Πως σας ήρθε η ιδέα;
Μ.Κ.: Η ιδέα μου ήρθε όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Καππαδοκία, τον Ιούνιο του 2011. Πιο συγκεκριμένα, όταν επισκέφθηκα την Μονή των Παλιών Ασημιών κοντά στη Νίγδη και συγκινήθηκα ιδιαίτερα, πιο σωστό είναι να λέω πως είχα μια μεταφυσική εμπειρία εκεί. Όταν έφυγα από την Μονή, ήξερα πως θα έγραφα ένα βιβλίο που θα είχε σαν τίτλο το όνομα του μοναστηριού. Εννοείται πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι θα ήταν αυτό. Σιγά σιγά, κοιτώντας τις φωτογραφίες του ταξιδιού και μελετώντας την ιστορία της Καππαδοκίας που μου είχε κινήσει τόσο τον ενδιαφέρον, διαμορφώθηκε μέσα μου μια βασική ιστορία.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Μ.Κ.: Εδώ που ζω, στη Θεσσαλονίκη. Όμως χρειάστηκε να επισκεφθώ ξανά την Καππαδοκία -το έκανα με μεγάλη μου ευχαρίστηση!- , για να ξαναδώ κάποια μέρη, κυρίως όμως να εξετάσω αν απέδιδα σωστά την ατμόσφαιρα του τόπου, που είναι εντελώς ξεχωριστή.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Μ.Κ.: «Τα Παλιά Ασήμια» είναι τριλογία, για το πρώτο μέρος που εκδίδεται σε λίγες μέρες, χρειάστηκαν δεκαέξι (16) μήνες. Το δεύτερο λίγο λιγότερο γιατί στο μεταξύ είχα κάνει όλη σχεδόν την έρευνα που απαιτείται για να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο. Όχι πως η έρευνα δεν συνεχίζεται ακόμη, αλλά τώρα έχω καταγραμμένες τις πηγές και αυτό με διευκολύνει.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Μ.Κ.: Είναι ένα οικογενειακό έπος που πατάει πάνω στα ιστορικά γεγονότα.
Τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο και την Ανταλλαγή των πληθυσμών που έγινε το 1924.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Μ.Κ.: Η τριλογία ‘κινείται’ σε δύο χρόνους. Παρακολουθούμε παράλληλα δυο ιστορίες. Την μία που διαδραματίζεται από το 1899 μέχρι το 1960 (περίπου) και την άλλη που διαδραματίζεται το 2004. Τόπος η Καισάρεια, η Σινασός, το Ανδρονίκι και η Μουταλάσκη της Καππαδοκίας, δευτερευόντως η Σμύρνη και η Μερζιφούν του Πόντου. Η τριλογία όμως κάνει "περάσματα" και από την Βοστόνη των ΗΠΑ, την Θεσσαλονίκη, την Σαμψούντα και την Κωνσταντινούπολη.
Η ιστορία του παρελθόντος αφορά μια μεγαλοαστική οικογένεια της Καισάρειας, μέχρι την ανταλλαγή το 1924. Η σύγχρονη αφορά την ζωή των απογόνων της.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Μ.Κ.: Την ιστορική γνώση που αποκόμισα κάνοντας την τεράστια έρευνα που απαιτήθηκε. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος πλούτος που απόκτησα και αυτόν θα αγαπώ για πάντα.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Μ.Κ.: Η κύρια ηρωίδα μου, η Σεβαστή Χατζηαβράμογλου, γιατί είναι μια γυναίκα που εμπνέεται από ύψιστα ιδεώδη και αγαπάει με πάθος, πίστη και αφοσίωση την οικογένειά της, τον τόπο της, τους ανθρώπους όλους και φυσικά τον έρωτα της ζωής της.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Μ.Κ.: Ελπίζω πάρα πολλά. Κατ’αρχή είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που σε ταξιδεύει στις εποχές και στους τόπους που ανάφερα παραπάνω. Επίσης είναι μια τριλογία που διηγείται και το σημαντικό θέμα της Ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όταν, σύμφωνα με την συνθήκη της Λοζάνης, οι πληθυσμοί έπρεπε να ανταλλαγούν με βάση το θρήσκευμά τους και όχι την ιθαγένεια. Παρακολουθούμε δηλαδή τον μεγάλο ξεριζωμό με τις τρομακτικές συνέπειες στους ανθρώπους, τόσο στους χριστιανούς , όσο και στους μουσουλμάνους. Γι’αυτό και επειδή δεν ήθελα να δω το θέμα μονόπλευρα, στο βιβλίο υπάρχει και ο βίος ενός ανταλλαγέντα μουσουλμάνου της Δυτικής Μακεδονίας. Μέσα από Τα Παλιά Ασήμια ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μια άλλη κοινωνία, τελείως ξεχωριστή, την καππαδοκική, με τους κανόνες, τα ήθη και τα έθιμά της, πολλά από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαία Ελλάδα. Με το βιβλίο αυτό γίνεται ένα ταξίδι στα υψίπεδα της Καππαδοκίας και ο αναγνώστης, είτε την έχει επισκεφθεί είτε όχι, έρχεται σε επαφή με το ξεχωριστό και μοναδικό τοπίο και τις πόλεις.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Μ.Κ.: Εκτός από την υγεία των αγαπημένων μου προσώπων, η μεγαλύτερή μου αγωνία είναι η τύχη της χώρας μας και η παγκόσμια ειρήνη.
Φοβάστε...
Μ.Κ.: Το να είμαι κάποτε ανήμπορη να διαβάσω.
Αγαπάτε...
Μ.Κ.: Τους ανθρώπους, την φύση, το διάβασμα, τα παιδιά, την μουσική.
Ελπίζετε...
Μ.Κ.: Ελπίζω να έρθει μια μέρα σύντομα που θα πάψουμε να είμαστε ένας λαός του ωχ!αδελφισμού και να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια.
Θέλετε...
Μ.Κ.: Θέλω ειρήνη για να μην σκοτώνονται παιδιά.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Μ.Κ.: Ελπίζω όλοι. Κυρίως όμως όσοι δεν τους αρκεί να διαβάζουν ένα βιβλίο ‘για να περνάει η ώρα’, αλλά για να βγαίνουν μέσα από την ανάγνωσή του πιο πλούσιοι πνευματικά . Υπό πολλές έννοιες.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Μ.Κ.: Θα σας πω γιατί θα έπρεπε να το διαβάσω εγώ, αν δεν ήμουν η δημιουργός του. Γιατί θα έκανα ένα ωραίο ταξίδι σε μέρη γοητευτικά όπως η Καππαδοκία, η Πόλη, η Σμύρνη, η Σαμψούντα και τόσα άλλα. Γιατί θα περιδιάβαινα στην ιστορία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα με έναν ωραίο και απλό τρόπο. Γιατί θα μάθαινα για μια κοινωνία και έναν ελληνισμό, αυτόν της Καππαδοκίας, που δεν είναι και τόσο γνωστός. Γιατί, μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, θα έπαιρνα πληροφορίες για όλον τον πολιτισμό της Καππαδοκίας, αλλά και για την ιδιαίτερη κοινωνία των Βαλαάδων, των μουσουλμάνων της Δυτικής Μακεδονίας. Γιατί θα διάβαζα την ιστορία ενός ανεπανάληπτου έρωτα της Σεβαστής με τον προτεστάντη Έλμερ. Γιατί θα παρακολουθούσα ένα φλερτ γεμάτο απρόοπτα των σύγχρονων ηρώων, της Έλσας και του Άλεξ, όσο ταξιδεύουν σαν τουρίστες μέσα στην Καππαδοκία. Γιατί είναι γραμμένο με πάθος και είναι προϊόν μεγάλης έρευνας. Γιατί αυτή που το έγραψε αγαπά και σέβεται την ελληνική γλώσσα. Τέλος, γιατί είναι ένα βιβλίο για αλησμόνητους έρωτες και αλησμόνητες πατρίδες.
Γιατί δεν πρέπει;
Μ.Κ.: Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, αν βαριόμαστε να διαβάζουμε...
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Μ.Κ.: Μέρος της τριλογίας «Τα Παλιά Ασήμια» θα κυκλοφορήσει στις 20 Οκτωβρίου 2014. Υποθέτω πως σε λίγες μέρες, το βιβλίο θα είναι σε όλα τα βιβλιοπωλείο. Στα μεγάλα, οπωσδήποτε. Στα μικρότερα, κατόπιν παραγγελίας. Επίσης, από το διαδίκτυο από τον εκδοτικό οργανισμό ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και άλλα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
Μ.Κ.: Στη Θεσσαλονίκη. Όμως θα κάνω παρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ακόμη δεν γνωρίζω το πρόγραμμα, αλλά θα σας ενημερώνω.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Μ.Κ.: Το χρώμα του εξωφύλλου. Που δεν είναι τυχαίο, επίτηδες έχει επιλεχθεί. Του ταιριάζει λοιπόν το χρώμα της πορφύρας, το χρώμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων που τόσους γέννησε η Καππαδοκία.
Ποια μουσική;
Μ.Κ.: Το τραγούδι "Λεϊλαλούμ" που σημαίνει "Μενεξεδένια μου" και είναι τραγούδι του Πάσχα που το τραγουδούσαν και το χόρευαν οι γυναίκες της Καππαδοκίας, της Σινασού κυρίως. Μπορείτε να το ακούσετε στο youtube από την Δόμνα Σαμίου.
Ποιο άρωμα;
Μ.Κ.: Το άγριων κρίνων που φυτρώνουν τον Ιούνιο στα υψίπεδα της Καππαδοκίας.
Ποιο συναίσθημα;
Μ.Κ.: Αφοσίωση. Οι Καππαδόκες, χωρίς να γνωρίσουν ποτέ την Ελλάδα, αν και τουρκόφωνοι, ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στην ελληνικότητά τους.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Μ.Κ.: Μια χούφτα λάβα από τον χιονοσκεπή Αργαίο, το μεγάλο ηφαίστειο. Ή ένα εκκλησάκι σκαλισμένο στα βράχια του Γκιόρεμε και αγιογραφημένο από ευλαβικό χέρι ερημίτη. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετάει πάνω από τις νεραϊδοκαμινάδες.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Μ.Κ.: Μουσικός, ζωγράφος, φωτογράφος, σκηνοθέτης, αρχιτέκτονας, ηθοποιός. Δεν έχω κανένα από τα παραπάνω ταλέντα, αλλά τους θαυμάζω απεριόριστα.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Μ.Κ.: Αναφέρεστε στο παρόν; Αν ναι, την Ιωάννα Καρυστιάνη, την Ζυράννα Ζατέλη, τον Ισίδωρο Ζουργό, τον Αλέξη Πανσέληνο.Τον Φ. Ροθ, την Α. Νοτόμπ, ίσως και άλλους που δεν θυμάμαι τώρα.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Μ.Κ.: Σαφώς και με έχουν επηρεάσει πολλοί συγγραφείς στον τρόπο που γράφω, σκέφτομαι και ζω και θεωρώ πως συνέχεια θα επηρεάζομαι. Ο Καζαντζάκης με επηρέασε πολύ κατά την εφηβεία μου με την ΑΣΚΗΤΙΚΗ στον τρόπο σκέψης, όπως και ο Τσίρκας με τις ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ και ο Λουντέμης με το ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΘΑ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ. Και οι ποιητές πολλοί, ο Σεφέρης και ο Ελύτης, ο Καρούζος και ο Λειβαδίτης, η Κατερίνα Ρουκ. Πρόσφατα ο Ντάρελ με το ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ με έκανε να αναρωτηθώ γιατί μπαίνω στην διαδικασία να περιγράψω π.χ. έναν ουρανό όταν εκείνος έχει περιγράψει τους ωραιότερους ουρανούς που έχω διαβάσει ποτέ...
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Μ.Κ.: Συνήθως οι ήρωές μου, λίγο πριν τη μέση του βιβλίου, αυτονομούνται και κάνουν ότι θέλουν. Αυτό είναι μια πολύ γοητευτική διαδικασία, ανυπομονώ να καθίσω και να γράψω για να ... μάθω τι θα γίνει παρακάτω.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Μ.Κ.: Πολλά χρειάζεται. Κατ’αρχή να έχει διαβάσει λογοτεχνία, να έχει ‘σκύψει’ με ευλάβεια στους κλασικούς συγγραφείς και να καταλάβει την μηδαμινότητα του. Αυτή, η μηδαμινότητα είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσει κανείς να βελτιώνεται. Χρειάζεται και φαντασία, ούτε λόγος, χρειάζεται και μια οξυδέρκεια και εγρήγορση να αντιλαμβάνεσαι και μετουσιώνεις την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να καταγράφεις τα γεγονότα. Χρειάζεται να γνωρίζεις καλά την ελληνική γλώσσα και να έχεις βρει ένα δικό σου ύφος. Απαραίτητη θεωρώ την αυτοπειθαρχία, όταν γράφεις χρειάζεται πολλή και σοβαρή δουλειά. Όμως και το πάθος δεν πρέπει να αγνοείται, στα περισσότερα βιβλία που διαβάζω, από τις πρώτες σελίδες, μπορώ να καταλάβω αν ο συγγραφέας ήταν παθιασμένος ή όχι με το θέμα του ή απλώς διεκπεραίωνε ένα έργο. Κυρίως όμως χρειάζεται να μην φοβάσαι να εκτεθείς και να κριθείς.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Μ.Κ.: Η αγάπη του κόσμου, αποκλειστικά.
Τι την αποτυχία;
Μ.Κ.: Η απόρριψη του βιβλίου από τον κόσμο. Δεν εξετάζουμε εδώ τους λόγους αλλά το αναγνωστικό κοινό -το δεδομένο κοινό κάθε χώρας...- κάνει τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, ανεξάρτητα της ποιότητας ενός βιβλίου.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Μ.Κ.: Προσωπικά δεν μου αρέσει ο όρος «βιβλιοφαγία», προτιμώ το «φιλαναγνωσία» και ναι, μπορεί να γίνει κατάχρηση αν γίνεται χωρίς κανένα κριτήριο ποιότητας.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Μ.Κ.: «Ο θεός των μικρών πραγμάτων».
Είναι ο τίτλος ενός αγαπημένου μου βιβλίου της Αρουντάτι Ρόι και τον διαλέγω γιατί, τις στιγμές που γράφω, αισθάνομαι πως είμαι ένας μικρός θεός, τόση είναι η ευχαρίστηση που αποκομίζω από την συγγραφή και την ‘δύναμή’ μου να δημιουργώ ήρωες και ζωές, χωρίς όμως να έχω την αίσθηση πως κάνω τίποτα σπουδαίο. Απλά απολαμβάνω το πάθος μου.
Εξώφυλλα βιβλίων της Μαίρης Κόντζογλου και φωτογραφία πορτραίτο από το προσωπικό της αρχείο. Στις έγχρωμες εικόνες το εξώφυλλο του νέου της μυθιστορήματος "Τα παλιά ασήμια". |
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Διανέμεται αποκλειστικά από το koukidaki.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ.
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο.
Γνωρίστε το!
Υπάρχει τέλος σε έναν έρωτα που καίει σαν τη λάβα των ηφαιστείων της Καππαδοκίας;
Ποιο είναι το μυστικό της Μονής των Παλιών Ασημιών;
Πού κρύβεται η γυναίκα με τους ήλιους στους ώμους;
Ποια μάγια κρατούν την αλήθεια τυλιγμένη σφιχτό κουβάρι;
Καππαδοκία, χώρα μαγική, γεμάτη θρύλους και παραδόσεις, χώρα που γέννησε περήφανους αυτοκράτορες, γενναίους Ακρίτες και ευσεβείς Αγίους. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά με τα αιώνια χιόνια, τις στέπες που ο ήλιος καίει ανελέητα, τις κοιλάδες με τα περιστέρια και τα ανάγλυφα βράχια, ένας ελληνισμός, ξεχασμένος στα έσχατα της Ανατολίας, ζει και προκόβει, ερωτεύεται, γεννάει, γερνάει και πεθαίνει με πίστη στην Ορθοδοξία και συνείδηση της ελληνικής καταγωγής.
Καισάρεια, Σινασός, Σμύρνη και Πόντος, ο καμβάς που πάνω του κεντιέται η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα, του έρωτα της Σεβαστής Χατζηαβράμογλου με τον Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ και ενός μεγάλου πολέμου που αλλάζει τα σύνορα του κόσμου. Η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 χωρίζει για πάντα τους δυο νέους, ένα αιματοβαμμένο βράδυ στο λιμάνι της Μερσίνας.
Ογδόντα χρόνια αργότερα, η Έλσα αποφασίζει να βγει από το πένθος της με ένα ταξίδι στα προγονικά χώματα, κουβαλώντας μαζί της το ημερολόγιο της γιαγιάς Σεβαστής. Ο αμερικάνος φωτογράφος Άλεξ πηγαίνει στην Καππαδοκία να φωτογραφήσει το τοπίο αλλά κυρίως να αναζητήσει τα χνάρια του καθηγητή Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ που δίδασκε στο αμερικάνικο κολλέγιο του Πόντου και μετά της Μουταλάσκης στα χρόνια της φωτιάς.
Υπόγειες πολιτείες, απόκρυφες εκκλησιές, περιστρεφόμενοι δερβίσηδες και ένα μοναστήρι με την χαμογελαστή Παναγία μπλέκουν στις προσωπικές τους ιστορίες και μοναξιές, σκαλίζοντας στο βράχο μια μισοτελειωμένη ραψωδία στην οποία εκείνοι καλούνται να γράψουν τους στίχους του τέλους.
Μια μεγαλειώδης ιστορία για αλησμόνητες πατρίδες και αλησμόνητους έρωτες.
Αποσπάσματα
"...Στα τέσσερα έφτασε κοντά του διασχίζοντας τη λίγη απόσταση που τους χώριζε, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, έσιαξε τα μαλλάκια του με λατρεία και με ένα ζωώδες ένστικτο έγλειψε το πρόσωπο του μικρού, το κεφαλάκι του όλο∙ δεν ήθελε το παιδί της να είναι ματωμένο, δεν ήθελε. Κι ύστερα, λέαινα με το νεκρό της παιδί στην αγκαλιά, έβγαλε μια κραυγή ίδια με βρυχηθμό θηρίου, που ακούστηκε ως την άκρη της πόλης και πιο πέρα, ως την κορφή του μόνιμα χιονισμένου Ερτζιές, τάραξε τους αγουρωπούς καρπούς στις αμυγδαλιές στο Ανδρονίκι, βυθίστηκε στις υπόγειες στοές της Μαλακοπής, χτύπησε στους ανεμοδαρμένους λόφους της κοιλάδας στο Γκιόρεμε, τρύπωσε στις σκαλισμένες στα βράχια παλιές εκκλησιές, πέρασε από τα σοκάκια της Σινασού και έφτασε ως το μοναστήρι των Παλαιών Ασημιών[1], όπου η όμορφη ηγουμένη έκανε την προσευχή της γονατιστή μπροστά στην απεικόνιση της Παναγιάς που χαμογελάει κρατώντας τον Χριστό βρέφος στην αγκαλιά της, επίσης χαμογελαστό.
«Θαύμα!» βόγκηξε στο μισοσκόταδο η ηγουμένη και σταυροκοπήθηκε. «Παναγιά μου, το θαύμα σου!»
Έβαλε το πρόσωπό της στη γη μην αντέχοντας αυτό που έβλεπε, η Παναγιά της πάνω στον βράχο μόλις είχε χάσει το χαμόγελό της, αυτό που την κάνει μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα μάγουλά της κυλούσαν αργά αργά δυο θολά, σαν ματωμένα, δάκρυα, ενώ ο μικρός Χριστός παρέμενε ακόμη χαμογελαστός, στην αιώνια θαλπωρή της μητρικής αγκαλιάς..."
"...Το ζεστό μάρμαρο στο οποίο είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα του προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση, κάτι από τη λησμονημένη μήτρα του θυμίζει –μητέρα είσαι εδώ;–, οι υδρατμοί, το κελάρυσμα του νερού, το φως που μπαίνει από τα ζωγραφιστά παράθυρα της θολωτής οροφής, το άρωμα της σαπουνάδας, τα μουρμουρητά που φτάνουν στα αυτιά του από δίπλα και το νερό με το οποίο τον περιχύνει κάθε τόσο ο Χασάν –να μην ξεχνάμε και τις τρεις ρακές, ούτε όμως και το υπερατλαντικό ταξίδι– τον έχουν αποχαυνώσει.
Ένα απαλό γυναικείο γέλιο έρχεται από κάπου.
«Lady!» λέει ο Τούρκος χαμογελώντας πονηρά και δείχνει τον μαρμάρινο κυκλικό τοίχο που τους περιστοιχίζει. Κουβέντες χαμηλόφωνες από την άλλη πλευρά του διαχωριστικού τοίχου, ο ήχος του νερού που κυλάει πάνω σε γυναικείο σώμα ακολουθώντας την καμπύλη της σπονδυλικής στήλης, εκεί όπου υπάρχει ένα ανεπαίσθητο χνούδι που σηματοδοτεί την πορεία του σώματος, μέχρι τα απαλά βουναλάκια των οπισθίων με την αδυσώπητη χαράδρα ανάμεσά τους.
Βυθίζεται στα αρώματα και στην παραίσθηση, ο Χασάν με χέρια τρυφερά σαν μωρού παιδιού περνάει από πάνω του μια πάνινη σακούλα γεμάτη χλιαρό, μυρωμένο αφρό. Πάλι εκείνη η φωνή, λίγο πιο σιγανή τώρα –μητέρα είσαι εδώ;–και ένα μικρό επιφώνημα ευχαρίστησης.
Φαντάζεται το υγρό άρωμα της λεβάντας να κατρακυλάει από τη γουβίτσα του λαιμού σε ερεθισμένα γυναικεία στήθη με τις ρώγες σκληρές και σκουρόχρωμες, ύστερα να αγγίζει το μαλακό δέρμα μιας κοιλιάς, όχι επίπεδης, ούτε πολύ σφιχτής, να, σαν γυναίκας που έχει λίγο καιρό που γέννησε, και από εκεί να τρέχει στο βαθούλωμα μυστηριώδους ήβης σκεπασμένης με κόκκινο χνούδι, να τρέχει και στους μηρούς που κλείνουν την «καιόμενη βάτο» ανάμεσά τους.
Τα σιγανά επιφωνήματα ευχαρίστησης από νερά που σπαταλιούνται πάνω στα κορμιά και στα μάρμαρα συνεχίζουν να ακούγονται από δίπλα, διαθλασμένα από την υγρασία, το φως του μεσημεριού που περνάει με δυσκολία από τα ανοίγματα της οροφής, τους ατμούς από το ρακί που ανεβαίνουν στο κεφάλι του και από την πίκρα για την αυτοκτονία της μητέρας του που ποτέ δεν ξεπέρασε..."
"...Χάιδεψε ένα ένα όλα τα αγαπημένα της βιβλία που άραζαν νωχελικά, γεμάτα γνώση και σοφία, στα ράφια του βυθισμένου στη σιωπή γραφείου του θείου Ρίζου. Άκουσε το παράπονο που είχε να της πει με το γκρινιάρικο τρίξιμό της η κάθε πόρτα της καθεμιάς κάμαρας που άνοιξε και εξέτασε στο μισοσκόταδο. Να! Εδώ το τραπεζάκι που ακουμπούσε ο θείος τα ματογυάλια του. Να! Το πανέρι μέσα στο οποίο φύλαγε η θεία Βασιλεία το εργόχειρό της.
Εκεί το σιδερένιο της κρεβάτι που το μάλλινο στρώμα του έπνιγε τους αναστεναγμούς της. Να! Και το σίδερο στο παράθυρο. Έεετσι το ανασήκωνε και κρεμούσε το κλουβί με το καναρίνι. Πιο κει, εκεί! Στην κάμαρα της αγαπημένης της Κιμάτης, ένα μαύρο γεμενί ξεχασμένο και έρημο κρέμεται από ένα καρφί στον τοίχο σαν μια υποδιαστολή στη λέξη «μοναξιά».
Μύρισε όλα τα βαζάκια στην κουζίνα, τα τσίγκινα βαζάκια που μέσα τους η Κιμάτη κρατούσε τα μυρωδικά και τα βοτάνια, εκείνα με τα οποία νοστίμευε τα φαγητά τους∙ με τα οποία ζέσταινε και τις νύχτες τους δίπλα στο τζάκι σαν τα έπιναν καυτά καυτά, τότε που της διηγόταν μεγάλα, ατέλειωτα παραμύθια και ταξίδευε ο νους της Μακρίνας, έπλαθε όνειρα και έκανε σχέδια για ένα ανέφελο μέλλον.
Γυαλίστηκε σε όλους τους καθρέφτες με τις περίτεχνες κορνίζες, αδυναμία της θείας Βασιλείας, που φύλαγαν ζηλότυπα την εφηβική της εικόνα στη μνήμη τους και με έκπληξη παρατήρησε το πόσο πολύ είχε αλλάξει μέσα στα τρία χρόνια που έλειπε. Τόσο πολύ που έβαλε και πάλι τα κλάματα, δεν είχε σημασία αν ήταν προς το καλύτερο ή το χειρότερο η αλλαγή, σημασία είχε πως δεν ήταν πια το μικρό αθώο πλάσμα που ποθούσε με όλη του την ψυχή να πάει στην Πόλη και να σπουδάσει δασκάλα. Τώρα ήταν μια γυναίκα, άσχετα αν δεν ήταν καλά καλά ούτε είκοσι δυο–, μια γυναίκα που το μόνο της όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα παιδί για να έχει δικαίωμα ύπαρξης πάνω σε τούτη την πλάση..."
"....Με τέτοιες προκαταλήψεις λοιπόν μεγάλωνε τη Μακίς της η Κιμάτη, όχι γιατί δεν την αγαπούσε, ίσα ίσα που τη λάτρευε, αλλά γιατί κατά τη γνώμη της μ’ αυτόν τον τρόπο την προστάτευε από τον κόσμο∙ από τον οποίο κόσμο, και από την ώρα που είχε γεννηθεί, καλό δεν είχε δει η Κιμάτη, ούτε καν από τους γονιούς της τους ίδιους. Και μόνο κάτι κρύα βράδια του χειμώνα –και ήταν πολλά τα άτιμα, πολλά και ατέλειωτα!– σαν παρατούσε τον αργαλειό, όπου ύφαινε περίτεχνο δίμιτο, που το έκανε φουστάνια για τη Μακίς της, ριγέ υφάσματα για να ράβει τις δικές της βράκες και ποδιές, ωραία κιλίμια, πεσκίρια, σεντόνια και σκεπάσματα, που τα μάζευε για την προίκα του κοριτσιού∙ μόνο κάτι κρύα βράδια που κούρνιαζαν δίπλα στο αναμμένο ταντούρι, εκεί που η Κιμάτη μαγείρευε και έψηνε τους άρτους, εκεί όπου έβαζαν πάνω σε τσίγκινα ταψάκια μήλα περιχυμένα με πετιμέζι και πασπαλισμένα με κανέλα και τα σιγοέψηναν∙ μόνο τότε άφηνε τον εαυτό της λίγο πιο ελεύθερο. Άναβαν τα μάγουλά της από την κάψα της φωτιάς, ζεσταινόταν και χαλάρωναν οι αναστολές της και, καθώς έπλεκε τα πλούσια σγουρά μαλλιά του κοριτσιού σε τέσσερις πλεξίδες όπως συνηθιζόταν, της μίλαγε για την αγάπη σαν να της διηγόταν παραμύθι..."
Αποσπάσματα από το υπό έκδοση 1ο μέρος της τριλογίας "Τα Παλιά Ασήμια".
[1] Μονή των Παλιών Ασημιών (Eski Gioumousler), μεγάλο λαξεμένο μοναστικό συγκρότημα του 11ου αιώνα, όπου βρίσκεται τοιχογραφία της Παναγίας που χαμογελάει.
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το εξώφυλλο (και ανάπτυγμα) του βιβλίου.
Δείτε επίσης: