10° μέρος
22
Κοίταξα το ρολόι. 10,30 ώρα να του δίνουμε.
Βρήκα το μέρος που σύχναζε ο Κάρολος.
Καμιά δεκαριά άτομα απολάμβαναν το πρωινό τους ρεμβάζοντας.
Ποιος από όλους ήταν;
Έκατσα σε κεντρικό τραπέζι για να τσεκάρω τους θαμώνες και να κόβω κίνηση.
Σχεδόν αμέσως ήρθε μια πιτσιρίκα για παραγγελία.
Δεν είχα όρεξη για πολλά-πολλά.
Όλοι έμοιαζαν με συνταξιούχους του δημοσίου. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο από αυτά τα κακόμοιρα ανθρωπάκια.
Η κοπέλα επέστρεψε κρατώντας τον αχνιστό καφέ.
- Να σε ρωτήσω κάτι;
- Ορίστε.
- Κάποιος κύριος που τον φωνάζουν Κάρολο…
Το γλυκό της χαμόγελο με αποχαιρέτησε.
- Δεν ξέρω κανέναν.
- Μα μου είπαν…
Έστρεψε με αγένεια τα οπίσθια.
Μου ήρθε να τρέξω και να της χώσω το κουταλάκι στο ρουθούνι αλλά τελικά το φόρτωσα με ζάχαρη και το βούτηξα στην κούπα.
Τελείωσα το ρόφημα και απογοητευμένος. Στριφογυρνούσα ψάχνοντας την γκαρσόνα. Και όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ανακαλύψεις διαισθάνθηκα μια διακριτική επιτήρηση, κατά λάθος.
Σε παρακείμενο τραπέζι δύο συμπαγείς άνθρωποι σαν παρασιτικά μονοκύτταρα πρωτόζωα με μαστίγωναν με υπεροπτικό ύφος και άφηναν εκδορές σε κάθε σπιθαμή μου.
Ένιωσα άβολα.
Η μόνη εξήγηση που μπορούσα να δώσω ήταν ότι μάλλον προσέβαλα την αισθητική τους. Η λάμα του στιλέτου πετάχτηκε αθόρυβα χάρη σε χλιαρό προκαθορισμένο βήξιμο.
Ήμουν έτοιμος για το αναπάντεχο.
Σούφρωσα τα χείλη και έστειλα φιλάκια στον ψηλό της παρέας. Ο κοντός ζήλεψε, σκούντηξε τον άλλον που είχε κολακευτεί και με νεκρική πρεμούρα κόπιασαν.
Τράβηξαν με κρότο τις καρέκλες.
Πριν καν ανταλλάξουμε κουβέντα ένιωσα κάτι σκληρό να οπλίζει απειλώντας την ανδρική μου φύση. Την ίδια στιγμή ο ψηλός ξεροκατάπιε με ταραχή.
Ο κοντός με παρακίνησε να κοιτάξω κάτω από το τραπέζι. Έγειρα. Είδα κάννη από περίστροφο να σημαδεύει τα αχαμνά μου.
- Έχεις καλό φύλλο. Σκύψε να δεις και το δικό μου.
Καθώς χαμήλωσε αντίκρισε το στιλέτο να γαργαλάει τα αρχίδια του κολλητού του.
Ήμασταν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα.
Το μαγαζί είναι γεμάτο, προτείνω να μαζέψουμε εσύ το μαχαιράκι, εγώ το πιστολάκι και να ανεβάσουμε τα χεράκια μας σαν καλά παιδάκια.
Συμφώνησα.
Με ταχυδακτυλουργική κίνηση το όπλο βρέθηκε στην θήκη κάτω από την μασχάλη του. Μάζεψα το στιλέτο και σταύρωσα τα χέρια.
- Λοιπόν φίλε μάθαμε πως κάνεις περίεργες ερωτήσεις.
- Και σας τι σας κόφτει;
- Να μωρέ φαίνεσαι ξηγημένο παλικάρι και δεν θέλουμε να πάθει κάτι ανεπανόρθωτο η υγεία σου.
Ο ψηλός σκάλισε την μύτη και περιεργάστηκε τα ευρήματα της ανασκαφής.
- Πέσ’ του τουλάχιστον να πάρει μια χαρτοπετσέτα Αηδία είναι.
- Κόφτο ρε μαλάκα.
Ο ψηλός μορφάζοντας σκούπισε τον παράμεσο στην γωνία του τραπεζιού.
Χτύπησε το κινητό του κοντού.
- Είναι η τυχερή σου μέρα. Ο Κάρολος θέλει να σε γνωρίσει.
- Ωραία.
Ένας συνταξιούχος με γυαλιστερή φαλακρίτσα και αρρωστημένο συκώτι σηκώθηκε από απέναντι. Ήταν από την αρχή εκεί.
Τράβηξε την τέταρτη καρέκλα.
- Ποιος είσαι, τι θέλεις και ποιος είπε ότι θα με βρεις εδώ;
- Με λένε Δημήτρη, χρειάζομαι χρήματα και ότι θα είσαι εδώ μου το σφύριξε ένα πουλάκι.
- Πρώτον το πουλάκι αυτό δεν έχει πλέον ούτε ράμφος ούτε φτερά. Δεύτερον, σου μοιάζω για τράπεζα;
- Όχι.
- Για τοκογλύφος; Μήπως για φιλανθρωπικό ίδρυμα;
- Όχι.
- Σωστά. Επειδή όμως σε συμπάθησα ξαναπέρνα σε κάνα μήνα που θα αδειάσει θέση στο μαγαζί με τα είδη υγιεινής. Από πωλήσεις ξέρεις;
Σηκώθηκα νευριασμένος.
- Φίλε αν είναι να συνεχίσεις τις μαλακίες καλύτερα να φεύγω.
Ο ψηλός και ο κοντός τσιτώθηκαν έτοιμοι να χιμήξουν.
Τους έπιασε από τον ώμο.
- Ήσυχα..
Στράφηκε σε μένα.
- Σε γουστάρω έχεις κότσια. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως έχω κάτι. Μείνε με τα παιδιά σήμερα. Γνωριστήκατε;
- Δεν είχα την τιμή.
Μου έδειξε τον ψηλό.
- Ο Ψαλίδας.
- Χάρηκα.
Μου πρότεινε το χέρι.
Θυμήθηκα τις μύξες.
- Άστο.
Ντράπηκε.
- Και από εδώ ο Γροθιάς. Το καλύτερο παιδί. Α, και που είσαι αν μου μιλήσεις ξανά έτσι θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα πεις. Εντάξει;
- Εντάξει.
Μείναμε οι τρεις μας.
Έπιασα κουβέντα με τον κοντό.
- Πώς και σε έβγαλαν Γροθιά;
Έσφιξε τις μπουνιές με περηφάνια. Οι φλέβες κόντευαν να σκάσουν. Μου τις έδειξε.
- Αυτά είναι πραγματικά όπλα.
23
Η ιστορία του Γροθιά
Ήμουν πυγμάχος ελαφρών βαρών. Ανίκητος. Δεν έβγαζα όμως αρκετά και τα χρέη στοιβάζονταν.
Μια μέρα ήρθε ο μάνατζερ και πρότεινε μια φοβερή ευκαιρία. Να πυγμαχήσω με έναν πιτσιρικά καινούριο στον χώρο που θέλοντας να διακριθεί με προκάλεσε. Νίκη σήμαινε το 80% των εσόδων. Ο μικρός δεν ενδιαφέρονταν για χρήματα. Το μόνο που ήθελε ήταν να κλέψει λίγη δόξα. Εγώ πάλι ήξερα πως η δόξα δεν τρώγεται.
Τότε έκανα μια πολύ επικερδή όπως φάνταζε σκέψη. Αφού δεν φαίνονταν ποιος ποντάρει και που, να στοιχηματίσω εναντίον μου.
Είχε έρθει η ώρα να τα αρπάξω χοντρά. Εμπιστεύτηκα έναν φίλο και του έδωσα όλο το κομπόδεμα. Ότι είχα βγάλει με ιδρώτα και αίμα 7 γαμημένα χρόνια. Κάπου 50,000 Euro, σημερινά. Θα έπαιρνα τα δεκαπλάσια αρκεί να ξάπλωνα κάτω.
Ανέβηκα στο ρινγκ και το μυαλό ταξίδευε σε παραμυθένια νησιά. Απέραντες παραλίες και ομπρελίτσα στο ποτήρι.
Ανέβηκε και ο πιτσιρικάς. Τα μάτια του έλαμπαν.
Χτύπησε το καμπανάκι.
Ανταλλάξαμε κάποια αναγνωριστικά χτυπήματα και έτσι έληξε ο πρώτος γύρος. Είχα αποφασίσει να πέσω στον τρίτο.
Με το ξεκίνημα του δεύτερου άρχισα να εγκαταλείπω. Ο μικρός ήταν πολύ δυνατός και οι γροθιές του τσαλάκωναν τον εγωισμό μου. Καυτό αίμα ανάβλυζε από σκίσιμο στο φρύδι και με τύφλωνε.
Να από εδώ και μου έδειξε το σημάδι που άφησαν τα ράμματα.
Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και το νοκ άουτ θα επέρχονταν τελείως φυσιολογικά. Τελείωσαν τα δύο λεπτά και ο διαιτητής μας έστειλε στις γωνίες.
Ένας γύρος με χώριζε από το όνειρο.
Όρμισα στον αντίπαλο άτσαλα και δέχτηκα αυτόματα έναν καλό συνδυασμό. Παραπάτησα και έπεσα στα σχοινιά. Το τσογλάνι με καθήλωσε πάνω τους και άρχισε να με χτυπάει με λύσσα. Δεν ήθελε μόνο να κερδίσει γούσταρε να μου κάνει και ζημιά.
Συνέχισε να χτυπάει. Τα δύο λεπτά πίστεψέ με ήταν ατελείωτα. Πέθαινα. Άπλωσα το χέρι ενστικτωδώς ίσα-ίσα για να τον σπρώξω και να μπορέσω να σωριαστώ. Δεν θυμάμαι καν να τον ακούμπησα. Και τι κάνει το κωλόπαιδο; Σε ρωτάω τι κάνει;
Πέφτει.
Άκουγα φωνές, τα μάτια αδύνατον να ανοίξουν σκεφτόμουν τον φίλο σαν γαλιάντρα να μαρτυράει την κομπίνα. Ο διαιτητής άρχισε να μετράει. Τρελάθηκα. Ήμουν υποβασταζόμενος στα σχοινιά με ανάπηρη θέληση και ακρωτηριασμένα όνειρα. Ανίκανος να αντιδράσω έβλεπα την ελπίδα να δραπετεύει με πλαστό διαβατήριο ενώ ο άλλος ο μαλάκας συνέχισε να μετράει. 10 αναφώνησε. Εκεί τελείωσαν όλα.
Με την λήξη με πήγαν στο νοσοκομείο όπου διαπίστωσαν προσωρινή τύφλωση. Απαγόρευσαν να ξανασχοληθώ με το άθλημα διότι το επόμενο χτύπημα στο συγκεκριμένο σημείο θα κληρονομήσει μόνιμη γκαβομάρα.
Βασικά φτηνά την γλίτωσα.
Σε λίγο κατέφθασε ο μάνατζερ μες την τρελή χαρά. Μου έδωσε 5 χιλιάρικα. Τα κέρδη σου, είπε.
24
- Αργήσαμε και πρέπει να πηγαίνουμε. Έλα Ψαλίδα, σήκω. Και σταμάτα γαμώ το κέρατο μου να την σκαλίζεις.
- Που πάμε;
- Θα δεις.
Λίγο πιο κάτω ο Ψαλίδας ξεκλείδωσε ένα λευκό αυτοκίνητο.
Επιβιβαστήκαμε.
Ο Ψαλίδας άρχισε να ψάχνει σταθμούς στο ραδιόφωνο.
- Ρε Ψαλίδα, εσένα γιατί σε φωνάζουνε έτσι;
Άσε είπε ο Γροθιάς, δύσκολα του παίρνεις λέξη εγώ θα σου πω.
Η ιστορία του Ψαλίδα
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του δεν τα πήγαιναν καλά και χώρισαν όταν ήταν μόλις έξι χρονών. Η μάνα του κέρδισε την κηδεμονία και τον πήρε μαζί της στην Αθήνα. Όμορφη γυναίκα, 35 ετών, το μουνάκι της έβραζε. Άρχισε να κουβαλάει αγαπητικούς. Κάθε μέρα και διαφορετικό. Ο Λυκούργος, έτσι είναι το πραγματικό όνομα του Ψαλίδα, δεν ένιωσε ποτέ στοργή. Όποτε ζητούσε κάτι τον ξυλοφόρτωνε. Μια φορά τον έπιασε να ψαχουλεύει την τσάντα της. Τον έκλεισε τρεις μέρες σε μια μικρή αποθήκη χωρίς νερό και φαγητό λέγοντας του ότι αφού αποφάσισε να γίνει κλέφτης καλό είναι να συνηθίσει και την ζωή ενός κλέφτη. Δεν πήγε ποτέ σχολείο. Ο πατέρας του πλήρωνε διατροφή και από εκεί και πέρα δεν τον ενδιέφερε τίποτα. Μεγάλωσε και έφτασε τα δεκαέξι. Η μάνα του από τα πολλά γαμήσια έσπασε και σπίτωσε έναν γκόμενο για να τακτοποιεί τις όποιες ανάγκες της. Ο γαμιάς όμως δεν έστεκε καλά. Ένα βράδυ μετά το πήδημα την έσπασε στο ξύλο. Την άφησε σε ημι-λιπόθυμη κατάσταση και πήγε στο δωμάτιο του Λυκούργου που κοιμόνταν. Ο μάγκας αφού τον έδεσε, τον βίασε. Και δεν έφτανε μόνο αυτό το πρωί η μάνα του θέλοντας να εκτονώσει το μίσος για τα δεινά της όπως τον βρήκε δεμένο να κλαίει άρπαξε μια ζώνη και τον μαύρισε. Το βράδυ ο τύπος ξαναφάνηκε. Άρχισαν με την λεγάμενη να πίνουν μπίρες και να χαζογελάνε. Κάποια στιγμή την άρπαξε από τον σβέρκο και την γύρισε μπρούμυτα στον καναπέ. Όσο την ξέσκιζε με μανία ο Λυκούργος πήγε μουλωχτά από πίσω του. Ύψωσε το ψαλίδι που είχε πάρει από το συρτάρι της ραπτομηχανής και το κάρφωσε στο δεξί τύμπανο του μπάσταρδου. Η μάνα του άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να τον γρονθοκοπεί στο στήθος. Τι έκανες μαλακισμένο, δεν είσαι εσύ παιδί. Κατάρα είσαι. Να σαπίσεις στην φυλακή να ησυχάσω γαμημένε, ίδιος ο πατέρας σου. Μακάρι να σε βάλουν στην ηλεκτρική καρέκλα και να σε φιλήσω παγωμένο. Ατάραχος ξεσφήνωσε το ψαλίδι από το αυτί του μάγκα που αγνάντευε σαν άγαλμα και έριξε μπουνιά στην μάνα του. Την καβάλησε και πάτησε τα χέρια της με τα γόνατα του. Ανασήκωσε το δαντελένιο σουτιέν και βύζαξε τα μαστάρια που δεν τον είχαν θρέψει ποτέ. Έβαλε έπειτα τις ρώγες ανάμεσα στο ψαλίδι και τις απέσπασε από το υπόλοιπο στήθος. Ούρλιαζε μα μια δεύτερη σφαλιάρα την ηρέμησε. Κατέβηκε από πάνω της και την οριζοντίωσε. Τοποθέτησε έπειτα το αριστερό της πόδι στην πλάτη του καναπέ και το άλλο να κάνει ορθή γωνία ακουμπώντας στο πάτωμα. Έσκυψε και είδε το πράμα που τον γέννησε. Το μύρισε. Πήρε την κλειτορίδα στο στόμα την πιπίλισε και την ρούφηξε. Όπως τεντώθηκε την στερέωσε στο ψαλίδι και την έκοψε. Με πρόσωπο γεμάτο αίμα ανακατωμένο με κολπική βλέννα κάλεσε την αστυνομία και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Εκεί τον συνέλαβαν. Τσίμπησε 11 χρόνια λόγω της φρικαλεότητας του εγκλήματος. Εξέτισε ολόκληρη την ποινή και βγήκε πριν από 6.
¤
Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005