Ταξίδι αστραπή
...Και γιατί να βάλω άλλο τίτλο; Ψέματα είναι; Εκεί πάμε. Για λίγο, αλλά εκεί είναι ο προορισμός μας. Ναι, σκέφτομαι κάτι για τίτλο, ένα χιτάκι, κάτι μικρό και έξυπνο, αλλά η λέξη Βιέννη μου αρέσει πιο πολύ. Άντε, το πολύ πολύ στα αριστερά να κότσαρα τη λέξη Αθήνα, οπότε θα γινόταν Αθήνα – Βιέννη. Πολύ πρωτότυπο! Τι να σου πω. Τώρα, όσον αφορά το «ταξίδι αστραπή» θα κάνεις λίγο υπομονή και όταν διαβάσεις όλη την ιστορία, θα καταλάβεις...
Η ιδέα ήταν της φίλης μου της Βαρβάρας. Πολύ μα πάρα πολύ ωραία ιδέα. Ναι, να ταξιδέψουμε στην Ευρώπη, ναι, να επισκεφθούμε την πρωτεύουσα της Αυστρίας. Και ερωτώ: Αν χαθούμε; Το αεροπλάνο εννοώ που θα μας πάει μέχρι εκεί, αν χαθεί και ταυτόχρονα μας χάσουν απ’ τον χάρτη; Τι θ’ απογίνουμε; Διότι, αφού χάθηκε μια φορά ένα ολόκληρο αεροπλάνο και μάλιστα πρόσφατα, τι είναι αυτό που το αποκλείει να εξαφανιστεί ακόμα ένα;
Α πα πα (κάνει η πάπια). Τι με έπιασε ξαφνικά; Και πετάμε στα 36.000 πόδια. Και θέλω να κατέβω. Θέλω επίσης να καπνίσω δυο πακέτα μαζί. Θέλω να πάω και στο βε σε αλλά σιχαίνομαι. Το ρήμα «θέλω» στο κλείνω για πλάκα αυτή τη στιγμή. Κουνάει το αεροπλανάκι. Κουνιόμαστε κι εμείς, πέρα δώθε, σαν μίλκ σέικ! Και, πίστεψέ με, δεν έχω καμιά τέτοια όρεξη με τη τζίμπλα στο μάτι να χορεύω Macarena. Ναι, πλύθηκα το πρωί, αλλά δεν χορεύω που να γυρίσει το ιπτάμενο τούμπα. Άντε πάλι, τι σκέψεις είναι αυτές στα καλά καθούμενα; Πάλι καλά να λες που τις λέω από μέσα μου, αλλιώς θα προκαλούσα πανικό, το μόνο σίγουρο.
Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και το βλέμμα μου χάνεται στο άπειρο. Ένα δυνατό φως διώχνει όλες τις σκέψεις. Η Βαρβάρα ακούει μουσική. Προσπαθώ να διακρίνω τα σύννεφα. Δεν είναι μεγάλη αδικία; Να φτάνεις μέχρι εδώ πάνω και να μη μπορείς ν’ αγγίξεις τα σύννεφα. Τι κωλόφαρδα που είναι τα πουλιά. Όλων των ειδών. Πάντα τα ζήλευα. Κατεβαίνουν στη γη μόνο για φαγητό και μετά εξαφανίζονται. Ότι φάνε, ότι πιούνε, κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Αυτό λέγεται ζωάρα!
Σε 200 μίλια φτάνουμε γράφει η μικρή οθόνη. Ο κύριος δίπλα μου κοιμάται. Πρέπει να είναι πολύ πλούσιος γιατί το ρολόι/κοτρώνα κοστίζει μια περιουσία. Και σκάει η απορία: Αφού το φυσάει, γιατί δεν ταξιδεύει με μπούζινες κλάςς; Άλλος ρατσισμός από κει. Διαχωρισμός φραγκάτων και μη. Η αεροσυνοδός μου έφερε κι άλλο καφέ. Από μέσα της είμαι σίγουρος ότι με βρίζει. Δεν με νοιάζει. Στον τρίτο είμαι; Στον τέταρτο; Έχασα το μέτρημα. Δεν μ’ έχουνε πιάσει. Φοβερό;
Και να η ανακοίνωση ότι θα υπάρξουν πιθανές αναταράξεις και να μείνουμε δεμένοι στις θέσεις μας. Όχι, άντε και πες ότι σηκώνομαι να δείξω το μπόι μου. Που θα πάω ο Χριστιανός; Μέχρι που θα φτάσει η χάρη μου; Για την ώρα και για τις επόμενες δυόμιση μέρες στην όμορφη Βιέννη. Και τώρα προσγείωση (νεύρααααα)!
Κοιμήθηκα το αγόρι. Κορμάρα και μυαλό θέλανε ξεκούραση. Τρείς ώρες γεμάτες. Πήραμε το μετρό, βρήκαμε το ξενοδοχείο, ανεβήκαμε στο δωμάτιο, αλλάξαμε ρούχα, περπατήσαμε, βρήκαμε super market, προμηθευτήκαμε νερά και φρούτα, τσάκισα Μακ, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, κάναμε μπάνιο και κοιμηθήκαμε πριν πούμε το τραγουδάκι πάρε με ύπνε πάρε με...
Όχι, όνειρα δεν είδα. Όταν είμαι κουρασμένος δεν βλέπω όνειρα. Ούτε το ροχαλητό μου ακούω που σφυρίζει λες και περνάνε δέκα τρένα ταυτόχρονα.
Ξύπνησα, λοιπόν, και το τοπίο γκρίζο που έλεγε ένα τραγούδι. Ανοίξανε οι ουρανοί. Μιλάμε για κατακλυσμό, όχι αστεία. Το νερό να χτυπάει με βία τ’ αυτοκίνητα και τη λεωφόρο. Όλα γκρι, υγρά και κρύα. Πήρα έναν καφέ. Φίλτρου φυσικά. Έκανα αρκετά τσιγάρα. Στο ξενοδοχείο απαγορεύεται το κάπνισμα, παντού. Πολλά νεύρα. Καιρός είναι αυτός; Η βροχή ευτυχώς σταμάτησε. Οι δρόμοι πλύθηκαν.
Φορέσαμε ανοιξιάτικα ρούχα. Μέγα λάθος. Είδαμε τον ήλιο μετά τη βροχή και τη πατήσαμε. Περπατήσαμε μέχρι το μετρό και σε δέκα λεπτά βρεθήκαμε στο κέντρο της πόλης. Μαγεία. Κάτω απ’ τα πόδια μας ο Δούναβης. Τα πλωτά πλοιάρια περιμένανε τους τουρίστες για να τους προσφέρουν μια όμορφη και χαλαρή βόλτα. Το κέντρο σε κάθε τετράγωνο, σε κάθε γωνιά, παραμένει μαγεία. Ο δυνατός αέρας που σήκωνε τα φύλλα και οι στάλες της βροχής μας υπενθύμιζαν πως το καλοκαίρι κάπως έτσι το ζούνε οι Αυστριακοί.
Η Βαρβάρα έκανε τα αδύνατα δυνατά να με ξεναγήσει σε όσα περισσότερα μέρη γινόταν. Ο χρόνος της παραμονής μας ελάχιστος οπότε τα πάντα τα κάναμε γρήγορα. Η καλύτερη γυμναστική. Μου έδειξε τα μουσεία, την όπερα, το δημαρχείο, τη βουλή (πιστό αντίγραφο της δικής μας), τα πάρκα και τις θεόρατες πλατείες.
Μπήκαμε στο τραμ. Κοιτούσα τους ντόπιους. Δυσκοίλιοι άνθρωποι. Μουτζούφληδες. Δεν χαμογελούσε κανείς. Με αυτόν τον καιρό, πώς να σκάσει το χειλάκι;
Φτάσαμε στο Αχείλλιον. Ελληνικό εστιατόριο. Στο υπόγειο είχαν στήσει γλέντι. Μου γνώρισε τον Λάμπη. Θεσσαλονικιός που ζει μόνιμα στη Βιέννη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Είναι δάσκαλος χορού. Μαθαίνει τους Αυστριακούς Ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Καλός, πολύ καλός. Πολύ μεράκι και λεβεντιά. Τον έκαναν και γραμματόσημο!
Τσακίσαμε ένα μπιφτέκι με πατάτες τηγανιτές και σαλάτα. Χορέψαμε ένα γρήγορο Καλαματιανό. Το μπιφτέκι μου βγήκε απ’ τη μύτη. Ακολούθησε βραδινός περίπατος στο κέντρο της πόλης. Ο μεγάλος εμπορικός πεζόδρομος, το στενό των Ελλήνων, η επιβλητική καθολική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Φθηνά νούντλς με κοτόπουλο. Το δικό τους βρώμικο που τρώγεται μετά μανίας. Αν κάνεις τη γουρουνιά να την κάνεις σωστά. Επιστροφή στο ξενοδοχείο. Οριζοντιώθηκα. Όνειρα γλυκά...
Το πρωί πολλά τσιγάρα και ζεστός καπουτσίνο. Νύσταζα. Γιατί άραγε; Τα μάτια μας δεν ανοίγανε με τίποτα. Ο καιρός κρύος. Ο ήλιος απλός κομπάρσος. Ο χρόνος περνάει γρήγορα. Γαμώ το. Θα περάσω τέλεια. Πρέπει να περάσω τέλεια. Αξέχαστα! Έστω κι αυτές τις 24 ώρες που μας απομένουν. Ήπιαμε κι άλλο καφέ. Τι να κάνει ο ένας;
Περπατήσαμε στο κέντρο. Πολύ όμορφο και πεντακάθαρο. Πολύ πράσινο και πολλά μαγαζιά. Ακριβά μαγαζιά. Ναι, είχε Zara και H&M αλλά έφτασα και έξω από τον οίκο Versace! Έμεινα μάρμαρο. Μια γρήγορη ματιά στη γυναικεία βιτρίνα και πέντε μέτρα πιο κει έμεινα στήλη άλατος. Οι περαστικοί με κοίταζαν και μου πέταγαν κέρματα. Όσα και να μάζεψα πάντως τη μπλούζα που μου έκλεινε πρόστυχα το μάτι ήτο αδύνατο να τη κάνω δική μου. 280 ευρώ παρακαλώ. Ξέρεις πως μπορώ να αξιοποιήσω τόσα χρήματα; Πέρασαν είκοσι λεπτά, μπορεί και παραπάνω. Η Βαρβάρα ήρθε και με μάζεψε.
Μπήκαμε στο Manner. Οι πιο διάσημες γκοφρέτες της Αυστρίας. Αγόρασα αρκετές για τα αγαπημένα μου ανιψάκια. Μας κέρασαν και με γεύση μπανάνα, να’ ναι καλά οι άνθρωποι. Μια στάση μετά εισβάλαμε στο DM ένα τύπου μάρκετ που έχει απ’ όλα. Και ναι, είναι γεγονός, δεν πήρα απορρυπαντικά, ούτε τροφή για γάτες, αλλά πολλές οδοντόκρεμες και μια μαγική οδοντόβουρτσα που κάνει θαύματα! Το όνομά της: Doctor Best και δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα ακόμα και νερό με γεύση φράουλα! Τέλειο; Τέλειο!
Αράξαμε σε μια όμορφη πλατεία. Φάγαμε πάλι Μακ. Βγάλαμε φωτογραφίες. Ο ήλιος προτεινόμενος για Oscar Α ανδρικού ρόλου. Ο κόσμος έτρεχε. Οι τουρίστες χαλαροί μαζί τους κι εμείς. Επιστροφή στο ξενοδοχείο. Το δωμάτιο minimal μέχρι αηδίας. Είχε τα απολύτως απαραίτητα. Ευτυχώς άστραφτε από καθαριότητα. Ένας γρήγορος υπνάκος. Ούτε δυο ώρες. Με το σταγονόμετρο.
Το βράδυ, μαζί με τον Λάμπη, δειπνήσαμε σε ένα άλλο Ελληνικό εστιατόριο, εκτός κέντρου, την «Αμβροσία». Αρχίσαμε τα ούζα. Πλωμάρι. Σταθερή αξία. Ήρθανε και οι μερίδες. Κουβέντα καλλιτεχνικού περιεχομένου. Ο Θοδωρής είναι απ’ τα Τρίκαλα. Δουλεύει σερβιτόρος εκεί και έχει και δική του θεατρική ομάδα και ανεβάζει παραστάσεις. Μπράβο του! Η ώρα πέρασε ευχάριστα...
Φύγαμε με το τελευταίο τραμ. Προλάβαμε, για καλή μας τύχη, και το τελευταίο μετρό. Εκεί σε ταξί δεν μπαίνεις. Παγκόσμιο το φαινόμενο. Επίσης δεν κάνεις το αστείο να πετάξεις κάτω αποτσίγαρο γιατί αν σε δει αστυνομικός τρως πρόστιμο που είναι όλο δικό σου. Επίσης απαγορεύεται αυστηρά να κατουράς δημόσια. Οι τουαλέτες λειτουργούν με κέρμα. Αυτό πάλι δεν το κατάλαβα. Και δεν είμαι ξανθός. Το ξέρουνε και οι πέτρες. Πίνουνε μπύρες, νερά, red bull, τα κέρατά τους, κι αν θέλουνε πι πι; Που πηγαίνουν;
Ήθελα μια μπύρα. Δεν την είχα. Τα πάντα κλειστά. Τα πάντα όμως. Ευτυχώς είχαμε τσιγάρα. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Που να φτιάξουμε βαλίτσες με τόση κούραση; Κοιμηθήκαμε. Αμέσως όμως. Το πρωί, φυσικά, κομμάτια. Πόνοι στα πόδια και στη μέση. Φτιάξαμε τα πράγματά μας. Άρχισε η περιπέτεια. Το ταξίδι αν δεν έχει ανατροπή δεν έχει και γλύκα. Ήπιαμε καφεδάκι, τσιγαράκια, τα γνωστά. Τραβήξαμε κι άλλες φωτογραφίες (ναι, αν ακόμα είχαμε φιλμ θα είχα γεμίσει τουλάχιστον είκοσι, άνετα).
Πήραμε το μετρό. Στη συνέχεια κι άλλο μετρό και μετά το τρένο. Πήγαινε αργά και σταματούσε χωρίς λόγο. Νεύρα και αγωνία. Καταφέραμε και φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Εγώ στην ουρά, η Βαρβάρα σε μια πρίζα να προσπαθεί να φορτώσει το κινητό της. Η ώρα περνούσε βολίδα. Μια ευγενέστατη κυρία άρχισε να φωνάζει: Volos?
Τα πάντα σε χρόνο dt! Καλώ τη Βαρβάρα στο κινητό, έρχεται τρέχοντας, δίνουμε βαλίτσες, μας δίνουν τα εισιτήρια, χτυπάμε στα όρθια από ένα Burger King, μισή απόλαυση, μπαίνουμε σε μια μικρή καμπίνα κάνουμε δυο τζούρες. Οι αεροσυνοδοί της Aegean κάπνιζαν και μιλούσανε για τα δικά τους. Έχουν κι αυτές προβλήματα.
Gate C 33. Ψάχνουμε να τη βρούμε. Δεν περπατάμε. Τρέχουμε. Τη βρίσκουμε κι εκεί γαμιέται ο Δίας. Η πύλη άλλαξε τελευταία στιγμή. Γαμώ την τύχη μας. Τρέχαμε λες και μας κυνηγούσε η αστυνομία. Λες και παίζαμε σε ταινία δράσης. Μπροστά η Βαρβάρα, πίσω εγώ. Καπνίζουμε και οι δυο. Πόσο γρήγορα να τρέξουμε; Χαμός στο ίσωμα. Σκουντάγαμε ανθρώπους, τους πατάγαμε, τους σπρώχναμε και ούτε μια συγγνώμη. Το αεροπλάνο να προλαβαίναμε και μετά χίλιες συγγνώμες.
Φτάσαμε με τη ψυχή στο στόμα και λίγο πριν το έμφραγμα. Οι καρδιές μας να χτυπούν δυνατά. Μπήκαμε στις πεντακάθαρες τουαλέτες. Φλερτάραμε με τα δευτερόλεπτα. Περάσαμε τον έλεγχο. Μπήκαμε στο λεωφορείο. Μας οδήγησε στο αεροπλάνο. Τελευταίες φωτογραφίες από τη μαγευτική Βιέννη. Ανεβήκαμε τη σκάλα. Μπήκαμε στο αεροπλάνο. Θεέ σ’ ευχαριστούμε. Καθίσαμε. Ακόμα λαχανιασμένοι. Το σιδερένιο πουλί απογειώθηκε. Θλίψη. Γιατί τόσο λίγο;
Μας πρόσφεραν καφέ και μισό του μισού τοστ.
-Πρόσεξε μη βαρυστομαχιάσεις, της είπα. Μας έπιασε νευρικό γέλιο. Πήγα στο βε σε και ανακάλυψα μικρά διαφημιστικά σαπουνάκια. Αποχωρισμός. Θα τα κρατήσω όλα για τη κορμάρα μου.
Φτάσαμε στο Βόλο. Η άσφαλτος να καίει. Από τους 10 στους 40. Εκεί να δεις ταλαιπωρία. Πήραμε κτελ για να πάμε στα κτελ. Βγάλαμε εισιτήρια για Αθήνα. Αγαπημένος Βόλος. Αγαπημένο Πήλιο. Αυτό το καλοκαίρι θα μου μείνει αξέχαστο. Καθίσαμε σε δροσερό μέρος. Φάγαμε σουβλάκια. Ήπια παγωμένο φραπέ και έκανα πέντε τσιγάρα μαζεμένα. Επιβιβαστήκαμε. Το air condition στο φουλ. Κάναμε και μια στάση. Και μια δεύτερη μόνο για πάρτη μας. Θέλαμε κατούρημα. Η φύση βλέπεις.
Η Βαρβάρα ακούει μουσική. Εγώ σκέφτομαι τι μας περιμένει. Που ήμασταν και που πάμε. Μια καυτή Αθήνα. Μια πόλη αληθινό καμίνι. Με αμέτρητους τουρίστες να την επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι. Να βγάζουν φωτογραφίες τα μνημεία μας και τα σκουπίδια να έχουνε τον πρώτο ρόλο. Παντού σκουπίδια. Σε ολόκληρη τη Βιέννη δεν είδα πουθενά στοιβαγμένα σκουπίδια, τα πεζοδρόμια λάμπανε, δεν είδα άστεγους ή ανθρώπους που υποφέρουν απ’ τη πείνα.
Οι Έλληνες που μετανάστευσαν εκεί βρήκαν την υγειά τους. Δουλειές υπάρχουν. Μισθοί. Επιδόματα. Τα πάντα με αξιοπρέπεια.
Δεν φύγανε επειδή γουστάρανε.
Η ίδια η Ελλάδα τους έδιωξε.
Αυτά.-
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης
Copyright © All rights reserved Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης, 2014
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης
Copyright © All rights reserved Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης, 2014
¤
Δείτε κι αυτό: