Γιάννης Ρεμούνδος, Πειραιάς
Δούρειος ίππος
Άνοιξα τον υπολογιστή για να στείλω ένα ακόμη βιογραφικό. Δεν είχα πολλές ελπίδες, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Το επόμενο βήμα ήταν να αρχίσω να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Κόντευα τα τριάντα πέντε κι έμενα ακόμη στο σπίτι των γονιών μου.
Οκτώβρης μήνας. Απόγευμα συννεφιασμένο, ψυχρό. Η φωτεινή οθόνη του υπολογιστή σκόρπισε το απαλό, γαλάζιο φως της κι εμφανίστηκε μια προειδοποίηση, το τείχος προστασίας ήταν ανενεργό. Μια προειδοποίηση της Microsoft. Πήγα στον πίνακα ελέγχου, αλλά η ενεργοποίηση απαιτούσε να αποδεχτώ ένα πρόγραμμα ασφαλείας της Microsoft. Το αποδέχτηκα, έκανα την ενεργοποίηση και επέστρεψα στο Word. Κοιτούσα το βιογραφικό μου λες κι έβλεπα από απόσταση τον εαυτό μου, σχεδόν δεν τον αναγνώριζα ανάμεσα σε χρονολογίες και τίτλους σπουδών.
Και ξαφνικά τα φωνήεντα του κειμένου άρχισαν να εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Στο τέλος το βιογραφικό μου δεν είχε διόλου φωνήεντα κι όλες οι κολοβωμένες λέξεις είχαν υπογραμμιστεί με την κόκκινη γραμμή του λάθους. Άνοιξα άλλο κείμενο, πάλι το ίδιο. Είχα την εντύπωση ότι κάποιος άγγιζε με παγωμένο δάχτυλο την ψυχή μου. Είχα κολλήσει ιό.
Δεν ανησύχησα. Δεν είχα τίποτα σημαντικό στον σκληρό δίσκο ώστε να στενοχωρηθώ αν το χάσω. Χρησιμοποιούσα τον υπολογιστή για το διαδίκτυο, ήταν η μοναδική μου επικοινωνία με τον κόσμο. Χαζολογούσα στα site και στις αμπελοφιλοσοφίες του ενός και του άλλου, έτσι πέρναγα τις νύχτες μου.
Πήρα το laptop παραμάσχαλα.
«Θα βγεις παιδί μου;» ρώτησε η μάνα μου.
«Πάω κάτω στο Μάρκο, κάτι έπαθε ο υπολογιστής και θέλω να τον κοιτάξει…»
Ο Μάρκος Γκρίντζας ήταν συνομήλικός μου, hacker, μονόχνοτος, παχύσαρκος και αυτοκαταστροφικός. Έμενε με την αδερφή του στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας. Είχε κάποιο καρδιακό νόσημα που απαιτούσε τη μεγαλύτερη δυνατή ακινησία κι έτσι είχε κλειστεί στο δωμάτιο του παρέα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, χωμένος στα άδυτα του διαδικτύου, καπνίζοντας παρά τις ρητές απαγορεύσεις και μασουλώντας με βουλιμία πατατάκια. Ζούσε στο ημίφως, στη σκιά του θανάτου. Τα πρωινά έκανε μια αργή βόλτα ως την πλατεία, αγόραζε πατατάκια και τσιγάρα - αυτή ήταν η επαφή του με τον κόσμο. Η αδερφή του ήταν ένα πλάσμα αδύνατο, στριφνό και κουρασμένο, αυτή τον συντηρούσε και φρόντιζε το σπίτι. Δούλευε στο σούπερ μάρκετ Ατλαντίς.
Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να μου ανοίξει και να με κοιτάξει ερωτηματικά. Τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα στο λίπος, ο λαιμός του εξαφανισμένος, το πλαδαρό του σώμα είχε χάσει κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Φορούσε ένα καρό πουκάμισο μιας αχρονολόγητης μόδας, ξεκούμπωτο.
Του εξήγησα περιληπτικά το πρόβλημά μου.
«Δούρειος ίππος!», διέγνωσε ανακατεύοντας τα μαλλιά του.
«Φτιάχνει;»
«Όλα φτιάχνουνε.»
Πήρε τον υπολογιστή, έκανε χώρο στο γραφείο του, τον άνοιξε και τον συνέδεσε με το δικό του. Το δωμάτιο μύριζε μούχλα ανακατεμένη με καμφορά και καπνό τσιγάρου. Στη βιβλιοθήκη στριμώχνονταν τα βιβλία του Stephen King. Ένα ξέστρωτο ντιβάνι, τρεις αταίριαστες ξεπατωμένες καρέκλες, ράφια από ντέξιον με παλιά κομπιούτερ αποτελούσαν την επίπλωση.
«Ξέρεις τι είναι ο Δούρειος ίππος;»
«Ιός. Εκτελείς ένα πρόγραμμα που φαίνεται εντάξει και κολλάς έναν ιό και τα χάνεις όλα.»
«Αυτό είναι το λιγότερο. Ο Δούρειος ίππος σε καθιστά ζόμπι!»
«Ζόμπι;»
«Μέσω του Δούρειου ίππου, κάποιος κάπου πάνω στον πλανήτη Γη έχει πρόσβαση στο κομπιούτερ σου και όχι μόνο παρακολουθεί τι κάνεις, αλλά και σε χρησιμοποιεί για να χωθεί σε άλλα αρχεία. Αυτός δε φαίνεται πουθενά, μόνο εσύ φαίνεσαι, εσύ ένα ζόμπι.»
Δεν πολυκαταλάβαινα, δε με ενδιέφερε κιόλας, δεν απάντησα. Τον κοιτούσα να εργάζεται προσηλωμένος. Η ανάσα του ακουγόταν βαριά. Το κριτς κρατς από τα πατατάκια συνόδευε τις κινήσεις του. Έσβησα το ξεχασμένο αποτσίγαρο και σκεφτόμουν το μέλλον. Εδώ κι ενάμιση χρόνο αφότου δε μου ανανεώσανε τη σύμβαση στη δημοτική βιβλιοθήκη της συνοικίας μας, έψαχνα για δουλειά. Είχα απογοητευθεί.
«Τον τσάκωσα!» είπε ενθουσιασμένος κι ύστερα, «Α, τον Καραγκιόζη, θέλει παιχνιδάκια!»
Έριξα μια ματιά. Στη φωτεινή οθόνη αναβοσβήνανε τέσσερα μικρά τετραγωνάκια, κάποιος αριθμός password. Ο Μάρκος ξαναμπουκώθηκε πατατάκια κι άρχισε να ψάχνει το password.
«Ο γελοίος νομίζει ότι με παιδιαρίσματα θα με μπερδέψει, θα σε βρω ρε πούστη!» μονολόγησε, φτερά τα δάχτυλά του στα πλήκτρα. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα μήνυμα υπό μορφή στίχων. Στα Αγγλικά. Μεταφρασμένο έλεγε:
«Εννιά ναυαγοί ο ένας τυφλός.
Τον ορίζοντα κοιτάζουν για καράβι
Εννιά ναυαγοί στη μέση του πελάγου
Εννιά ναυαγοί ο ένας τυφλός.»
«Τι είναι αυτά ρε Μάρκο;»
«Τρίχες. Έχει βάλει γρίφο ο εξυπνάκιας. Θα το βρω αμέσως, ο τυφλός δε βλέπει, άρα οκτώ κοιτάζουν, ο ορίζοντας έχει τέσσερα σημεία, εννιά είναι οι ναυαγοί, οκτώ κοιτάζουν, άρα 8498. Μαλάκα!»
Αυτό ήταν. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα συνηθισμένο site μιας εταιρίας που αναλάμβανε διακοσμήσεις βιτρινών.
«Γαμώτο, είναι πιο πονηρός. Βιτρίνα είναι, ένα ακόμη ζόμπι. Πίσω του κρύβεται ο server… Αλλά θα τον βρω!»
«Παράτα τα μωρέ Μάρκο. Καθάρισες τον ιό, δε θέλω τίποτα άλλο. Τι ψάχνεις τώρα;»
Δε μου έδωσε σημασία, πέρασε τα δεδομένα στο δικό του κομπιούτερ και συνέχισε να πατάει με μανία τα πλήκτρα μέχρι που στο τέλος έσπασε το λογότυπο του site σα να κομματιαζόταν μια βιτρίνα, μαύρισε η οθόνη, αναβόσβησε, κι ύστερα άρχισαν να τρέχουν αστραπιαία γραμμές γεμάτες σύμβολα, αριθμούς και γράμματα κι ύστερα σταθεροποιήθηκε η εικόνα κι ανατρίχιασα, αρνιόμουν να πιστέψω αυτό που έβλεπα, βρισκόμασταν στα αρχεία ενός στρατοπέδου στη Σάμο.
«Τι σου έλεγα πριν; Ο Δούρειος ίππος. Σε χρησιμοποιούσαν για να έχουν πρόσβαση εδώ. Κατασκοπεία μου μυρίζεται!»
«Με δουλεύεις;»
«Κοίτα, είμαστε μέσα στα αρχεία ενός στρατοπέδου στη Σάμο, εσύ τι συμπέρασμα βγάζεις; Διακόσμηση βιτρινών! Θα τους βρω όμως! Θα τους βρω και θα τους ξετινάξω.»
«Κι εκείνοι θα βρουν εσένα και θα σε ξετινάξουν.»
«Εμένα δε θα με βρουν, έχω κι εγώ τα δικά μου ζόμπι, κυκλοφορώ αθέατος.»
«Για μένα όλα αυτά είναι Κινέζικα. Φεύγω, είναι αργά.»
«Όνειρα γλυκά. Εγώ θα ξενυχτήσω στο διαδίκτυο να ανακαλύψω τι τρέχει, αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος, ο κόσμος μου», είπε με πικρή μεγαλοστομία κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα απ’ αυτόν.
Πέθανε την άλλη μέρα στην πλατεία λίγα μέτρα μακριά από το περίπτερο που αγόραζε τα πατατάκια. Καρδιακή ανακοπή. Μπαμ και κάτω.
Δε μπορούσα να το πιστέψω, ένα αυτοκίνητο λέει ήταν η αφορμή, προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα ξυστά, σχεδόν τον άγγιξε, ένα αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια κι έναν ασυνείδητο οδηγό, δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να πάει καλλιά του.
¤