Α’ Βραβείο Γεωργία Οικονομοπούλου, Καλαμάτα
Στο φάρο
Έχω δυο εβδομάδες στο φάρο. Τις πέρασα προσπαθώντας να τον βάλω σε τάξη. Δεν είχε πόρτα και έλειπαν αρκετά παράθυρα. Ευτυχώς είναι καλοκαίρι. Είχε ένα παλιό σουμιέ για κρεβάτι κι εγώ ένα στρατιωτικό σακίδιο γεμάτο με ρούχα. Τα περισσότερα τα έκανα στρώμα. Στα νότια παράθυρα έπλεξα φύκια. Για πόρτα έβαλα ξηλωμένο το σακίδιο. Κάτι κόβει.
Δυο λάμψεις κάθε δεκαεπτά δευτερόλεπτα. Ο φάρος λειτουργεί, με την ηλιακή ενέργεια. Κι εγώ επίσης. Απ' όταν ήρθα, κοιμάμαι επιτέλους και στην ανατολή του ήλιου ξυπνώ. Άφησα ανοιχτό αυτό το παράθυρο. Φοράω το μαύρο ολόσωμο, βουτάω αμέσως από το βράχο στη θάλασσα, κάνω λίγο ύπτιο, αυτό είναι όλο και γυρνάω στη στεριά. Τρώω κάππαρη και πεταλίδες ή αχινούς για πρωινό. Τις προμήθειες της εβδομάδας τις αφήνω για γεύμα. Το μαγιό είναι επίσημο ένδυμα.
Κάθε Δευτέρα παίρνω τα πόδια μου και πάω στο χωριό. Φοράω το μπλε φόρεμα που σου άρεσε. Έχω αράξει το αυτοκίνητο λίγο πιο έξω, το βάζω μπρος και κάνω μια βόλτα τριγύρω. Πιάνω κουβέντα με ανθρώπους που πιθανόν με γνωρίζουν. Μπορεί να έχουν δει, να ξέρουν, αυτοί και οι άλλοι στο εστιατόριο, συνδέω τον υπολογιστή με την πρίζα. Έχει ασύρματο ίντερνετ. Στέλνω τα κείμενα. Η εμπειρία μου στο φάρο πληρώνεται με τη φορά. Δυο φορές μέχρι ώρας.
Έχω γράψει στην εφημερίδα για τα ασημόψαρα στην επιφάνεια της θάλασσας. Έχω περιγράψει γλαφυρά το κρύο που με πνίγει πριν το ξημέρωμα και τον πυρετό νωρίς το απόγευμα. Πώς μετράω τις φέτες του ψωμιού και πώς παγώνω το καρπούζι στον κόλπο, τις φωνές που νόμισα ότι άκουσα, το καΐκι που εμφανίστηκε μπροστά μου μεσημεριάτικα, τα αστεία που είπαμε. –Πρώτη φορά βλέπουμε γοργόνα στη στεριά.
–Πρώτη φορά μου παραδίνεται λαβράκι τόσο εύκολα.
Πούλησαν φύλλα. Τον ήχο που κάνει το μολύβι στο χαρτί, πώς το έξυσα με κοχύλια -ψέμα- και μετά για την πρώτη φορά που θυμάμαι τη θάλασσα, για τις φάλαινες και το Ρόστοκ, σχετικές ταιριαστές αναφορές και πως άναψα φωτιά με μια παλιά Βαβούρα που βρήκα ξεσκισμένη ένα χιλιόμετρο από τον όρμο. Αυτή είναι η δουλειά μου εδώ και δυο δεκαετίες. Να δημοσιεύονται τα γρήγορα κείμενά μου. Για το πώς περνάω σε έναν έρημο φάρο, φορώντας το μαγιό μου και τρώγοντας αχινούς.
Χθες, παράγγειλα μακαρόνια στο εστιατόριο. Τα μασούσα δεκάδες φορές πριν τα καταπιώ, όπως με έμαθες και τα ρουφούσα με θόρυβο, για να γελάσουμε. Είχα μπροστά μου το φορητό ανοιχτό. Είχα μόλις στείλει το κείμενο. Στο φάρο. Έγραψα μερικά πιασάρικα. Τι θα συνέβαινε αν έρχονταν να με βιάσουν. Στην ερημιά. Και μετά για το πώς οι άνθρωποι είναι πιο ωραίοι γυμνοί. Ύστερα έπιασα το Νάρκισσο. Κατέληξα στα ασημόψαρα στην επιφάνεια της θάλασσας, αφού θυμήθηκα μερικές ταινίες. Μετά, είπα να μου φέρουν μια φάβα κι ένα ουζάκι με πάγο. Πάτησα στην αναζήτηση: Εμείς οι δυο.
Επέστρεψα στο φάρο βέβαιη ότι θα ερχόταν. Έβρασα τσάι αγριομέντα και δε σε σκέφτηκα. Οι συνθήκες είναι πιο εύκολες απ' ό,τι γράφω ότι δείχνουν. Με είχε ρωτήσει πώς μοιάζω και του απάντησα ακριβώς. Με είχε φιλήσει στο λαιμό σπασμένα γκρίκλις και είχε χαμηλώσει την τιράντα μου τρυφερά, γλυκέ μου. Είναι λεπτός και απαλός με τρίχρωμα μάτια. Του έδωσα τις συντεταγμένες. Μετά, κάναμε έρωτα. Στο εστιατόριο, κι αυτός στα Isla Margarita, ακριβώς. Φίλησε και τα δυο μου μάτια προτού κλείσει.
Άλλαξα μύτη στο μηχανικό μολύβι και γράφω: Στο φάρο. Η στάχτη σου. Επιτέλους μόνοι. Το σπίτι που άφησα πίσω είχε τόσο θόρυβο που τα νεύρα μου έφευγαν για να ησυχάσω. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω όλη τη μαεστρία μου για να τους πείσω να με πληρώνουν για να μείνω στο φάρο. Λογικά επιχειρήματα για την εμπορική αξία του παράλογου και κάποιος εκβιασμός βάσει βιογραφικού. Δέχθηκαν. Από το να ζω προτιμώ να πάψω.
Το θαλασσινό νερό έχει σκληρύνει το μπλε φόρεμα. Όλο και δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου. Πάντα εκείνη η ζέστη, η ηδονή και η οδύνη. Πλατωνικά, όπως γελούσαμε, ενώ το εννοούσαμε. Γράφω χρόνια και χρόνια και δεν πρόλαβα να σου πω τίποτα.
Μερικά απογεύματα, όταν λες κι ο ουρανός φυσάει κάθετα, το πλαγκτόν φτιάχνει μια κρούστα από υδράργυρο. Τα πτερύγια των θαλάσσιων θηλαστικών, η τρίαινα και τα είδωλα των αράβων ιππέων αναδύονται στα τρισδιάστατα περιγράμματά τους. Ο κόσμος είναι παχύρευστος και λείος, στιλπνός και κρύος αλλά ζεστός. Τα ασημόψαρα τότε βάφονται το χρώμα τους.
Κανείς δε θα μάθει, εκτός από σένα, ότι μα την αλήθεια επινόησα μαραγκούς να στήσουν παράθυρα στις τετράγωνες τρύπες. Ράφτρες να φτιάξουν κουρτίνες και πουπουλένια παπλώματα. Επιπλοποιούς να μαλακώσουν τις γωνίες σε τραπέζια και καρέκλες, λεπτεπίλεπτους σιδεράδες να καμώσουν πιάτα και μαχαιροπήρουνα. Την πόρτα την έφτιαξα μόνη μου. Ρήμαξα αιωνόβιες τριανταφυλλιές. Για φως μάζεψα τέσσερις ήλιους και για φεγγάρια φωτογραφίες τα μάτια σου. Μελάνι από σουπιές.
Και τώρα να 'μαι στο φάρο μου. Δε θα σου κρύψω ότι ήταν ο πρώτος έρημος που βρήκα. Με έπιασε το μεσημέρι μου και δέχθηκαν εύκολα να τους πείσω. Φυλάω τη στάχτη σου στο στόμα μου. Αν πω λέξη, θα χυθείς. Ήθελα να μπορούσα να σε αγγίζω.
Είναι ήδη Τρίτη και το έγραψα. Αν δεν το στείλω, θα μείνω στο φάρο;
¤
Η Γεωργία Οικονομοπούλου εργάζεται την τελευταία 15ετία ως δημοσιογράφος. Έζησε και σπούδασε σε Ελλάδα και Αγγλία. Από το 2009 ζει στη Μεσσηνία.
¤
Δείτε κι αυτό: