ελπίζετε...
Λ.Μ.: Να γίνω καλύτερος σε ότι είναι αυτό που αφοσιώνομαι.
Θέλετε...
Λ.Μ.: Οι μεγαλύτερες εκδοτικές να δουν επιτέλους ότι υπάρχουν συγγραφείς που δεν απευθύνονται απλά στο "τυπικό" κοινό των βιβλίων στην Ελλάδα, αλλά σε ανθρώπους πιο νέους, πιο διαβασμένους, πιο έμπειρους, πιο... όλα.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Λ.Μ.: Ελπίζω όλοι.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Λ.Μ.: Γιατί όχι;
Γιατί δεν πρέπει;
Λ.Μ.: Γιατί όχι;
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Λ.Μ.: Στα βιβλιοπωλεία, στο internet (greekbooks πχ), υπάρχει και facebook page.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
Λ.Μ.: Facebook, twitter, στο ραδιόφωνο του Alpha 9.89 κάθε Σαββατοκύριακο 12.00 με 13.00.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Λ.Μ.: Το χρώμα του πρωταγωνιστή του Κόκκινου Λωτού είναι προφανώς το κόκκινο.
Ποια μουσική;
Λ.Μ.: Punk.
Ποιο άρωμα;
Λ.Μ.: Του Λωτού.
Ποιο συναίσθημα;
Λ.Μ.: Το πάθος.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Λ.Μ.: Ταινία.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Λ.Μ.: Αυτό που είμαι, δημοσιογράφος και κειμενογράφος.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Λ.Μ.: Τον Χέμινγκουέι ξανά και ξανά.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Λ.Μ.: On the road του Κέρουακ, Λεβιάθαν του Φράντσεν. Και λίγο Έλι Ροθ στον Λωτό.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Λ.Μ.: Αυτοί, δυστυχώς.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Λ.Μ.: Αν δεν έχεις φαντασία, δεν ζεις ωραίες εμπειρίες.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Λ.Μ.: Δεν έχω ιδέα.
Τι την αποτυχία;
Λ.Μ.: Ομοίως.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Λ.Μ.: Αν όταν κλείνεις ένα βιβλίο δεν βγαίνεις έξω στον κόσμο για να ζήσεις το δικό σου, ναι.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Λ.Μ.: Work in progress.
Το εξώφυλλο του βιβλίου "Κόκκινος λωτός" του Λουκά Μέξη και φωτογραφίες του ίδιου από το προσωπικό του αρχείο. |
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Διανέμεται αποκλειστικά από το koukidaki.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ.
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο.
¤
Περίληψη
Ο κόκκινος λωτός, το σύμβολο αγάπης και πάθους, είναι χαραγμένος για πάντα στο χέρι του Χρήστου.
Κλειστός, μαζί με όσα ήθελε να μείνουν σφραγισμένα μέσα του. Το γράμμα «Χ» βρίσκεται στο κέντρο του. «Χ» για το όνομά της, για την μόνη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά. Σήμερα ο Χρήστος βρίσκεται απομονωμένος στο καταφύγιό του, στο δάσος, μπροστά σε έναν νεαρό δημοσιογράφο και εννέα φυλαγμένα γράμματα. Μέσα από αυτά θα διηγηθεί σε εκείνον όλη του τη ζωή με κατάληξη το εδώ, το τώρα, το αυτή τη στιγμή.
¤
Περίληψη
Ο κόκκινος λωτός, το σύμβολο αγάπης και πάθους, είναι χαραγμένος για πάντα στο χέρι του Χρήστου.
Κλειστός, μαζί με όσα ήθελε να μείνουν σφραγισμένα μέσα του. Το γράμμα «Χ» βρίσκεται στο κέντρο του. «Χ» για το όνομά της, για την μόνη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά. Σήμερα ο Χρήστος βρίσκεται απομονωμένος στο καταφύγιό του, στο δάσος, μπροστά σε έναν νεαρό δημοσιογράφο και εννέα φυλαγμένα γράμματα. Μέσα από αυτά θα διηγηθεί σε εκείνον όλη του τη ζωή με κατάληξη το εδώ, το τώρα, το αυτή τη στιγμή.
«Απάντησα γιατί ένιωσα ότι όφειλα να απαντήσω. Δεν ήταν άλλο ένα γράμμα θαυμασμού, καμία σχέση –αυτό το γράμμα ήταν ένα γράμμα ειλικρίνειας, έγινε ευάλωτη. Μου άρεσε αυτό που είπε για τον κυνισμό, είχε δίκιο, ο κυνισμός εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να ξεφεύγει, να φέρνει τα πάντα εκτός ελέγχου. Και εγώ ήμουν πολύ κυνικός άνθρωπος. Τότε, ήμουν κυνικός, ναι. Αλλά δεν της απάντησα για αυτό. Της απάντησα γιατί έπρεπε να της πω ότι αν και καταλάβαινα απόλυτα αυτό που είπε για τη σχέση, για τον κόμπο, για όλα, εγώ δεν τα είχα βιώσει ποτέ. Και ήμουν τριάντα τριών ετών».
Τριάντα τριών ετών, και ποτέ ερωτευμένος;
Ο Άγγελος ξαφνιάστηκε.
Είναι δυνατόν;
Τριάντα τριών ετών, και ποτέ ερωτευμένος;
Ο Άγγελος ξαφνιάστηκε.
Είναι δυνατόν;
Απόσπασμα
Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το σημείο. Το ξέρει καλά, γι’ αυτό άλλωστε πάντα διπλοτσεκάρει την κάννη, για να σιγουρευτεί ότι το πώμα έχει αφαιρεθεί προτού τοποθετήσει το όπλο επάνω στην ειδική βάση, εκεί που θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα βήματα καθαρισμού. Αλλά η αρχή είναι πολύ σημαντική. Το ξέρει καλά, πάντα σκέφτεται το κάθε βήμα πριν την εκτέλεσή του, ακόμα και μετά από χίλιες φορές που το έχει επαναλάβει. Λάθος, σίγουρα δεν είναι μοναχά χίλιες, είναι παραπάνω, σίγουρα. Πόσες άραγε;
Οι αριθμοί έμπλεξαν το κεφάλι του, μπέρδεψαν τη σκέψη και τον έκαναν να αφαιρεθεί στον πολλαπλασιασμό και στα πρόσημα. Είναι όμως Τρίτη σήμερα, και όπως κάθε τέτοια μέρα πρέπει να κατεβάσει από τον τοίχο την αγαπημένη του επαναληπτική καραμπίνα, την ατσάλινη Γουίντσεστερ του 1873, να την καθαρίσει και να ρίξει έναν γύρο σφαίρες. Το κάνει κάθε εβδομάδα. Αξίζει άλλωστε τέτοια προσοχή κι ευλάβεια ένα τόσο ιδιαίτερο, τόσο θρυλικό όπλο. «Το όπλο που κέρδισε τη Δύση», έτσι το αποκαλούν οι παλιοί, είτε είναι φαν των γουέστερν, είτε απλά είχαν την τάση να θαυμάζουν αυτά τα κλασικά όπλα-αντίκες. Του Χρήστου δεν του άρεσαν για κάποιον άλλο λόγο, δεν ήταν πολεμοχαρής ούτε βίαιος άνθρωπος. Τουναντίον, μια ζωή επιδίωκε να παραμένει ψύχραιμος, πράος, να μην εκνευρίζεται. Υποστήριζε ότι είναι ειρηνιστής και τα όπλα δεν είχαν καμία θέση σε οποιαδήποτε διαμάχη. Ο οπλισμός αποτελούνταν από αντικείμενα συλλογής και θαυμασμού, ένα χόμπι θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει. Για τον Χρήστο τα όπλα αυτά ήταν ένα χόμπι. Ο Χρήστος δεν ήταν ποτέ βίαιος. Δεν του άρεσαν τα όπλα, εκτός και αν τα χειριζόταν υπό τις δικές του συνθήκες. Όπως σήμερα, Τρίτη, τη μέρα που πρέπει να καθαρίσει και να πυροβολήσει μία μόνο φορά με τη Γουίντσεστερ του 1873. Πολύ παλιό όπλο, ιδιαίτερα σπάνιο αλλά και ακριβό. Όμως και τα υπόλοιπα στη συλλογή του Χρήστου, αυτά που βρίσκονται στην ξύλινη σοφίτα του σπιτιού του, είναι εξίσου σπάνια. Κάποτε ένας συλλέκτης τού είχε προσφέρει αρκετά χρήματα, μόνο και μόνο για να τα θαυμάσει από κοντά. Αυτά τα χρήματα ο Χρήστος τα αρνήθηκε, όπως και τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ που του προσέφερε στη συνέχεια για να τον κάνει να τα αποχωριστεί. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση. Η Γουίντσεστερ του 1873 έπρεπε να μείνει εκεί, ακριβώς κάτω από το μουσκέτο βρετανικής κατασκευής Ένφιλντ του 1853 και το μικρό περίστροφο Κολτ Ντραγκούν, πιθανότατα κατασκευασμένο από τον ίδιο τον Κολτ το 1850. Χρήσιμο όπλο, μπορεί να μην κατέκτησε τη Δύση, ήταν όμως το αγαπημένο των Νοτίων όταν πολεμούσαν στον μεξικανοαμερικανικό πόλεμο εκείνης της δεκαετίας. Βίαιη δεκαετία. Ακόμα πιο βίαιη εποχή. Αλλά ο Χρήστος δεν ήταν βίαιος άνθρωπος. Όχι, τα όπλα αυτά ήταν ένα χόμπι για εκείνον. Τα είχε κρεμασμένα και τα τρία στην ξύλινη σοφίτα του σπιτιού του, εκεί στη μέση του δάσους της Βαρυμπόμπης, και τα χρησιμοποιούσε όταν ήταν η μέρα τους. Σήμερα Τρίτη, πρέπει να ρίξει μία σφαίρα με τη Γουίντσεστερ. Γι’ αυτό την κατέβασε από τη θέση της και την ακούμπησε στη βάση που ο ίδιος σκάλισε από έναν κορμό δέντρου –πεύκο ήταν– και μετά την κάλυψε με βερνίκι, για να μη χαράζεται εύκολα από το ατσάλινο σώμα των τουφεκιών του. Όταν τα ακουμπά εκεί, μπορεί να συνεχίσει ορθά τη διαδικασία του καθαρισμού, κι αυτό είναι σημαντικό για το όπλο, αφού εγγυάται ακρίβεια και ασφάλεια. Ξέρει καλά ο Χρήστος από ασφάλεια, ξέρει κι από ακρίβεια, τον ενδιέφερε πάντα να πετυχαίνει τον στόχο, όπου και αν ήταν αυτός, όσο μακριά και αν στεκόταν, όσο αδύνατο και αν φάνταζε στον σκοπευτή. Αλλά ο Χρήστος αυτό το έκανε για ψυχαγωγία, δεν ήταν ποτέ βίαιος άνθρωπος.
Το μυστικό είναι, αφού βγάλεις το κάλυμμα της κάννης, να σιγουρευτείς ότι η θαλάμη είναι κενή και η καραμπίνα δεν είναι οπλισμένη. Απλά τραβάς με την παλάμη τον μοχλό που η Γουίντσεστερ έχει κάτω από τη σκανδάλη, τον ίδιο μοχλό που οπλίζει και αφοπλίζει αυτό το ιδιαίτερο αμερικανικό όπλο που κέρδισε τη Δύση. Το πώμα στην κάννη σιγουρεύει ότι όσο είναι ακίνητο το όπλο δεν θα γεμίσει σκόνη και σκουπίδια, κάτι πολύ σημαντικό για την ακρίβεια κάθε πυροβολισμού. Στη συνέχεια ο Χρήστος ξεβιδώνει ευλαβικά το ατσάλινο κάλυμμα που καλύπτει τον μηχανισμό όπλισης. Πάντα ιδρώνει εκείνη τη στιγμή και σφίγγει τα μάτια του δύο φορές προτού σκύψει επάνω από τις βίδες. Το ξέρει ότι είναι δύσκολο αυτό το σημείο, και σήμερα είναι ακόμα πιο πολύ γιατί ο Μάιος δεν τον βοηθάει με τον ήλιο που έχει απλωθεί στο κτήμα του, στη Βαρυμπόμπη, λίγο έξω από την Αθήνα, πίσω από το σπίτι του με την ξύλινη σοφίτα που ο ίδιος έχτισε πριν αρκετά χρόνια. Σήμερα, στα πενήντα δύο του έτη, φαντάζει άθλος να μπορέσει να καθαρίσει το σύστημα οπλισμού με ένα τσιμπιδάκι που στην άκρη του φέρει ένα μπαμπάκι ποτισμένο με λάδι, πόσο μάλλον να χτίσει από το μηδέν μια ολόκληρη σοφίτα, κόντρα πλακέ ξύλο από μέσα και όμορφο πυρωμένο κεραμίδι από έξω. Αλλά ο Χρήστος είναι επίμονος άνθρωπος, υπομονετικός σίγουρα, έκανε χρόνια να μάθει τι θα πει πραγματική υπομονή, και σήμερα μπορεί να καθαρίσει το όπλο του χωρίς να φοβάται τον ιδρώτα που στάζει από τα βλέφαρά του επάνω στα μεγάλα γυαλιά της πρεσβυωπίας και τη στραβωμένη του μύτη.
Φυσικά τα κατάφερε, οπότε ο μηχανισμός τώρα είναι λαδωμένος, γλιστρά σαν καλογρασαρισμένο ρουλεμάν, άρα ο Χρήστος μπορεί να βιδώσει πάλι το ατσάλινο κάλυμμα επάνω στο σώμα της Γουίντσεστερ και να συνεχίσει την ευλαβική αλληλουχία βημάτων καθαρισμού. Τώρα πρέπει να πάρει το μακρύ κοντάρι με τη μυτερή άκρη και να τοποθετήσει ξανά επάνω του ακόμα ένα μπαμπάκι βουτηγμένο στο λάδι. Με προσοχή σηκώνει τη σκανδάλη και την μπλοκάρει, διατηρώντας την έτσι ανοιχτή με ένα στρογγυλό κομμάτι πλαστικό, τόσο μεγάλο όσο να επιτρέπει το κοντάρι να περνά από μέσα του, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να βρίσκει τον δρόμο για να εισβάλλει στην κάννη. Κλασικό λάθος να νομίζει ο κόσμος ότι η κάννη της καραμπίνας καθαρίζεται από την άκρη της, πολύ κλασικό. Ο Χρήστος το σκέφτηκε και χασκογέλασε, κουνώντας το κεφάλι του σοφά προς τα κάτω. Μα τι χαζοί οι ανίδεοι εκείνοι άνθρωποι που θέλουν να το καθαρίσουν από την άκρη! Έτσι θα καταστρέψουν τη ροή του μετάλλου, άρα και του αέρα. Τα βλήματα πηγαίνουν από τη θαλάμη προς την άκρη της κάννης και όχι ανάποδα, κι έτσι οφείλει να κατευθύνεται και το μπαμπάκι που θα καθαρίσει αυτήν την κάννη. Όπως μια σφαίρα. Ο Χρήστος, ευτυχώς, ξέρει πώς να καθαρίσει σωστά μια επαναληπτική καραμπίνα. Έβγαλε το κοντάρι, ξεμπλόκαρε τη σκανδάλη και χάιδεψε τα αρχικά που ήταν σκαλισμένα στο ξύλινο κομμάτι του σώματός της: Χ.Σ., δηλαδή Χρήστος Σταμέλος. Όλα του τα όπλα ήταν σκαλισμένα και έφεραν τα αρχικά του, ακριβώς όπως έκαναν και στην Άγρια Δύση οι καουμπόηδες· αυτό έκανε λοιπόν και ο Χρήστος...
Εργάστηκε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος σε περιοδικά του ΔΟΛ και της ΙΜΑΚΟ, μέχρι που ήρθε η κρίση και σοβάρεψε. Τώρα το γύρισε στη ρεκλάμα και δουλεύει ως κειμενογράφος στην Ogilνy and Mather. Παράλληλα καβαλάει μηχανές και χτυπάει κάθε δεύτερη Τρίτη.
Ακόμα δεν νιώθει συγγραφέας. Παρ' όλα αυτά έχει εκδώσει τα εξής μυθιστορήματα: Shoebox [μια καλοκαιρινή κομπίνα] (Τετράγωνο 2010), Shoot Me [ένα τελευταίο κλικ] (Ιβίσκος 2012) και Flat Track (Viνid Publishiηg 2013) σε Αυστραλία και Μ. Βρετανία.
Ο Κόκκινος Λωτός είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του συνολικά, αλλά το τρίτο στα ελληνικά.
Βιογραφικό συγγραφέα
Ο Λουκάς Μέξης γεννήθηκε στην Αθήνα, έγραψε τις σελίδες του πρώτου του βιβλίου στα Γιάννενα, έζησε τις σελίδες του δεύτερου στη Μύκονο και στο Μόναχο, και εξέδωσε το τρίτο στο Περθ της Αυστραλίας.Εργάστηκε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος σε περιοδικά του ΔΟΛ και της ΙΜΑΚΟ, μέχρι που ήρθε η κρίση και σοβάρεψε. Τώρα το γύρισε στη ρεκλάμα και δουλεύει ως κειμενογράφος στην Ogilνy and Mather. Παράλληλα καβαλάει μηχανές και χτυπάει κάθε δεύτερη Τρίτη.
Ακόμα δεν νιώθει συγγραφέας. Παρ' όλα αυτά έχει εκδώσει τα εξής μυθιστορήματα: Shoebox [μια καλοκαιρινή κομπίνα] (Τετράγωνο 2010), Shoot Me [ένα τελευταίο κλικ] (Ιβίσκος 2012) και Flat Track (Viνid Publishiηg 2013) σε Αυστραλία και Μ. Βρετανία.
Ο Κόκκινος Λωτός είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του συνολικά, αλλά το τρίτο στα ελληνικά.