1
Το ραδιόφωνο μεταδίδει ειδήσεις, νέα κακοκαιρία Φλώρινα -15, Ξάνθη-5, Ιωάννινα -7, Κοζάνη -9. Ουπς, Κοζάνη -9. Στα αρχίδια μου μέσα στο αυτοκινητάκι έχει πάνω από 25. Πιο πιθανό είναι να βαρύνουν τα βλέφαρα από την αϋπνία και να τρακάρω παρά να ψοφήσω από κρύο. Τι ήθελα και δεν το βούλωνα. Οι στροφές στο καντράν μειώνονται. Τα υγρά της μηχανής ρευστοποιούνται στο παρμπρίζ. Ο νόμος του Μέρφυ αλάνθαστος. Αντικρίζω την ΕΘνική ενώ στο νου προβάλλονται τα λόγια του αρμόδιου υπουργού:
το καινούριο κομμάτι θα συμβάλει στην μείωση των αποστάσεων, θα χρησιμοποιείται καθημερινά από χιλιάδες πολίτες, οι ειδικές κάμερες θα παρακολουθούν νυχθημερόν κάθε συμβάν.
Σε ποιον απευθύνονταν; Ο μοναδικός πολίτης που χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο δρόμο τις 2 τελευταίες ώρες ήμουν εγώ. Οπότε σε μένα τα έλεγε.
Τα πόδια έχουν ξυλιάσει η κούραση με καταβάλλει. Ξάφνου ήχος απρόσμενος και οικείος υποσκελίζει τον λήθαργο. Ένα μήνυμα.
Η TELESTET παρακαλεί να τακτοποιήσετε τον
λογαριασμό σας
Αι σιχτίρ.
Στο καπάκι ακόμα ένας. Επιτέλους κάποιος με θυμήθηκε.
- Έλα μωρό μου, φοράω νυχτικάκι και ετοιμάζομαι για ύπνο. Έφτασες;
- Τι χρώμα νυχτικάκι φοράς;
Τι λέω ο μαλάκας!!!
Περνάω απευθείας στο παρασύνθημα
- Σταμάτα και άκουσε; κάλεσε την οδική βοήθεια. Βρίσκομαι στην Εγνατία απέναντι από τα φουγάρα της Πτολεμαίδας. Μόνο βιάσου.
Απόκριση,
- Γιατί;
Αίφνης παύση στο σύμπαν, το απόλυτο κενό μόνο το πετάρισμα των φτερωτών σκέψεων φέρνει αντίρρηση στην επιβεβλημένη νεκρική σιγή.
Όλες οι γυναίκες είναι ηλίθιες.
Η συγκεκριμένη είναι ηλίθια.
Αν αυτή είναι ηλίθια, εγώ τι δουλειά έχω μαζί της;
Επειδή γαμιέται καλά.
Το τελικό συμπέρασμα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα, δεν ήμουν τελείως μαλάκας. Τώρα μπορούσα να της εξηγήσω με ηρεμία τα πάντα.
- Γαμώ το κέρατο σου, κάνε αυτό που σου λένε.
- Οκ.
Το σύμπαν επανήλθε.
Κάποιος παίζει τα φώτα. Μετά βίας γυρνάω το βλέμμα στο ρολόι, έχουν περάσει 2 ώρες. Προσπαθώ να κινηθώ, πονάνε οι κλειδώσεις, τα καταφέρνω.
- Φιλαράκο που το πάμε;
- Πόσα;
- 75 για Κοζάνη, 180 Βέροια και 350 Θεσσαλονίκη.
- Εσύ πώς το κόβεις;
- Εντάξει.
2
Περπατάω στο κέντρο της Κοζάνης κουβαλώντας παραμάσχαλα ένα μπουκάλι τεκίλα. Οι δρόμοι παγωμένοι, επικίνδυνοι. Κάθομαι σε ένα βρεγμένο παγκάκι, ψαχουλεύω τις τσέπες. 2,5 euro. Καφές, κάνα τηλεφώνημα ύστερα το χάος. Ξεφορτώνομαι το μπουκάλι σε έναν κάδο και βαδίζω ολοταχώς στο απέναντι μπουγατσατζίδικο. Παραγγέλνω γαλλικό. Βάλσαμο.
Πόσες φορές έχω βρεθεί σε παρόμοια θέση;
Θάλεια! Φανταστική γκόμενα με σώμα πλούσιο σε σκληρές ανασφαλείς καμπύλες σαν ερειπωμένα τείχη κάστρου έτοιμα να παραδοθούν στον πρώτο επιτήδειο παφλασμό. Την γνώρισα σε ένα μπαρ στην Θεσσαλονίκη. Χωρίς περιττά προκαταρκτικά βρεθήκαμε στο κρεβάτι.
Η παρακμή ελκύει τις γυναίκες.
Ξημέρωσε τελείωσα τον καφέ, ξέθαψα το μπουκάλι πήρα τζούρα και κίνησα στο πλησιέστερο κερματοτηλέφωνο.
- Χρειάζομαι χρήματα.
- Δεν μπορώ να βοηθήσω. Έχω το παιδί άρρωστο.
Θάλεια τέλος. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι γυναίκα που γεύεται την μητρότητα, έχει πάντα μια καλή δικαιολογία.
3
Άδειασμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Θυμάμαι όταν σε μια στιγμή αδυναμίας αγκάλιασα τον πατέρα μου . Οι άμωμοι γονείς χώρισαν πριν γεννηθώ. Η μάνα τον έπιασε να πηδάει την νονά μου. Κακή στιγμή. Αν δεν τους έβλεπε, μπορεί να ήμασταν ακόμα ευτυχισμένη οικογένεια.
Η μάνα καθαρίστρια. Με μεγάλωσε με συνδρομή εκκλησιαστικού βιβλιαρίου. Τραχανάς και Άγιος ο Θεός. Ο πατέρας ακόμα πηδούσε την νονά μου. Ανδρώθηκα χωρίς ιδιαίτερες αναστολές, άλλωστε δεν είχα καμία επιτήρηση.
Η πρώτη κοπάνα στο νηπιαγωγείο. Το πρώτο ξενύχτι σε έναν βάλτο για να δω από κοντά τον μύθο της γάτας με τα δυο κεφάλια. Πάντα ξυπόλητος με λερωμένα γόνατα.
Έφτασα τα 10. Ψηφίστηκα αρχηγός συμμορίας. Δυο άτομα, εγώ και ένας που τον έσερνα.
Καταστρώσαμε σχέδιο. Θα κλέβαμε μια σοκολάτα. Τόσο απλό ήταν. Αλλά σαν αρχηγός το τροποποίησα. Η σοκολάτα έγινε μια κούτα σοκολάτες. Αν είναι να τουρκέψεις γίνε αγάς.
Έτρεχα, η κούτα βαριά. Φωνές με καταδίωκαν. Ο Κώστας, το πρωτοπαλίκαρο, είχε εξαφανιστεί. Παράτησα τα λάφυρα δυσκόλευαν την διαφυγή. Έπρεπε να βρω λύση. Μάζεψα κάποια ρούχα και πήγα στην γκαρσονιέρα κρησφύγετο του πατέρα μου.
Μια κυρία κακοβαμμένη με το μισό στήθος απ΄ έξω στάθηκε αντίκρυ.
- Τον μπαμπά μου θέλω.
- Δεν είναι εδώ, αλλά πέρασε.
Έφτιαξε γάλα και κουρασμένος όπως ήμουν με πήρε ο ύπνος.
Μέχρι και ο εξυπνότερος γκάνγκστερ την πατάει όταν πέφτει στα δίχτυα μιας γυναίκας με ακάλυπτο στήθος. Άρχισα να καταλαβαίνω τον πατέρα μου.
Αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν πού βρέθηκα όταν ξύπνησα. Κάτι ανθρωπάκια με μπλε στολή και μια δακρυσμένη γριά συνομιλούσαν. Κάπου την είχα ξαναδεί. Κοίταξα καλύτερα. Η μάνα μου ήταν.
Τελευταία φορά είπε ο αστυνόμος. Αν ξαναγίνει, στο μπουντρούμι. Εντάξει φιλαράκο, έχω τον λόγο σου; Να γράψε εδώ ότι δεν θα το ξανακάνεις. Ήθελε την ομολογία μου. Δεν είχα εναλλακτική. Έπιασα αποφασιστικά ένα όμορφο μαύρο στυλό με χρυσές ραβδώσεις.
- Όχι, όχι αυτόν, να με αυτόν εδώ.
Απέσπασαν την κατάθεση και με άφησαν ελεύθερο.
Το βράδυ εξαντλημένος από την περιπέτεια και το ξύλο κλείσθηκα στο δωμάτιο. Δεν είχα κουράγιο ούτε τα ρούχα να βγάλω. Σκεφτόμουν ότι από εδώ και στο εξής θα είμαι καλό παιδί. Έγειρα. Κάτι με ενοχλούσε. Έψαξα στην κωλοτσέπη, είχε χρυσές ραβδώσεις!!!
4
Ήπια μια γουλιά ακόμη. Το κρύο ξύριζε. Η ζωή μου πάντα δίλημμα. Να πάω στο συνεργείο; Χωρίς φράγκο; Να γυρέψω χρήματα; Από ποιόν;
Τυφλά βήματα με οδήγησαν στα ΚΤΕΛ. Παρακάλεσα τον οδηγό και ανέβηκα. Αμέσως κοιμήθηκα.
Εδώ και χρόνια τα ίδια όνειρα επαναλαμβάνονται αναδυόμενα στο συνειδητό με αέναη συγκεκριμένη σειρά. Πέφτω από μπαλκόνι, ο ανεκπλήρωτος έρωτας η Βάσω. Ξανθιά κοντούλα με γαλανά ματάκια πεταχτό κώλο και όλη της την ψυχή μέσα σ’ αυτόν. Πόσα βράδια ξημέρωσαν απέναντι από το πατρικό της; Πόσα κρυφά κοιτάγματα κάτω από το θρανίο; Μια φορά είδα το βρακάκι της. Νύχτες ολόκληρες το έφερνα στο νου . Άλλοτε το έσκιζα με βία και κάποιες το έβγαζα με αργές ηδονικές κινήσεις.
Είχε αντιληφθεί τον πόθο μου, άλλωστε δεν τον έκρυβα και με δούλευε. Στις τουαλέτες έριχνε δεκάρικα στον κόρφο προκαλώντας πρόθυμα αγοράκια να τα βγάλουν. Μαρτύριο!! Την λάτρευα. Μόνο έμενα δεν άφηνε.
Το αποκορύφωμα ήταν ένα απόγευμα. Με το σχόλασμα πρότεινε να βγούμε. Φυσικά δέχτηκα. Καθίσαμε στην πιο in καφετερία, το Camelot. Δεν μιλούσα απλά την κοίταζα. Κενολογούσε για το σχολείο, την κολλητή της και τους μαλάκες που έσκυβαν κάτω από το θρανίο να δουν το κιλοτάκι της. Κάποια στιγμή με ρωτάει ορθά κοφτά :
- Με γουστάρεις;
Κοκκίνησα
Κοίταξε να δεις, συνέχισε, αν δεν τα φτιάξω με τον Πέτρο ή τον Τάκη θα τα φτιάξω μαζί σου.
Άντε γαμήσου, Βασούλα, όπου και να ‘σαι. Είμαι σίγουρος ότι το κάνεις καλά.
Το κινητό διέκοψε τις ευχές.
- Παρακαλώ.
- Έλα, γιατί δεν ήρθες στην δουλειά; Ένα τηλέφωνο δεν μπορείς να πάρεις; Θα σε απολύσω αν συνεχίσεις έτσι. Κατάλαβες;
Πολλές ερωτήσεις. Με μπέρδεψαν.
- Βρε δε γαμιέσαι. Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχετε.
Γαμώτο είχα ανάγκη την δουλειά.
¤
Copyright © Figlio di Magdalena, All rights reserved, Ελλάδα 2005