20
07:00 το πρωί.
Πολύ νωρίς για οτιδήποτε. Την άραξα σε ένα παγκάκι απέναντι από την λέσχη αξιωματικών. Ήταν βρεγμένο αλλά και εγώ δεν πήγαινα πίσω. Μασούλησα μια σοκοφρέτα. Ο δρόμος είχε αποκτήσει κάποια κίνηση. Σε κάνα μισάωρο θα γίνονταν της μουρλής.
Η ζωή μου δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε προσπάθησα να γίνω καλός εργαζόμενος και να ξεφύγω από το ελκυστικό πλέγμα του μικροαπατεώνα τυχοδιώκτη. Είχα άλλωστε όλα τα φόντα. Δυστυχώς όμως για κάθε βήμα προς την κατά κοινώς λεγόμενη επαγγελματική καταξίωση ακολουθούσαν δύο λανθασμένες επιλογές. Ήμουν ο άνθρωπος που δούλευε 14 ώρες για έναν πενιχρό μηνιαίο μισθό.
Ευτυχισμένος στην άγνοια μου είχα ανάγκη την δουλειά για να αντεπεξέλθω στο νοίκι και στους λογαριασμούς. Ήμουν η χαρά του κάθε εργοδότη που επιθυμεί η εταιρία του να απαρτίζεται από φτωχά στελέχη ώστε να τα χειραγωγεί ανάλογα.
Η διαφορά όμως απέναντι στους υπόλοιπους υπαλλήλους ήταν ότι ήμουν ιδιαίτερα έξυπνος και κατάλληλα καταρτισμένος στο αντικείμενο. Η θέση του λογιστή και τα εξειδικευμένα προσόντα μου επέτρεπαν να έχω βαθιά αντίληψη για την εικόνα της επιχείρησης και ως εκ τούτου να αποκτώ δύναμη και λόγο. Αυτό όμως ήταν επικίνδυνο.
Τα τσιράκια των αφεντικών, κάθε επιχείρηση έχει τα τσουτσέκια της, που τα περισσότερα μοιάζουν με μικροοργανισμούς σαν τις αμοιβάδες και είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από το άθλιο ντύσιμο και το κουτοπόνηρο χαμόγελο, δεν καλόβλεπαν την ανερχόμενη εξέλιξη μου.
Για κάθε προοδευτική ιδέα, αναφορικά με τη αύξηση της παραγωγικότητας και μείωσης του κόστους. που έθετα υπό συζήτηση έφεραν δεκάδες αντιρρήσεις. Ήταν αδύνατον να αντικρούσω τις ηλίθιες ενστάσεις τους δημόσια γιατί δεν θα καταλάβαινε κανείς την διαφορά.
Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Αν και τα λάθη είναι ανθρώπινα αυτοί για να τα κάνουν τελείως θάλασσα χρειάζονταν και την βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα κατάφερναν μάλιστα τόσο καλά ώστε το φταίξιμο έπεφτε στις πλάτες μου.
Η βλακεία έφτανε πάντα μέχρι την κορυφή της πυραμίδας. Τα αφεντικά αν και σκόνταφταν συχνά πάνω στις αλήθειες που τους υποδείκνυα, απλά σηκώνονταν και συνέχιζαν τον δρόμο τους.
Είχαν όμως και ένα άλλο κακό, τους είχαν βαφτίσει Χαράλαμπους. Χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί και στις δυο εταιρίες που εργάστηκα είχα τουλάχιστον ένα αφεντικό που το έλεγαν Μπάμπη.
Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το όνομα πέραν του ότι είναι καθαρά αντισεξουαλικό.
Παράδειγμα:
Στιγμή κορύφωσης.
- Βάλτον μου Χαράλαμπε!!!
Η γυναίκα πριν τελειώσει την προσφώνηση του ονόματος έχει ξενερώσει και παίρνει το υγρό για κολπικές πλύσεις.
Ερωτική σκηνή.
- Πως σε λένε μωρό μου;
- Χαράλαμπο!!
Ε, δεν είναι όνομα αυτό ρε γαμώτο. Τιμωρία είναι.
Η μόνιμη σεξουαλική αυτή αδυναμία δημιουργεί χρόνιο κόμπλεξ. Ειλικρινά θα μπορούσα να αποδεχτώ τον κάθε Μπάμπη με τα ελαττώματα του αν δεν μου φανέρωνε τα ψυχολογικά σύνδρομα όποτε ζητούσα αύξηση.
Με δεδομένη την έλλειψη κινήτρου και την κατάρρευση των φιλοδοξιών αποχώρησα οικειοθελώς από την πρώτη εταιρία και γαμωσταυρίζοντας το αφεντικό από την δεύτερη.
21
Είχε πάει 07.30 και όλα αυτά είχαν πλέον πολύ μικρή σημασία.
Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να ξημερώσει για τα καλά. Χρειαζόμουν καφεδάκι για να έρθω στα ίσα όμως οι πενταροδεκάρες που κουβαλούσα επέτρεπαν μια και μόνο σπατάλη. Έπρεπε να επιδείξω υπομονή μέχρι της 11,00 που θα συναντούσα έναν τύπο με το παρατσούκλι Κάρολος.
Δεν είχαμε κανονίσει να βρεθούμε και βασικά, δεν τον ήξερα τον κύριο. Είχα πληροφορηθεί για την ύπαρξη του σε μία λέσχη που χαρτόπαιζα λίγους μήνες νωρίτερα. Σε τέτοια μέρη αν έχεις στημένα αυτιά και βουλωμένο στόμα συλλέγεις χρήσιμες πληροφορίες.
Εκείνο το βράδυ και ενώ με είχαν μαδήσει κανονικά έπιασα παρτίδες με κάποια άτομα που έπασχαν από την ίδια ασθένεια. Η χασούρα ήταν το κοινό μας συστατικό.
Ένας από αυτούς, προσπαθώντας να κερδίσει τις εντυπώσεις και πιθανότατα έχοντας πιει λίγο παραπάνω, μίλησε για κάποιον που έραβε και ξήλωνε στη νυχτερινή ζωή της Θεσσαλονίκης. Ήταν χωμένος παντού και οι επαφές που διατηρούσε με υψηλά ιστάμενα άτομα του επέτρεπαν να κινεί τα νήματα της παρανομίας απρόσκοπτα.
Η όλη εξιστόρηση μου κέντρισε το ενδιαφέρον και κερνώντας τον έναν ποτό έμαθα που συχνάζει. Και πάλι καλά που πρόλαβα, γιατί κάποιοι ή κάποιος δυσαρεστήθηκε με την στάση του και έστειλε κάτι καλόπαιδα να τον βγάλουνε καροτσάκι.
Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε την γνησιότητα της αγορασμένης πληροφορίας. Δεν ξέρω γιατί αλλά είχα την διαίσθηση ότι αυτή η γνώση κάπου θα μου χρησίμευε. Η προφητική διάθεση δεν διαψεύστηκε.
Ήμουν στεγνός από χρήματα και η σπιτονοικοκυρά ήταν η μοναδική γυναίκα που αδιαφορούσε παντελώς για την επιμελώς χτισμένη γοητεία μου. Το τελεσίγραφο περί εξώσεως μου είχε κοινοποιηθεί προ πολλού και μάταια προσπάθησα να την πείσω να παίξουμε τον γιατρό. Υπό την σκέπη αυτών των συνθηκών η συνάντηση με τον Κάρολο αποτελούσε μάλλον αδήριτη ανάγκη.
Ό ήλιος κρυμμένος πίσω από πυκνά σύννεφα μάλλον δεν θα μας τιμήσει σήμερα με την παρουσία του. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να στοιβάζονται και τα κορναρίσματα δίνουν και παίρνουν. Βαρέθηκα γαμώτο αλλά πρέπει να περιμένω κάνα δίωρο ακόμα.
Ένα στρατιωτικό τζιπ σταματάει στην είσοδο της λέσχης. Ψηλός μπάρμπας κατεβαίνει και 6 πιτσιρίκια ,αν μέτρησα καλά, ντυμένα στα χακί βαράνε προσοχή. Την ίδια ακριβώς στιγμή θυμάμαι ότι με ξύνουν τα αρχίδια.
Ο μπάρμπας κοιτάζει επιβλητικά γύρω του. Δεν έχει πάρει πρέφα ότι όλοι τον έχουν γραμμένο. Ακόμα και τα παλικάρια που στέκονται σούζα θα τον έχουν χεσμένο σε μερικούς μήνες. Όσο για μένα αφού τακτοποίησα την ανάγκη και ηρέμησα αφήνω το κύμα σκέψης να με παρασύρει στην δική μου θητεία.
Παρουσιάστηκα στη Θήβα στο κέντρο εκπαίδευσης πυροβολικού έναν ξεχασμένο Σεπτέμβρη. Όταν πέρασα την πύλη συνειδητοποίησα ότι, σύμφωνα με το γνωμικό που λέει ότι η εξουσία μαρτυρά τον χαρακτήρα του άντρα, οι κάφροι θα με γαμούσαν πατόκορφα.
Δεν είχα προλάβει να κλείσω μήνα και διαπληκτίστηκα με έναν υπολοχαγό. Ένα παιδαρέλι ήταν ουσιαστικά που μόλις είχε αποφοιτήσει από την Ευελπίδων και παρίστανε τον Άρη.
Πολεμοχαρής στα φρύδια, σε μια επιθεώρηση διάλεξε λάθος ψάρι για να περάσει την γραμμή του. Στάθηκε μπροστά μου και άρχισε να στεναχωριέται για τα κουμπιά της στολής, την κατάσταση των αρβύλων και το στρώσιμο του κρεβατιού.
Δεν έδινα δεκάρα για την στεναχώρια του αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο τα πήρε και ξέστρωσε το κρεβάτι. Στην κυριολεξία άρχισε να ουρλιάζει πέταξε το στρώμα στο πάτωμα και τα κλινοσκεπάσματα έξω από το παράθυρο.
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι εδώ και έναν μήνα δεν είχε περάσει ούτε καθαρίστρια ούτε καμαριέρα. Επιπλέον το χακί δεν μου πήγαινε σαν χρώμα και θα προτιμούσα να βάλω μπλε κουστούμι. Τον διαβεβαίωσα τέλος, ότι όποιος εχθρός και αν διαφαίνονταν στον ορίζοντα θα τον αντιμετώπιζα μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος μου σαν πολιτισμένος άνθρωπος.
Χάρηκα οι υπόλοιποι φαντάροι και αυτός το διασκέδαζαν. Ήμουν έτοιμος, για να διατηρηθεί το ευχάριστο κλίμα, να τους προσκαλέσω στο Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος και να κεράσω μπίρες. Ώσπου έκανε το μοιραίο λάθος. Με ειρωνεύτηκε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση σχετικά με την ποιότητα του εγκεφάλου μου και αισθάνθηκα ένα τσίμπημα στο δεξί γόνατο σαν κάποιος να το χτυπάει με σφυράκι. Ενστικτωδώς το πόδι απλώθηκε και συνάντησε τον ανδρισμό του.
Η ατμόσφαιρα αυτομάτως ηλεκτρίστηκε. Έκανε να φύγει και θα του το επέτρεπα αν προηγουμένως είχε συμμαζέψει ότι έκανε μαντάρα. Διαφωνήσαμε και σε αυτό το θέμα. Ο στρατιωτικός νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σαφής. Επιβάλλεται συμπλοκή.
Το κωλόπαιδο παρόλη την μεμψίμοιρη εμφάνιση ήταν αρκετά δυνατό. Ήξερε κάποιες ομολογουμένως αξιοσημείωτες λαβές, δεν είχε ιδέα όμως πώς παλεύουν στους δρόμους.
Δύο δαγκωματιές στο ύψος του λάρυγγα καθόρισαν την έκβαση της μάχης. Κέρδισα αυτοδίκαια τον σεβασμό των συναδέλφων και επίσης εξασφάλισα 20 μέρες φυλακή και υποχρεωτική συνέντευξη σε έναν ψυχίατρο.
Ο γιατρός δεν διαπίστωσε κάτι μεμπτό στην συμπεριφορά και έτσι το στρατιωτικό κατεστημένο με επανένταξε μάλλον με περιφρόνηση στους κόλπους του.
Ο καιρός στο κέντρο πέρασε αρκετά γρήγορα και κατόπιν καταθέσεως των διαπιστευτηρίων ήρεμα. Όμως επειδή τίποτα δεν είναι τόσο κακό ώστε να μην μπορεί να γίνει χειρότερο ήρθε η πρώτη μετάθεση.
Το φύλλο πορείας ανέγραφε Ελευθερούπολη. Την γενέτειρα. Ανάμεικτα συναισθήματα σαν χυμός ροδάκινο-βύσσινο ανακάτεψαν το στομάχι. Ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να φοβάμαι κάποια πράγματα αλλά ήταν αδύνατον να γνωρίζω ποια ακριβώς είναι αυτά.
Στάθηκα και πάλι μπροστά σε μια πύλη. Αυτή αν και μικρότερη ήταν πιο περιποιημένη. Απόθεσα το σακίδιο και περίμενα την επιτροπή υποδοχής.
Ένας αρχιλοχίας ζήτησε τα χαρτιά. Τα ξεδίπλωσε και με κοίταξε εξονυχιστικά. Το πρόσωπο του πέτρωσε.
- Καλώς τον. Σε περιμέναμε.
Με βλοσυρό τόνο διέταξε έναν στρατιώτη, παλιοσειρά, να τσεκάρει τα υπάρχοντά μου. Όση ώρα ψαχούλευε ένας άλλος με προσέγγισε.
- Το νου σου αδερφέ. Θέλουν να σε φάνε.
Αυτός που εξέταζε τον σάκο έβγαλε επιφώνημα έκπληξης λες και ανακάλυψε την Αμερική.
- Τι έχουμε εδώ;
Ανέσυρε δυο μπουκάλια με Whisky. Ήταν τόση η χαρά που άρχισε να τα ανεμίζει. Για μια στιγμή πίστεψα πως θα τα έπινε και έσφιξα την γροθιά.
- Αρχιλοχία, δες τι κουβαλάει ο ψαράς.
Γονάτισε πάνω από το λουκάνικο. Όταν τελείωσαν την εξερεύνηση πέρα από το αλκοόλ είχαν φέρει στην επιφάνεια 23 πακέτα τσιγάρα, 6 πορνοπεριοδικά εκ των οποίων το ένα συλλεκτική έκδοση καθώς και το στιλέτο.
Ενημέρωσαν τον διοικητή τηλεφωνικά. Δύο γεροδεμένοι λοχίες με πήραν αλα μπρατσέτα και αντί να με οδηγήσουν στο κτίριο όπου στεγάζονταν οι κοιτώνες ακολούθησαν ένα μονοπάτι στο τέρμα του στρατοπέδου.
Πίσω από μία περίφραξη με ατσαλόσυρμα ξεχώριζε ένας καφέ οικίσκος. Ο χώρος ζήτημα να ήταν έξι τετραγωνικά. Δεν είχε κρεβάτι και βρωμούσε από τα ξεραμένα περιττώματα του προηγούμενου κάτοικου.
Βολεύτηκα στην γωνία πού απείχε περισσότερο από την χέστρα. Δεν είχε παράθυρα και είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Όταν άνοιξε η πόρτα είχε ήδη σουρουπώσει. Κάπνα και μπόχα συναγωνίστηκαν ποια θα κόψει πρώτη το νήμα. Κέρδισε η πρώτη.
Ένας γκριζομάλλης με πολλά αστέρια στο πέτο στέκονταν ένα μέτρο μακριά κρύβοντας τον ουρανό.
Δεν τόλμησε να μπει. Με διέταξε να βγω. Τον άκουσα μόνο και μόνο επειδή ήθελα να ξεμουδιάσω λιγάκι.
- Είμαι ο Διοικητής.
- Χάρηκα.
- Κόψε την ειρωνεία και πρόσεξε καλά τι θα σου πω. Έχεις δύο επιλογές. Η θα συμμορφωθείς και θα κόψεις τα νταηλίκια ή...
- Ή;
- Ή θα βλέπεις την πατρίδα σου από την μακαρονότρυπα. Έγινα σαφής;
Δεν μου φάνηκε άσχημη ιδέα, το δεύτερο σκέλος, αλλά δεν ήμουν αρκετά ηλίθιος ακόμα για να μην συνθηκολογήσω.
- Έγινες.
- Ωραία συνεννοηθήκαμε.
Στράφηκε στους άλλους που τον συνόδευαν.
- Πάρτε τον. Φροντίστε να του βρείτε κρεβάτι για απόψε. Να κάνει μπάνιο και να φάει.
Τι μπάνιο και μαλακίες. Μόλις μου έδειξαν που θα αράξω έπεσα ανάσκελα.
Πέρασαν κάποιες βδομάδες μέχρι να βρω τους ρυθμούς μου. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει τον Billako, τον φαντάρο που μου είχε πει να φυλάγομαι. Κάναμε παρέα και μου έδειξε τα κατατόπια. Δεν ήμασταν αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος κολλητοί.
Είχαμε διαπιστώσει ότι τα χνώτα μας δεν ταιριάζουν, τα δικά του βρώμαγαν χασίς και τα δικά μου ελπίδα. Συμφωνήσαμε σιωπηρά να μην μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου.
Η φιλία μας είχε οικοδομηθεί σε στέρεες βάσεις όμως δεν πρόλαβε να ανθήσει μιας και ο Billakos λίγο αργότερα αυτοκτόνησε. Μαζί του έφυγε και ο Διοικητής με δυσμενή μετάθεση.
Ο διάδοχος ήταν στρατιωτικός καριέρας αποφασισμένος να επιβάλλει την τάξη. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα και το βρήκε. Η διαταγή ήταν απλή. Στέρηση εξόδου έπ’ αόριστον και καθημερινή υπηρεσία 04,00-06,00 σκοπιά στον όρχο.
Στην αρχή ήταν διασκεδαστικό. Ξυπνούσα στις 03,30 ετοίμαζα καφέ και ανέβαινα στην υπερυψωμένη σκοπιά. Από εκεί αγνάντευα την Ελευθερούπολη με τα πολύχρωμα φωτάκια και περίμενα να γευτώ την ανατολή.
Ήρθε ο χειμώνας και το κρύο ήταν αβάσταχτο. Είχα μάθει το τοπίο απ’ έξω και ανακατωτά. Είχα μετρήσει όλα τα δεντράκια, όλα τα παραθυράκια, όλα τα σπιτάκια και όλα τα γαμημένα φωτάκια μέχρι τον ορίζοντα που έφθανε η ματιά μου.
Ακόμα και τα σκληρά καρύδια σαν την αφεντιά μου κάποια στιγμή σπάνε. Για μένα το κρίσιμο χρονικό σημείο είχε φτάσει. Δεν έβρισκα πλέον τίποτα χαριτωμένο στο να ξεπαγιάζω πρωινιάτικα και αποφάσισα να βρω τρόπους διαφυγής.
Σε μια υπηρεσία πήρα το κράνος και άρχισα να το κοπανάω στον μηνίσκο μέχρι να φουσκώσει. Δεν είχα όμως σκηνοθετήσει καλά το σενάριο του υποτιθέμενου ατυχήματος και έτσι ούτε στο νοσοκομείο κατέληξα, όπως θα επιθυμούσα, ούτε έγινα πιστευτός.
Το μόνο που πέτυχα ήταν σε όλες τις αγγαρείες που εκτελούσα καθημερινά να προστεθούν και τα μαγειρεία. Συνέχισα να σκέφτομαι λύσεις. Είχε γίνει έμμονη ιδέα. Τώρα πια έβλεπα καθαρά. Έπρεπε να ξεφύγω μια και καλή.
Ένα πρωί ενώ είχα τελειώσει την σκοπιά με ειδοποίησαν να ξαναζωθώ τα άρματα και να επιστρέψω στην θέση μου. Ρώτησα ποιος μαλάκας το είπε. Η απάντηση ήταν αυτονόητη, ο διοικητής.
Γαμάω εγώ διοικητές και τα πάντα.
Πήγα στα αποχωρητήρια και έσπασα έναν καθρέφτη. Πήρα ένα κομμάτι γυαλί και όρμησα στο γραφείο του στρατόκαυλου πούστη. Εκείνη την στιγμή βρίσκονταν σε σύσκεψη. Συζητούσαν πώς θα κατακτήσουν την Κορέα, την Ιαπωνία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά δεν με ένοιαζε. Κλώτσησα την πόρτα.
Τρία άτομα σκυμμένα πάνω από τραπέζι με απλωμένους κάμποσους χάρτες με κοίταξαν εμβρόντητοι και φανερά αιφνιδιασμένοι.
- Πως τολμάς; Πέρασε έξω. Να βγεις στην μεσημεριανή αναφορά της πυροβολαρχίας.
Χαμογέλασα πονηρά.
Είχε πλάκα να τους βλέπεις να γκαρίζουν χωρίς να λένε τίποτα ουσιαστικό. Αυτοί οι άνθρωποι διαχειρίζονταν την άμυνα ενός έθνους και όμως δεν μπορούσαν να χειριστούν έναν απλό φαντάρο.
Έξω από το γραφείο είχαν μαζευτεί αρκετά τσογλάνια με τσατσόσημα. Ο τόπος βούιζε από τα ποδοβολητά.
Άναψα τσιγάρο και έκλεισα την πόρτα.
Χωρίς να χαμηλώσω στιγμή το αλαζονικό βλέμμα, τους έδειξα το γυαλί.
Τραβήχτηκαν.
Το πέταξα πάνω στους χάρτες.
Μόνο εγώ είχα κάτι σημαντικό να πω.
- Η καριέρα σας κύριοι τελειώνει, απόψε. Έχω ακόμα ένα κομμάτι, ίδιο και κοφτερό σαν αυτό, να είστε σίγουροι ότι θα το χρησιμοποιήσω. Είναι αργά ακόμα και για συγνώμη. Τώρα εγώ παίζω μπάλα.
Δεν μίλησαν. Τους άφησα σκεφτικούς.
Πήγα στην αίθουσα ψυχαγωγίας και πήρα καφέ. Σε μια ώρα βγήκε ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Με ζητούσαν στο ιατρείο επειγόντως.
Ήπια αργά και ηδονικά το υπόλοιπο που περιείχε το πλαστικό ποτήρι.
Ξαναβγάλανε ανακοίνωση.
Παρήγγειλα και δεύτερο.
Κοίταξα το ταβάνι.
Billako, βλέπεις ρε, δεν σε ξέχασα. Αυτή η εκδίκηση ανήκει και στους δυο.
Το τρελόχαρτο βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Το ίδιο απόγευμα έπινα μπίρες στην Ελευθερούπολη και επιτέλους χάζευα το στρατόπεδο απ’ έξω. Έζησα 4 μήνες σε εκείνο το κολαστήριο και όμως είχα την αίσθηση ότι πέρασαν χρόνια.
Εκπλήρωσα την τυπική υποχρέωση προς την πατρίδα και περίμενα τώρα την ανταμοιβή της. Ακόμα την περιμένω.
Έπιασα ένα στρατιωτικό εμβατήριο και άφησα πίσω τις θλιβερές σκέψεις.
¤
Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005