Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Φωνές στην σιωπή

Η νέα ιστορία θρίλερ του Μάριου Καρακατσάνη είναι κοντά σας.
Απολαύστε την!

   Μόνη, καθισμένη στο σκοτάδι τού δωματίου της, η Ελεάνα σκεπτόταν πόσο ανούσια κυλούσε η ζωή της. Δεν ήθελε να υπάρχει κάτι στη ζωή της που να την κάνει να ζει ευτυχισμένη. Την μοναξιά την άντεχε, είχε μάθει πλέον να ζει με αυτήν. Αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει ήταν να χάνει κάθε τι που αγαπούσε. Αυτό πραγματικά τής κατέστρεφε κάθε φορά κι από ένα κομμάτι τής ψυχής της. 
   Η αρχή είχε γίνει όταν έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 16 ετών. Εκείνο το διάστημα δεν μιλούσε καθόλου. Είχε κλειστεί στον εαυτό της, αλλά και στην σκληρή μοναξιά τής σιωπής. Τον αγαπούσε πάρα πολύ. Ποτέ δεν είχε ξεχάσει κάθε στιγμή της μαζί του. Τα όμορφα ηλιόλουστα σαββατοκύριακα που την έπαιρνε κι έκαναν βόλτες οι δυο τους με την μηχανή. Τα υπέροχα καλοκαίρια που της έφερνε παγωτό στο σπίτι και την άφηνε πάντα να τρώει όσο θέλει! Ακόμα και όταν φώναζε η μαμά της, εκείνος της έκλεινε το μάτι παιχνιδιάρικα σαν να της έλεγε “μη σε νοιάζει, εγώ είμαι εδώ! Φάε όσο θες...”
   Ποτέ δεν είχε έρθει σπίτι τους δίχως να κρατάει κάτι που να την αφορά, από ένα απλό γλυκό μέχρι κάποιο όμορφο παιχνίδι που θα είχε δει εκείνη στην τηλεόραση. Ήταν μοναχοπαίδι και η αδυναμία που της είχε δεν κρυβόταν όπου κι αν πήγαινε μαζί της. Πάντα με χαμόγελο στα χείλη, αλλά και με καμάρι, ο πατέρας της πρώτα σύστηνε εκείνη και μετά την γυναίκα του.
   Της μάθαινε όμως και πάρα πολλά πράγματα. Όπως της έλεγε συχνά, δεν ήθελε η κόρη του να εξαρτάται από κανέναν άντρα. Ήθελε να είναι ανεξάρτητη και δυνατή, επιβιώνοντας μόνη της σε κάθε δυσκολία της ζωής. Γι’ αυτό την συμβούλευε πάντα από πολύ μικρή κιόλας ηλικία και ας μην καταλάβαινε εκείνη τι της έλεγε τότε.
   Σε ηλικία 13 ετών ήξερε τα πάντα για το πως σκέφτονταν οι άντρες, τι ζητούν από μια κοπέλα, τι λένε και τι, με αυτό που λένε, εννοούν πραγματικά. Ως προγραμματιστής ο ίδιος, της είχε μάθει να χειρίζεται τέλεια οποιονδήποτε υπολογιστή, προσφέροντάς της γνώσεις που κανένα παιδί τής ηλικίας της δεν είχε. Την είχε μάθει να οδηγεί μηχανή, αλλά και αυτοκίνητο, καθώς και να αντιμετωπίζει και τις κυριότερες ζημιές τους. Και πάντα της εξηγούσε γιατί της τα μάθανε όλα αυτά. Γιατί ήθελε μεγαλώνοντας να ξέρει να οδηγεί η ίδια όπως έπρεπε, γιατί σε εκείνη είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, όχι όμως στους άλλους.
   Δεν περίμενε να τα θυμόταν φυσικά όλα αυτά από τόσο μικρή, απλά της γέμιζε το μυαλό με πληροφορίες. Μεγαλώνοντας όλα αυτά θα της ήταν οικεία και θα τα μάθαινε πιο εύκολα.
   Φυσικά δεν παρέλειπε να της μαθαίνει ακόμα και πληροφορίες για το πως πρέπει να είναι μια σωστή κοπέλα. Την μάθαινε να είναι δυναμική και κυρίως πάντα ειλικρινής με τις μελλοντικές της σχέσεις. Να μην έκανε ποτέ τίποτα που εκείνη δεν θα ήθελε να της κάνουν, μα πάνω από όλα να σέβεται όποιον και αν έχει κοντά της. Να μάθαινε να δίνει αγάπη δίχως να απαιτεί το ίδιο, αλλά διεκδικώντας ταυτόχρονα τον σεβασμό του.
   “Λίγοι μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά, αλλά όλοι πρέπει να σέβονται ο ένας τον άλλον...”
   Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια του που τα θυμόταν ακόμα. Της έλειπαν τόσο μα τόσο πολύ!
   Όταν είδε την μητέρα της να κλαίει στο τηλέφωνο εκείνη την καταραμένη μέρα, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βλέποντάς την να σωριάζεται στο πάτωμα λιπόθυμη με το ακουστικό του τηλεφώνου να κρέμεται στον τοίχο, σοκαρίστηκε τόσο πολύ που νόμιζε ότι ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να δει ποτέ στην ζωή της. Μα είδε και άκουσε πολλά χειρότερα από τότε. Με κυριότερο όλων να το μαθαίνει την ίδια κιόλας μέρα, τον θάνατο του πατέρα της.
   Έχασε την γη κάτω από τα πόδια της, ένιωσε ότι ο κόσμος έσβησε για εκείνην. Ξυπνούσε τα βράδια και τον φώναζε. Τριγυρνούσε μόνη της μέσα στο σπίτι ψάχνοντάς τον. Από τα λίγα που της είχαν πει τότε, είχε μάθει ότι ο πατέρας της προσπαθώντας να αποτρέψει μια ληστεία σε ένα κατάστημα που είχε πάει για να ψωνίσει, πάνω στην συμπλοκή εκπυρσοκρότησε το όπλο τού ληστή.
   Αυτό την είχε κάνει να θυμηθεί μια πολύ παλιά φράση του πατέρα της που της είχε πει.
   “Όλα αξίζουν τον κόπο, αν η ψυχή δεν είναι μικρή...” 
   Και ναι, ο πατέρας της είχε πολύ μεγάλη ψυχή. Ίσως για αυτό ο Θεός να τον ήθελε κοντά του! Γιατί τον είχε ανάγκη. Μα αυτές οι σκέψεις, όσο μεγάλωνε και της έλειπε όλο και πιο πολύ, σταμάτησαν να την παρηγορούν.
   Η μητέρα της δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν ήθελε να βάλει άλλον άντρα στην ζωή την δική της, αλλά και του παιδιού της. Αφοσιώθηκε στην κόρη της, βλέποντας πόσο ανάγκη την είχε. Ειδικά την περίοδο που η Ελεάνα, όπου και αν βρισκόταν, ξεσπούσε σε λυγμούς φέρνοντας σε αμηχανία τους πάντες. Μέχρι που η μητέρα της αποφάσισε να την σταματήσει για λίγο από το σχολείο, θέλοντας να της δώσει περισσότερο χρόνο. Έτσι συνέχισαν την ζωή τους μόνες τους, μέσα από πολλά βάσανα και δυσκολίες.
   Έχοντας η Ελεάνα, από τον πατέρα της, μονάχα τις αναμνήσεις της μαζί του, καθόταν και έγραφε με τις ώρες όλα όσα της είχε μάθει για να μην τα ξεχάσει. Και πολλές φορές τα βράδια πριν κοιμηθεί, καθόταν και τα διάβαζε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της έχοντας μέσα της την φωνή του. Ένιωθε σαν να τον είχε και πάλι κοντά της.
   Έτσι περνούσε τα βράδια της καθημερινά, μέχρι που άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει ξανά λίγη θέληση για τις χαρές της ζωής. Έτσι γνώρισε τον Νικήτα, ένα ήρεμο και ισορροπημένο παλικάρι που είχε χάσει και αυτός τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία. Βρίσκοντας πολλά κοινά μεταξύ τους, δέθηκαν αμέσως. Πρόσεχε πάρα πολύ ο ένας τον άλλον, αλλά ειδικά εκείνη του πρόσφερε την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη που της είχε μάθει κάποτε ο πατέρας της.
   Μέχρι που χάθηκε και αυτός. Τρέχοντας με την μηχανή του για να πάει να την πάρει από το σπίτι, ένας μεθυσμένος πέρασε με το αμάξι του το ΣΤΟΠ και έπεσε επάνω του. Ο Νικήτας σκοτώθηκε ακαριαία, αφήνοντας την τελευταία του ανάσα στην άσφαλτο. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για την Ελεάνα. Νιώθοντας πως ό,τι αγαπάει είναι καταδικασμένο να χάνεται για πάντα, απαρνήθηκε κι εκείνη μια για πάντα την αγάπη. Και ήταν 
μονάχα 24 ετών. 
   Δίχως όνειρα πλέον να την καθοδηγούν, συνέχιζε την ζωή της αμέτοχη από κάθε χαρά. Όσο και αν προσπάθησε να της μιλήσει η μητέρα της, ή να την βοηθήσει κάποιος ειδικός, εκείνη απειλούσε ότι αν δεν την δεχόταν όπως ήταν, θα έφευγε μακριά. Υπό αυτή την απειλή η μητέρα της, φοβούμενη μην τους βρει κάποιο άλλο κακό, υποχώρησε. Αλλά πάντα την παρακολουθούσε διακριτικά, ώστε αν έβλεπε κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό να την βοηθούσε με ό,τι αυτό συνεπάγονταν. 
   Τελειώνοντας τις σπουδές της η Ελεάνα ως αριστούχος, δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά ως προγραμματίστρια. Κάνοντας το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα της, την έκανε να τον νιώθει πιο κοντά της.
   Αφοσιωμένη μονάχα στην δουλειά της, αγνοούσε τα διακριτικά πειράγματα των συναδέλφων της που προσπαθούσαν να της δείξουν με τον τρόπο τους πόσο όμορφη την έβρισκαν. Μα εκείνη με ένα απλό σιωπηλό βλέμμα τους αγνοούσε, ουρλιάζοντας από μέσα της να την αφήσουν ήσυχη.
   Εκείνο το βράδυ γυρνώντας από την δουλειά της, όπως έκανε σχεδόν καθημερινά, πήγε σπίτι της με σκοπό να μελετήσει ένα πρόγραμμα που της είχαν αναθέσει.Καλησπερίζοντας την μητέρα της, ανέβηκε κατευθείαν επάνω στο δωμάτιο της ανοίγοντας τον υπολογιστή της.
   -Δεν θα φας; την ρώτησε με ενδιαφέρον μετά από λίγο η μητέρα της ανεβαίνοντας και εκείνη επάνω για να δει αν όλα ήταν καλά.
   -Όχι μαμά σε ευχαριστώ... Αν πεινάσω αργότερα θα κατέβω... της απάντησε η Ελεάνα δίχως καν να την κοιτάξει, ξεκινώντας να διαβάζει το έντυπο με της οδηγίες που της είχαν δώσει.
   -Όπως καταλαβαίνεις... είπε η μητέρα της και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά, έφυγε προβληματισμένη.
   Χαμένη μέσα στον δικό της κόσμο πληκτρολογούσε ώρες ολόκληρες γράμματα και σύμβολα, προσπαθώντας να ολοκληρώσει την μοναδική της ευχαρίστηση.
   Μόλις τελείωσε έσωσε την δουλειά της και κλείνοντας τον υπολογιστή, κατέβηκε κάτω να φάει κάτι. Η μητέρα της κουρασμένη και εκείνη από την δική της δουλειά, είχε ξαπλώσει να κοιμηθεί εδώ και πολύ ώρα. Κάνοντας σιγά για να μην την ενοχλήσει, η Ελεάνα άνοιξε το ψυγείο βγάζοντας έξω για να ζεστάνει το φαγητό που της είχε φυλάξει.
   Καθισμένη στο μικρό τραπέζι της κουζίνας άνοιξε για λίγο την τηλεόραση για παρέα όσο θα έτρωγε, έχοντας όμως πολύ χαμηλά τον ήχο της για να μην ξυπνήσει την μητέρα της.
   Ξαφνικά η εικόνα που έβλεπε χάθηκε από μπροστά της αντικαθιστώντας την με πολλά παράσιτα. Όποιο κανάλι και αν δοκίμασε να αλλάξει όλα έδειχναν τα ίδια παράσιτα. Περίεργη για το τι έγινε, σηκώθηκε από την καρέκλα της πηγαίνοντας στην τηλεόραση. Ελέγχοντας το καλώδιο της κεραίας για να δει αν ήταν στην θέση του, είδε πως όλα ήταν σωστά τοποθετημένα, όταν άκουσε από το πουθενά μια απαλή φωνή, να φωνάζει το όνομα της.
   Κοιτώντας γύρω της παραξενεμένη, διαπίστωσε ότι η φωνή ερχόταν μέσα από την τηλεόραση. Την ίδια στιγμή είδε να σχηματίζεται ανάμεσα στα παράσιτα το όνομά της. Τρομαγμένη τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα αλλά εκείνη εξακολουθούσε να δείχνει το ίδιο πράμα. Βάζοντας τις φωνές, είδε ξαφνικά μπροστά της την μητέρα της αναστατωμένη που έντρομη και εκείνη την κοιτούσε γεμάτη απορία.
   -Κοίτα! της φώναξε η Ελεάνα δείχνοντάς της την τηλεόραση που έπαιζε πάλι το πρόγραμμα στο κανάλι που έβλεπε πριν με, το καλώδιο να είναι ακόμα στην πρίζα. 
   Ξέροντας τι σκεφτόταν η μητέρα της, βρίσκοντας ξανά τον έλεγχο του εαυτού της, την πλησίασε παίρνοντάς την αγκαλιά.
   -Συγνώμη που σε ξύπνησα μαμά, νόμιζα πως κάτι είδα... της είπε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί.
   -Είμαι πολύ κουρασμένη από την δουλειά, καλύτερα να πάω να ξαπλώσω,συμπλήρωσε.
   -Σίγουρα είσαι καλά; την ρώτησε η μητέρα της με στοργή χαϊδεύοντάς της το μάγουλο.
   -Ναι μαμά μην ανησυχείς! Όλα είναι καλά! είπε καθησυχάζοντάς την.
   -Απλά τόσες ώρες στον υπολογιστή, τα μάτια μου κουράστηκαν και δεν ξέρουν τι βλέπουν, κατέληξε προσπαθώντας να της δώσει μια λογική εξήγηση.
   -Πήγαινε να ξαπλώσεις αγάπη μου. Δουλεύεις πολλές ώρες... Δεν θα έπρεπε τόσο πολύ! της απάντησε η μητέρα της εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία.
   -Είσαι νέα ακόμα! Πρέπει να διασκεδάζεις λίγο και εσύ!
   -Μαμά σε παρακαλώ... δεν είναι η κατάλληλη ώρα, απάντησε η Ελεάνα και θέλοντας να αποφύγει την συνέχεια της συζήτησης, έφυγε βιαστικά για το δωμάτιο της.
   -Και πότε είναι... ψιθύρισε απελπισμένη η μητέρα της βλέποντάς την να φεύγει.
   Την άλλη μέρα το πρωί κανείς τους δεν συζήτησε το βραδινό συμβάν. Το άφησαν να περάσει έτσι, η κάθε μία για τους δικούς της σκοπούς. Η μητέρα της ήξερε ότι άλλη μια τέτοια συζήτηση δεν θα οδηγούσε πουθενά, ενώ η Ελεάνα ήθελε να το ξεχάσει.
   Έφαγαν το πρωινό τους χωρίς να μιλούν μεταξύ τους και αποχαιρετώντας την μητέρα της που έφυγε για τη δουλειά της, η Ελεάνα ξεκίνησε για την δική της.
   Κόντευε να φτάσει στη δουλειά της όταν κάποιος προσπάθησε να την σταματήσει…
   -Συγνώμη δεσποινίς, της φώναξε.
   -Παρακαλώ… Τί θέλετε; τον ρώτησε με ευγένεια η Ελεάνα κοιτάζοντάς τον με περιέργεια.
   Ήταν ένας άντρας αρκετά μεγάλος σε ηλικία ο οποίος φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος στο πρόσωπο του. Τα ρούχα του έμοιαζαν αρκετά παλιά και ξεφτισμένα. Με μάτια που γυάλιζαν, την κοιτούσε αμίλητος.
   -Λοιπόν; τον ρώτησε ξανά η Ελεάνα.
   -Εσύ είσαι! της είπε έκπληκτος ο άντρας προσπαθώντας να την αγγίξει, κοιτάζοντάς την με θαυμασμό.
   Θεωρώντας τον τρελό, η Ελεάνα τραβήχτηκε απότομα πίσω και γυρνώντας του την πλάτη, άνοιξε το βήμα της προσπαθώντας να απομακρυνθεί από αυτόν. Κοιτώντας πίσω της, είδε τον άντρα να στέκεται ακίνητος κοιτάζοντάς την με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη.
   Όλη μέρα στο γραφείο της σκεφτόταν αυτά τα δύο συμβάντα. Από την μια η τηλεόραση και από την άλλη αυτός ο παράξενος άντρας. Γελώντας μόνη της και όντας προληπτική, αναρωτιόταν με τι άλλο θα τρίτωνε το “κακό”.
   Φεύγοντας πιο νωρίς από την δουλειά της, αφού οι προϊστάμενοι της είχαν μείνει πολύ ικανοποιημένοι από το έργο που τους παρουσίασε, σκέφτηκε να πάει μια βόλτα στο κοντινό πάρκο της περιοχής.
   Περπατώντας μόνη προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Χαζεύοντας τα παιδάκια που έπαιζαν αμέριμνα με τον μπαμπά τους, περνούσαν από το μυαλό της οι δικές της στιγμές με τον πατέρα της. Έκατσε σε ένα παγκάκι, κοιτώντας τα με νοσταλγία. Και τι δεν θα έδινε για να γυρνούσε τον χρόνο πίσω και να ζήσει έστω και για 1 λεπτό την δικιά της αμέριμνη στιγμή με το δικό της πατέρα.
   Μέσα στο μυαλό της, ηχούσαν ακόμα οι παιδικές φωνές της όταν γελούσε και διασκέδαζε με τον μπαμπά της. Παραμένοντας ανέκφραστη, το μόνο που πρόδιδε την σιωπηλή της σκέψη, ήταν ένα μικρό δάκρυ που κύλησε από τα μάτια της.
   Φτάνοντας στο σπίτι της είδε ξανά τον παράξενο άντρα, που βλέποντάς την ξανά άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Εκείνη φοβούμενη ότι ήθελε να της κάνει κακό, έτρεξε προ την πόρτα του σπιτιού της και ανοίγοντάς την βιαστικά μπήκε μέσα. Το μόνο που πρόλαβε να ακούσει ήταν οι απεγνωσμένες φωνές του, που της έλεγαν να σταματήσει.
   Με την πλάτη κολλημένη στην πόρτα, προσπαθούσε να πάρει βαθιές ανάσες. Ξεφυσώντας λαχανιασμένη, έριξε μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο του σαλονιού για να δει αν ήταν ακόμα εκεί έξω. Δεν τον είδε. Ήταν διατεθειμένη να φώναζε ακόμα και την αστυνομία αν τον έβλεπε ακόμα εκεί, αλλά αφού είχε εξαφανιστεί, δεν ήθελε να ταράξει άδικα πάλι την μητέρα της.
   Εξ' άλλου ο πατέρας της την είχε μάθει πάρα πολύ καλά να αμύνεται σε καταστάσεις που δεν μπορούσε να αποφύγει. Δεν είχε ξεχάσει ποτέ όλα αυτά που την είχε μάθει. Είχε ακόμα εκείνο το ημερολόγιο που τα σημείωνε. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Αφού όλα αυτά ήταν ό,τι είχε απομείνει από εκείνον.
   Περίμενε την μητέρα της να σχολάσει ετοίμαζε κάτι για να φάνε. Ήθελε να της κάνει μια φόρα κι εκείνη έκπληξη ξεκουράζοντάς την.
   -Μπα! Πως και έτσι νωρίς; την ρώτησε έκπληκτη αλλά και χαρούμενη η μητέρα της μόλις μπήκε μέσα βλέποντάς την στην κουζίνα να ετοιμάζει το τραπέζι.
   -Σχόλασα νωρίτερα σήμερα! απάντησε η Ελεάνα ενθουσιασμένη που είδε τον σκοπό της να πραγματοποιείται.
   -Μμμμ και τι καλό μας ετοιμάζεις; συνέχισε η μητέρα της, τακτοποιώντας τα πράγματά της στον καλόγερο της εισόδου.
   -Κάτι που θα σε κάνει να αναθεωρήσεις την άποψη σου ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω! άκουσε να της απαντά η κόρη της γεμάτη καμάρι.
   Έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη, η μητέρα της πλησίασε την κουζίνα δήθεν φοβούμενη με αυτό που θα αντίκριζε, θέλοντας να πειράξει και εκείνη λίγο την κόρη της.
   -Και που είναι τα τηγανητά αυγά; είπε αμέσως μετά πλησιάζοντας την Ελεάνα.
   -Εξυπνάδες! απάντησε δήθεν θιγμένη η Ελεάνα παίζοντας και εκείνη το παιχνίδι της.
   Ανοίγοντας τον φούρνο, έβγαλε από μέσα ένα ταψί με ρολό τυλιχτό και πατάτες. Κοιτώντας μια το ρολό και μια την μητέρα της, το άφησε στο τραπέζι παίρνοντας ένα αστείο ύφος.
   -Τι έχεις να πεις τώρα; την ρώτησε κοιτάζοντάς την με ύφος χιλίων καρδιναλίων.
   -Έλα πες μου πότε το παρήγγειλες; την ρώτησε η μητέρα της θέλοντας να την πειράξει λίγο ακόμα.
   -Μα τι λες! Με τα χεράκια μου το έφτιαξα! απάντησε θυμωμένη η Ελεάνα πιστεύοντας τα λόγια της μητέρας της.
   -Το ξέρω αγάπη μου! Και μπράβο σου! Με αποστόμωσες! της είπε κοιτάζοντας την με καμάρι.
   -Δεν θα ξαναπώ ποτέ τίποτα για την μαγειρική σου. Στο ορκίζομαι!
   -Αρκεί να είναι και νόστιμο... μουρμούρισε η Ελεάνα, δείχνοντας να αμφιβάλει για την δεξιοτεχνία της.
   -Θα είναι... άκουσε να την καθησυχάζει η μητέρα της.
   Απολαμβάνοντας το πραγματικά υπέροχο γεύμα, συζητούσαν λέγοντας η μία στην άλλη τα νέα της ημέρας. Μη θέλοντας να χαλάσει η Ελεάνα την υπέροχη στιγμή τους, απέφυγε να αναφέρει το περιστατικό με τον άγνωστο άντρα. Ωστόσο της ανέφερε την βόλτα της στο πάρκο, ξέροντας ότι κάτι τέτοιο θα την χαροποιούσε ιδιαίτερα.
   -Μπράβο αγάπη μου, με κάνεις πολύ περήφανη! Μετά από αυτό το καταπληκτικό ρολό, δεν περίμενα να νιώσω σήμερα τόσο πολύ χαρούμενη! Σε ευχαριστώ!
   Θέλοντας να αποφύγει την συναισθηματική φόρτιση που άρχισε να νιώθει η Ελεάνα, αλλά και φοβούμενη μήπως η μητέρα της το προχωρούσε και άλλο, άλλαξε αμέσως την κουβέντα.
   -Δεν με ρώτησες πως το έφτιαξα όμως αυτό το ρολό! της είπε με ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα.
   -Ναι αλήθεια πως το έκανες; Δεδομένου ότι ποτέ δεν με παρακολουθούσες να μαγειρεύω, αυτό είναι πολύ περίεργο! της απάντησε η μητέρα της μπαίνοντας αμέσως στο θέμα της νέας συζήτησης.
   -Άσε που πρέπει να παραδεχτώ πως είναι πιο νόστιμο από το δικό μου! κατέληξε δείχνοντας ότι πραγματικά εννοούσε αυτά που έλεγε, βάζοντας αχόρταγα την τελευταία μπουκιά στο στόμα της.
   -Χα! Το ‘ξερα ότι θα το έλεγες αυτό! απάντησε με περισσότερο καμάρι αυτή την φορά.
   Ήταν διαφορετικό να φαντάζεσαι κάτι από το να το ακούς με τα ίδια σου τα αυτιά. Και το γεγονός ότι άκουσε από την μητέρα της, που πάντα παινευόταν για την μαγειρική της, ότι έφαγε κάτι νοστιμότερο από αυτά που έφτιαχνε η ίδια, ήταν πολύ σπουδαίο πράγμα.
   -Ίντερνετ μαμά! φώναξε με πονηρό ύφος η Ελεάνα.
   -Δηλαδή; ρώτησε παραξενεμένα η μητέρα της.
   -Απλά βρήκα την καλύτερη συνταγή που κυκλοφορεί! της απάντησε δήθεν αδιάφορα η Ελεάνα, ξέροντας όμως ότι η μαμά της θα είχε σκάσει από περιέργεια για να μάθει λεπτομέρειες.
   Και πράγματι, δείχνοντας εξαιρετικό ενδιαφέρον για να μάθει τι είχε κάνει η κόρη της, έκατσαν οι δυο τους και συζητούσαν απολαμβάνοντας κυριολεκτικά η μία την παρέα της άλλης ώρες ολόκληρες.
   Η υπόλοιπη μέρα τους κύλησε στο ίδιο ευχάριστο κλίμα, βλέποντας τηλεπαιχνίδια στην τηλεόραση, κάνοντας μια βόλτα το απόγευμα στο πάρκο και τέλος φτιάχνοντας μαζί βραδινό.
   Μόνο όταν τα έκαναν όλα αυτά κατάλαβαν πόσο πολύ ανάγκη τα είχαν και οι δυο τους. Με τις καταστάσεις που είχαν περάσει, είχαν απομακρυνθεί λίγο η μία από την άλλη. Βιώνοντας η κάθε μία τον δικό της πόνο, είχαν ξεχάσει ότι μόνο ενωμένες μπορούσαν να απαλύνουν την μοναξιά τους. Σαν δυο φωνές κλεισμένες μέσα στην σιωπή τους, που ποτέ δεν μπορούσε να ακούσει η μία την άλλη.Και αν η μητέρα της είχε προσπαθήσει έστω και για λίγο να το αλλάξει αυτό, η Ελεάνα ήταν αυτή που είχε απομονωθεί τελείως. Μα τώρα είχαν καταλάβει και οι δυο τους το λάθος αυτό και δεν είχαν σκοπό να το επαναλάβουν.
   Ξαπλωμένη η Ελεάνα στο κρεβάτι της, σκεπτόταν για άλλη μια φορά πόσο ανούσια κυλούσε η ζωή της. Μα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να το αλλάξει αυτό. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να χάσει πάλι αυτόν που θα αγαπούσε. Αν της συνέβαινε για άλλη μια φορά αυτό, τότε και το δικό της τέλος θα ήταν προδιαγεγραμμένο. Έτσι προτίμησε να συνεχίσει την ζωή της στην ασφάλεια της μοναξιάς.
   Απορροφημένη μέσα στις σκέψεις της, είδε ξαφνικά την οθόνη του υπολογιστή της να ανάβει. Γυρνώντας το κεφάλι της προς τα εκεί, είδε να γράφει κάτι που επαναλαμβανόταν δίχως όμως να μπορεί να ξεχωρίσει τι.
   Αν και ένιωθε έναν φόβο μέσα της, ωστόσο το ένστικτο της "λέγοντάς" της ότι δεν κινδύνευε την οδηγούσε να σηκωθεί να δει τι έγραφε.
   “Δέξου τον...” έγγραφε συνέχεια η οθόνη της γεμίζοντας όλη με αυτή την μικρή πρόταση.
   Αναρωτώμενη για τί πράγμα μιλούσε, την κοιτούσε σαν υπνωτισμένη καθώς η μία μετά την άλλη οι λέξεις αυτές επαναλαμβάνονταν. Μέχρι που ένιωσε ένα μούδιασμα στο κεφάλι και κατακλύζοντας την το σκοτάδι, έπεσε κάτω χάνοντας τις αίσθησης της.
   Την άλλη μέρα το πρωί, ο ήχος από το ξυπνητήρι την βρήκε στο κρεβάτι της κουκουλωμένη στα ζεστά σκεπάσματά της. Κοιτώντας αμέσως την οθόνη του υπολογιστή της την είδε κλειστή. Παρ’ ό,τι μπερδεμένη όσο ποτέ άλλοτε, η λογική της την οδήγησε στο συμπέρασμα ότι προφανώς ήταν ένα άσχημο όνειρο.
   Κοιτώντας από το παράθυρο της, είδε ότι έξω είχε μια υπέροχη μέρα. Φορώντας κάτι ελαφρύ, κατέβηκε κάτω να φάει το καθιερωμένο πρωινό με την μητέρα της.
   -Καλημέρα μαμά... την χαιρέτησε με βαριά φωνή δείχνοντας πόσο νύσταζε ακόμα.
   -Καλημέρα κόρη μου! Ξενυχτήσαμε πάλι; την ρώτησε χαμογελώντας καθώς της έδινε ένα παγωμένο ποτήρι φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα.
   -Όχι δεν θα το έλεγα, απλά δεν κοιμήθηκα καλά... της απάντησε πίνοντας αυτό που της έδωσε.
   -Τι είχες παιδί μου; την ρώτησε ξανά με περισσότερο όμως ενδιαφέρον αυτή την φορά.
   -Δεν ξέρω ακριβώς... της είπε γελώντας η Ελεάνα ξέροντας ότι προφανώς ακούγονταν σαν χαζή.
   -Απλά είδα περίεργο όνειρο... κατέληξε θέλοντας να της δώσει μια σύντομη εξήγηση.
   -Τι όνειρο είδες; ρώτησε γεμάτη απορία, παρατώντας ό,τι έκανε εκείνη την στιγμή δίνοντάς της απόλυτη προσοχή της.
   -Είδα λέει την οθόνη του υπολογιστή μου να αναβοσβήνει.... και εγώ την κοιτούσα μέχρι που λιποθύμησα, άκουσε να της λέει η κόρη της, κρύβοντάς της όμως την επαναλαμβανόμενη λέξη που επίσης είχε δει. Δεν ήθελε να την βομβαρδίσει η μητέρα της με άλλες ερωτήσεις. Έτσι επέλεξε να της πει μονάχα όσα εκείνη έκρινε ότι έπρεπε να ξέρει.
   -Ξέρεις τι σημαίνει αυτό ε; άκουσε για άλλη μια φορά η Ελεάνα να την ρωτάει η μητέρα της, βλέποντας την να την κοιτάει με ύφος δήθεν αυστηρό.
   -Τι μαμά... απάντησε βαριεστημένα, ξέροντας που θα 
το πήγαινε.
   -Ότι δουλεύεις πολλές ώρες! Αυτό σημαίνει...
   -Καλημέρα μαμααα! απάντησε η Ελεάνα αδιάφορα κάνοντας ότι δεν είχε ακούσει τίποτα. Ύστερα αφήνοντας το ποτήρι που κρατούσε στο τραπέζι, δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο, φόρεσε ένα ελαφρύ μπουφάν και έφυγε για την δουλειά της.
   -ΦΟΡΕΣΕ ΚΑΤΙ ΠΙΟ ΧΟΝΤΡΟ! ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ! της φώναξε αλλά δίχως αντίκρισμα.
   Ααααχ… Τί θα κάνω με εσένα... μουρμούρισε η μητέρα της κουνώντας το κεφάλι καθώς την έβλεπε να φεύγει.
   Κοιτώντας η Ελεάνα το ρολόι της, είδε ότι είχε περάσει πολύ η ώρα. Αν πήγαινε πάλι με τα πόδια στην δουλειά θα αργούσε. Έτσι, ανοίγοντας το βήμα της, έτρεξε να πάρει ένα ταξί ώστε να φτάσει έγκαιρα στην εταιρεία. Παίρνοντας το πρώτο που πέρασε από μπροστά της, μπήκε μέσα βιαστικά. Όπως απομακρυνόντουσαν όμως, είδε πάλι τον άγνωστο άντρα, που όμως αυτή την φορά την παρατηρούσε αμίλητος από το απέναντι πεζοδρόμιο. Μέχρι που το ταξί έστριψε, κάνοντάς την να τον χάσει από τα μάτια της.
   Οι ώρες που περνούσε στην δουλειά της ήταν ότι πιο κοντινό υπήρχε για εκείνη σε διασκέδαση. Έκανε αυτό που της άρεσε πάρα πολύ και πληρώνονταν κιόλας. Πόσοι άνθρωποι έχουν την χαρά να το ζουν αυτό, σκεπτόταν κάθε φορά που η μητέρα της, τής έλεγε να βγει έξω και να διασκεδάσει όπως κάθε κοπέλα της ηλικίας της.
   -Καλημέρα Ελεάνα... άκουσε την φωνή ενός συναδέλφου της σχεδόν αμέσως μόλις έκατσε στο γραφείο της.
   -Καλημέρα και σε εσένα Πέτρο, του απάντησε ξερά δίχως καν να τον κοιτάξει, δείχνοντας απασχολημένη με το να ανοίγει τον υπολογιστή της.
   Κοιτάζοντάς την διστακτικά, ο Πέτρος προσπαθούσε να πάρει κουράγιο για να συνεχίσει αυτό που ήθελε να της πει.
   -Ξέρεις... Ξεκίνησε να της λέει κομπιάζοντας. Σκεπτόμουν μήπως ήθελες να πάμε καμιά βόλτα το βράδυ... κατάφερε τελικά να πει, ξεφυσώντας στο τέλος από ανακούφιση αφού ο μόνος τρόπος για να το βγάλει από μέσα του, ήταν δίχως να πάρει άλλη ανάσα. Ένιωθε τόσο αγχωμένος κάθε φορά που την συναντούσε, που είτε της μιλούσε είτε όχι, πάντα του κοβόταν η αναπνοή.
   -Πέτρο, τα έχουμε ξανά πει αυτά... του είπε με γλυκό ύφος δίχως να θέλει να τον φέρει σε δύσκολη θέση ξανά. Αλλά δεν της άφηνε και εκείνος άλλα περιθώρια, ήταν πολύ επίμονος.
   -Ναι ξέρω... απλά έλεγα μήπως είχε αλλάξει γνώμη... της απάντησε κατεβάζοντας το κεφάλι από ντροπή.
   Κάνοντας να φύγει, η Ελεάνα τον σταμάτησε.
   -Δεν είναι ότι δεν μου αρέσεις. Είσαι πολύ γλυκός και φαίνεσαι πολύ καλός σαν άνθρωπος...ξεκίνησε να του λέει προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Και δεν του έλεγε ψέματα, όντος τον έβλεπε έτσι και αυτό ήταν που την έκανε να θέλει να κρατάει περισσότερες αποστάσεις.
   -Απλά περνάω μια δύσκολη φάση τώρα και θα ήθελα να μείνω λίγο μόνη μου, αυτό είναι όλο, του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
   -Καταλαβαίνω... Αν ποτέ θελήσεις να μιλήσεις σε κάποιον φίλο, να ξέρεις ότι εγώ θα είμαι πάντα εδώ για εσένα... και χαμογελώντας της λίγο αμήχανα έφυγε από το γραφείο της το ίδιο ήσυχα όπως είχε μπει.
   Ξαφνικά θυμήθηκε το μήνυμα στην οθόνη του υπολογιστή της. Μήπως δεν ήταν τελικά όνειρο, αλλά ένα μήνυμα από κάποιον; Ένα μήνυμα που της έλεγε να δώσει μια ευκαιρία στον Πέτρο με το να αποδεχτεί κάποια από τις προτάσεις του; Και αν ναι, ποιος θα μπορούσε να της το είχε στείλει; Μήπως ο πατέρας της;
   Μα της φάνηκαν τόσο γελοία όλα αυτά που αμέσως τα προσπέρασε γελώντας ασυναίσθητα. Επικεντρώνοντας ξανά την προσοχή της στην δουλειά, συνέχισε αυτό που ήξερε να κάνει καλά. Να χάνεται με το μυαλό της μέσα σε αχανείς κόσμους φτιαγμένους από γράμματα και αριθμούς.
   Η εβδομάδα πέρασε δίχως κάποιο άλλο ιδιαίτερο συμβάν, πέραν από τον άγνωστο άντρα που εξακολουθούσε να την κοιτάζει από το απέναντι πεζοδρόμιο χωρίς όμως να την ενοχλεί. 
   Είχε σκεφτεί πάρα πολλές φορές να φωνάξει την αστυνομία φοβούμενη ότι αυτή του η επιμονή δεν ήταν για καλό σκοπό, από την άλλη όμως είχε ένα περίεργο βλέμμα όταν την κοιτούσε, που δεν υποδήλωνε σε τίποτα ότι ήθελε να της κάνει κακό. Αντίθετα, φαινόταν πολύ λυπημένος και ειδικά όταν έπαιρνε αυτή την έκφραση που υποδήλωνε την ανάγκη του να της μιλήσει. Μα αμέσως οπισθοχωρούσε δείχνοντας πιο φοβισμένος από εκείνη. Έτσι άρχισε πιο πολύ να τον λυπάται, παρά να τον φοβάται.
   Βγαίνοντας η Ελεάνα έξω για να πάει να ψωνίσει, τον είδε όπως πάντα στην καθιερωμένη του πλέον γωνία. Αποφασισμένη να δει επιτέλους τι ήθελε, τον πλησίασε προετοιμασμένη πάντα για κάθε ενδεχόμενο.
   -Τι θέλεις επιτέλους από εμένα; τον ρώτησε πολύ αυστηρά, θέλοντας να του δείξει με το ύφος της ότι αν είχε στο νου του κάτι πονηρό καλύτερο να το ξανά σκεπτόταν.
   -Μονάχα να σου μιλήσω... της απάντησε ο ξένος με ήρεμη φωνή.
   -Εμπρός λοιπόν... Μίλα, συνέχισε η Ελεάνα στον ίδιο τόνο.
   -Όχι εδώ... Αν θες και εσύ πάμε κάπου πιο ήσυχα; την ρώτησε διστακτικά ο άντρας.
   Σκεπτική η Ελεάνα μήπως έπαιρνε μια απόφαση που ύστερα θα την έκανε να μετανιώσει, τον κοιτούσε με καχυποψία.
   -Καταλαβαίνω την ανησυχία σου... της είπε ο ξένος βλέποντας την ανησυχία της.
   -Και εγώ στην θέση σου θα φοβόμουν, όμως στο ορκίζομαι δεν έχω σκοπό να σου κάνω κακό, μονάχα να εκπληρώσω τον σκοπό μου θέλω... Τίποτε άλλο...
   -Το σκοπό σου; τον ρώτησε με περιέργεια η Ελεάνα.
   -Όλοι στην ζωή μας έχομε κάποιο σκοπό! Ο δικός μου είναι να μεταφέρω μηνύματα…
   -Τι είδους μηνύματα; τον ρώτησε με περισσότερη περιέργεια αυτή την φορά η Ελεάνα.
   -Να τα πούμε κάπου άλλου; Όπου θες εσύ! της απάντησε δείχνοντας αρκετά ανήσυχος, αλλά προσπαθώντας συγχρόνως να την κάνει να νιώσει ασφαλής.
   Κεντρίζοντάς της περισσότερο το ενδιαφέρον, του έκανε νόημα να την ακολουθήσει, οδηγώντας τον σε μία αρκετά κεντρική καφετέρια στο κέντρο της πόλης.
   -Σε ακούω λοιπόν... του είπε κατευθείαν η Ελεάνα με το που έκατσαν.
   -Ας παραγγείλουμε πρώτα κάτι για να μην μας διακόψουν, έχω να σου πω πολύ σημαντικά πράγματα... Μην περιμένει και ο άνθρωπος, είπε δείχνοντας με το βλέμμα του τον σερβιτόρο που είχε ήδη έρθει.
   Παρήγγειλαν βιαστικά και ο σερβιτόρος έφυγε γρήγορα για να εκτελέσει την παραγγελία.
   -Καταλαβαίνεις ότι δεν θα σου αφιερώσω όλο τον χρόνο που διαθέτω σήμερα έτσι δεν είναι; τον ρώτησε η Ελεάνα δείχνοντάς του λίγο τον εκνευρισμό της.
   -Και όμως θα τον αφιερώσεις... άκουσε να της απαντά με απόλυτη σιγουριά.
   -Και ξέρεις γιατί; την ρώτησε αμέσως μετά.
   Βλέποντάς την να τον κοιτάει με ενδιαφέρον, της έδωσε την απάντηση που ήθελε εκείνος να ακούσει εκφράζοντάς της έτσι και την ανησυχία του.
   -Γιατί σήμερα μετά από αυτά που θα σου πω, είναι πιθανόν η τελευταία μέρα που θα με δεις...
   -Θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει; Με παρακολουθείς τόσο καιρό. Ξέρεις πόσες φορές είχα σκεφτεί να φωνάξω την αστυνομία;
   -Ναι το ξέρω και σε ευχαριστώ που δεν το έκανες! Όχι τόσο για εμένα, όσο για εσένα, της απάντησε αινιγματικά.
   -Για εμένα; τον ρώτησε λίγο ειρωνικά, αρχίζοντας να πιστεύει ότι είχε να κάνει με τρελό χάνοντας τον χρόνο της μαζί του.
   Κοιτάζοντάς την με το διαπεραστικό του βλέμμα, σαν να διάβαζε την σκέψη της χαμογέλασε και φέρνοντας λίγο πιο κοντά του τον καφέ που του σέρβιρε ο υπάλληλος της καφετέριας, περιμένοντας να σερβίρει και την Ελεάνα για να φύγει και να μείνουν μόνοι τους.
   -Κατ’ αρχάς σε ευχαριστώ για την παράταση ζωής που μου έδωσες... ξεκίνησε να της λέει αμέσως μόλις έφυγε ο σερβιτόρος συνεχίζοντας την ροή των σκέψεων του.
   -Όσον αφορά την αστυνομία, το μόνο που θα κατάφερνες θα ήταν να μην ακούσεις ποτέ αυτά που θα είχα σου πω, αλλά από την άλλη προστατεύοντας εμένα από τον κίνδυνο...
   Η Ελεάνα τον άκουγε όλη αυτή την ώρα δίχως να μιλάει, νιώθοντας μέσα της πιο μπερδεμένη από ποτέ. Το χειρότερο όλων όμως για αυτήν, ήταν όταν τον άκουσε να αφοπλίζει τόσο άνετα τις προσπάθειες της να τον φοβερίσει.
   -Αυτό άσε με να το κρίνω εγώ, όταν επιτέλους αφήσεις της σάλτσες και μπεις στο θέμα... του απάντησε διακόπτοντάς τον προσπαθώντας να του δείξει πως ούτε και αυτή πτοούταν από αυτά που της έλεγε.
   Περισσότερο όμως ήταν μια μορφή άμυνας, παρά κάτι που ένιωθε στα αλήθεια. Η πραγματικότητα ήταν ότι είχε αρχίσει να ανησυχεί με ό,τι είχε ακούσει ως τώρα. Δεν ήξερε τί από όλα αυτά ήταν υπερβολή ή όχι, σίγουρα όμως η σοβαρότητα που της τα έλεγε υποδείκνυαν ότι δεν αστειευόταν.
   -Ναι έχεις δίκιο, όμως πρέπει να γνωρίζεις ακριβώς πως έχει η κατάσταση, άκουσε να της λέει προσπαθώντας να της δώσει να καταλάβει πώς είχαν τα πράγματα.
   Πίνοντας μια γουλιά καφέ, πήρε μια βαθιά ανάσα ξεκινώντας να της εξηγεί όλα αυτά που τόση ώρα τα ανέφερε μόνο ως υπονοούμενα.
   -Όπως σου είπα όλοι μας έχουμε έναν σκοπό στην ζωή μας. Ο δικός μας είναι να μεταφέρω ιδιαίτερα μηνύματα. Και λέω ιδιαίτερα γιατί αυτά που έχω να μεταφέρω δεν προέρχονται από τους ζωντανούς...
   Σταματώντας στην τελευταία λέξη, έριξε μια διαπεραστική ματιά στην Ελεάνα για να δει την αντίδρασή της. Βλέποντας αυτό που φοβόταν, το δύσπιστο ύφος της, σταμάτησε για λίγο τον τρόπο σκέψεώς του θέλοντας να κεντρίσει μια και καλή το ενδιαφέρον της.
   -Όταν πέθανε ο πατέρας σου... Ελεάνα... ήρθε σε εμένα για να σου μεταφέρω κάποιο μήνυμα, βλέποντας σε από εκεί που βρίσκεται πόσο πολύ υποφέρεις, αλλά και τον λάθος δρόμο που πήρες, ξεκίνησε να της λέει αρκετά πιο δυναμικά αυτή την φορά.
   -Δηλαδή θες να μου πεις ότι “μίλησες” με τον πατέρα μου; τον ρώτησε τραβώντας της πραγματικά την προσοχή.
   -Δεν θέλω να στο πω... Στο λέω! Εσύ δεν ξέρω αν είσαι έτοιμη να με ακούσεις!
   -Συνέχισε! Έχεις την αμέριστη προσοχή μου... του απάντησε γεμάτη περιέργεια για το που θα κατέληγε η συζήτηση αυτή.
   -Και μιας και ξέρεις το όνομα μου, δεν μου λες και εσύ το δικό σου; τον ρώτησε θέλοντας να νιώσει πιο οικεία κοντά του.
   -Ναι έχεις δίκιο, συγχώρεσε την αγένεια μου! Απλά ακόμα νιώθω ότι θα αρχίσεις να τρέχεις και βιάζομαι να στα πω όλα! προσπάθησε να της δικαιολογηθεί ο άγνωστος άντρας.
   -Το όνομα μου είναι Στέφανος... της απάντησε χαμογελώντας της για πρώτη φορά.
   -Λοιπόν Στέφανε... Μπορείς να συνεχίσεις! τον προέτρεψε η Ελεάνα γεμάτη αγωνία.
   Ήταν διατεθειμένη να ακούσει τα πάντα που αφορούσαν τον πατέρα της. Ακόμα και ψέματα να ήταν, η ανάγκη της την έσπρωχνε να δέχεται ό,τι αφορούσε εκείνον. Τα πάντα. Ζώντας τόσο χρόνια μονάχα με τις αναμνήσεις που είχε από τον πατέρα της, κάθε τι καινούργιο ήταν ευπρόσδεκτο. Γιατί τον ένιωθε σαν να ήταν ζωντανός, σαν να είχε πάει απλά κάποιο ταξίδι και μάθαινε από κάποιον κοινό φίλο νέα του, αφήνοντας το μυαλό της να ζει μέσα από αυταπάτες.
   -Είμαι αυτό που ο περισσότερος κόσμος αποκαλεί ως “ενδιάμεσο”. Γεννήθηκα με αυτό το χάρισμα, να ακούω φωνές από έναν άλλο κόσμο, αλλά και να βλέπω θαμπές εικόνες των προσώπων που πρέπει να μιλήσω. Για εμένα δεν υπάρχει η ησυχία της σιωπής όπως εσύ μπορείς να απολαύσεις κάθε στιγμή. Μονάχα φωνές και εικόνες που πρέπει να διαχωρίσω ανάλογα με τα μηνύματα που έχουν να δώσουν. Δεν θα σε κουράσω όμως με τις δικές μου περιττές λεπτομέρειες, οπότε θα μπω κατευθείαν στο θέμα που μας έφερε εδώ...
   Κάνοντας μια πολύ μικρή παύση, συνέχισε να της μιλάει νιώθοντας και ο ίδιος πλέον πιο άνετα μαζί της.
   -Ο πατέρας σου λυπάται πάρα πολύ που σε “βλέπει” να μένεις άδεια από αγάπη. Δεν ήταν αυτό που ήθελε για εσένα! Θέλει να σε νιώθει πάντα ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη. Μόνο όταν σε δει έτσι θα μπορέσει να αναπαυτεί η ψυχή του...
   Βλέποντάς την να δακρύζει, κατάλαβε πως ό,τι είχε πει ως τώρα ήταν αλήθεια. Όχι ότι είχε αμφιβολία για αυτό, αλλά απλά καμιά φορά φοβόταν μήπως δεν αντιλαμβανόταν σωστά τα μηνύματα που δεχόταν.
   -Μου είπε να σου πω, ότι όλα αυτά που σου μάθαινε θέλει να σε “δει” να τα υλοποιείς! Να κάνεις ευτυχισμένο όποιον άνθρωπο διαλέξεις να βάλεις εσύ στην ζωή σου, όπως έκανες ευτυχισμένο τόσα χρόνια και εκείνον!
   Ξεσπώντας πια σε λυγμούς η Ελεάνα, τον κοιτούσε γεμάτη απόγνωση κρεμασμένη κυριολεκτικά από τα χείλη του.
   -Όλα αξίζουν τον κόπο, αν η ψυχή δεν είναι μικρή... της ψιθύρισε σκύβοντας προς το μέρος της.
   -Τι...τι είπες; τον ρώτησε αιφνιδιασμένη από αυτό που τις είπε.
   -Μια φράση που επιθυμούσε ο πατέρας σου να σου πω, εσύ θα καταλάβαινες είπε... Έχεις και εσύ μεγάλη ψυχή μικρή μου, όπως εκείνος! Μπορείς να τα καταφέρεις! άκουσε να την παροτρύνει ο Στέφανος πιάνοντάς της ελαφρά το χέρι από συμπόνια.
   -Ναι θα το κάνω, θέλω να συνεχίσει να νιώθει περήφανος για εμένα, απάντησε η Ελεάνα χαμογελώντας λίγο, βγάζοντας ξανά από μέσα της το παιδί που έκρυβε.
   -Μπράβο! Πίστεψε με αυτό θα τον γαλήνευε πάρα πολύ... της είπε εμψυχώνοντας την.
   Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον για λίγα λεπτά, είχαν ξεχάσει πια τις άσχημες στιγμές τους μέχρι να καταφέρουν επιτέλους να μιλήσουν. Η Ελεάνα μετανιώνοντας που δεν τον είχε αφήσει τόσο καιρό να της μιλήσει, σκεπτόταν όλα αυτά που της είχε πει.
   -Μίλησες στην αρχή Στέφανε και για έναν κίνδυνο όμως, σε τι ακριβός αναφερόσουν; τον ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον, αμέσως μόλις θυμήθηκε τα πρώτα λόγια του.
   -Ναι... έχουμε και αυτό... της απάντησε εμφανώς προβληματισμένος. Κοίτα κορίτσι μου, μέσα στις τόσες φωνές που ακούω, κάποιες δεν είναι και τόσο καλές...
   -Δηλαδή; τον ρώτησε με ανησυχία η Ελεάνα.
   Δείχνοντας σκεπτικός, ο Στέφανος αναρωτιόταν πως μπορούσε να της πει αυτό που ήθελε χωρίς να την φοβίσει. Μα ο μόνος τρόπος ήταν να της μιλούσε ξεκάθαρα.
   -Στην δική σου περίπτωση, εκτός από τον πατέρα σου ακούω και μια άλλη φωνή... Από μια ψυχική παρουσία που ακόμα σε αναζητά, που δεν αποδέχεται ακόμα τον θάνατο της...
   -Τον Νικήτα; άκουσε να τον ρωτάει έκπληκτη η Ελεάνα.
   -Είναι αυτός που χάθηκε ερχόμενος σε εσένα; την ρώτησε έχοντας ακόμα σκεπτικό ύφος.
   -Ναι...
   Αναστενάζοντας προβληματισμένος ο Στέφανος, κουνούσε το κεφάλι του εκφράζοντας έτσι αυτό που σκεφτόταν.
   -Δυστυχώς η ψυχή αυτού του ανθρώπου... δεν μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός ότι πρέπει να φτιάξεις την ζωή σου ξανά, άρχισε επιτέλους να της εξηγεί αρκετά διστακτικά. Πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να προδίδεις την αγάπη που είχατε...
   -Και τι ζητά; τον ρώτησε δείχνοντας λίγο φοβισμένη.
   -Να μην σου μεταφέρω τίποτα από αυτά που ζήτησε ο πατέρας σου...
   -Ορίστε; αναφώνησε ξαφνιασμένη η Ελεάνα.
   Περνώντας αστραπιαία η σκέψη από το μυαλό της ότι ενώ είχε ακούσει τόσα πολλά μέχρι και πριν λίγο, αυτό ήταν που είχε καταφέρει να την ξαφνιάσει.
   -Ναι αλλά...εσύ μου τα πες, κατέληξε διστακτικά και εκείνη, αναρωτώμενη αν θα άντεχε την απάντησή του σε αυτό.
   -Για αυτό σου είπα ότι σε ευχαριστώ για την παράταση ζωής που μου έδωσες... της απάντησε έχοντας ένα ύφος πραγματικής ευγνωμοσύνης.
   Κοιτώντας τον αμήχανα η Ελεάνα, αναρωτιόταν μήπως σε αυτό το σημείο ο Στέφανος υπερέβαλε λίγο. Αν είχε γεννηθεί με αυτό το χάρισμα και είχε φτάσει σε αυτή την ηλικία που τον έβλεπε, πως ήταν δυνατόν να κινδύνευε τώρα έτσι ξαφνικά; Τόσο καιρό γιατί δεν κινδύνεψε;
   -Σου έχει ξανασυμβεί αυτό; τον ρώτησε με ενδιαφέρον, προσπαθώντας να καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει, δίχως όμως να τον προσβάλει δείχνοντάς του ότι έπαιρνε αψήφιστα αυτά που της έλεγε.
   -Η αλήθεια είναι ότι με έχουν προειδοποιήσει και άλλες φορές οντότητες που δεν ήθελαν να εκπληρώσω το καθήκον μου, αλλά ποτέ δεν είχα διαισθανθεί επάνω τους τόση αρνητικότητα... ξεκίνησε να της εξηγεί ο Στέφανος.
   -Συνήθως όταν έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω κόντρα στην δική τους θέληση, είτε χάνονταν μια για πάντα από το μυαλό μου ανώδυνα, είτε μου προκαλούσαν διάφορα μικροατυχήματα, είτε έκαναν ζημιές μέσα στον χώρο που βρισκόμουν... συνέχισε να της λέει δείχνοντας εντελώς εξοικειωμένος με όλα αυτά.
   -Συγνώμη, αλλά επειδή προσπαθώ να καταλάβω σωστά αυτά που μου εξηγείς, πως γίνεται μια οντότητα όπως την ονομάζεις, να σου λέει να κάνεις κάτι, ενώ μια άλλη να μην το κάνεις! τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον η Ελεάνα.
   Ο Στέφανος ακούγοντας την εύλογη απορία της, χαμογέλασε ευχαριστημένος, αφού είχε καιρό να μιλήσει με έναν άνθρωπο που ενδιαφερόταν να μάθει κάτι παραπάνω πέραν από το μήνυμα που έπρεπε να ακούσει.
   -Όταν μια ψυχή φεύγει από το ανθρώπινο σώμα, δεν χάνεται όπως πιστεύουν οι περισσότεροι. Ταξιδεύει για λίγο μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον δικό μας και αυτόν που πρέπει να καταλήξει, ξεκίνησε να εξηγεί όσο πιο απλά μπορούσε ο Στέφανος.
   -Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι που μπορούν να παρατείνουν περισσότερο από όσο πρέπει το τελικό της ταξίδι προς το αιώνιο φως. Στην περίπτωση του πατέρα σου για παράδειγμα, είναι η αγνή και ανιδιοτελής αγάπη του για εσένα και η θέλησή του να σε δει ευτυχισμένη καθιστώντας αδύνατη την ανάπαυση της ψυχής του όσο σε νιώθει δυστυχισμένη. Ενώ στην περίπτωση του Νικήτα ο προσωπικός του εγωισμός και η υπερβολική κτητική αγάπη που σου είχε εν ζωή, είναι κάτι που τον ακολουθεί ακόμα και μετά θάνατον. Οι πράξεις μας όσο ζούμε, αγαπητό μου παιδί, καθορίζουν το πόσο γρήγορα θα αναπαυθεί η ψυχή μας! Γιατί σε διαβεβαιώνω ότι τα ανθρώπινα πάθη, όταν είναι πολύ δυνατά, μας ακολουθούν και μετά τον θάνατό μας, εμποδίζοντας την ψυχή μας να ξεκουραστεί, αφού δεν καταφέραμε να αποδεσμευτούμε από αυτά την ώρα που εκείνη θα άφηνε το επίγειο σώμα μας.
   Όλη αυτή την ώρα η Ελεάνα τον άκουγε με προσοχή καταλαβαίνοντας πλέον πώς είχε η κατάσταση. Μετά από όλα αυτά που είχε ακούσει, είχε καταλάβει πια ότι ο κόσμος μας δεν ήταν μόνο έτσι όπως τον αντιλαμβανόμασταν, αλλά ήταν ουσιαστικά μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου που λίγοι μπορούσαν να το αντιληφθούν, πόσο μάλλον να το δουν κιόλας εν ζωή.
   Βάζοντας όλες αυτές τις πληροφορίες, αλλά και τις σκέψεις της σε τάξη, θυμήθηκε και το μήνυμα της οθόνης στον υπολογιστή της. Τελικά για τον Στέφανο μιλούσε το μήνυμα, εκείνον έπρεπε να δεχτεί. Ένιωθε όμως διχασμένη. Από την μια χαιρόταν που άκουσε για τον πατέρα της, από την άλλη φοβόταν για τον Στέφανο. Δεν ήθελε να πάθει κανείς κακό εξαιτίας της.
   -Για εσένα δεν ήμουν παρά μια άγνωστη και μάλιστα σου φέρθηκα αγενέστατα στην αρχή... Γιατί ρίσκαρες για εμένα; τον ρώτησε με απορία η Ελεάνα προσπαθώντας να καταλάβει καλύτερα τον βαθύτερο τρόπο σκέψης του Στέφανου.
   Ακούγοντας αυτή την ερώτηση ο Στέφανος, χαμογελώντας για άλλη μια φορά κατέβασε το κεφάλι με ταπεινότητα και αφού σκέφτηκε λίγο της έδωσε την εξήγηση του.
   -Ο Θεός μου έδωσε ένα χάρισμα... ξεκίνησε να της λέει κάνοντας μια μικρή παύση, σαν να σκεπτόταν προσεκτικά την επόμενη του λέξη.
   Έχω χρέος να εκπληρώσω αυτό τον σκοπό με κάθε κόστος. Αν είναι γραφτό μου να πάθω κάτι κακό, τότε θα είναι θέλημα Κυρίου και είμαι σίγουρος ότι την δικιά μου ψυχή δεν θα την αφήσει να πλανάται μετέωρη. Γιατί αν επιτρέψει να “φύγω” από αυτή την ζωή, τότε θα σημαίνει ότι έχω εκπληρώσει τον σκοπό μου. Αν δειλιάσω εδώ, τότε αυτή η δειλία θα με ακολουθεί και “εκεί”...
   Σταματώντας τις εξηγήσεις του, ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής. Η Ελεάνα σκεπτόταν νιώθοντας ένα βάρος μέσα της τι θα γινόταν από εδώ και στο εξής, ενώ ο Στέφανος δεν σκεπτόταν απολύτως τίποτα. Είχε πει όλα όσα ήθελε.
   -Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω... Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχος. Έκανα για άλλη μια φορά αυτό που έπρεπε, άκουσε τον Στέφανο να της λέει σπάζοντας πρώτος την σιωπή αυτή, ετοιμαζόμενος να φύγει.
   Η Ελεάνα δεν ήξερε τι να πει. Πρώτη φορά ήταν αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις. Μέχρι πριν λίγο καιρό όλα αυτά τα κορόιδευε. Και θα γελούσε ακόμα αν δεν τον άκουγε να τις λέει τόσες λεπτομέρειες που κανονικά δεν θα έπρεπε να ξέρει. Είχε μάθει να διαχωρίζει την βλακεία από την λογική. Και όταν ένας άνθρωπος της παρουσίαζε τόσο απτές αποδείξεις για την ζωή της πριν, αλλά και μετά τον θάνατο του πατέρα της, αν εκείνη συνέχιζε να τον αμφισβητεί το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θα ήταν βλάκας. Και ο πατέρας της την είχε μάθει να μην αμφισβητεί ποτέ κάτι που ο εγκέφαλος δεν μπορούσε να δώσει λογική εξήγηση. Η ζωή ήταν γεμάτη από μυστήρια. Η ίδια ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα μυστήριο. Πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος να κρίνει τι είναι αλήθεια και τι όχι βασιζόμενος στην φτωχή και ρηχή λογική του;
   -Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Στέφανε! Είναι το λιγότερο που μπορώ να πω αυτή την στιγμή και φυσικά μια τεράστια συγνώμη για την παλιότερη συμπεριφορά μου... Αλλά δεν μπορούσα να ξέρω, του είπε η Ελεάνα προσπαθώντας να απολογηθεί συγχρόνως.
   -Τώρα όμως ξέρεις... ήταν η τελευταία του κουβέντα προς εκείνην.
   Και αφήνοντας μερικά χρήματα στο τραπεζάκι, σηκώθηκε όρθιος για να την αποχαιρετήσει όπως ένας παλιός καλός φίλος.
   Κοιτάζοντάς τον καθώς απομακρυνόταν, τον είδε να κοντοστέκεται ακίνητος στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να περάσει απέναντι. Ξαφνικά είδε μια σκιά πίσω του να αιωρείται σαν να υπήρχε κάτι που κανείς άλλος γύρω του προφανώς δεν το έβλεπε.
   Τρομοκρατημένη σηκώθηκε όρθια φωνάζοντας τον, αλλά ήταν αρκετά μακριά για να την ακούσει. Τρέχοντας προς το μέρος του, φώναζε το όνομα του προσπαθώντας να του τραβήξει την προσοχή, μα όταν επιτέλους τα κατάφερε κάνοντας τον να γυρίσει, τον είδε να εκσφενδονίζεται πίσω σαν κάτι να τον έσπρωξε βίαια στον δρόμο.
   Έντρομος εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς τον δρόμο για να δει ένα τεράστιο φορτηγό που ερχόταν με ταχύτητα προς το μέρος του ακούγοντας τα φρένα του να στριγγλίζουν καθώς προσπαθούσε να σταματήσει. Μα ήταν πολύ αργά για να μπορέσει ο οδηγός να καταφέρει κάτι. Με φρίκη στα μάτια η Ελεάνα, αλλά και όλοι όσοι ήταν γύρω από τον Στέφανο εκείνη την στιγμή, είδε το φορτηγό να περνάει από πάνω του σκορπίζοντας τα κομμάτια του κυριολεκτικά παντού.
   Φωνές πανικού και τρόμου ακούστηκαν από παντού. Η Ελεάνα κοκαλωμένη από αυτό που αντίκρισε κοιτούσε το απόλυτο κενό τρέμοντας ολόκληρη. Η μαύρη σκιά που είχε δει πλέον δεν υπήρχε πουθενά, εκτός από την εικόνα της που είχε μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα στο μυαλό της. 
   Από εκείνη την ημέρα και μετά η Ελεάνα πάλευε με τις τύψεις που ένιωθε για τον άδικο χαμό του Στέφανου. Οι εφημερίδες είχαν γράψει ότι ο άτυχος άντρας είχε σκοντάψει από μόνος του με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στις ρόδες του φορτηγού, που για κακή του τύχη έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα.
   Εκείνη όμως γνώριζε την αλήθεια. Αυτή την φορά δεν θα προσπαθούσε να την απορρίψει δίνοντας κάποια λογική εξήγηση στον εαυτό της. Θα ήταν σαν να είχαν γίνει όλα αυτά για το τίποτα.
   Αποφασισμένη να φτιάξει ξανά την ζωή της όπως ήθελε ο πατέρας της, άρχισε να βγαίνει ξανά έξω συμμετέχοντας και εκείνη πλέον σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της εταιρίας που δούλευε. Μα δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτές. Πήγαινε και βόλτες με τους συναδέλφους της, διασκεδάζοντας όλοι μαζί όπου και αν πήγαιναν. Πολύ γρήγορα είχε καταφέρει να γίνει η ψυχή της παρέας και δεν πήγαιναν πουθενά μόνοι τους αν δεν την καλούσαν.
   Μέχρι που έκανε και το μεγάλο βήμα, να γνωρίσει καλύτερα τον Πέτρο. Βγαίνοντας αρκετές βόλτες οι δυο τους, είδαν ότι είχαν αρκετά κοινά μεταξύ τους κάτι που έκανε την Ελεάνα να νιώθει πολύ άνετα μαζί του.
   Γυρνώντας από άλλη μια τέτοια βόλτα, η Ελεάνα μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιό της είδε έκπληκτη όλες τις κορνίζες που την απεικόνιζαν, άλλες να είναι πεσμένες κάτω και άλλες να στέκονται ακόμα στην θέση τους αλλά έχοντας σπασμένα τα τζάμια τους.
   Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έκλεισε την πόρτα πίσω της, μήπως περνούσε η μητέρα της τα έβλεπε όλα αυτά, αναγκάζοντάς την να της δώσει μια λογική εξήγηση. Καθαρίζοντας τα μικρά κομματάκια από το πάτωμα, έκρυψε τις σπασμένες κορνίζες σε ένα συρτάρι. Ύστερα έκατσε στο κρεβάτι της σκεπτική, αφήνοντας το βλέμμα της να χαθεί στο άπειρο. Δεν γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να συνεχίσει αυτό που ήθελε τόσο πολύ ο πατέρας της.
   Μια φωνή μέσα της, της έλεγε ότι θα πήγαιναν όλα καλά. Ο Νικήτας δεν θα μπορούσε να αγγίξει ποτέ την ίδια. Ένιωθε ότι ήταν αδύναμος κοντά της. Φοβόταν όμως μήπως έκανε ζημιά στον Πέτρο. Μόνο έτσι θα μπορούσε να την πληγώσει πάρα πολύ. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Αν του μιλούσε προσπαθώντας να τον προειδοποιήσει ή θα την έπαιρνε για τρελή, όπως και η ίδια θα το νόμιζε αν της το έλεγε κάποιος μέχρι πριν λίγο καιρό, ή θα την πίστευε και θα έφευγε μακριά της προσπαθώντας να προστατέψει τον εαυτό του. Κανείς πάντως λογικός άνθρωπος δε θα έμενε κοντά της.
   Έτσι αποφάσισε να συνεχίσει μαζί του, ξέροντας όμως ότι ίσως προκαλούσε κατά αυτό τον τρόπο την τύχη και των δύο τους. Ήλπιζε όμως ότι αν ακολουθούσε τον δρόμο που επιθυμούσε ο πατέρας της, δεν θα κατέληγαν τα πράγματα τόσο τραγικά.
   Περνώντας αρκετό διάστημα μαζί, η Ελεάνα με τον Πέτρο κατέληξαν στο τέλος να γίνουν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Στο διάστημα αυτό η Ελεάνα εκτός από μερικά μικρά συμβάντα, δεν βίωσε τίποτα το ανησυχητικό. Όλα άρχιζαν και τελείωναν στο δωμάτιο της, με βασικότερο όλων το σπάσιμο των φωτογραφιών της.
   Η μητέρα της βλέποντας πόσο ευτυχισμένη ήταν η κόρη της μετά από τόσα χρόνια θλίψης και θρήνου, άρχισε να χαμογελά και εκείνη.
   -Λέω αύριο να φωνάξεις τον Πέτρο να του κάνουμε το τραπέζι! Τι λες; ρώτησε την Ελεάνα η μητέρα της, θέλοντας μέσα από τις δικές της μεθόδους να τους φέρει πιο κοντά με σκοπό κάποια στιγμή να αρχίσουν να σκέφτονται και την προοπτική του γάμου.
   -Ναι αμέ γιατί όχι! Θα του τηλεφωνήσω τώρα κιόλας! απάντησε ενθουσιασμένη η Ελεάνα.
   Σκουπίζοντας το στόμα της, σηκώθηκε από το τραπέζι και πηγαίνοντας κατευθείαν στο τηλέφωνο κάλεσε τον Πέτρο.
   -Πολύ χάρηκε! Θα έρθει με μεγάλη του χαρά είπε! άκουσε να της λέει η Ελεάνα την ώρα που καθόταν ξανά στο τραπέζι.
   -Πολύ ωραία λοιπόν! Έκλεισε! της απάντησε ευχαριστημένη η μητέρα της.
   Συνεχίζοντας την βραδιά τους, αφού έφαγαν, η Ελεάνα καληνυχτίζοντας την μητέρα της πήγε στο δωμάτιό της να ξεκουραστεί.
   Τακτοποιώντας τα ρούχα της σε μια γωνιά, άκουσε πίσω της έναν ήχο σαν ξεφύλλισμα σελίδων. Γυρνώντας πίσω της, είδε σαστισμένη μερικά από τα βιβλία της να είναι στον αέρα γυρνώντας οι σελίδες τους σαν μανιασμένες. Ξαφνικά σταμάτησαν όλες οι σελίδες να γυρίζουν και άρχισαν να αποκόβονται αρκετές από αυτές. Τα βιβλία έπεσαν στο χαλί μένοντας οι κομμένες σελίδες τους στον αέρα.
   Πλησιάζοντάς τες η Ελεάνα, είδε να καίγονται η μία μετά την άλλη σε συγκεκριμένα σημεία κάθε φορά, αφήνοντας μονάχα μερικές σκόρπιες λέξεις επάνω τους. Ξεκινώντας να διαβάζει από την πρώτη σελίδα, παρατήρησε ότι οι λέξεις αυτές ακολουθώντας τες με την σειρά, σχημάτιζαν προτασούλες και όλες μαζί μια μικρή παράγραφο.
 
“Όποιος ζει στις σκέψεις των αγαπημένων του, δεν είναι νεκρός, είναι μόνο μακριά. Αν εσύ θέλεις να ξεχάσεις, θα σου δείξω εγώ αν πραγματικά αξίζει τον κόπο. Γιατί ο αληθινός παράδεισος είναι ο παράδεισος που έχουμε χάσει. Εγώ έχασα εσένα... εσύ;” 
 
   Κοιτώντας την έντρομη, κατάλαβε ότι ήταν μια έμμεση απειλή για τον Πέτρο. Δεν μπορούσε όμως να τον πάρει τηλέφωνο και να το ακυρώσει, δίχως να δώσει κάποια λογική εξήγηση σε αυτόν, αλλά και στην μητέρα της. Βλέποντας τις σελίδες να πέφτουν κάτω και αυτές, σήκωσε τα βιβλία που είχαν πέσει και αμέσως μετά τηλεφώνησε ξανά στον Πέτρο.
   Με την πρόφαση ότι ήθελε να τον ακούσει ξανά γιατί της έλειπε, άρχισε να του μιλάει για ότι μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα. Σκοπός της ήταν να το τραβήξει όσο μπορούσε, ώστε αν άκουγε κάτι ανησυχητικό να πήγαινε κατευθείαν εκεί. Ευτυχώς για εκείνη η επόμενη μέρα δεν ήταν εργάσιμη, οπότε μπορούσαν να το ξενυχτίσουν όσο ήθελαν.
   Έτσι χωρίς καν να το καταλάβουν, τους πήρε το ξημέρωμα συζητώντας, γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον πάνω από ένα τηλέφωνο. Νυσταγμένοι πια και οι δύο, με το πρώτο φως του ήλιου αποκοιμήθηκαν κλείνοντας πια το ακουστικό.
   Έχοντας πια μεσημεριάσει, βλέποντας η μητέρα της να κοιμάται ακόμα πήγε να την ξυπνήσει αφού σε λίγο θα ερχόταν και ο Πέτρος. Ήξερε πόσο κουρασμένη ήταν όλη την εβδομάδα, οπότε την άφησε να ξεκουραστεί λίγο παραπάνω, κάνοντας όλες τις προετοιμασίες μόνη της.
   -Ε υπναρού ξύπνα! της φώναξε μόλις μπήκε στο δωμάτιο της.
   Ρίχνοντας του μια πρόχειρη ματιά της φάνηκε ελαφρώς αλλαγμένο.
   -Τι ώρα είναι; άκουσε να την ρωτάει πολύ νυσταγμένη η Ελεάνα.
   -Μεσημέριασε! Σε λίγο θα έρθει ο Πέτρος! της απάντησε ευδιάθετη.
   -Ο Πέτρος! αναφώνησε με αγωνία η Ελεάνα.
   Βλέποντας να την κοιτάζει παραξενεμένη η μητέρα της, ανασηκώθηκε λίγο από το κρεβάτι διορθώνοντας αυτό που είπε.
   -Ξέχασα να τον πάρω τηλέφωνο... Μου είχε πει να τον ξυπνήσω για να ετοιμαζόταν νωρίς, άρχισε να δικαιολογείται στην μητέρα της.
   -Τώρα θα αργήσει και αυτός...
   -Ε καλά παιδί μου δεν χάθηκε και ο κόσμος! Αν φάμε και λίγο αργά δεν πειράζει... απάντησε η μητέρα της προσπαθώντας να την κάνει να ηρεμήσει, νομίζοντας ότι όντως για αυτό ανησυχούσε.
   -Να σε ρωτήσω όμως, εδώ δεν είχες μερικές φωτογραφίες σου; την ρώτησε δείχνοντάς της το άδειο σημείο του ραφιού.
   -Εεε, ναι είχα αλλά τις έβγαλα... απάντησε αιφνιδιασμένη από την ερώτηση αυτή.
   -Σκέφτηκα να βάλω καινούργιες, με τον Πέτρο μαζί...
   -Πολύ καλά το σκέφτηκες! Μπράβο! Λοιπόν σήκω σιγά-σιγά, εγώ πάω κάτω να βάλω το φαΐ στο φούρνο... και λέγοντας της αυτό έφυγε από το δωμάτιο.
   Βλέποντας την πόρτα να κλείνει πίσω της, έπιασε βιαστικά ξανά το ακουστικό του τηλεφώνου τηλεφωνώντας στον Πέτρο. Ακούγοντας το να χτυπά δίχως να το σηκώνει, άρχισε να ανησυχεί. Κλείνοντας το, κάλεσε ξανά. Μα πάλι δεν το σήκωνε.
   Μη θέλοντας να χάσει άλλο χρόνο, πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν ελατήριο φορώντας βιαστικά τα ρούχα της. Άρχισε να βάζει με τον νου της ότι χειρότερο μπορούσε να φανταστεί, νιώθοντας σαν ηλίθια που νόμιζε ότι κρατώντας τον ξύπνιο όλο το βράδυ θα του έσωζε την ζωή. Λες και δεν είχε δει τον Στέφανο να πεθαίνει μέρα μεσημέρι.
   Την ώρα που φορούσε το μπουφάν της έτοιμη να φύγει, άκουσε ξαφνικά το τηλέφωνο του σπιτιού να κτυπάει. Επειδή δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο, άφησε να το σηκώσει η μητέρα της από κάτω, καθώς εκείνη κατέβαινε τρέχοντας της σκάλες.
   -Ελεάνα ο Πέτρος είναι στο τηλέφωνο! Θα του μιλήσεις; την ρώτησε κοιτάζοντας την με ένα πονηρό χαμόγελο.
   Ακούγοντας το όνομά του η Ελεάνα άρπαξε το ακουστικό από τα χέρια της μητέρας της.
   -Που είσαι; Ξέρεις πόσες φορές σου τηλεφώνησα; άρχισε να τον ρωτάει δείχνοντας τρομαγμένη, αλλά και ανακουφισμένη συγχρόνως.
   Η μητέρα της ακούγοντας την να του μιλάει έτσι, της έκανε νόημα να αλλάξει συμπεριφορά. Μα η Ελεάνα κουνώντας το χέρι, της έκανε νόημα να φύγει.
   Βλέποντας την Ελεάνα ύστερα από λίγο να μπαίνει στην κουζίνα, η μητέρα της γύρισε και την κοίταξε με το γνωστό της ύφος.
   -Είσαι απαράδεκτη! Πως μίλησες έτσι στο παλικάρι; Εντάξει κοιμήθηκε παραπάνω, και; την ρώτησε προσπαθώντας να της δείξει ότι δεν έπρεπε να μιλήσει έτσι.
   -Ναι το ξέρω μαμά αλλά εγώ ανησύχησα... της απάντησε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί.
   Αναστενάζοντας ελαφρά η μητέρα της, την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά.
   -Να είσαι σίγουρη ότι σε καταλαβαίνω, ξέρω πως νιώθεις! άκουσε να της λέει η μητέρα της με τρυφερότητα.
   -Όμως πρέπει να ξεπεράσεις τις φοβίες σου, γιατί έτσι πνίγεις όποιον είναι δίπλα σου....
   -Έχεις δίκιο μαμά... Απλά θέλω λίγο χρόνο ακόμα... απάντησε η Ελεάνα, νιώθοντας την ανάγκη να της εξηγήσει τα πάντα, αλλά δεν το έκανε.
   Ήταν τόσα πολλά αυτά που δεν της είχε πει, που αν τα έλεγε τώρα θα την τάραζε πάρα πολύ.
   -Ξέρει ο Πέτρος για το παρελθόν σου; την ρώτησε από ενδιαφέρον.
   -Όχι όλα, μονάχα για τον μπαμπά, εκείνος έχει χάσει και τους δυο γονείς από μικρός οπότε ξέρει καλύτερα από τον καθένα πως νιώθω.
-Τότε είσαι τυχερή! Είμαι σίγουρη ότι σε καταλαβαίνει. Μπορείς να το παρακάνεις! κατέληξε αστειευόμενη λίγο, ίσα για να αποσπάσει ένα μικρό χαμόγελο από την κόρη της.
   -Σε ευχαριστώ μαμά... για όλα! είπε δίνοντάς της ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Πάω επάνω να ετοιμαστώ τώρα, σε λίγο θα είναι εδώ και ο Πέτρος!
   Πηγαίνοντας ξανά στο δωμάτιο της, αλλά αυτή την φορά πολύ πιο ήρεμη, διάλεξε με την ησυχία της κάτι πιο όμορφο από τα πρόχειρα που φορούσε. Μετά από λίγο άκουσε και το κουδούνι του σπιτιού να χτυπά.
   Μη θέλοντας να αφήσει για πολλή ώρα μόνο του τον Πέτρο με την μητέρα της, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε, σχεδόν αμέσως κατέβηκε και εκείνη. 
   Κάθισαν για λίγο και οι 3 τους στο σαλόνι, αλλά η μητέρα της πάντα διακριτική, προφασιζόμενη ότι ήθελε να ελέγξει το φαγητό τους άφησε μόνους.
   -Συγνώμη για την συμπεριφορά μου πριν... του είπε η Ελεάνα κοιτάζοντας τον.
   -Ξέρω ότι γίνομαι καμιά φορά λίγο απότομη, αλλά ανησύχησα!
   Ο Πέτρος, κοιτάζοντάς την με αγάπη και κατανόηση όπως πάντα, της χαμογέλασε.
   -Μην ζητάς συγνώμη αγάπη μου, είναι υπέροχο να νιώθεις ότι κάποιος σε νοιάζεται και καρδιοχτυπά για εσένα! της απάντησε χαϊδεύοντας της το μάγουλο.
   -Έστω και αν γίνεται υπερβολικός όπως εσύ! κατέληξε θέλοντας να την πειράξει λίγο.
   Κάτι που πέτυχε αφού ακούγοντάς τον η Ελεάνα, έκανε ότι κατσούφιασε ανταποδίδοντας του το πείραγμα.
   Ύστερα αλλάζοντας συζήτηση, άρχισαν να μιλάνε για άσχετα θέματα, με επίκεντρο την δύσκολη εβδομάδα που πέρασαν στην δουλειά, ο καθένας τους στον δικό του τομέα.
   -Το φαγητό είναι έτοιμο! Ελάτε! άκουσαν να τους φωνάζει από μέσα η μητέρα τής Ελεάνας.
   Βοηθώντας τήν μητέρα της να σερβίρει, έκατσαν και οι τρεις στο τραπέζι απολαμβάνοντας το υπέροχο φαγητό που είχε ετοιμάσει. Συζητώντας όλοι μαζί σαν μια οικογένεια, πέρασαν ένα υπέροχο μεσημέρι που άφησε στον καθένα τους τις καλύτερες εντυπώσεις.
   -Μαμά λέμε να πάμε μια βόλτα με τον Πέτρο να χωνέψουμε λίγο...
   -Να πάτε παιδιά μου! Έχει πολύ ωραίο καιρό σήμερα! της απάντησε η μητέρα της, ευτυχισμένη έτσι όπως τους έβλεπε μαζί.
   Τον είχε συμπαθήσει πάρα πολύ τον Πέτρο και ειδικά τώρα που τον είχε γνωρίσει καλύτερα τον είχε βάλει μόνιμα μέσα στην καρδιά της.
   -Όταν γυρίσω θα σε βοηθήσω μαμά να καθαρίσεις, άντε τώρα να ξεκουραστείς! την προέτρεψε η Ελεάνα νιώθοντας λίγο άσχημα που την άφηνε μόνη της, αφού όλη μέρα κοιμόταν και δεν την είχε βοηθήσει καθόλου στην προετοιμασία του δείπνου.
   Καταλαβαίνοντάς την η μητέρα της όπως πάντα άλλωστε, χαμογελώντας και στους δύο, τους έκανε νόημα να φύγουν.
   -Πολύ γλυκιά είναι η μητέρα σου! της είπε ο Πέτρος μόλις βγήκαν από το σπίτι, κρατώντας την από το χέρι.
   -Ναι είναι! συμφώνησε μαζί του η Ελεάνα δείχνοντας με ένα χαμόγελο πόσο περήφανη ένιωθε για εκείνη.
   Περπατώντας χαλαρά χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, το μάτι του Πέτρου έπεσε πάνω σε μια τεράστια φωτογραφία ενός λαχταριστού γλυκού έξω από ένα ζαχαροπλαστείο.
   -Αααα θα πάρουμε από ένα τέτοιο! της είπε γλείφοντας τα χείλια του.
   -Θα πάρω και στην μητέρα σου ένα, φαίνεται πολύ καλό!
   Μέχρι να συνειδητοποιεί η Ελεάνα τι της έλεγε, εκείνος είχε μπει κιόλας μέσα δείχνοντας στην κοπέλα την φωτογραφία του γλυκού.
   Πάντα της άρεσε να τον βλέπει να κάνει σαν παιδί. Της ξυπνούσε και την δικιά της παιδικότητα και αυτό ήταν ένα από τα πολλά που της άρεσαν στον Πέτρο.
   Βλέποντάς τον να βγαίνει έξω είχε καρφιτσωμένο ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλι του, κουνώντας τα φρύδια του πάνω κάτω παιχνιδιάρικα δείχνοντάς της με καμάρι τις σακούλες με τα γλυκά.
   -Χαχαχα είσαι απίστευτος! Σε ευχαριστούμε πολύ! του είπε ευγενικά παίρνοντας την μία σακούλα με το γλυκό το δικό της, αλλά και της μητέρας της.
   Όσο περισσότερο την έκανε ευτυχισμένη, τόσο πιο πολύ φοβόταν μην τον χάσει. Είχε δεθεί πάρα πολύ μαζί του και αυτό από την μία την έκανε ευτυχισμένη ξανά, από την άλλη όμως σκεφτόταν τις απόκοσμες απειλές του Νικήτα. Και αυτό ήταν ένα μεγάλο αγκάθι που ματώνοντας την ευτυχία της, εμπόδιζε την επούλωση των παλιών πληγών της.
   -Τι έχεις; την ρώτησε βλέποντας την χαμένη στις σκέψεις της.
   -Τίποτα καλέ μου... Απλά σκεφτόμουν πόσο ευτυχισμένη με κάνεις! του είπε μη θέλοντας να του πει ψέματα, αλλά ούτε και ολόκληρη την αλήθεια.
   -Είδες τι έχανες τόσο καιρό; την ρώτησε πειράζοντας την.
   -Άντε από εδώ βρε... απάντησε η Ελεάνα γελώντας και χτυπώντας τον ελαφρά στο χέρι.
   Συνεχίζοντας την βόλτα τους, σταμάτησαν για λίγο σε μια μικρή καταπράσινη πλατεία να ξεκουραστούν και ύστερα να έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.
   Εκμεταλλευόμενος την ησυχία που είχαν, ο Πέτρος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει λίγο πιο ανοικτά στην Ελεάνα.
   -Ξέρεις υπάρχει κάτι που θα ήθελα να συζητήσουμε... ξεκίνησε να της λέει ο Πέτρος σοβαρεύοντας.
   -Φυσικά ό,τι θες... του απάντησε δίνοντας του όλη της την προσοχή.
   Ο Πέτρος παίρνοντας βαθιές ανάσες, δείχνοντας πόσο άγχος ένιωθε, της έπιασε το χέρι κρατώντας το τρυφερά ανάμεσα στα δικά του.
   -Ίσως να βιάζομαι, αλλά είμαι από τους ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν, ξεκίνησε να της λέει γεμάτος αποφασιστικότητα.
   -Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Για εμένα ήσουν ο άνθρωπός μου ακόμα και για αυτά τα λίγα λεπτά που σου μιλούσα στο γραφείο! Δεν είχε σημασία τι μου απαντούσες, αλλά το γεγονός και μόνο ότι με κοιτούσες για εμένα ήταν το παν.
   Κάνοντας μια μικρή παύση για πολύ λίγο, ο Πέτρος κοίταξε στα μάτια την Ελεάνα που τόση ώρα τον άκουγε μαγεμένη από τα λόγια του.
   -Ελεάνα! της είπε γονατίζοντας ξαφνικά μπροστά της στο παγκάκι, είμαστε μαζί 9 μήνες, 21 μέρες, 7 ώρες και... 40 λεπτά! της είπε κοιτάζοντας αστραπιαία το ρολόι του.
   -Δεν θέλω να ξοδέψω άλλο χρόνο μακριά σου για να καταλάβω πόσο πολύ σε αγαπάω... Θα ήθελες να γίνεις η γυναίκα μου; την ρώτησε τρέμοντας ολόκληρος από την αγωνία.
   Η Ελεάνα με δάκρυα στα μάτια, αρχίζοντας να τρέμει και εκείνη από την συγκίνηση, κούνησε το κεφάλι της λέγοντας του “ναι”.
   Ακούγοντας την απάντηση της, ο Πέτρος φιλώντας της το χέρι σηκώθηκε όρθιος και θέλοντας να την κάνει να γελάσει της είπε αστειευόμενος.
   -Ωραία! Αυτό ήταν μια πρόβα, πάμε τώρα να το κάνουμε ξανά σε ένα ακριβό εστιατόριο πιο επίσημα! Πες ότι δεν άκουσες τίποτα! κάνοντας την Ελεάνα να γελάσει.
   Η χαρά που ένιωσε ήταν σχεδόν η ίδια με την χαρά του “ναι” που άκουσε. Την αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να την βλέπει να κλαίει έστω και από χαρά. Το πρόσωπο της, της έλεγε συχνά, ήταν φτιαγμένο μόνο για να χαμογελάει.
   -Με κάνεις πολύ ευτυχισμένο Ελεάνα... Για αυτό επέτρεψε μου να σου φορέσω αυτό το δακτυλίδι, το οποίο όμως θα ξεχάσεις ότι το φόρεσες για να στο φορέσω ξανά στο εστιατόριο που είπαμε! της είπε συνεχίζοντας την ιδιαίτερη αυτή πρόταση γάμου, βγάζοντας από την τσέπη του ένα μικρό κουτάκι.
   Περνώντας της το δακτυλίδι στο δάχτυλο, ξαφνικά ο Πέτρος ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην πλάτη κάνοντας τον να γονατίσει. Ξαφνιασμένη η Ελεάνα βλέποντας τον να αλλάζει έκφραση τόσο απότομα, έπεσε και εκείνη κάτω προσπαθώντας να τον συγκρατήσει για να μην πέσει κάτω.
   -Τι έπαθες αγάπη μου; τον ρώτησε τρομαγμένη.
   Μα ο Πέτρος υποφέροντας από τους αφόρητους πόνους, βογκούσε βγάζοντας δυνατές κραυγές.
   -ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΠΟΙΟΣ! ΒΟΗΘΕΙΑ! άρχισε να ουρλιάζει η Ελεάνα, μη ξέροντας τι μπορεί να συνέβη ξαφνικά.
   Και τότε βλέποντας τον Πέτρο να διπλώνεται ακόμα περισσότερο από τους πόνους, είδε πίσω του στην ίδια ευθεία με τα χαλίκια του εδάφους να αιωρείται ένας αραιός μαύρος καπνός σαν ομίχλη. Με κομμένη την ανάσα τον έβλεπε να ανυψώνεται σαν κάμπια, ανεβαίνοντας αργά, αλλά σταθερά στην πλάτη του. Φτάνοντας πια στον ώμο του, σχεδόν όλη ήταν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του, ενώ η άκρη της στεκόταν όρθια πάνω στον ώμο του σαν να κοιτούσε την Ελεάνα. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Πέτρος ούρλιαζε από πόνο τεντώνοντας την μέση του τέρμα πίσω σαν κάποιος να προσπαθούσε να τον σπάσει στα δύο.
   -Φύγε σε παρακαλώ... άρχισε να λέει χαμηλόφωνα η Ελεάνα κοιτάζοντας την.
   -Αν με αγάπησες πραγματικά έστω και για λίγο, άσε τον ήσυχο... συνέχισε να λέει ξεσπώντας σε λυγμούς.
   -Δε σε ξέχασα ποτέ. Πάντα θα είσαι μέσα στην καρδιά μου! Νομίζεις ότι δεν μου στοίχισε ο χαμός σου; ρώτησε στον αέρα προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του νιώθοντας βαθιά μέσα της ότι την άκουγε.
   -Για τον πατέρα μου και για εσένα έπεσα σε κατάθλιψη. Θρηνώντας εσάς δεν θέλησα να προχωρήσω στην ζωή μου! Μα είμαι νέα ακόμα Νικήτα... Αν μπορείς να νιώσεις ακόμα την αγάπη, άφησε με να προχωρήσω... κατέληξε σπαράζοντας από τους λυγμούς σφίγγοντας συγχρόνως στην αγκαλιά το παράλυτο κορμί του συντρόφου της.
   Νιώθοντας τον Πέτρο να λιποθυμά στην αγκαλιά της, είδε τον καπνό να αραιώνει τόσο πολύ μέχρι που χάθηκε όλος από τα μάτια της.
   Βλέποντας να την πλησιάζει τρέχοντας ο κόσμος, πανικόβλητη τους παρακάλεσε να καλέσουν γρήγορα έναν ασθενοφόρο. Δεν ήθελε να αφήσει ούτε λεπτό τον Πέτρο από την αγκαλιά της.
   Όσο ώρα νοσηλευόταν ο Πέτρος στο νοσοκομείο εμποδίζοντάς την να τον δει, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τηλεφωνήσει στην μητέρα της. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει και εκείνη εκεί.
   -Τι έγινε καρδιά μου; την ρώτησε τρομαγμένη τρέχοντας προς το μέρος της.
   Παίρνοντας την αγκαλιά, η Ελεάνα ξέσπασε σε λυγμούς έχοντας ανάγκη όσο τίποτε άλλο εκείνη την στιγμή, να νιώσει την ζεστασιά και την ασφάλεια που ένιωθε πάνα κοντά στην μητέρα της.
   Μην αντέχοντας άλλο όλη αυτή την μυστικότητα που της κρατούσε τόσο καιρό, η Ελεάνα αποφάσισε να της πει όλα όσα της έκρυβε τόσο καιρό. Ξεκινώντας από την αρχή, άρχισε να της λέει όλα όσα βίωσε από την συνάντηση της όταν ακόμα ήταν ένας άγνωστος ο Στέφανος, μέχρι και εκείνη την στιγμή που της μιλούσε.
   Η μητέρα της την άκουγε με προσοχή ακόμα και στα σημεία που της φαινόντουσαν απίστευτα, δίχως να την διακόψει. Ήξερε όμως πάρα πολύ καλά την κόρη της. Ποτέ δεν θα της έλεγε όχι ψέματα, αλλά και γεγονότα που πριν δεν θα τα είχε εξακριβώσει με τα ίδια της τα μάτια.
   -Πως μπόρεσες να μου κρύψεις όλα αυτά αγάπη μου; Εμείς πάντα δεν μοιραζόμασταν τα πάντα; την ρώτησε με παράπονο αλλά και με λύπη στην φωνή της, που πέρασε όλα αυτά η κόρη της μόνη, δίχως την δική της συμπαράσταση.
   -Δεν μπορούσα να στα πω μητέρα, είχες περάσει πάρα πολλά για να σε επιβαρύνω και με αυτά... Προσπάθησε να απολογηθεί η Ελεάνα.
   -Μαζί τα περάσαμε! Όχι μόνη μου! Τις ίδιες ανάγκες έχουμε... άκουσε να της λέει η μητέρα της με την χαρακτηριστική στοργικότητα που την διακατείχε.
   -Έχεις δίκιο μαμά... Δεν θα ξανά συμβεί... της υποσχέθηκε η Ελεάνα αναστενάζοντας από ανακούφιση που επιτέλους τα έβγαλε από μέσα της.
   Βλέποντας τον γιατρό να τις πλησιάζει, σηκώθηκαν αμέσως όρθιες κοιτάζοντάς τον με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια τους.
   -Μην ανησυχείτε είναι όλα καλά! Ξεπέρασε κάθε κίνδυνο και τώρα ξεκουράζεται, είπε θέλοντας να τις καθησυχάσει ο γιατρός.
   -Η καρδιά του υπέστη ένα πολύ δυνατό σοκ, που για να σας είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν ξέρουμε τι μπορεί να το προκάλεσε αυτό, συνέχισε να τους λέει δείχνοντας τον προβληματισμό του.
   -Όλα έγιναν ακριβώς όπως μου τα είπατε δεσποινίς; ρώτησε ο γιατρός κοιτώντας την Ελεάνα.
   -Μάλιστα γιατρέ, δεν παρέλειψα τίποτα... του επιβεβαίωσε ξανά τα λόγια της η Ελεάνα.
   -Όλα έγιναν εντελώς ξαφνικά την ώρα που μιλούσαμε...
   -Τι να πω... Σημασία έχει πως τώρα όλα αρχίζουν να επανέρχονται στο φυσιολογικό τους. Θα τον κρατήσουμε βέβαια για ένα 24ωρο να βεβαιωθούμε ότι όντως διέφυγε κάθε κίνδυνο, αλλά όπως τα βλέπω ως τώρα τα πράγματα, μεθαύριο θα είναι ξανά κοντά σας. Για τώρα θα σας δώσω 30 λεπτά να τον δείτε και αύριο αν όλα πάνε όπως πιστεύω θα μπορείτε όλη μέρα να είστε κοντά του... κατέληξε να τους λέει ο γιατρός χαμογελώντας τους με σιγουριά και γυρνώντας πίσω, τις άφησε ξανά μόνες.
   -Αν δε σε πειράζει μαμά θα ήθελα να μείνω λίγο μόνη μου με τον Πέτρο... είπε πρώτη η Ελεάνα ζητώντας την κατανόηση της μητέρας της.
   -Αύριο ας είμαστε και οι δύο...
   -Καταλαβαίνω καλή μου μη στεναχωριέσαι... Πες του όμως ότι πέρασα και ότι του εύχομαι ολόψυχα περαστικά... απάντησε η μητέρα της καταλαβαίνοντας την ανάγκη της κόρης της να εκδηλωθεί πιο άνετα όταν τον πρωτοαντικρίσει χωρίς να είναι εκείνη μπροστά.
   -Σε ευχαριστώ πολύ... της είπε δείχνοντας λίγο αγχωμένη η Ελεάνα.
   -Θα έρθω κατευθείαν σπίτι μετά... και αφού αποχαιρέτησε την μητέρα της, μπήκε στον θάλαμο που νοσηλευόταν ο Πέτρος.
   Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του, βλέποντάς τον με τόσα μηχανήματα επάνω του ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Έχοντας της αισθήσεις του ο Πέτρος, ακούγοντας την πόρτα να ανοίγει γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
   -Πως είσαι αγάπη μου; τον ρώτησε πλησιάζοντάς τον.
   -Ποτέ δεν υπήρξα καλύτερα... της απάντησε χαμογελώντας της προσπαθώντας να κρύψει τους πόνους του, θέλοντας να την κάνει να γελάσει για άλλη μια φορά.
   -Μου την έσκασες σήμερα...του είπε θέλοντας να τον κάνει κι εκείνη να νιώσει λίγο όμορφα.
   -Μου χρωστάς ένα εστιατόριο! Δεν τελειώσαμε κύριε οι δυο μας!
   Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Πέτρος, χάρηκε για μια στιγμή, αλλά σχεδόν αμέσως έπεσε ξανά δείχνοντας ότι κάτι τον απασχολούσε.
   -Ελεάνα θέλω να σε ρωτήσω κάτι... της είπε ακόμα πιο διστακτικά και από την πρόταση γάμου που της είχε κάνει.
   -Ό,τι θες... Να ξέρεις όμως ότι έχω άλλα 20 λεπτά στην διάθεσή μου! Αύριο όμως θα έχουμε όλη την ημέρα δικιά μας. Είχε έρθει και η μητέρα μου να ξέρεις. Εγώ την έδιωξα για να σε δω λίγο μόνη μου...
   Ο Πέτρος σαν να μην άκουσε τίποτα, μπήκε κατευθείαν στο θέμα που τον απασχολούσε.
   -Σε ποιον μιλούσες Ελεάνα την ώρα που με κρατούσες; την ρώτησε έχοντας στην φωνή του έναν τόνο που δεν υποδήλωνε τόσο περιέργεια, όσο με ενδιαφέρον.
   Ακούγοντας την ερώτησή του στην αρχή ένιωσε λίγο άβολα, αλλά μετά σκεφτόμενη πόσο καλά ένιωσε όταν έβγαλε όλο αυτό το βάρος από μέσα της μιλώντας στην μητέρα της, αποφάσισε να κάνει το ίδιο και τώρα.
   Έτσι δίχως να το σκεφτεί άλλο, έχοντας ελάχιστο χρόνο στην διάθεση της, ξεκίνησε να του λέει τα πάντα από την αρχή, παραλείποντας μονάχα μικρές και ανούσιες λεπτομέρειες, φτάνοντας μέχρι και το συμβάν της πλατείας.
   Όλα αυτά τα λεπτά ο Πέτρος την άκουγε με προσοχή, δίχως να δείχνει κάποιο σημάδι δυσπιστίας ή φόβου. Όταν πια τελείωσε η Ελεάνα την ιστορία της, βλέποντας πως είχε λίγα ακόμα λεπτά στην διάθεσή της, θέλησε να του εξηγήσει και τους λόγους που δεν του τα είχε πει πιο πριν.
   Βλέποντας τον να μην μιλάει και απλά να κοιτάει σκεπτικός κάπου αόριστα, πίστεψε ότι τελικά είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Να θελήσει ο Πέτρος να προστατέψει τον εαυτό του διαλέγοντας να μείνει μακριά της.
   -Ό,τι απόφαση και αν πάρεις να ξέρεις ότι θα την σεβαστώ απόλυτα... Ξεκίνησε να του λέει η Ελεάνα. Αν θες μπορώ να αλλάξω και δουλειά αν σου είναι δύσκολο να με βλέπεις...
   Γυρνώντας το κεφάλι του προς αυτήν, ο Πέτρος έχοντας ένα πολύ σοβαρό ύφος της αποκρίθηκε.
   -Μέχρι και πριν λίγα λεπτά πίστευα ότι ήσουν ξεχωριστή... ήταν τα πρώτα του λόγια καθώς την κοιτούσε στα μάτια, κόβοντάς της την ανάσα.
   -Μετά από αυτά που μου είπες όμως κατάλαβα ότι... είσαι πραγματικά μοναδική! συνέχισε να της λέει χαμογελώντας, κάνοντας την να αναπνεύσει ξανά.
   -Ούτε εγώ στην θέση του θα σε άφηνα αγάπη μου! Και αν θες να σου πω καλύτερα τι σκέφτομαι τότε άκουσε ετούτο: Καλύτερα να πεθάνω πάνω στην προσπάθεια μου να σε διεκδικήσω, παρά να ζήσω μια ζωή μετανιώνοντας ότι δεν προσπάθησα καν...
   Ανακουφισμένη η Ελεάνα ακούγοντας αυτά τα λόγια, με δάκρυα στα μάτια προσπάθησε να τον αγκαλιάσει γεμάτη ευτυχία. Φοβούμενη όμως μην του κάνει κάποια ζημιά με τόσα μηχανήματα γύρω του, αρκέστηκε στο να του δώσει μονάχα ένα γλυκό φιλί στο στόμα. Το βλέμμα των ματιών της όμως, πρόδιδε όλη την ευγνωμοσύνη που ένιωθε μέσα στην ψυχή της για αυτόν εκείνη την στιγμή.
   -Γιατί το έκανες αυτό; την ρώτησε ο Πέτρος απολαμβάνοντας το φιλί της.
   -Κάνεις λες και περίμενες να ακούσεις κάτι διαφορετικό... συμπλήρωσε δήθεν θιγμένος.
   -Το να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη και να μην την εκφράζεις, είναι σα να τυλίγεις ένα δώρο και να μην το δίνεις... του απάντησε διοχετεύοντας σε τόσο απλές λέξεις, όλη την τρυφερότητα της.
   -Συγνώμη δεσποινίς, αλλά θα πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε... άκουσαν και οι δύο μια νοσοκόμα που την καλούσε να περάσει έξω.
   -Αύριο θα με χορτάσεις! του ψιθύρισε στο αυτί και δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, τον αποχαιρέτησε.
   Πηγαίνοντας σπίτι της πολύ πιο ήσυχη και ήρεμη, καθησύχασε την μητέρα της που αγωνιούσε να μάθει και εκείνη λεπτομέρειες για το πώς ήταν η κατάσταση του Πέτρου. Ύστερα της μίλησε και για την πρόταση γάμου που της είχε κάνει, μιας και δεν είχε προλάβει πριν, δείχνοντας της ενθουσιασμένη και το δακτυλίδι. Για το τέλος άφησε την ανέλπιστη αντιμετώπιση του Πέτρου για όλα αυτά που φοβόταν να του πει τόσο καιρό και εκείνος τα αποδέχτηκε με τόσο συγκινητικό τρόπο.
   Συγκινημένη και η μητέρα της για την αίσια κατάληξη των πραγμάτων, ένιωσε πως η ζωή της κόρης της, είχε μπει πλέον για τα καλά στην σωστή τροχιά.
   -Με το άλλο που μου είπες, με την απειλή του Νικήτα, τι θα κάνουμε; την ρώτησε η μητέρα της χωρίς να θέλει να της κόψει την χαρά, ωστόσο ήταν κάτι εξίσου σημαντικό που έπρεπε να συζητηθεί.
   Ακούγοντάς την η Ελεάνα, σοβαρεύοντας απότομα και αφού σκέφτηκε για λίγο της απάντησε.
   -Πιστεύω μητέρα ότι δεν θα μας ξανά ενοχλήσει. Κατάλαβε πώς νιώθω για εκείνον και ότι πάντα θα είναι στην καρδιά μου ως κάτι διαφορετικό. Δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ, γιατί ήταν και εκείνος ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι της ζωή μου.
   Και αναστενάζοντας από τα ειλικρινή συναισθήματα που έτρεφε για εκείνον συνέχισε…
   -Εύχομαι να αναπαυτεί η ψυχή του βρίσκοντας την γαλήνη που είχε χάσει.
   Κουρασμένες πια και οι δύο από μία τόσο απρόβλεπτη μέρα, πήγε η κάθε μία στο δωμάτιο της με σκοπό να ξεκουραστούν. Βιώνοντας όλες αυτές τις ώρες τόσα ποικίλα συναισθήματα, ήταν τόσο ψυχικά εξαντλημένες που ξαπλώνοντας αποκοιμήθηκαν χωρίς καν να το καταλάβουν.
   Βγαίνοντας από το νοσοκομείο ο Πέτρος, τον παρέλαβε η Ελεάνα που δίχως να ακούσει κουβέντα, σε συνεννόηση πάντα με την μητέρα της, τον έπεισε να τον φιλοξενήσουν για λίγο καιρό σπίτι τους μέχρι να ανακτήσει τελείως τις δυνάμεις του.
   -Δε θέλω να σας γίνω βάρος βρε αγάπη μου... της έλεγε ξανά και ξανά ο Πέτρος δείχνοντάς της τον προβληματισμό του.
   -Μα τι είναι αυτά που λες! Ένα πιάτο παραπάνω τι θα μας κουράσει! του απαντούσε η Ελεάνα θέλοντας να του δείξει ότι δεν ήταν και τόσο τραγικά τα πράγματα όπως τα σκεφτόταν.
   -Και έπειτα, τι θα πει ο κόσμος; την ρώτησε ξανά.
   -Τι θα πει που θα με βάλετε σπίτι σας μάνα και κόρη; την ρώτησε με πιο πολύ άγχος.
   -Εδώ δεν νοιάζει εμάς, νοιάζει εσένα; Μας ταΐζει κανείς τους και δεν το ξέρω; Έλα "παππού" σύνελθε! Αυτά γινόντουσαν άλλες εποχές! του απάντησε ξανά γελώντας.
   -Έχεις μια απάντηση για όλα ε;
   -Πάντα! Και για να ξέρεις, οι απαντήσεις είναι πάντα έτοιμες! Οι ερωτήσεις λείπουν! του είπε αστειευόμενη για την ετυμολογία της.
   Φτάνοντας σπίτι τους, η μητέρα της τους υποδέχτηκε και τους δύο σαν παιδιά της δείχνοντας την αγάπη, αλλά και την εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπο του Πέτρου.
   Το πρώτο βράδυ που έμεινε ο Πέτρος εκεί, η Ελεάνα είδε στον ύπνο της τον πατέρα της. Ήταν οι δυο τους όπως παλιά πάνω στην μηχανή του και πήγαιναν βόλτα ακολουθώντας έναν ατέλειωτο δρόμο που μόνο μπροστά τους οδηγούσε. Νιώθοντας όπως κάθε φορά τον άνεμο στα μαλλιά της, τον κρατούσε αγκαλιά νιώθοντας ασφαλής και ευτυχισμένη. Ξαφνικά είδαν μπροστά τους τον Νικήτα που τους κοιτούσε μόνος στην άκρη του δρόμου. Σταματώντας ο πατέρας της την μηχανή δίπλα του, της έκανε νόημα να κατέβει. Κοιτώντας η Ελεάνα την ζωγραφισμένη θλίψη στα μάτια του Νικήτα, τον αγκάλιασε και φιλώντας τον στον μάγουλο του είπε ότι ποτέ δεν θα ήταν μόνος. Πάντα στην καρδιά της θα υπήρχε μια θέση για αυτόν που θα την τιμούσε και θα την σεβόταν. Δεν θα επέτρεπε ποτέ και σε κανέναν να την έκανε να ξεχάσει τις σύντομες, αλλά πολύ δυνατές στιγμές που είχε την ευτυχία να νιώσει κοντά του. Χαμογελώντας της ο Νικήτας δείχνοντας ευτυχισμένος με τα λόγια που άκουσε, ανέβηκε στην μηχανή του πατέρα της και χαμογελώντας της και οι δύο χάθηκαν στο απέραντο του δρόμου, έχοντας ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα μπροστά τους.
   Ξυπνώντας την επόμενη μέρα το πρωί, ένιωθε μέσα της τόσο γαλήνια όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή της. Είχε καταλάβει ότι αυτό που είδε δεν ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά ένα μήνυμα. Που της έλεγε ότι ήταν πλέον ελεύθερη να συνεχίσει την ζωή της, με έναν άνθρωπο που στάθηκε άξιος και δυνατός σε όλες τις προσδοκίες.
   Θέλοντας να τιμήσει την υπόσχεσή της, σηκώθηκε από το κρεβάτι και ανοίγοντας ένα από τα συρτάρια της έβγαλε έξω δύο φωτογραφίες, του πατέρα της και του Νικήτα.
   Κοιτώντας τες όχι πια με πόνο και νοσταλγία όπως κάποτε, αλλά με ευτυχία και αγάπη στα μάτια, τους ψιθύρισε…
   -Σας Ευχαριστώ...
   Προσευχόμενη στον Θεό ώστε να συγχωρέσει την ψυχή του Νικήτα για το κακό που είχε κάνει στον Στέφανο και παρά λίγο και στον Πέτρο, ήλπιζε να εισακουστεί. Αν και όπως της είχε πει ο Στέφανος, όλα δικό Του θέλημα είναι, οπότε μέσα στο σοφό σχέδιό Του, θα είχε υπολογίσει και την χαμένη ψυχή του Νικήτα. Αλλιώς δε θα τον έβλεπε να φεύγει μαζί με τον πατέρα της τόσο γαλήνια.
   Περνώντας ο καιρός ο Πέτρος παντρεύτηκε την Ελεάνα δίνοντας της απλόχερα όλη την ευτυχία που εκείνος ένιωθε ότι της άξιζε. Και ήταν πραγματικά πάρα πολύ μεγάλη.
   Σχεδόν αμέσως έφεραν στην ζωή και το πρώτο τους παιδί, προσφέροντας στην μητέρα της ένα εγγονάκι που τόσο πολύ λαχταρούσε. Με κοινή απόφαση και των δύο, έδωσαν στον γιο τους το όνομα του πατέρα της, θέλοντας να τον τιμήσουν για όλα αυτά που της είχε προσφέρει όσο ζούσε, αλλά και όχι μόνο.
   Έχοντας πάρει ο γιός της τα μάτια του πατέρα της, η Ελεάνα κάθε φορά που την κοιτούσε ένιωθε ότι μέσα από αυτόν ο πατέρας της ζούσε ξανά, καμαρώνοντας την.
   Και ίσως τελικά, αυτό να μην ήταν απλά μια εντύπωση.

ΤΕΛΟΣ

Copyright © Μάριος Καρακατσάνης - All rights reserved - 2014 http://www.marioskarakatsanis.gr

Διαβάσατε την όγδοη ιστορία της συλλογής, του Μάριου Καρακατσάνη, σε πρώτη δημοσίευση για το koukidaki. Απαγορεύεται αυστηρά η αντιγραφή και αναδημοσίευση  μέρους ή του συνόλου της παρούσης ανάρτησης χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το φωτογραφικό υλικό που κοσμεί την ιστορία και το εξώφυλλο αυτής είναι αποκλειστικές επιλογές του Μάριου Καρακατσάνη.
Βρείτε τον συγγραφέα στο facebook.

Και οι ιστορίες συνεχίζονται...

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα