11° μέρος
25
Το αμάξι σταμάτησε απέναντι από δημοτικό σχολείο. Ο Ψαλίδας κατέβηκε. Τον κοίταζα με δέος καθώς διέσχιζε τον δρόμο. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ένα κοριτσάκι με σάκα στην πλάτη έτρεξε και τον αγκάλιασε. Την σήκωσε ψηλά και την φίλησε.
- Κόρη του;
- Και εμείς τι παριστάνουμε τις γκουβερνάντες;
Γέλασε ο Γροθιάς.
- Όχι ρε, τις Babysitter.
Πήρε από το χέρι την μικρή, την έφερε στο αυτοκίνητο και την έβαλε να καθίσει δίπλα μου.
- Πως σε λένε;
- Δημήτρη.
- Εμένα Δανάη. Σου αρέσει η τσάντα μου;
- Ωραία είναι.
- Δημήτρη πεινάω.
Πεινάς μικρούλα είπε ο Ψαλίδας.
- Ναι, πολύ.
- Και τι θέλεις;
- Πίτσα.
- Ό,τι πει η πριγκίπισσα.
Ο Γροθιάς διαφώνησε.
- Εγώ θέλω σάντουιτς. Σταμάτα εδώ να πάρω.
Γκάζωσε.
- Τι κάνεις ρε μαλάκα; Σου είπα να παρκάρεις.
- Θα φας ότι και οι υπόλοιποι. Η μικρή πεινάει και δεν θέλω να καθυστερήσω.
- Είσαι μεγάλος γλείφτης.
Φρέναρε απότομα.
- Πάρ’ το πίσω.
- Δεν παίρνω τίποτα πίσω. Είσαι γλείφτης. Κάνεις όλα τα χατίρια στην κόρη του αφεντικού για να ανέβεις στην υπόληψη του. Τέτοιος ήσουν πάντα.
Ο Ψαλίδας κοκκίνισε. Τράβηξε ρεβόλβερ και σκόπευσε τα μούτρα του Γροθιά.
- Πάρ’ το πίσω.
- Πάρε το κουμπούρι από μπροστά μου. Σου είχα πει να μην με απειλήσεις ξανά.
- Κύριοι ηρεμία.
Το περίστροφο στράφηκε κατά πάνω μου.
- Κύριοι συνεχίστε καλύτερα.
Το όπλο ξανασημάδεψε τον Γροθιά.
Τινάχτηκε σαν αίλουρος, έπιασε τον καρπό που κρατούσε το όπλο και τράνταξε το σαγόνι του Ψαλίδα.
Η κάννη μία χαιρετούσε εμένα και μια την Δανάη. Την γράπωσα και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν αργά. Το όπλο εκπυρσοκρότησε.
Παγώσαμε.
Το χεράκι της γλίστρησε απαλά μέσα από το δικό μου. Τα βλέμμα της κόλλησε στην οροφή. Το αγνό μυαλουδάκι χύθηκε στην καπηλιέρα, ότι αίμα υπήρχε στο κεφάλι μαστίγωσε το πίσω τζάμι και το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου αναπαύθηκε στον αριστερό μου ώμο.
Αμηχανία και τρόμος.
Τη γαμήσαμε είπε ο Ψαλίδας.
Τη γαμήσαμε είπε ο Γροθιάς.
Τη γαμήσαμε, συμφώνησα.
Κόσμος σύρρεε από κάθε στενό, από κάθε γωνία. Ακόμα και από τους υπονόμους.
Οι πιο τολμηροί με σύμμαχο την περιέργεια πλησίαζαν διστακτικά.
Χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο του αυτοκινήτου.
Ο Ψαλίδας έσκυψε να δει τον αριθμό κλήσης.
- Σκατά! Ο Κάρολος είναι γαμώτο.
Γροθιάς:
- Ε, και τι περιμένεις; Σήκωσε το.
- Τι λες βρε τέρμα ηλίθιε! Και τι να του πω; Έλα αφεντικό, κοίταξε να δεις, να, απλώς, κατά λάθος σκότωσα την κόρη σου;
Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει. Από τον ήχο και μόνο καταλάβαινες την αγωνία του δύστυχου πατέρα.
Κοιταχτήκαμε.
Ξαφνικά τα μάτια του Γροθιά σπινθηροβόλησαν.
Ένα σύννεφο με άσπρο φόντο και μαύρο περίγραμμα που μαρτυρούσε τις σκέψεις του, υψώθηκε.
Έγραφε, "Εσύ φταις". Και εννοούσε εμένα.
Το διάβασε και ο Ψαλίδας. Τα σκουριασμένα γρανάζια του εγκεφάλου του άρχισαν να φέρνουν βόλτες. Ένα δεύτερο σύννεφο σκέψης, σχηματίστηκε αυτή την φορά πάνω από το δικό του κεφάλι.
"Ναι, εσύ φταις".
Το δάχτυλο του αγκάλιασε γλυκά την σκανδάλη. Το περίστροφο άρχισε να παίρνει επικίνδυνα ανοδική κλίση.
Δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη σκέψη.
Άρπαξα το στιλέτο και πάτησα το κουμπί πιο γρήγορα από την ταχύτητα του φωτός. Με την ίδια σβελτάδα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό το κατάφερα ένα εκατοστό μακριά και κατακόρυφα στο μέτωπο του. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν απορημένα το υπερπέραν. Έμοιαζε τελείως άβουλος. Η τέλεια λοβοτομή. Θα την ζήλευε και ο διασημότερος θεραπευτής σχιζοφρένειας στα χρόνια του μεσαίωνα.
Παράτησα το μαχαίρι στην φυσική του θέση και έσφιξα τα δάχτυλα με οργή. Ο αγκώνας μου ατένιζε με μίσος την μύτη του Γροθιά. Το χτύπημα ήταν απρόσμενα δυνατό και βίαιο. Ακούστηκε να σπάει. Το κόκαλο βυθίστηκε ψηλά στον ουρανίσκο του.
Έπιασε με τις δύο παλάμες το πρόσωπο του.
- Ρε πούστη! Τι μου έκανες; Δεν βλέπω τίποτα.
Έφτυνε δόντια και ούλα.
Πήρα το όπλο και πετάχτηκα έξω.
Ένα μακρόσυρτο α, σαν χειροκρότημα. Το πλήθος ήθελε να με λιντσάρει. Πυροβόλησα στον αέρα. Οι τολμηροί γίνανε λαγοί και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν πίσω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Οι σειρήνες από τα μπατσικά χαλούσαν τον κόσμο.
Το έβαλα στα πόδια.
26
Τρέχω ελεύθερος.
Η παράνοια τρέχει ακριβώς πίσω μου. Με προλαβαίνει και με ένα σάλτο εισχωρεί μέσα μου.
Μπαίνω σε μία πολυκατοικία.
Ανεβαίνω μερικά σκαλιά.
Ακουμπάω σε έναν τοίχο. Πρώτα θα ξεφύγω και μετά θα σκεφτώ. Βγάζω το σακάκι που στάζει αίμα. Ξεκουμπώνω το πουκάμισο και με την καθαρή πλευρά σκουπίζω πρόσωπο και σώμα.
Κάποιος ανεβαίνει την σκάλα.
Τραβάω όπλο.
Μια γυναίκα κρατάει σακούλες. Με αντικρίζει. Της πέφτουν. Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μάλλον βλέπει πολύ τηλεόραση.
- Μη, μη μου κάνεις κακό.
- Βγάλε το πουκάμισο.
- Σε παρακαλώ.
Με χάλκινο τόνο
- Τέλειωνε.
Το έβγαλε.
- Δώσ’ το μου.
Άπλωσε το χέρι.
Το πήρα και το φόρεσα.
Με κοίταζε έντρομη.
Κάποιος κάλεσε το ασανσέρ. Πήγε να φωνάξει βοήθεια.
Την έσπρωξα.
Προσγειώθηκε στο πρώτο σκαλί. Πήδηξα πάνω από το τομάρι της. Δεν θα ψήλωνε άλλο.
Έτρεχα και προσπαθούσα να κουμπώσω το πουκάμισο.
Στο επόμενο στενό έστριψα. Άρχισα να περπατάω για να μην δίνω στόχο. Μπήκα σπίτι και στάθηκα για λίγο με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα.
Πήρα βαθιά ανάσα. Σήκωσα το μπουκάλι με το Whisky. Κατέβασα το μισό με τη μία. Σκούπισα τα χείλη. Έκατσα στο πάτωμα και στερέωσα το κεφάλι στον τοίχο. Το περίστροφο στην μέση ενοχλούσε. Το πέταξα απέναντι.
Εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα με πέτυχε στην καρδιά. Τέλος.
Μπα, που σκατά τέτοια τύχη.
Αναπαύτηκε γλυκά στο μαξιλάρι.
Μια ιδέα γεννήθηκε.
Μάλωσα με το μαξιλάρι και το πήρα. Έκατσα οκλαδόν. Το έστρεψα καταπάνω μου. Δάγκωσα την κάννη. Πίεσα την σκανδάλη. Κούφιος ήχος. Ξαναπίεσα. Ξανά τα ίδια. Το κοίταξα. Η θαλάμη άδεια. Το εκσφενδόνισα με οργή σε έναν καθρέφτη. Έσπασε. 7 χρόνια γρουσουζιά.
Άναψα τσιγάρο. Το πακέτο τελείωσε. Το τσαλάκωσα.
Προσπάθησα να ζυγίσω την κατάσταση. Να δω γεγονότα και εναλλακτικές. Μέχρι τώρα μπορεί να έκανα μαλακίες αλλά ποτέ δεν είχα προβλήματα με τον νόμο.
Το μαχαίρι που σφήνωσα στο κεφάλι του Ψαλίδα ήταν σκαλισμένο με τα αποτυπώματα μου. Δεν θα αργούσαν να με ανακαλύψουν. Αν δεν προλάβαινε η εκτελεστική εξουσία να με ξετρυπώσει σίγουρα θα με έβρισκε ο άρχοντας της νύχτας.
Αυτή τη φορά τα σκάτωσα για τα καλά.
Ακόμα και η πραγματική διάσταση μίας διαφυγής είναι αδύνατη. Το ντεπόζιτο του αυτοκίνητου άδειο. Ψάχνω στην τσέπη. Ένα Euro.Θυμόμουν ότι είχα τρία. Το διπλό θα μου έπεσε. Που να πάω με αυτή την περιουσία;
Στάκα. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Γιατί να περιμένω την μοίρα να ανοίξει τα χαρτιά της αφού ούτε Βασιλιάς πρόκειται να γίνω, ούτε κατακτητής, ούτε νικητής ούτε καν πετυχημένος.
Αλλά ξέρω γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι.
Είναι γριά και άσχημη.
Στα νιάτα της την γάμησα και την παράτησα.
Όποτε τυχαίνει να ανταμώσουμε με προσπερνάει χωρίς να πει κουβέντα. Το ειρωνικό της γέλιο όμως αξίζει χίλιες λέξεις.
Αισθάνομαι σαν μικρή μαύρη άθλια κατσαρίδα. Προικισμένη να επιβιώνει. Και πυρηνική βόμβα να εκραγεί θα συνεχίσω να ζω. Θα κόβω βόλτες στα άδεια κτίρια στους έρημους δρόμους χωρίς να υπάρχει κάποιος να με αγαπήσει να με ερωτευτεί. Όπως τώρα που οι δρόμοι σφύζουν από ζωή και τα κτίρια είναι γεμάτα. Όλοι με αγνοούν. Ίσως γιατί είμαι, μια μικρή, μαύρη, άθλια κατσαρίδα.
Κλείνω τα μάτια σαν να βλέπω τους τίτλους των αυριανών εφημερίδων.
ΤΑ ΝΕΑ. Νεαρός κρεμάστηκε σπίτι του.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Αυτόχειρας έκοψε τις φλέβες του.
Ποιόν τρόπο να επιλέξω; Ποιο είναι το σωστό κριτήριο επιλογής; Ειλικρινά δεν ξέρω. Θα κάνω αυτό που έκανα πάντα. Θα στρίψω το τελευταίο κέρμα. Η Θεά τύχη θα υποδείξει το τέλος που μου αρμόζει. Το τινάζω με δύναμη και το παρατηρώ με δέος, σε λίγο θα ξέρω. Κάνει ένα γκελ, το δεύτερο και αρχίζει να κυλάει στο πάτωμα. Περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα. Αναπάντεχα, όπως άλλωστε όλα τα πράγματα στη ζωή πάει και χώνεται κάτω από το κρεβάτι.
Η αρχέγονη μάχη του καλού και του κακού εκτυλίσσεται σε λίγα εκατοστά μυαλού, του δικού μου μυαλού. Το αγγελάκι που χρόνια είχε να εμφανιστεί ντυμένο με λευκή ατσαλάκωτη στολή μιλάει για αγάπη, για Θεϊκή παρέμβαση στην απώλεια του νομίσματος. Σάλτα γαμήσου άγγελε και πάνε να μου φέρεις τσιγάρα. Από την άλλη δε, το διαβολάκι με παιχνιδιάρικη φωνή προτείνει, Δημήτρη κόψε τις φλέβες και μετά κρεμάσου.
Βρε δε πα να πνιγείτε Θεός και Διάολος. Σιγά μην πεθάνω σαν δειλός.
¤
Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005