Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Defunctus

5° μέρος
9
Η χαρούμενη σονάτα μιας μύγας που προσγειώνεται στο ποτήρι ρυθμίζει τα εγκεφαλικά κύτταρα στο σήμερα.

Την παρατηρώ καθώς ενώνει τα πόδια χειροκροτώντας το κατόρθωμα της. Την ρίχνω μέσα. Αγωνίζεται με πάθος να κρατηθεί. Να πάρει ανάσα. Κουνάω το ποτήρι. Το τέλος.

Κείτεται στην επιφάνεια. Άψυχο σώμα απαλλαγμένο από χαρά και δυστυχία. 

Τραγουδάω τον πόνο των τελευταίων στιγμών.

Τιμάω τον άδικο χαμό της. 

Σφίγγω το ποτήρι. Διάσπαρτα θρύψαλα στο πάτωμα, σφηνωμένα στην παλάμη.

Χορεύω ξυπόλητος. 

Το πιο ωραίο ζωντανό αληθινό ζεστό κόκκινο διακρίνεται παντού. Δεν είναι αρκετό. Χρειάζομαι και άλλο για να ολοκληρώσω την εικόνα, τον πίνακα, την ζωγραφιά της θλίψης. 

Ανοίγω το συρτάρι της κουζίνας. Τραβάω ένα μαχαίρι. Δειλιάζω. Τηλέφωνο.

- Εμπρός.

- Ο Γιώργος από το συνεργείο είμαι. Έτοιμο το αμάξι.

- Πόσο στοίχισε;

Η αγωνία διάχυτη.

- Ένα χιλιάρικο.

Σιωπή. Κλέφτη. Τσόγλανε.

- Εντάξει, φίλε, θα έρθω να το πάρω.

Γάμησε με. Πονάω. Κοιτάζω τα ξεσκισμένα άκρα και τα σκόρπια άλικα αποτυπώματα. Το αίμα χάνει το χρώμα του.

Η μύγα προσεδαφίζεται στο ξεραμένο αίμα τρίβοντας από ικανοποίηση τα χέρια.

Ρουφιάνα, κέρδισες. Πετάει, πιρουέτες. Τα μάτια γυρίζουν.

Η αυλαία πέφτει.


10
Ένας λόφος. Τον ανεβαίνω. Βιολέτες και ανεμώνες. Ξενοδοχείο με καταπράσινο κήπο και πελώρια δέντρα διακρίνεται αχνά στην κορυφή. Φωνές και παιχνιδίσματα. Ο ήλιος καίει την σάρκα. Βγάζω τα ρούχα και σκαρφαλώνω. Διασχίζω ρυάκια με γάργαρα νερά. Μια συκιά. Κόβω ένα φύλλο και καλύπτω την γύμνια. Μία λίμνη. Σκύβω να δροσιστώ. Καθρεφτίζομαι. Είμαι πανέμορφος σχεδόν αγνός.

Μια ξύλινη πόρτα ακουμπάει τον ουρανό. Κροτάλισμα μου αποσπά την προσοχή. Κουλουριασμένη νάγια με μήλο στο στόμα καλύπτει μια πινακίδα. Δαγκώνω το μήλο και εκσφενδονίζω το φίδι μακριά.

"Δεν είσαι ευπρόσδεκτος".

Το φύλλο πέφτει φανερώνοντας το καυλωμένο πέος. Βρίσκω την κλειδαρότρυπα και βάζω τον τεντωμένο φαλλό στην εσοχή.

Γαμάω τις πύλες του παραδείσου!

Έρχομαι σε οργασμό. Φτύνω κατουράω και κατηφορίζω από την άλλη πλευρά του λόφου.

Κρύο. Η αθέατη πλευρά της σελήνης. Παγώνω, το δέρμα τσιτώνεται. Στους πρόποδες μια πανσιόν. Από τα παράθυρα χοροπηδάνε φλόγες. Οσμή τηγανητού μπέικον με ωθεί να επιταχύνω. Τα τραπέζια γεμάτα. Σκατόφατσες πληγωμένες πυορροούν. Μια μάνα δέρνει το παιδί της, μολυσμένος σκελετός κάνει γλειφομούνι σε 60χρονη παρθένα, η Κάθυ τσιμπάει ναζιάρικα τις ρώγες της και ο πατέρας μου βαράει μαλακία. 

Έχουμε απαρτία. Κάνω νόημα στο σερβιτόρο.

- Φίλε, ένα διπλό και φώναξε το αφεντικό.

- Δεν είναι εδώ.

- Αν δεν γουστάρεις να στο κάνω καλοκαιρινό ειδοποίησε ότι τον γυρεύω.

Ο Διάολος βλοσυρός, σκάει μύτη από το βάθος του μαγαζιού. Μπορώ και μυρίζω την αναπνοή του. Σαπίλα και ξερατό.

- Εσύ είσαι το αφεντικό;

- Τι γυρεύεις;

- Δουλειά.

- Δεν έχω κάτι για σένα.

- Δεν κατάλαβες. Την δική σου θέση θέλω. 

Γελάει

- Φίλε, τρέχα τώρα που μπορείς.

Τραβάω τα κέρατα ουρλιάζοντας.

- Θα στα ξεριζώσω, ρε καθίκι, θα στα χώσω στον κώλο. Θα…


11
Τραντάζομαι ολόκληρος. Ο ήχος του κομπρεσέρ από τις εργασίες στο διπλανό διαμέρισμα διεγείρει την φαιά ουσία που πλημμυρίζει τους νευρώνες.

Ανοίγω τα μάτια. Ψάχνω τα κέρατα πουθενά. Την γλίτωσε.

Μετράω τα τραύματα. Τα καθαρίζω. Χτενίζομαι.

Σε λίγες ώρες θα έχω πάλι αμάξι. Μου έλειψε.

Επιβιβάζομαι στο λεωφορείο και αναχωρώ για Κοζάνη.

Κοιτάζω από το παράθυρο. Λιακάδα. Τραβάω το κουρτινάκι. Το φως μου την σπάει. Όλα φαίνονται. Η φτώχεια, τα νεύρα ακόμα και η ανυπαρξία.

Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο;

Θυμάμαι μικρό παιδί ακόμα την μάνα μου στο μπαλκόνι. Άπλωνε ρούχα την ώρα που φορώντας ένα βρακάκι έπαιζα ανέμελος. Έπρεπε να ντυθώ για το σχολείο. Τα λιγοστά ρούχα στέγνωναν. Μου έβαλε μια φαρδιά μπλούζα ψάχνοντας ταυτόχρονα για παντελόνι. Δεν βρήκε. Δεν θα πήγαινα σχολείο. Τι χαρά. Λάθος. Από την ντουλάπα της αδερφής μου διάλεξε ένα χοντρό κόκκινο καλσόν. Έκλαιγα με λυγμούς. Αντιστεκόμουν. Μάταια, ήταν ψηλότερη. Με έδειρε και με πέταξε στον δρόμο.

- Μην τολμήσεις και δεν πάς.

Δεν μπορούσα να κρυφτώ. Έτρεμα από ντροπή. Έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα. Μέσα από τα ξανθά μαλλάκια διέκρινα πονηρά σκουντήματα και σαρδόνια χαμόγελα. Ήθελα να πεθάνω.

Σβήστε το γαμημένο φως.

Μπήκα στην αυλή. Χαχανητά.

Δυο αγοράκια τεράστια 1,30 το καθένα με τεράστιες πλάτες πλησίασαν.

Μουνόπανο 1 - Αδελφούλα, τι χρώμα κιλοτάκι φοράς;

Μουνόπανο 2 - Εγώ λέω ότι δεν έχει τσουτσούνι.

Να του βγάλουμε το καλσόν.

Γλυκό σκοτάδι με τύλιξε στο πέπλο του. Δεν υπήρχε κανείς.

Με έριξαν κάτω. Έσκισαν το καλσόν. Τα κοριτσάκια χλεύαζαν γυρνώντας δήθεν το κεφάλι.

Ο δάσκαλος μου μιλούσε με μια νεαρή δασκάλα.

- Καλά δεν ντράπηκε να έρθει έτσι;

Τι λες ρε μαλάκα. Τι κάνεις; Χρειάζομαι βοήθεια γαμώ την μάνα σου. Δεν είμαι περίεργος φτωχός είμαι. Από πότε η φτώχεια έγινε ντροπή;


12
Στάση Βέροια. Κρύβομαι σε σκιά. Εδώ είναι καλύτερα. Γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν πάντα να σου κολλήσουν ταμπέλα; Να σε κάνουν να νιώσεις κατώτερος; Να σου στερήσουν την αξιοπρέπεια;

Σβήνω το τσιγάρο. Φεύγουμε. Περνάμε μέσα από βουνό. Ο ήλιος χάνεται. Τραβάω το κουρτινάκι. Μπορώ να απολαύσω την φύση. Οι υπόλοιποι έχουν αρχίσει να γέρνουν προσπαθώντας να κοιμηθούν. Φοβούνται το μουντό τοπίο. Τους θυμίζει την γκρίζα τους ζωή. Μόνο κάποιος που δεν φοβάται μπορεί να αντιμετωπίσει την μούχλα, την ψυχική του σήψη.

Τα δέντρα ποζάρουν γυμνά, απλώνοντας απαξιωτικά τα κλαδιά. Ντυμένο σαν νυφούλα το βουνό περιμένει το τυχερό του.

Τόσο γλυκό και απαλό λευκό, κάπου το έχω ξαναδεί. Σάσα. Την γνώρισα καλοκαίρι σε μπαράκι. Σκούρη στα χρώματα με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Με την πρώτη ματιά γοητεύτηκα. Κουνιόνταν. Πάνω στο λευκό στενό φόρεμα διαγράφονταν οι πολυτελείς αντιθέσεις της. Ηδονή. Έκανα το πρώτο βήμα την κέρασα. Σήκωσε το ποτήρι, χαιρέτησε και με έγραψε. 1000 δραχμές λιγότερες την παράτησα. Δεν της άρεσε.

- Δεν κάνουν έτσι. Αν έχεις να πεις κάτι πες το.

- Γουστάρεις να παίζεις με τα αγοράκια. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

- Είσαι ευθύς. Μου αρέσει.

- Και πάντα πρόθυμος.

Βγαίναμε συχνά. Γούσταρε χλιδή. Ήθελε να τακτοποιηθεί. Βρήκε έναν μαλάκα και τον άρμεγε. Ήμασταν μια χαρούμενη παρέα. Διασκεδάζαμε με τα χρήματα του. Ονειρική ζωή. Ένα βράδυ βρεθήκαμε πολύ κοντά. Σχεδόν ένιωσα την μήτρα της. 

Αυτή η γυναίκα μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε σου φαντασίωση. Πηδιόταν και με τους δύο με την ίδια ευχέρεια. Άφηνε την εύρωστη αγκαλιά και έτρεχε να χωθεί στο πάπλωμα μου.

Το διπλό παιχνίδι δεν της βγήκε σε καλό, έμεινε έγκυος. Δίλημμα. Ποιος ήταν ο πατέρας; Ένας περίεργος φτωχός σχιζοφρενής ή ένα πλούσιο ψώνιο; Αποφάσισε. Με απέρριψε. Τι δυστυχία! Γέννησε ένα αγοράκι. Δεν την παντρεύτηκε ποτέ.

Άρχισε τα ψεύτικα ταξίδια. Για να τα εξασφαλίσει πρόσφερε έρωτα με τιμοκατάλογο. 10 το απλό 15 το ενισχυμένο 30 με βίτσια. Τα δοκίμασα όλα. Δεν ήταν πια όμορφη.

Παραμονή κάποιου Πάσχα κανονίσαμε να περάσω μετά το δείπνο από την γκαρσονιέρα της. Όντως 00,30 πήγα. Ξεδίπλωσε μια εφημερίδα με μαύρο. Έστριψε το χόρτο και μου πρόσφερε. Μάλλον με πήδηξε δεν θυμάμαι. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Με άφησε απέναντι από το σπίτι μου.

Γάτες με ιλιγγιώδη ταχύτητα διέσχιζαν τον δρόμο. Φρεναρίσματα.

- Καλά είσαι μαλάκας;

Μόνο γάτες έβλεπα. Εκατοντάδες γατάκια, παρδαλά, μαύρα όλα τα είδη. Ένα μου άρεσε ιδιαίτερα. Ψιψίνα έλα μου βρε, θα σε πατήσουν. Κι άλλα φρεναρίσματα. Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν μπορούσα να παρουσιαστώ σε αυτό το χάλι. Όλο το σόι καλεσμένο κάποιος θα το μυρίζονταν.

Κατέβηκα στο υπόγειο και έκατσα στα σκαλιά.

Φασαρία στον τέταρτο. Για στάσου εκεί μένω. Έστησα αυτί. Η μάνα τσακώνονταν με την γιαγιά.

- Κωλόγρια μην ξαναπατήσεις εδώ.

Άκουσα το ασανσέρ. Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Θα πεταγόμουν αιφνιδιαστικά και θα καληνύχτιζα. Μες την αναμπουμπούλα δεν θα καταλάβαινε κανείς την διαφορά.

Ανέβηκα δύο δυο τα σκαλιά. Τι στο καλό. Μάλλον άργησα. Ξεκλείδωσα δειλά. Κλειστά τα φώτα. Ροχαλητά. Δεν πάμε καλά. Έβγαλα αθόρυβα τα παπούτσια. Είδα την ώρα, 03,30.

- Καλημέρα μάνα. Μαλώματα είχαμε χθες.

- Όχι δεν έγινε κάτι.

- Έλα τώρα. σας άκουσα.

- Τι άκουσες;

- Καλά ρε μάνα θα μας τρελάνεις. Κατά τις 03,00 δεν μάλωνες με την γιαγιά;

- Τι λες αγόρι μου. Η γιαγιά σου έφυγε λίγο μετά από σένα.

Κάγκελο. Δεν ξανακάπνησα ποτέ ουσίες. Με χαλάνε.

¤

Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα