Στους Βρυκόλακες...
Μια γυναίκα έχει αφοσιωθεί στον άντρα και στον μοναχογιό της. Ξεπερνά την απιστία του συζύγου της με την υπηρέτριά τους ασχολούμενη με τις οικογενειακές επιχειρήσεις και αφού την επαναφέρει στο "καθήκον" ο μεγάλος της έρωτας, πάστορας Μέντερς, και οικογενειακός φίλος. Κι ενώ αισθάνεται ανακούφιση από το μαρτύριο του «καθωσπρεπισμού» μετά το θάνατο του άντρα της, ο γιος της επιστρέφει από το Παρίσι μετά από πολλά χρόνια και δείχνει να διαθέτει την ερωτική ορμή του πατέρα του. Όταν τον ακούει να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια εκμυστηρεύεται στον πάστορα Μέντερς το μεγάλο της μυστικό, ότι η υπηρέτρια είναι στην πραγματικότητα η νόθος κόρη του συζύγου της και αδερφή του γιου της Όσβαλτ. Όταν ο τελευταίος της μιλήσει για την ανίατη αρρώστια του και τα συμπτώματα που αντιμετωπίζει θα αναλάβει και το ύστατο καθήκον απέναντί του, να τον απαλλάξει από το μαρτύριο του.
Επιχειρώντας μια αναδρομή στο παρελθόν...
Ο Ίψεν εξέδωσε τους Βρυκόλακες στα 1881 εισπράττοντας μεγάλες αντιδράσεις από κοινό και κριτικούς, αρνητική στάση και απόρριψη, ενώ κανένα θέατρο της εποχής του δεν τόλμησε να ανεβάσει το έργο του. Όμως έτυχε της αντίληψης του Σουηδού ηθοποιού Άγκουστ Λίντμπεργκ ο οποίος μη μπορώντας να πείσει κάποιον διευθυντή θεάτρου να του παραχωρήσει τη σκηνή του, έφτιαξε έναν περιοδεύοντα θίασο και ξεκίνησε παραστάσεις στην επαρχία. Η παράσταση του Λίντμπεργκ γνώρισε επιτυχία καθώς οι κριτικές στη Σουηδία και Δανία ήταν διθυραμβικές και οι εφημερίδες πλέον έγραφαν ότι το θεατρόφιλο κοινό πρέπει να δει τον τολμηρό όσο και ταλαντούχο Λίντμπεργκ στο ρόλο του Όσβαλτ. Ο ίδιος ο Ίψεν λέγεται ότι βοήθησε στο στήσιμο της εν λόγω παράστασης με συμβουλές προς τον Λίντμπεργκ, που σκηνοθέτησε το πρώτο ανέβασμα του έργου, ενώ θεώρησε ουσιαστικό να αφήσει μια δήλωση προς τους σύγχρονούς του λέγοντας ότι «στο έργο αυτό θα γνωρίσετε κάτι που αποκαλώ Βρυκόλακες, νεκρές κουβέντες, που όμως επιστρέφουν μετά θάνατον, εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Πολύ περισσότερο θα δείτε το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω Βρυκόλακες».
Ο συγγραφέας υπήρξε τολμηρότατος στην εποχή του αφού μέσα από το έργο του αναδεικνύει θεσμούς που καταπιέζουν την ελεύθερη βούληση και οδηγούν σε πνευματικό αποκλεισμό, καταγγέλλοντας παράλληλα και την υποκρισία που παράγουν τέτοιες κοινωνικές συμβάσεις.
Πιθανολογείται ότι ο Ερρίκος Ίψεν έγραψε αυτό το έργο εξ αιτίας του νόθου παιδιού που απέκτησε στην ηλικία των 18 ετών με μια υπηρέτρια. Το αναγνώρισε, αλλά δεν το συνάντησε ποτέ.
Η Βαλεντίνη Λουρμπά κρατάει με σοφία την κλασσική γραμμή του έργου ενώ ταυτόχρονα έχει επιτύχει πολύ καλή διανομή. Η κυρία Άλβιγκ, ενσαρκωμένη από την Πέπη Οικονομοπούλου, είναι όσο επίπεδη χρειάζεται, σαν απαραίτητο κακό, λόγω της χρόνιας καταπίεσης των συναισθημάτων της που την έκαναν να πνίγει επιθυμίες και σκέψεις ενώ όταν χρειάζεται να τρανταχτεί, η φαινομενικά πια "αδιάφορη" Ελένη Άλβιγκ, πετυχαίνει να εκφράσει μεστά τις αντιδράσεις της ηρωίδας. Πως αλλιώς θα κατέληγε μία γυναίκα που το μόνο που έκανε για πάρα πολλά χρόνια ήταν να προσποιείται και να κρύβει; Πολύ καλή η επιλογή μιας τέτοιας ερμηνευτικής γραμμής τόσο από την Πέπη Οικονομοπούλου όσο και από τη σκηνοθέτιδα Βαλεντίνη Λουρμπά.
Αλλά, και όλοι οι ηθοποιοί είναι τόσο πιστοί στους χαρακτήρες του Ίψεν που βγαίνουν απόλυτα ρεαλιστικοί και απτοί. Η Σοφία Μανωλακάκου πετυχαίνει εκπληκτικά την ψευτο-χαμηλοβλεπούσα τύπου συνεσταλμένη ψευδοντροπαλούλα υπηρέτρια και ο Μάνος Χατζηγεωργίου είναι όσο υποκριτής χρειάζεται, σαν φύλακας της απόλυτης ηθικής και του καθήκοντος κάτω από την ομπρέλα του "πρέπον". Ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος είναι τουλάχιστον εκπληκτικός, καταφέρνοντας έναν υπέροχο γαλίφη-απατεωνίσκο-ευκαιριααρπάζον χαρακτήρα με ιδιαιτερότητα στην κίνηση και τον "περπατά" τόσο άψογα ισορροπώντας τέλεια -τόσο, όσο- πάνω στις λεπτές αποχρώσεις του ρόλου αποφεύγοντας την παγίδα να καταλήξει καρικατουρίστικος. Τέλος, ο Αλέξανδρος Κλημόπουλος πατάει γερά πάνω στην ψυχοσύνθεση και την φιλασθένεια του Όσβαλτ και κλείνει την παράσταση με μια σπουδαία κορύφωση.
Αλλά, και όλοι οι ηθοποιοί είναι τόσο πιστοί στους χαρακτήρες του Ίψεν που βγαίνουν απόλυτα ρεαλιστικοί και απτοί. Η Σοφία Μανωλακάκου πετυχαίνει εκπληκτικά την ψευτο-χαμηλοβλεπούσα τύπου συνεσταλμένη ψευδοντροπαλούλα υπηρέτρια και ο Μάνος Χατζηγεωργίου είναι όσο υποκριτής χρειάζεται, σαν φύλακας της απόλυτης ηθικής και του καθήκοντος κάτω από την ομπρέλα του "πρέπον". Ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος είναι τουλάχιστον εκπληκτικός, καταφέρνοντας έναν υπέροχο γαλίφη-απατεωνίσκο-ευκαιριααρπάζον χαρακτήρα με ιδιαιτερότητα στην κίνηση και τον "περπατά" τόσο άψογα ισορροπώντας τέλεια -τόσο, όσο- πάνω στις λεπτές αποχρώσεις του ρόλου αποφεύγοντας την παγίδα να καταλήξει καρικατουρίστικος. Τέλος, ο Αλέξανδρος Κλημόπουλος πατάει γερά πάνω στην ψυχοσύνθεση και την φιλασθένεια του Όσβαλτ και κλείνει την παράσταση με μια σπουδαία κορύφωση.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά
Μετάφραση: Λέων Κουκούλας
Σκηνικά Κοστούμια: Σάββας Πασχαλίδης
Μουσική Επιμέλεια: S. Sopak
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης
Ηχολήπτης: Μιχάλης Σαρημανώλης
Φωτογραφία: Αναστάσης Παπαλέξης
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μανωλάκου
Ερμηνεύουν (με σειρά εμφάνισης):
Έκστραντ: Βαγγέλης Ζερβόπουλος
Ρεγκίνα Έγκστραντ: Σοφία Μανωλάκου
Μάντερς: Μάνος Χατζηγεωργίου
Ελένη Άλβιγκ: Πέπη Οικονομοπούλου
Όσβαλτ Άλβιγκ: Αλέξανδρος Κλημόπουλος
Στο Θέατρο Εκάτη, Εκάτης 11, Κυψέλη, 2106401931
Οι βρυκόλακες (ενίοτε βρικόλακες) είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας με ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατά διάφορες δοξασίες πρόκειται για σώματα νεκρών που εξέρχονται από τους τάφους τη νύχτα με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους.