13° μέρος
29
Πραγματικό τέλος
Χτυπάει η πόρτα.
Δεν περιμένω κανέναν.
Ή μάλλον περιμένω τους μπάτσους.
Κοιτάω από το ματάκι.
Μια νοστιμούλα κρατάει μπλε φουσκωμένο ντοσιέ και ένα σάκο με διαφημιστικά τσιγάρα κρεμασμένο από τον ώμο.
Ξαναχτυπάει.
Την παρατηρώ.
Σημειώνει κάτι.
- Καλησπέρα. Κάνουμε μία έρευνα για το κάπνισμα. Δεν θα σας απασχολήσω πολύ.
Κάνω στην άκρη.
- Πέρασε.
Την κόβω από πίσω καθώς εξερευνά διακριτικά το δωμάτιο.
Ωραίο κωλαράκι.
- Κάθισε.
Σκαλίζει το ντοσιέ και βγάζει στυλό.
- Πως λέγεστε;
- Δημήτρης.
- Το επίθετο;
- Είναι υποχρεωτικό;
- Όχι. Θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό αν δεν σας κάνει κόπο;
- Κανένα κόπο.
Τσιγάρα τζάμπα και κωλοτούμπες θα έκανα αν μου το ζητούσε.
Πάω στον νεροχύτη. Ανοίγω την βρύση και γεμίζω ένα ποτήρι. Κάνω μεταβολή και μένω κάγκελο.
Το ποτήρι πέφτει.
Σπάει με κρότο.
Η τύπισσα στολίστηκε με βλέμμα παγωμένο. Ένα 38άρι με ασορτί σιγαστήρα υπόσχεται να χαρίσει κακές αναμνήσεις.
- Ήρεμα κούκλα. Δεν παίζουν με αυτά.
Ξύλινη φωνή.
- Αυτό για τον Ψαλίδα.
Μια λάμψη.
Το δεξί γόνατο διαλύεται.
Πέφτω και το αγκαλιάζω.
Ο πόνος αφόρητος.
- Αυτό από τον Κάρολο.
Αυτή την λάμψη δεν την είδα.
Το αριστερό γόνατο θρύψαλα.
Το αίμα σχηματίζει λίμνη.
Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια.
Έρπομαι.
Με την μπότα πιέζει την καρωτίδα μου.
- Κοίταξε με να ξεμπερδεύουμε. Αυτό για την Δανάη.
Πυροβολισμός.
Νιώθω το σημείο ανάμεσα στα μάτια να ζεματάει.
Φως.
Ένας διάδρομος.
Μια μεταλλική πόρτα στο τέλος.
Κλείνει σιγά-σιγά.
Πλήθος πανικόβλητου κόσμου τρέχει να την διαβεί.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι σαστισμένος.
Τρέχω και εγώ.
Σκουντάω μερικούς και καταφέρνω να περάσω.
Ασφαλίζει με πάταγο.
Κάτι περίεργα πλασματάκια με φτερά στηριγμένα στην πλάτη, προστάζουν.
- Μπείτε σε σειρές. Στοιχηθείτε. Έλα γρήγορα, τελειώνετε.
Μερικά εξ αυτών πετάνε τριγύρω και μας επιβλέπουν.
Όλοι έχουν βρει θέση και έχουν φτιάξει γραμμές. Μόνο εγώ στέκομαι ξεκάρφωτα.
Σκέφτομαι για μια στιγμή ότι δεν γουστάρω τέτοια σκηνικά και ότι θα είναι καλύτερα να αποχωρίσω από την συγκέντρωση, αλλά η πόρτα πίσω μου μοιάζει απόρθητη.
Αποφασίζω να ενσωματωθώ τελικά στο σύνολο και κάνω μερικά βήματα προς την άρτια σχηματισμένη παράταξη.
- Εσύ, εκεί στο τέλος. Μην προχωράς άλλο. Στάσου επί τόπου και περίμενε.
Μένω ακίνητος.
Τα παραγγέλματα απομακρύνουν τον όχλο. Παραμένω ασάλευτος παρέα με τα πούπουλα και τον φόβο της αβεβαιότητας.
Τρεις φτερωτές υπάρξεις, γένους θηλυκού με τσίτσιδα καλοδουλεμένα αιδοία προστάζουν.
- Ακολούθησέ μας.
- Που πάμε;
- Θα δεις.
Καθώς βαδίζουμε, με άγνωστο προς την συνείδηση μου προορισμό, αντιλαμβάνομαι ότι περπατάω όντας το επίκεντρο ενός τριγώνου που έχει δημιουργηθεί από την όχι και τόσο διακριτική περιφρούρηση των ασυνήθιστων αυτών οντοτήτων.
Ανάμεσα σε τόσα φτερά θυμίζω κόκορα που η βασιλεία του στο κοτέτσι έχει παραγκωνιστεί από την μητριαρχική πολιτική πεποίθηση.
Φτάνουμε σ’ ένα φτωχό ανάκτορο φτιαγμένο από πέτρα.
Με σπρώχνουν.
Ανεβαίνουμε σκάλες και περνάμε στο εσωτερικό ενός πολύγωνου δωματίου.
Ένας τύπος με την πλάτη γυρισμένη μας περιμένει. Από τον λευκό μακρύ χιτώνα του κρέμονται φωτιές και δεν μπορώ να μην διακρίνω τον μεγάλο κόκκινο σταυρό που είναι κεντημένος κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς.
Κάνα παρακλάδι της κου-κλουξ-κλαν θα ΄ναι.
- Τον φέραμε.
- Ευχαριστώ. Αφήστε μας μόνους.
Κάνουν βαθιά υπόκλιση και απομακρύνονται πετώντας.
- Ξέρεις που βρίσκεσαι;
- Όχι.
- Ξέρεις ποιος είμαι Εγώ;
- Όχι. Θα συνεχιστεί πολύ αυτό το κακόγουστο αστείο;
- Βρίσκεσαι στον παράδεισο και εγώ είμαι ο Θεός.
- Ναι, καλά.
Γυρνάει.
Τον αντικρίζω.
Δεν το πιστεύω, μου μοιάζει. Τι μου μοιάζει που είναι φτυστά τα μούτρα μου.
Δεν μασάω.
- Έλα φιλαράκο βγάλε την μάσκα.
- Δεν φοράω μάσκα. Θυμήσου ότι σε έπλασα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
- Αν είναι έτσι τότε και εγώ είμαι Θεός.
- Έτσι είναι.
- Οπότε μπορώ να κάνω θαύματα;
- Ο ίδιος είσαι ένα μικρό θαύμα.
- Δεν μου απάντησες.
- Ναι αν πιστέψεις ότι μπορείς να κάνεις, θα κάνεις.
- Ωραία. Να μην χάνω χρόνο τότε. Για αρχή θέλω, όλοι οι άντρες να γίνουν πιο άσχημοι από εμένα. Θέλω ο Οσάμα Μπίλ Λάντεν να ανακηρυχθεί, από την επίσημη εκκλησία, Άγιος και να τεθούν στην κατοχή του 10 πυρηνικές κεφαλές. Θέλω επίσης να κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα χαρτονομίσματα με την φυσιογνωμία μου. Θέλω...
- Τελείωσες;
- Όχι. Ούτε καν ξεκίνησα.
- Δεν θα ανεχτώ άλλες βλασφημίες στον Οίκο μου. Είναι αμαρτία να παριστάνεις τον Θεό. Τέλος πάντων είμαι διατεθειμένος να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσω. Πεινάς;
- Σαν λύκος.
Παλαμάκια.
Από ένα σκοτεινό άνοιγμα εμφανίζεται τρέχοντας ντροπαλά μια πεντάμορφη γυναίκα. Ένας κόμματος, που σοφά ο Θεός εποίησε. Πόσο άδικη είναι η ζωή. Αυτή η γυναίκα θα έπρεπε να είναι ο Κύριος και αν όχι όλων των ανθρώπων, τουλάχιστον ο δικός μου.
- Στρώσε το τραπέζι και βάλε ένα σερβίτσιο επιπλέον. Θα γευματίσει μαζί μου ο Δημήτρης.
Δεν την χορταίνω. Είναι τόσο γλυκιά, τόσο χαριτωμένη.
- Ποιος;
- Ο Δημήτρης. Γαμώτο είμαι ασυγχώρητος. Δεν σας σύστησα. Η Κασσιανή, ο Δημήτρης.
Με εύγλωττα ατίθασα τσαλίμια προσπαθεί να τιθασέψει το αμαρτωλό χαμόγελο.
Ο Θεός που αντιλαμβάνεται τα πάντα, αντιλαμβάνεται τις όχι και τόσο αγνές προθέσεις μου.
- Πήγαινε τώρα και πες του μαλάκα μάγειρα ότι αν το φαγητό είναι το ίδιο αηδία όπως το χθεσινό θα τον στείλω στον Αγύριστο.
Η Κασσιανή αποσύρεται από το ίδιο σκοτεινό άνοιγμα από το οποίο εμφανίστηκε.
Ο Θεός στρέφεται σε μένα.
- Πήγαινε κάθισε στο τραπέζι. Θα φρεσκαριστώ και επιστρέφω.
Δεν υπάρχει τίποτα άξιο χαζέματος. Τραβάω μια ξύλινη καρέκλα, από τις τρεις που βρίσκονται και στρογγυλοκάθομαι.
Δεν έχουν περάσει πάνω από 5 λεπτά και παρουσιάζεται μια κοντή χοντρή ξεδοντιάρα αραπίνα. Φοράει τον ίδιο άσπρο χιτώνα και τα γεμάτα λίπος χείλη είναι βαμμένα πρόχειρα με κόκκινο πουτανίστικο κραγιόν.
- Δεν άργησα;
Αναγνωρίζω αμέσως την φωνή.
Τα έχω παίξει. Αδύνατον να κουνήσω τους μυς του στόματος.
- Μην ξαφνιάζεσαι. Μπορώ να πάρω πολλές μορφές. Άπειρες για την ακρίβεια. Αλλά μόνο μία είναι η πραγματική και δεν είναι άλλη από αυτή που βλέπεις.
Δεν μιλάω. Τι να πω άλλωστε. Η εικόνα μιλάει από μόνη της.
Κάθεται απέναντί μου.
Παρατηρώ την άδεια καρέκλα.
Δοκιμάζω να σπάσω τον πάγο παίρνοντας τον λόγο, χωρίς φόβο και πάθος.
- Περιμένουμε τον Υιό σου φαντάζομαι. Αλήθεια που είναι;
- Τον ποιόν;
- Τον Υιό σου.
- Δεν υπάρχει Υιός.
- Μα πως. Αφού...
- Θα σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία για να πιάσεις το νόημα. Όταν ήμουν μικρή θαύμαζα τον Όμηρο. Ήθελα να γίνω συγγραφέας. Οι γονείς μου όμως δεν ήταν σύμφωνοι. Ήθελαν να ακολουθήσω την μοίρα μου και να γίνω Θεός. Είχαμε πολλές φασαρίες αλλά είχα πεισμώσει. Τα βράδια έστυβα το μυαλουδάκι και σιγά-σιγά έπλασα την υπόθεση. Χρειαζόμουν φυσικά και έναν φανταστικό ήρωα με χαρακτήρα σύμφωνο με τις ανάγκες της τότε εποχής. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε ο Χριστός. Επειδή ήμουν όμως νέα στον χώρο κανένας εκδοτικός οίκος δεν αναλάμβανε την εκπροσώπηση μου. Δεν το έβαλα κάτω. Άρχισα να μαζεύω χρήματα, είτε ξεχωρίζοντας από το πενιχρό χαρτζιλίκι είτε σουφρώνοντας το πορτοφόλι του γέρου. Στο μεταξύ είχα γράψει και δεύτερο βιβλίο το οποίο ήταν συνέχεια του πρώτου. Τα τιτλοφόρησα Παλαιά και Καινή Διαθήκη αντίστοιχα. Συγκέντρωσα ένα αξιοσέβαστο ποσό τα τύπωσα και τα διένειμα με δικά μου έξοδα. Έγιναν και τα δύο μπέστ σέλερ. Τα απαυγάσματα όλων των συγγραμμάτων.
- Μάλιστα. Είπες οι γονείς μου. Έχεις γονείς;
- Φυσικά και έχω, όπως όλοι.
- Και που είναι;
- Έφτιαξα ένα γηροκομείο εδώ στον παράδεισο και τους ξεφορτώθηκα.
- Δεν είναι κάπως σκληρό αυτό;
- Αν έπρεπε και συ να ξεσκατώνεις κάθε τρεις και λίγο το ίδιο θα έκανες. Πάντως αν θες μπορώ να σου χαρίσω μία κόπια των βιβλίων με αυτόγραφο και αφιέρωση.
- Δεν θέλω. Ξέρεις δεν διαβάζω φανταστική λογοτεχνία και γενικότερα βιβλία που δεν έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα.
- Καταλαβαίνω. Ούτε εγώ θα τα έπαιρνα.
Η Κασσιανή σέρνοντας τρόλεϊ μας διακόπτει.
Τοποθετεί τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα και τα δισκοπότηρα. Βάζει τον δίσκο με το γουρουνόπουλο στην μέση. Κόβει το πιο εκλεκτό κομμάτι και το προσφέρει στην μαυρούλα.
Αισθάνομαι ριγμένος από την μοιρασιά αλλά σε σύγκριση με τα ατελείωτα ερωτηματικά αυτό είναι το λιγότερο.
Γεμίζει με κρασί το ποτήρι μου και τραβιέται σε μια γωνιά περιμένοντας καρτερικά ποτέ θα την χρειαστούμε.
Μέχρι να πιω την πρώτη γουλιά, η Κυρία έχει καταβροχθίσει το πιάτο της και φορτώνει δεύτερη μερίδα.
Την κοιτάζω καθώς τρώει. Το πρόσωπό της γυαλίζει από τα λάδια και καταλαβαίνω πως δεν είναι αμαρτία να παριστάνεις τον Θεό. Αμαρτία είναι να είσαι Θεός.
Το θέαμα είναι τόσο γελοίο που δεν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα.
- Τι έχεις; Γιατί δεν τρως; Μήπως δεν σου άρεσε το φαγητό; Θες να πω να ετοιμάσουν κάτι άλλο;
- Όχι. Όχι. Μια χαρά είναι το φαγητό.
- Τότε τι συμβαίνει;
- Αναρωτιέμαι.
- Τι πράγμα;
- Ποιο είναι το όνομα σου; Το πραγματικό σου όνομα.
- Αυτό είναι όλο;
- Ναι.
- Θα σου πω. Με λένε Σουζάνα αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Σούζυ.
- Πως είπες;
- Σουζάνα.
- Σουζάνα;
- Ναι ρε το ΄παμε.
Πέφτω από την καρέκλα. Τυλίγω τα πόδια σαν έμβρυο και κρατάω την κοιλιά να μην σκάσει από τα γέλια.
Επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια φράση.
- Τον Θεό τον λένε Σουζάνα.
Πεθαίνω από τα γέλια.
- Σούζυ. Τον Θεό φωνάζουν Σούζυ.
Η μαύρη βασίλισσα των Πάντων σηκώνεται και με κοιτάει οργισμένα.
- Έτσι, ε. Με κοροϊδεύεις. Θέλεις να με ρεζιλέψεις μπροστά της. Νομίζεις πως…
- Σούζυ, τσούζει; Σούζυ τσούζει;
- Νομίζεις πως δεν κατάλαβα ότι την γουστάρεις; Θα σε στείλω από εκεί που ήρθες, στην κόλαση.
- Σούζυ. Τον Θεό τον λένε Σούζυ.
- Κόφτο ρε. Σταμάτα σου λέω.
- Τον Θεό τον φωνάζουν Σούζυ και έχει περίοδο κάθε 24 μέρες.
Χαχαχαχα.
- Αϊ στο διάολο ρε. Αϊ στο διάολο.
Ο παράδεισος χάνεται. Διαγράφεται.
Νιώθω την κατρακύλα. Τα κόκαλα τσακίζονται.
Συνεχίζω να γελάω. Κουτρουβαλάω.
Παύση.
Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν.
Στο ταβάνι εκτυφλωτικές λάμψεις από λάμπες φθορίου.
Τα κλείνω.
Περιμένω.
Τα ανοίγω.
Λευκοί τοίχοι. Ιατρικά μηχανήματα. Ορός περασμένος στο χέρι. Δεν τον αισθάνομαι. Δεν μπορώ να κουνήσω τα άκρα. Μόνο το κεφάλι και αυτό με δυσκολία.
Τι σκατά σημαίνουν όλα αυτά;
Βλέπω την πόρτα να κουνιέται. Μια τύπισσα λαθραία σαν γέρικο πρεζόνι εισβάλει ακάλεστη.
- Που βρίσκομαι; Ποια είσαι εσύ;
Τα μάτια της τρομάζουν.
Πιάνει την καρδιά της.
Την αφήνει.
Πιάνει τα μαλλιά της και βγαίνει από το δωμάτιο ουρλιάζοντας.
- Γιατρεεεε, γιατρεεε. Συνήλθε.
Σε μισή ώρα έχουν συγκεντρωθεί καμία 20αριά βδελυρά άτομα και στριμώχνονται στο μικρό δωμάτιο.
Ένας γιατρός ειδικευμένος κατά πάσα πιθανότητα στις αφαλοκόψεις παίρνει τον λόγο.
- Πως αισθάνεστε;
- Μια χαρά αν εξαιρέσεις ότι δεν αισθάνομαι τα πόδια, τα χέρια, ότι διψάω, ότι δεν ξέρω που βρίσκομαι, γιατί βρίσκομαι όπου βρίσκομαι και ποιος μαλάκας είσαι εσύ.
- Όλες οι δικαιολογημένες σας απορίες θα λυθούν. Καταρχήν είπατε ότι διψάτε;
- Ναι το λαρύγγι έχει στεγνώσει.
- Νοσοκόμα, δώστε λίγο νερό.
Βάζει ένα καλαμάκι στα χείλη μου.
Ρουφάω με βουλιμία.
Πνίγομαι.
Βήχω.
- Φτάνει τόσο. Σε λίγο θα έρθει η αδελφή σας. Την ενημερώσαμε και βρίσκεται καθ’ οδών.
- Τι κάνατε; Ποιος σας το ζήτησε;
- Θεωρήσαμε ότι είναι καλό.
- Τι λες ρε παλιομαλάκα. Να την πάρεις και να της πεις να πάει να γαμηθεί.
- Ηρεμίστε. Καταλαβαίνω, το σοκ είναι μεγάλο. Θα σας αφήσουμε να ησυχάσετε και θα τα πούμε αργότερα. Πάμε παιδιά.
- Που βρίσκομαι; Ποιοι είστε εσείς; Ρε σας μιλάω.
Προσπαθώ να σκεφτώ. Δεν τα καταφέρνω. Με παίρνει ο ύπνος.
Κάτι με γαργαλάει. Ένα άγγιγμα.
Η αδερφή μου. Με χαϊδεύει. Με κοιτάει στοργικά.
Τρελάθηκε ο κόσμος.
Ο εγκέφαλος δίνει εντολή στα υπόλοιπα όργανα άλλα να τραβηχτούν, άλλα να την κλωτσήσουν, άλλα να της ξεριζώσουν τα μαλλιά και άλλα να την φτύσουν. Κανένα δεν υπακούει.
Είμαι έρμαιο των ορέξεων της.
Αποφασίζω να το παίξω ψύχραιμος.
- Που βρίσκομαι;
- Στο νοσοκομείο.
- Γιατί;
- Δε σου είπαν οι γιατροί.
- Όχι.
- Πώς να σου το πω; Είναι δύσκολο.
- Με δικά σου λόγια.
- Πολύ καλά. Θυμάσαι πριν 15 χρόνια που παίζαμε στο μπαλκόνι; Βασικά θυμάσαι τίποτα;
Η αλήθεια είναι ότι η μνήμη μου δεν λειτουργεί πολύ καλά. Θυμάμαι πώς με λένε, τον Κάρολο, τον Θεό και μερικά ακόμη γεγονότα. Αυτό όμως που λέει δεν το θυμάμαι καθόλου.
- Όχι.
- Πριν 15 χρόνια, μια ηλιόλουστη μέρα στηριζόσουν στα κάγκελα και απροσδόκητα χωρίς κανένα λόγο υποχώρησαν. Έπεσες από ύψος 7 μέτρων.
- Και;
- Έκτοτε βρίσκεσαι σε κώμα. Μέχρι σήμερα δηλαδή. Αδελφούλη μου.
Με αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια.
Καλά τι λέει; Έχει χαζέψει τελείως; Τι παραμύθια είναι αυτά.
- Δεν πιστεύω να έρθει και η μάνα;
Σοβαρεύει, σκουπίζει το πρόσωπό της.
- Αυτό δεν στο είπα. Όπως και άλλα πολλά βέβαια.
- Τι δεν μου είπες;
- Η μητέρα που ήταν πάνω από το προσκέφαλο σου κάθε μέρα επί δέκα χρόνια δεν άντεξε τελικά και πέθανε από το μαράζι. Πριν 5 χρόνια περίπου. Τουλάχιστον θα σε βλέπει τώρα από κει πάνω και η ψυχή της θα αναπαυτεί.
Μάλιστα. Αν την πιστέψω ότι έχω ως μνήμη δεν ισχύει. Ήταν όλα ένα όνειρο. Τόσο αληθινό όμως; Από την άλλη βέβαια, δεν έχω κανένα μπλέξιμο, μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή.
- Τι σκέφτεσαι;
- Τίποτα, τίποτα.
- Ξέρεις ξύπνησες την κατάλληλη στιγμή.
- Γιατί;
- Δεν ξέρω αν θυμάσαι ένα χωράφι στο χωριό.
- Συνέχισε.
Φίδια άρχισαν να με ζώνουν.
- Η μητέρα στην διαθήκη μας το άφησε εξ αδιαιρέτου.
- Και λοιπόν;
- Η περιοχή απέκτησε αξία και το ζητάνε. Έχω στα χέρια μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.
- Καλά άσε να σηκωθώ και βλέπουμε.
- Όχι δεν κατάλαβες. Είναι επείγον. Έφερα τα χαρτιά, πρέπει να υπογράψεις σήμερα αν είναι δυνατόν. Αλλιώς ο αγοραστής θα λακίσει. Έχει κάνει και αλλού προτάσεις.
- Μην στεναχωριέσαι. Αν η περιοχή παρουσιάζει αγοραστικό ενδιαφέρον θα βρεθεί άλλος.
- Μα τι λες. Δεν καταλαβαίνεις. Έλα βάλε μια υπογραφή να τελειώνουμε.
- Πρώτον και να ήθελα που δεν θέλω δεν μπορώ και δεύτερον τζίφρα χωρίς να διαβάσω δεν βάζω πουθενά.
Η έκφραση της φουρτούνιασε το οργισμένο κύμα θα διέλυε όποιο λιμάνι και αν έσκαγε.
- Τι σου μιλάω. Από μικρός μαλάκας ήσουν. Αλλά και τώρα δεν πας πίσω. Αν δεν ξυπνούσες θα το είχα πουλήσει . Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που συνήλθες γρουσούζη.
Τώρα την αναγνωρίζω.
- Ξεκουμπίσου και άσε με να ξεκουραστώ...
Παίρνει την τσάντα με κοιτάζει με μίσος και πλησιάζει την πόρτα.
- Ένα φιλάκι δεν θα μου δώσεις;
Υψώνει την τσάντα. Τα μάτια της μαυρίζουν. Με ένα σάλτο βρίσκεται πάλι δίπλα μου. Τσιρίζοντας την κατεβάζει με δύναμη στο φτωχό μου κεφάλι.
- Άντε γαμήσου. Άντε γαμήσου.
Με κοπανάει συνέχεια.
Δεν μπορώ να αντισταθώ.
Ζαλίζομαι.
Οι γιατροί ορμάνε μέσα και της πιάνουν τα χέρια.
Λιποθυμάω.
Βρίσκομαι σε ένα αμάξι. Το αμάξι μου. Γυρνάω το κλειδί και ζεσταίνω την μηχανή.
Το ραδιόφωνο ανοίγει αυτόματα.
Ακούω τον εκφωνητή να μεταδίδει τις ειδήσεις.
- Νέα κακοκαιρία Φλώρινα –15 Ξάνθη-5 Ιωάννινα -7 Κοζάνη -9.
Ουπς, Κοζάνη -9 στα αρχίδια μου μέσα στο αυτοκινητάκι σε λίγο θα έχει πάνω από 25.
¤
Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005