Στην σημερινή μας ιστορία θα σας ταξιδέψω στα δύσβατα μονοπάτια της μοναξιάς. Θα δούμε μαζί, τα όρια που μπορεί να ξεπεράσει μια ανθρώπινη ύπαρξη όταν το άγγιγμα της παράνοιας, αγγίξει την ανθρώπινη ψυχή.
Γιατί ψιθυρίσματα υπάρχουν παντού, ποιος όμως μπορεί να τα ακούσει;
Μάριος Καρακατσάνης
-Φύγε μακριά! ούρλιαξε με δύναμη πιάνοντας τα αυτιά του ο Κέβιν.
-Δεν υπάρχεις! συνέχισε να λέει κλείνοντας σφιχτά τα μάτια. Μα οι ψίθυροι που άκουγε δεν σταματούσαν. Άσπλαχνα δαιμόνια, όπως συνήθιζε να τα λέει, του βασάνιζαν το μυαλό οδηγώντας τον να κάνει αποτρόπαια πράγματα.
Η αρχή έγινε όταν ήταν στην τρυφερή ηλικία των εννέα ετών. Όπου τότε οι γονείς του είχαν ένα πολύ καλό και υπάκουο σκυλί τον Μπάντι. Ο Κέβιν είχε μεγαλώσει από μωρό με αυτό το σκυλί και το αγαπούσε πάρα πολύ. Όταν ο Μπάντι γέρασε και πέθανε, ο Κέβιν ήταν μονάχα πεντέμισι ετών.
Βλέποντας οι γονείς του πόσο πολύ του έλειπε, του έφεραν ένα κουταβάκι για να μεγαλώσει μαζί με τον γιο τους. Είχαν την ελπίδα ότι αν είχε ένα σκυλί από τόσο μικρό θα δενόταν περισσότερο μαζί του και θα ξεχνούσε γρήγορα τον Μπάντι. Αλλά έκαναν λάθος.
Ο Κέβιν δεν έδινε καμιά σημασία στον Σνόου, έτσι τον είχαν ονομάσει γιατί το τρίχωμα του ήταν ολόλευκο δίχως ίχνος άλλου χρώματος. Όσο και αν το μικρό κουτάβι τον πλησίαζε και τον έγλυφε, εκείνος το έσπρωχνε μακριά του. Μέχρι που άκουσε τις πρώτες φωνές μέσα στο κεφάλι του.
Στην αρχή ήταν μια μακρόσυρτη ανάσα, ύστερα άκουγε ακαταλαβίστικες λέξεις και μετά καθαρά μηνύματα. Μηνύματα που τον πρόσταζαν να κάνει άσχημες πράξεις που τρόμαζαν τον μικρό Κέβιν. Του έλεγαν να πάρει ένα μαχαίρι από την κουζίνα και να "ζωγραφίσει" με αυτό πάνω στο σώμα του διάφορα πράγματα, που εκείνος δεν τα καταλάβαινε. Του έβαζαν σκέψεις στο μυαλό, δείχνοντας του φριχτές εικόνες που απεικόνιζαν τρομαχτικά μαύρα πλάσματα με τεράστια μυτερά δόντια και γαμψά νύχια να ξεσκίζουν τις σάρκες των γονιών του. Κοιτάζοντάς τον με την αηδιαστική τους όψη γεμάτα αίματα γελώντας υστερικά.
Εκείνος έκλαιγε και φώναζε μα οι γονείς του δεν ήταν ποτέ εκεί για να τον ακούσουν. Η μητέρα δούλευε όλη μέρα μαζί με τον πατέρα του για να τα βγάλουν πέρα και η μόνη που τον πρόσεχε ήταν η γιαγιά του. Εκείνη όμως καθόταν όλη μέρα στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, αφήνοντάς τον μόνο στο δωμάτιό του. Δεν τον άκουγε, μόνο καμιά φορά σηκώνονταν να δει αν είναι όλα καλά και μετά καθόταν ξανά στο σαλόνι. Μα οι φωνές, λες και ήξεραν, πάντα σταματούσαν λίγο πριν έρθει η γιαγιά. Είχαν εξασφαλίσει την σιωπή του απειλώντας τον ότι αυτά που έβλεπε θα γίνουν στα αλήθεια αν μιλούσε σε κάποιον.
Είχαν περάσει 7 μήνες από την άφιξη του Σνόου και ο Κέβιν εξακολουθούσε να μην τον θέλει. Οι φωνές τον είχαν πείσει ότι εξ αιτίας του πέθανε ο Μπάντι. Ότι αν δεν ήταν αυτός, ο αγαπημένος του σκύλος θα ζούσε ακόμα. Ότι οι γονείς του είχαν σκοτώσει τον Μπάντι για να φέρουν σπίτι αυτό το ηλίθιο μικρό σκυλί. Του το έλεγαν κάθε μέρα, όλες τις ώρες.
Μέχρι που κάποια στιγμή ο μικρός Κέβιν έχοντας ένα ύφος που δεν ταίριαζε στην ηλικία του πλησίασε τον Σνόου. Τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοικτα και σφιγμένα χείλη, ενώ από την μύτη έπαιρνε βαθιές εισπνοές σαν να πνιγόταν. Ο Σνόου κουνώντας την ουρίτσα, τον πλησίασε και άρχισε να του γλύφει το πόδι. Ύστερα χοροπήδαγε επάνω του, δείχνοντας ότι είχε όρεξη για παιχνίδια. Όπως είχε την μουσούδα πάνω στο γόνατο του Κέβιν, εκείνος έσκυψε ελαφρά πιάνοντάς τον από το λαιμό και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα κοιτάζοντάς τον με μίσος και οργή. Ο Σνόου κλαψούριζε κουνώντας γρήγορα τα ποδαράκια του στον αέρα, σα να έψαχνε από κάπου να πιαστεί.
Η γιαγιά του ήταν ακόμα στο σαλόνι ενώ ο Κέβιν στο δωμάτιό του με τον Σνόου.
“Σκότωσε! Σκότωσε!”, άκουσε να του λέει υστερικά η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Ο Κέβιν ακόμα το κοιτούσε έχοντάς το ψηλά στον αέρα. Ξαφνικά, ακριβώς απέναντι του, είδε μια σκιά να έρπει κατά μήκος του τοίχου. Είχε την μορφή ενός πλάσματος που δεν είχε καμιά σχέση με ο,τιδήποτε ανθρώπινο. Ήταν φαρδιά σαν να φορούσε κάποιον μανδύα, ενώ έξω από αυτήν ξεπρόβαλαν δυο πολύ λεπτά χεριά που στις άκρες τους γινόντουσαν μυτερά σαν να μην είχε δάχτυλα, αλλά μόνο νύχια. Στο κεφάλι έμοιαζε να φορά κάτι σα κουκούλα, όπως οι κακοί μάγοι του παραμυθιού που του διάβαζε ο πατέρας του.
Κάνοντας το ημικύκλιο του δωματίου έρποντας στους τοίχους, έφτασε στον τοίχο που ήταν δίπλα στον Κέβιν. Εκείνος γυρίζοντας το κεφάλι προς τα δεξιά, την είδε να σηκώνεται όρθια αργά αργά μέχρι που την είδε να στέκεται ακριβώς μπροστά του και να τον κοιτάζει. Εκατοντάδες ψίθυροι πλημμύρισαν το μικρό του κεφαλάκι και άκουγε λέξεις και φράσεις δίχως νόημα. Με φρίκη είδε τα χέρια τής σκιάς να ξεπροβάλλουν έξω από τον τοίχο, απλώνοντας τα μαύρα γαμψά τους νύχια προς το μέρος του. Ο Κέβιν τρομοκρατημένος έκανε μερικά βήματα πίσω, αλλά όσο και αν απομακρύνονταν το χέρι πάντα τον έφτανε.
Έχοντας ακόμα τον σκύλο στα χέρια του, είδε το χέρι της σκιάς να εισχωρεί μέσα στο δικό του. Χωρίς να μπορεί να ελέγξει την δύναμή του, ένιωσε τα δάχτυλά του να σφίγγουν με απίστευτη δύναμη τον λαιμό του Σνόου κάνοντάς τον κυριολεκτικά κομμάτια. Αφήνοντας ένα τελευταίο κλαψούρισμα το σκυλί ξεψύχησε στα χέρια του Κέβιν.
Βλέποντας το χέρι της σκιάς να υποχωρεί μέσα από το δικό του, είδε τα δάχτυλά του να ανοίγουν αφήνοντας να πέσει κάτω το άψυχο σώμα του σκύλου.
Βάζοντας τα κλάματα ο Κέβιν έπεσε κάτω παίρνοντας αγκαλιά το κουτάβι.
«Το μόνο που δε μπορείς να σκοτώσεις… είναι η ενοχή μέσα σου». Άκουσε να ψιθυρίζει μια βαριά τρομακτική φωνή μέσα στο μυαλό του, καθώς η σκιά εξαφανίζονταν.
Έπρεπε να εξαφανίσει το πτώμα τού σκύλου άμεσα, γιατί αν το έβλεπαν οι γονείς του τι θα μπορούσε να τους πει; Αν τους έλεγε την αλήθεια, ή δε θα τον πίστευαν και θα τον κατηγορούσαν, ή θα πάθαιναν κάτι κακό όπως τον είχαν προειδοποιήσει οι φωνές. Έτσι άρχισε να παίρνει τις πρώτες δύσκολες αποφάσεις της ζωής του, κάνοντάς τον να ωριμάσει πριν την ώρα του.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα πήρε δύο μαύρες σακούλες από το ντουλάπι και κατευθύνθηκε ξανά προς το δωμάτιό του.
-Όλα καλά Κέβιν; τον ρώτησε η γιαγιά του γυρνώντας το κεφάλι της προς το μέρος του.
-Ναι γιαγιά, απλά καθαρίζω το δωμάτιό μου, απάντησε δήθεν με καμάρι κρατώντας τις σακούλες στα χέρια λίγο έξω από το δωμάτιό του.
-Μπράβο το αγόρι μου! άκουσε να τον επιβραβεύει η γιαγιά του γυρνώντας ξανά ανέμελη προς την τηλεόραση.
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, έβαλε κατευθείαν το κουτάβι σε μια από τις σακούλες και αφού το τύλιξε καλά το έριξε μέσα στην άλλη. Ύστερα αφού διάλεξε ό,τι παλιά παιχνίδια και παραμύθια είχε, άρχισε να τα σπάει και να τα σκίζει. Πετώντας τα μέσα στην σακούλα κάλυψε τον πάτο της με αυτά, καλύπτοντας εντελώς την διπλωμένη σακούλα με τον σκύλο. Δένοντάς την κόμπο την έσυρε μέχρι έξω στην πόρτα.
-Που πας μικρέ; τον ρώτησε λίγο ανήσυχη η γιαγιά του.
-Να πετάξω την σακούλα έξω! απάντησε με αθωότητα ο Κέβιν.
-Ούτε που να το σκέπτεσαι να βγεις μόνος σου έξω στον δρόμο!
-Μα θέλω να την πετάξω! Αν θέλεις έλα εδώ να με βλέπεις, της πρότεινε ο Κέβιν ελπίζοντας να ξεμπερδέψει γρήγορα από αυτό.
-Θα κάνω κάτι καλύτερο, του απάντησε καθώς σηκωνόταν όρθια.
-Θα την πετάξω εγώ για εσένα, συνέχισε με χαμόγελο παίρνοντας την σακούλα στα χέρια της.
-Ουουου! Βαριά είναι! Τι έχει μέσα; τον ρώτησε με απορία καθώς έβγαινε έξω.
-Όλα τα παλιά σπασμένα παιχνίδια γιαγιά και μερικά σκισμένα βιβλία. Ήθελα να ανοίξω λίγο χώρο στο δωμάτιο μου, απάντησε με προσποιητό ενθουσιασμό ο Κέβιν.
-Καλά έκανες, μεγάλωσες πια! Δεν είσαι μωρό για να έχεις τόσα παιχνίδια. Τα λέω στην μάνα σου, αλλά ως συνήθως ποτέ δε με ακούει, του είπε καθώς απομακρύνονταν με την σακούλα στα χέρια.
Την ώρα που πέρναγε η γιαγιά του τον δρόμο για να πάει απέναντι στον κάδο των σκουπιδιών, ήρθε στο μυαλό του Κέβιν μια πολύ καλή ιδέα. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία που θα μπορούσε να είχε ώστε να καλύψει την εξαφάνιση του σκύλου. Δίχως να χάσει χρόνο, όσο η γιαγιά του είχε γυρισμένη την πλάτη της βάζοντας τα σκουπίδια μέσα στον κάδο, εκείνος βγήκε στον δρόμο αρχίζοντας να φωνάζει.
-ΣΝΟΟΥ! ΣΝΟΟΥ! ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ!
Η γιαγιά του γύρισε αμέσως το κεφάλι της προς τα πίσω βλέποντας τον εγγονό της να τρέχει κατά μήκος του πεζοδρομίου και να σταματά στην γωνία. Τον είδε να κοιτάει προς το πάνω μέρος τής γωνίας και να φωνάζει τον σκύλο του.
-Κέβιν γύρνα γρήγορα πίσω, φώναξε ανήσυχη.
Αφήνοντας την σακούλα στον κάδο, διέσχισε τον δρόμο βιαστικά και πήγε προς το μέρος του.
-Τι έγινε; τον ρώτησε κοιτώντας με απορία εκεί που κοιτούσε και εκείνος, αλλά δεν είδε τίποτα.
-Ο Σνόου βρήκε την πόρτα ανοιχτή, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει… Δεν τον πρόλαβα... της απάντησε με λυπημένο ύφος.
-Μα πως έγινε; Αφού στην πόρτα στεκόσουν! τον ρώτησε γεμάτη απορία.
-Δεν ξέρω... Εγώ κοιτούσα εσένα και ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου τον είδα να τρέχει από τα αριστερά. Έτρεξα αλλά δεν τον πρόλαβα, συνέχισε να της λέει.
-Καλά θα δούμε τι θα κάνουμε... Πάμε μέσα τώρα γιατί κάνει παγωνιά, είπε χαϊδεύοντάς του το κεφάλι για παρηγοριά.
-Τι θα πούμε στον μπαμπά; Θα με μαλώσει αν του πούμε τι έγινε... ρώτησε δήθεν ανήσυχος ο Κέβιν.
-Θα του πούμε την αλήθεια! Είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβει ο πατέρας σου, δεν είναι πια και κανένας μπαμπούλας! του απάντησε χαμογελώντας η γιαγιά, δίχως να ξέρει πόσο πολύ τάραξε τον Κέβιν η λέξη “μπαμπούλας”.
-Άντε τώρα να συνεχίσεις στο δωμάτιο σου ότι έκανες...
-Μπορώ να κάτσω μαζί σου γιαγιά να δούμε τηλεόραση; την ρώτησε αυτή την φορά στα αλήθεια ανήσυχος.
Φοβόταν να γυρίσει πίσω στο δωμάτιο του. Γιατί εκεί ίσως τον περίμενε ο δικός του "μπαμπούλας" αναγκάζοντάς τον να κάνει και άλλα φριχτά πράγματα. Όσο και αν τον απέφευγε όμως, εκείνος βρισκόταν πάντα μέσα στην σκέψη του. Ακούγοντας την φριχτή φωνή μέσα σε όλα τα άλλα να του υπενθυμίζει:
"Το μόνο που δε μπορείς να σκοτώσεις... είναι η ενοχή μέσα σου".
Αυτό που άργησε όμως να καταλάβει ο Κέβιν, αυτό που πραγματικά εννοούσε η φωνή, ήταν ότι μπορούσε να σκοτώσει ο,τιδήποτε.
Αυτό ήταν το πρώτο περιστατικό που σημάδεψε την παιδική του ηλικία. Οι γονείς του δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία τότε, απλά κόλλησαν μερικές άφησες ότι χάθηκε το σκυλί τους και αφού ποτέ κανείς δεν ανταποκρίθηκε, το άφησαν να ξεχαστεί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά-σιγά μέσα στον Κέβιν να μεγαλώνει η αυτοπεποίθηση ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε δίχως συνέπειες.
Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, έχοντας περάσει έξι ολόκληρα χρόνια χειραγώγησης με τους δαίμονές του, ήταν έτοιμος για το επόμενο βήμα.
Όλο αυτό το διάστημα του μάθαιναν πως να απορρίπτει κάθε τι που προκαλούσε συναισθήματα αγάπης και συντροφικότητας. Μέσα από ατελείωτους διαλόγους στο κεφάλι του, τού δίδαξαν πώς να καταστρέψει μέσα του κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Κάνοντάς τον κυριολεκτικά ένα ανθρωπόμορφο τέρας, κρυμμένο πίσω από την αθώα μάσκα ενός παιδιού. Ο γονείς του σε συνδυασμό και με την δουλειά τους, δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν το παραμικρό, μιας και ο Κέβιν δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα μπροστά τους.
Στο σχολείο του δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, αφού ήταν απόμακρος από όλους και όλα. Πολλοί τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του λέγοντάς τον "φρικιό", αλλά εκείνος αδιαφορούσε. Δεν τον άγγιζαν καν τα λόγια τους. Τον είχαν δει αρκετές φορές να μιλάει μόνος του σε μια γωνιά τής αυλής και αυτό ήταν υπέρ αρκετό για να του κολλήσουν το παρατσούκλι.
Σε ένα από τα διαλείμματα βγαίνοντας στην αυλή έκατσε μόνος στο συνηθισμένο του παγκάκι. Τα χείλη του τρεμόπαιζαν σαν κάτι να μουρμούριζε, αλλά μιλούσε πολύ ψιθυριστά για να ακουστεί. Ξαφνικά μια μπάλα του μπάσκετ έπεσε με δύναμη πάνω στο κεφάλι του κάνοντάς τον να τρανταχτεί ολόκληρος.
-Ε… φρικιό… πέτα πίσω την μπάλα! άκουσε την φωνή ενός παιδιού να του φωνάζει.
Ο Κέβιν σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας πρώτα το παιδί που γελούσε μαζί με μερικούς φίλους του και ύστερα την μπάλα. Πηγαίνοντας προς αυτήν, την έπιασε στα χέρια του κρατώντας την σφιχτά. Ύστερα, πλησιάζοντας το αρκετά πιο μεγαλόσωμο από αυτόν αγόρι, άρχισε να μουρμουράει λίγο πιο δυνατά δίχως όμως κανείς να καταλαβαίνει τι λέει.
-Πάλι ψιθυρίζεις φρικιό; τον ρώτησε χλευάζοντάς τον το αγόρι.
Μα ο Κέβιν με κατεβασμένο το κεφάλι τον πλησίαζε κουνώντας τα χείλη του όλο και πιο γρήγορα δείχνοντας φανερά πια την υπερένταση που τον διακατείχε.
“ΑΙΜΑ! ΑΙΜΑ!” άκουσε την φωνή μέσα στο μυαλό του να φωνάζει εκστασιασμένη από τα συναισθήματα του Κέβιν, αυτά που αυτή τον έμαθε για να τρέφεται η ίδια τόσο καιρό.
Πλησιάζοντάς τον πάρα πολύ κοντά, το αγόρι πήγε να του πάρει την μπάλα με δύναμη, αλλά δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει από τα χέρια του Κέβιν. Κοιτάζοντάς τον παραξενεμένος, ασκώντας περισσότερη δύναμη, προσπάθησε πάλι. Μα η μπάλα ήταν σαν κολλημένη στις παλάμες του Κέβιν, καθιστώντας αδύνατο να του την πάρει αν ο ίδιος δεν του το επέτρεπε.
-Δώσε μου την μπάλα φρικιό... του είπε το αγόρι αγριοκοιτάζοντάς τον, κάνοντας συγχρόνως νόημα στους φίλους του να πλησιάσουν και αυτοί πιο κοντά.
Σταματώντας το μουρμουρητό ο Κέβιν σήκωσε το κεφάλι έχοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, ενώ το βλέμμα του ήταν έτοιμο να τον κατασπαράξει. Το αγόρι, κάνοντας μερικά βήματα πίσω, πήγε ανάμεσα στους φίλους του κάνοντας νόημα να ορμίσουν στον Κέβιν. Μα κάνοντας ακριβώς ένα βήμα, ο Κέβιν πέταξε με δύναμη την μπάλα στο πρόσωπο του αγοριού σπάζοντάς του την μύτη. Βλέποντας τα αίματα να πετάγονται παντού, τα δυο παιδιά δεν έκαναν άλλο βήμα. Γυρίζοντας το κεφάλι προς τον φίλο τους, τον είδαν να σπαρταράει από τους πόνους αιμορραγώντας στην αυλή του σχολείου.
Βλέποντας τον Κέβιν να πλησιάζει πιο κοντά, τα δύο παιδιά που στεκόντουσαν δίπλα στο φίλο τους, έφυγαν τρέχοντας να ειδοποιήσουν κάποιον μεγαλύτερο. Όλοι οι υπόλοιποι, που τόση ώρα παρακολουθούσαν αμέτοχοι, μπήκαν στις τάξεις τους με διχασμένα συναισθήματα. Άλλοι έλεγαν ότι καλά του έκανε, γιατί έπρεπε κάποτε να βρει τον δάσκαλο του, ενώ κάποιοι άλλοι ότι ο Κέβιν ήταν ένα φρικιό που έπρεπε να φύγει από το σχολείο.
Μόνος του πλέον με το παιδί κάτω να βογκά, ο Κέβιν έσκυψε προς το μέρος του. Εκείνος, βλέποντάς τον, φοβισμένο σύρθηκε λίγο προς τα πίσω. Απλώνοντας το χέρι, ο Κέβιν άγγιξε με το δάχτυλό του το αίμα που ήταν σκορπισμένο στο έδαφος. Ύστερα γλείφοντάς το τον κοίταξε και του χαμογέλασε με ένα ύφος που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί το αγόρι. Ήταν τόσο τρομαχτικό, που άρχιζε να ουρλιάζει πανικόβλητο.
-Τι συνέβη εδώ Κέβιν; άκουσε την φωνή της καθηγήτριας του να του μιλά.
Μα εκείνος αμίλητος κοιτούσε το τρομοκρατημένο αγόρι έχοντας ακόμα το ίδιο χαμόγελο.
-ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ... φώναξε κλαίγοντας το αγόρι σηκώνοντας το χέρι του.
Γρήγορα μαζεύτηκαν όλοι οι καθηγητές στην αυλή, προσφέροντας τις πρώτες βοήθειες στο πληγωμένο αγόρι. Τα παράθυρα των τάξεων γέμισαν αμέσως με περίεργα πρόσωπα που κοιτούσαν στο προαύλιο. Η καθηγήτρια σηκώνοντας τον Κέβιν όρθιο, τον οδήγησε αμίλητη στο γραφείο του διευθυντή. Βάζοντάς τον να καθίσει ανάμεσα τους, τον ρώτησαν τι συνέβη. Εκείνος όμως δεν έδινε καμιά εξήγηση.
-Θα ειδοποιήσουμε τους γονείς σου Κέβιν, άκουσε τον διευθυντή να του λέει με ψυχρότητα στην φωνή.
-Δυστυχώς αποβάλλεσαι με τριήμερη αποβολή. Θα γίνει συμβούλιο για να αποφασίσουμε αν θα γίνεις δεκτός ξανά στο σχολείο μας, κατέληξε θέλοντας να τον φοβερίσει.
Ύστερα σήκωσε το ακουστικό τού τηλεφώνου που είχε πάνω στο γραφείο για να καλέσει τους γονείς του. Η καθηγήτρια αμίλητη τον κοιτούσε έχοντας ζωγραφισμένη την λύπη στα μάτια της. Ο Κέβιν γυρνώντας το κεφάλι, την κοίταξε παρατηρώντας προσεχτικά το πρόσωπο της.
-Με λυπάσαι; την ρώτησε ψιθυρίζοντας της.
-Εγώ απλά... ψέλλισε αιφνιδιασμένη η γυναίκα.
Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση της, ο Κέβιν πετάχτηκε απότομα από την καρέκλα του φωνάζοντάς της.
-ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΝΑ ΛΥΠΑΣΑΙ!
Ανοίγοντας την πόρτα βγήκε έξω αφήνοντας εμβρόντητους και τους δύο. Ξαφνιασμένος ο διευθυντής έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να απαντήσει κάποιος. Βλέποντάς τον να απομακρύνεται του φώναξε νευριασμένα να γυρίσει πίσω, αλλά ο Κέβιν περπατώντας ήσυχα στον διάδρομο δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Ανταλλάσσοντας ο διευθυντής ένα βλέμμα απορίας με την ξαφνιασμένη γυναίκα απέναντι του, έκατσε ξανά στην καρέκλα του σκεφτικός.
Από εκείνη την μέρα και μετά κανείς δεν είδε ξανά τον Κέβιν στο σχολείο. Κάλεσαν τους γονείς του, δίνοντάς τους πλήρη αναφορά για όλες του τις πράξεις. Εκείνοι μη πιστεύοντας στα αυτιά τους, ζήτησαν συγγνώμη για την συμπεριφορά του και αποχώρησαν καταρρακωμένοι για το σπίτι τους.
Ο πατέρας τού Κέβιν πήγε ο ίδιος προσωπικά στο σπίτι του χτυπημένου αγοριού με σκοπό να απολογηθεί για τις άσχημες πράξεις του γιού του, δεχόμενος αδιαμαρτύρητα την ταπείνωση και τον εξευτελισμό από τον πατέρα του άλλου αγοριού.
Πηγαίνοντας στο σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ο πατέρας του ήταν να τον φωνάξει απαιτώντας εξηγήσεις. Ο Κέβιν έχοντας πια ηρεμήσει, έδωσε την δική του εξήγηση παραδεχόμενος όλες του τις πράξεις. Η δικαιολογία του για όλα αυτά, ήταν ο θυμός που ένιωσε δεχόμενος τον χλευασμό τριών αγοριών μπροστά σε όλο το σχολείο. Κάποιος έπρεπε να τους μάθει τρόπους.
-Εμείς αυτούς τους τρόπους σε μάθαμε Κέβιν; τον ρώτησε ο πατέρας του με ήρεμη φωνή.
-Αν εννοείς την γιαγιά... ξεκίνησε να λέει με ειρωνικό τόνο ο Κέβιν, υπονοώντας ότι εκείνοι πάντα έλειπαν.
-Το μόνο που μου έμαθε είναι πως να κάνω ησυχία για να μπορεί να βλέπει τηλεόραση, κατέληξε κοιτάζοντας δίχως φόβο τον πατέρα του στα μάτια.
Ξαφνιασμένος από την απάντηση τού γιου του, τον κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε αλλάξει μέσα του. Αν και τα λόγια του ήταν σκληρά ωστόσο είχαν μια μεγάλη δόση αλήθειας. Απλά δεν ήταν έτοιμος εκείνη την στιγμή να ακούσει κάτι τέτοιο. Προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε γιο και πατέρα, έδειξε να αγνοεί τα λόγια τού Κέβιν και σοβαρεύοντας απότομα του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
-Μην διανοηθείς ποτέ ξανά να ειρωνευτείς τον πατέρα σου, του είπε δείχνοντας τον με το δάχτυλό του.
Ο Κέβιν κοιτώντας τον λοξά δίχως να βογκήξει καν, γύρισε το ανέκφραστο πρόσωπο του ξανά προς τον πατέρα του.
-Τελείωσες; τον ρώτησε ψυχρά.
Ο πατέρας του μην πιστεύοντας στα μάτια του, καθώς περίμενε έστω μια τυπική αντίδραση πόνου από τον Κέβιν, τον κοιτούσε με απορία στα μάτια.
-Δεν είσαι ο γιος μου εσύ... είπε εκφράζοντας δυνατά την σκέψη του ο πατέρας του, για να εισπράξει ένα ειρωνικό χαμόγελο επιβεβαίωσης από τα χείλη του Κέβιν, καθώς σηκώνονταν όρθιος για να πάει στο δωμάτιό του.
Εκείνη την ώρα γυρνούσε από την δουλειά της η μητέρα του, η οποία με το που μπήκε μέσα αντίκρισε τον άντρα της στο τραπέζι της κουζίνας βυθισμένο στις σκέψεις του.
-Τι έγινε του μίλησες; ήταν η πρώτη της κουβέντα.
-Ναι... απάντησε προβληματισμένος εκείνος.
-Και; ρώτησε γεμάτη αγωνία βλέποντας τον έτσι.
-Έχουμε πρόβλημα... είπε αναστενάζοντας, ενώ την κοιτούσε με σοβαρό ύφος.
Το πρόβλημα τους, όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν ακόμα και οι ίδιοι. Αφού της εξήγησε ο σύζυγος της τι ακριβώς ειπώθηκε, αποφάσισαν να τον πάνε την επόμενη μέρα κιόλας σε ψυχολόγο. Ως γονείς, αντιλαμβανόντουσαν τα λάθη που έκαναν, ωστόσο δεν δικαιολογούσαν τόσο παράλογη συμπεριφορά.
Από την άλλη μεριά, ο Κέβιν καθόταν στο κρεβάτι του δεχόμενος συναισθηματική επίθεση από αυτούς που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει πλέον ως δαίμονές του. Του έλεγαν ότι είχε μεγαλώσει πια, ότι έπρεπε να κάνει το μεγάλο βήμα. Να σκοτώσει τους γονείς του.
Του πολιορκούσαν το μυαλό ανακατεύοντας το παρελθόν με το σήμερα. Του θύμιζαν τον θάνατο του Μπάντι, του ξύπναγαν το συναίσθημα της μοναξιάς όλα αυτά τα χρόνια που τον άφηναν μόνο, του δημιουργούσαν αχαλίνωτη οργή για το χαστούκι που του έδωσε ο πατέρας του…
Βαριές ανάσες μέσα στο κεφάλι του, έκλεβαν περίτεχνα την δικιά του αναπνοή. Μιλούσαν όταν έβρισκαν εύφορο έδαφος για να μιλήσουν, σταματούσαν όταν έπρεπε να σταματήσουν. Όλα αυτά τα χρόνια ήξεραν τι θα πουν, πότε θα το πουν και τι επίπτωση θα είχε όλο αυτό στην ψυχολογία του Κέβιν. Για τις φωνές αυτές ο Κέβιν δεν ήταν παρά μια μαριονέτα. Όπου τα σχοινιά που την κινούσαν ήταν μονάχα ψίθυροι.
Όταν πια βράδιασε, η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιό του κρατώντας ένα πιάτο με ζεστό φαγητό στα χέρια της.
-Σου έφερα να φας γλυκέ μου... είπε χαμογελώντας τρυφερά.
-Είναι το αγαπημένο σου φαγητό! συνέχισε αφήνοντας το πιάτο στο κομοδίνο, καθώς εκείνη καθόταν στο κρεβάτι δίπλα του.
-Τι έχεις αγάπη μου; τον ρώτησε με μελαγχολικό βλέμμα χαϊδεύοντας απαλά το κεφάλι του.
Κοιτώντας την με απαθές βλέμμα, ο Κέβιν άρχισε να ψιθυρίζει ακαταλαβίστικα πράγματα δείχνοντας αρκετά τρομακτικός στα μάτια της μητέρας του που για πρώτη φορά τον αντίκριζε έτσι.
-Τι έπαθες αγάπη μου; τον ρώτησε τρομοκρατημένη προσπαθώντας να καταλάβει τι ψιθύριζε.
Ο Κέβιν κοιτώντας πίσω της, έβλεπε μια μαύρη σκιά να πλανάται από την μία άκρη του δωματίου στην άλλη. Παρατηρώντας το βλέμμα του, κοίταξε και εκείνη πίσω της αλλά δεν είδε τίποτα. Γυρνώντας ξανά προς το μέρος του, αντίκρισε έντρομη τον γιο της να κρατάει το πιρούνι, που είχε αφήσει με το φαγητό δίπλα του, ψηλά στον αέρα. Μα πριν προλάβει να πει ο,τιδήποτε της κάρφωσε το πιρούνι με όλη του την δύναμη στον λαιμό, βγάζοντας μια σύντομη κραυγή πόνου.
Βλέποντας το αίμα να ξεχειλίζει στο στήθος της, την παρατηρούσε καθώς άφηνε αγκομαχώντας την τελευταία της πνοή. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε από εκείνην, ήταν το άψυχο σώμα της που έπεφτε στο πάτωμα.
Ακούγοντας όλο αυτό τον θόρυβο ο πατέρας του μπήκε μέσα τρέχοντας αντικρίζοντας το πτώμα τής γυναίκας του στο πάτωμα. Στεκόταν ακίνητη γεμάτη αίματα έχοντας ακόμα τα μάτια της ανοικτά. Ο Κέβιν τον κοιτούσε με απαθές βλέμμα, δίχως να μιλάει.
-Τι έκανες! ούρλιαξε με σπαραγμό τρέχοντας προς το μέρος τής συζύγου του ενώ πιάνοντας προσεχτικά το άψυχο σώμα της, έκλαιγε απαρηγόρητος παίρνοντάς την αγκαλιά.
Ύστερα αφήνοντάς την ξανά κάτω, σηκώθηκε όρθιος αντικρίζοντας τον γιο του, που όλα αυτά τα λεπτά τον κοιτούσε ανέκφραστος.
-Ο γιος μου πέθανε μαζί της... ψιθύρισε κοιτάζοντάς τον με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα.
Δίχως καν να το σκεφτεί, έπεσε με φόρα προς το μέρος του πιάνοντάς τον από το λαιμό. Το βαρύ του σώμα καθήλωσε σχεδόν αμέσως τον Κέβιν, καθιστώντας τον ανίκανο να κάνει ο,τιδήποτε.
Δεν είχε σκοπό όμως καν να αντισταθεί. Νιώθοντας τα βαριά και δυνατά χέρια του πατέρα του να τον πνίγουν, εκείνος τον κοιτούσε με ένα ύφος που έδειχνε ότι είχε “πεθάνει” πολύ πιο πριν. Τότε που αντιμετώπιζε μοναχός τους δαίμονές του. Τότε που έκλαιγε, αλλά δεν τον άκουγε κανείς. Τότε που εξαφανίστηκε ο Σνόου και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει λεπτομέρειες. Οι φωνές εξ άλλου τον είχαν προειδοποιήσει:
“Σε αυτή την ζωή μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε”.
Συνειδητοποιώντας από πολύ μικρή ηλικία ο Κέβιν ότι όταν μαθαίνεις να ζεις μέσα στην μοναξιά, τότε κάθε τι ανθρώπινο μέσα σου αρχίζει να πεθαίνει. Και ήταν μονάχα δεκαπέντε ετών.
Το άψυχο κορμί του αφέθηκε μελανιασμένο πάνω στο παλιό παιδικό του κρεβάτι. Πνίγοντάς τον ο ίδιος του ο πατέρας, δίνοντάς του ίσως το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δώσει στον ψυχικά διαταραγμένο γιο του. Μία ελεύθερη ψυχή να τρέχει ξέγνοιαστη δίπλα στον αγαπημένο του σκύλο. Τον Μπάντι.
Πλέον δεν υπήρχαν φωνές, ούτε ψίθυροι να τον βασανίζουν. Είχε δίπλα του ακριβώς αυτούς που ήθελε πάντα στην ζωή του. Την μητέρα του και τον σκύλο του. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα ερχόταν και ο πατέρας του.
Τον περίμεναν όλοι μαζί για να γίνουν και πάλι οικογένεια…
ΤΕΛΟΣ
Copyright © Μάριος Καρακατσάνης - All rights reserved - 2014 http://www.marioskarakatsanis.gr
Διαβάσατε τη δεύτερη ιστορία της συλλογής, του Μάριου Καρακατσάνη, σε πρώτη δημοσίευση για το koukidaki. Απαγορεύεται αυστηρά η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου της παρούσης ανάρτησης χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το φωτογραφικό υλικό που κοσμεί την ιστορία και το εξώφυλλο αυτής είναι αποκλειστικές επιλογές του Μάριου Καρακατσάνη.
Βρείτε τον συγγραφέα στο facebook.