Στο μυθιστόρημά της, η Κάτια Κισσονέργη, αγαπά τους ήρωές της ό,τι κι αν έχουν κάνει, όποιοι κι αν είναι, είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί με τις ενέργειες και τις αποφάσεις τους. Άπαντες προβάλλονται συμπαθητικοί, ως και αστείοι λόγω αφέλειας, αλλά όλοι τους είναι ανθρώπινα γήινοι. Τυπάκια και τύπισσες της διπλανής πόρτας που προβληματίζονται, κάνουν θυσίες, αγαπάνε, αγαπιούνται, χωρίζουν, τα φτιάχνουν... έχουν προβλήματα, αναζητούν λύσεις, αναζητούν φιλίες, αναζητούν αγάπες, αναζητούν ταίρι, αναζητούν αλήθειες, αναζητούν την ευτυχία... αναρωτιούνται αν και που έκαναν λάθος, αναρωτιούνται τι πήγε στραβά και τι πρέπει να διορθωθεί... και πολλά άλλα, τόσο κοινά θέματα!
Κι εκεί που όλα φαίνονται -ή είναι- λάθος, κι εκεί που όλα φαίνονται -ή είναι- ανάποδα, κι εκεί που όλα πάνε κατά διαόλου, "επιβάλλεται" μια επανάσταση. Ή, μήπως, μια φυγή; Και, τέλος, η συγγραφέας επιμένει ότι είναι στο χέρι σου να ισιώσεις τα στραβά, να κοιτάξεις τον καθρέφτη και να πεις σε αυτό που βλέπεις: Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα!
Η Κάτια βάζει τους ήρωες να μιλούν με τη σειρά σε πρωτοπρόσωπα κεφάλαια κι εμείς τους παρακολουθούμε να γκρινιάζουν, να αναρωτιούνται, να λυπούνται, να προβληματίζονται και να αναζητούν εκείνο το κάτι που λείπει, που πρέπει, που χρειάζεται η ζωή, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνουμε το παζλ της ιστορίας τους.
Που και που αποφασίζουν ότι είναι κρίμα να ζεις στην υδρόγειο και να φοβάσαι να δεις την ομορφιά που σου ανήκει, κι άλλοτε απαιτούν την ηδονή της δικαίωσης ότι είσαι κι εσύ μια κουφάλα. Μετά παραδέχονται ότι θα ήταν τέλεια, αν δεν είχαν περάσει από το πλάνο ο ασφαλιστής, η σπιτονοικοκυρά, ο λογαριασμός της ΔΕΗ και άλλοι τέτοιοι νταβατζήδες και καταλήγουν ότι ο Αλμοδοβάρ θα πέθαινε από καλπάζουσα ζήλια αν ήξερε τι μεγαλειώδεις σκηνές είχε σκηνοθετήσει το μυαλό τους.*
Με κερδίζει με τις περιγραφές της και με την "έξυπνη" γλώσσα που χρησιμοποιεί, το σπινθηροβόλο πνεύμα της και την ανοχή που δείχνει στα καμώματα των χαρακτήρων που, παρά τις κατεργαριές και τις απιστίες τους, παραμένουν συμπαθητικοί και συγκινητικοί στα μάτια μου.
*: Τα έντονα γράμματα αποτελούν αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
Η Κάτια βάζει τους ήρωες να μιλούν με τη σειρά σε πρωτοπρόσωπα κεφάλαια κι εμείς τους παρακολουθούμε να γκρινιάζουν, να αναρωτιούνται, να λυπούνται, να προβληματίζονται και να αναζητούν εκείνο το κάτι που λείπει, που πρέπει, που χρειάζεται η ζωή, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνουμε το παζλ της ιστορίας τους.
Που και που αποφασίζουν ότι είναι κρίμα να ζεις στην υδρόγειο και να φοβάσαι να δεις την ομορφιά που σου ανήκει, κι άλλοτε απαιτούν την ηδονή της δικαίωσης ότι είσαι κι εσύ μια κουφάλα. Μετά παραδέχονται ότι θα ήταν τέλεια, αν δεν είχαν περάσει από το πλάνο ο ασφαλιστής, η σπιτονοικοκυρά, ο λογαριασμός της ΔΕΗ και άλλοι τέτοιοι νταβατζήδες και καταλήγουν ότι ο Αλμοδοβάρ θα πέθαινε από καλπάζουσα ζήλια αν ήξερε τι μεγαλειώδεις σκηνές είχε σκηνοθετήσει το μυαλό τους.*
Με κερδίζει με τις περιγραφές της και με την "έξυπνη" γλώσσα που χρησιμοποιεί, το σπινθηροβόλο πνεύμα της και την ανοχή που δείχνει στα καμώματα των χαρακτήρων που, παρά τις κατεργαριές και τις απιστίες τους, παραμένουν συμπαθητικοί και συγκινητικοί στα μάτια μου.
*: Τα έντονα γράμματα αποτελούν αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.