«Βροχή. Και να ήταν μια απλή βροχή, κάτι μπορεί να γινόταν. Είναι πολλοί εκείνοι που τους αρέσει και βγαίνουν να περπατήσουν μια μέρα σαν κι αυτή, ακόμα και βιαστικά, πάντως όλο και κάποιος έρχεται. Στρώνουν μια σακούλα και κάθονται. Όμως σήμερα α... πα-πα-πα, έχει ανεμοστρόβιλο, καταιγίδα. Κανένας δε θα τολμήσει να βγει» μονολογούσε το παγκάκι. Ξεχαρβαλωμένο με μια σανίδα λιγότερη, χρώμα ξεφτισμένο, αναπολούσε την πρώτη μέρα ολοκαίνουργιο να το τοποθετούν εκεί στη σκιά του πλατάνου, στον χώρο του Ζαππείου, μα φαντάζει χρόνος μακρινός από τότε.
«Η ερημιά δε μου αρέσει. Μας έμπηξαν εδώ ακούνητα. Πώς να μη νιώθουμε μοναξιά, έτσι ανήμπορα όπως μας κατάντησαν! Τουλάχιστον όταν ξεκουράζονται πάνω μας, αισθανόμαστε πως είμαστε χρήσιμα και σβήνει αυτόματα η απομόνωσή μας με τόσα που ακούμε και βλέπουμε». Βαριαναστέναζε, προσπαθούσε απεγνωσμένα να μετακινηθεί να πλησιάσει έστω πιο πέρα στο κοντινό παγκάκι να πει μια κουβέντα. «Ε! Εσένα λέω που είσαι ακούνητο πιο εκεί. Για δε μιλάς; Εμείς μιλάμε την ίδια γλώσσα» πήρε την απόφαση να φωνάξει στο γειτονικό παγκάκι. Τίποτα. Εκείνο δεν ήθελε καμιά κουβέντα. Απογοητευμένο, καταθλιμμένο περίμενε τουλάχιστον ένα πέταγμα πουλιού.
Ξαφνικά αναθάρρησε. Πλησίαζε μία γυναίκα. Τα μαλλιά της βρεγμένα, κολλημένα στα μάγουλα, κυμάτιζαν στους ώμους. «Μπα δε θα κάτσει» συνέχιζε τις σκέψεις του.
Κι όμως εκείνη με σκυφτό κεφάλι, αργόσυρτο βήμα, φαινόταν να ήξερε καλά την περιοχή, μόλις έφτασε στο παγκάκι, άνοιξε το βήμα. Δεν το πιστεύει αυτό που υποψιάζεται. Την παρατηρεί καλύτερα. Νιώθει το άγγιγμά της. Με το ένα χέρι της περνάει τα ακροδάχτυλα από ένα συγκεκριμένο σημείο στην άκρη του ξανά και ξανά. Δεν τη φοβίζουν οι ακίδες που είναι γεμάτο το ξεφτισμένο σανίδι. Στο άλλο κρατά κάτι σφιχτά. «Κοίτα τι σου έφερα» ψελλίζει. Χαμογελά μισοκλείνοντας τα μάτια. Έπειτα κοιτάζει στον ουρανό, προσπαθεί να περάσει τα σύννεφα η ματιά. Στυλώνει το βλέμμα και ψιθυρίζει «Πού είσαι καλέ μου. Ήρθα, εσύ γιατί αργείς;»
Και ναι, με αυτό το άκουσμα, η υποψία γίνεται βεβαιότητα. Είναι η αιθέρια ύπαρξη. «Α! Κοίτα τώρα με κόλλησαν οι άνθρωποι και μιλάω όπως εκείνοι!» Με αγωνία πλέον άρχισε να παρακολουθεί...
Η γυναίκα παρέμεινε ώρα πολύ, να δέρνει η βροχή το πρόσωπό της έτσι αφημένο στον ουρανό. Ώσπου δεν άντεξε. Χαμήλωσε το κεφάλι και μπερδεύτηκαν τα δάκρυα με τις στάλες της βροχής. Τα άφησε ελεύθερα να κυλήσουν. Κανείς δε θα τα αναγνωρίσει. Είναι από τις στιγμές που η βροχή κερδίζει. Επιτέλους κάτι πιο πολύ από τα δάκρυά της. Αγαπά τη βροχή που καλύπτει ό,τι βγαίνει από μέσα της. Αφήνει τον χρόνο να κυλήσει πίσω. Ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της αυτές που πέντε χρόνια τώρα ζει μαζί τους. Δοξάζει τον Θεό που δεν της έχει πάρει το μυαλό και τις έχει πολύτιμο θησαυρό.
Έχει πολλούς λόγους να λατρεύει τη βροχή. Βροχή και τότε. Αλήθεια πόσα χρόνια πριν; «Σαράντα» αυτόματα απαντά. Ακούγονται πολλά. Εκείνη νιώθει σαν να μην πέρασε μια μέρα. Εκείνος και εκείνη με μια ομπρέλα κάτω από τη νεροποντή. Να ανταλλάζουν φιλιά και να μη καταλαβαίνουν πως η ομπρέλα είχε γείρει και γινόντουσαν μούσκεμα. Όταν ο ανεμοστρόβιλος έσπασε την ομπρέλα, γελούσαν. Θεέ μου το γέλιο τους! Κυματιστό, χαρούμενο, ατίθασο. Τους περίμενε ολάκερη η πλάση. Όλος ο κόσμος δικός τους. Είχαν ανέβει στο παγκάκι, ναι το θυμόταν καλά, σε αυτό το ίδιο παγκάκι και συνέχισαν τα φιλιά τους. Τα μπατζάκια του παντελονιού του είχαν βραχεί μέχρι το γόνατο και εκείνης το καλσόν δεν μπορούσε να την προστατέψει. Μα δεν τους ένοιαζε. Χουχούλιαζαν στην αγάπη και τα νιάτα τους.
«Πρέπει να φύγουμε» είπε πρώτη η Έλενα και απομάκρυνε μια τούφα μαλλιών από τα χείλη της.
Αμίλητος ο Νίκος της χάρισε ακόμα μια φλογερή αγκαλιά. «Φύλαξε το γρήγορα» του είπε βγάζοντας από την τσάντα της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. «Θα βραχεί».
«Θα το προστατέψω καλά» απάντησε και βιάστηκε να το βάλει στην τσέπη του. Ήξερε πως θα είχε στάλες από το άρωμά της και θα περνούσε όλη νύχτα με τη μυρωδιά της στο στήθος του. Την άλλη μέρα θα της διηγείτο πόσο πολύ του έλειπε η παρουσία της και πως δεν άντεχε πια χωριστά.
Κάθε βράδυ εκεί. Ναι, τους αναγνώριζε πλέον το παγκάκι, κάθε που σουρούπωνε ήταν εκεί. Και τους περίμενε. Ήξερε την ώρα τους. Αν καθόταν άλλος, επιζητούσε να τον διώξει γιατί μόνο εκείνο το ζευγαράκι είχε τόση πλάκα και του πέρναγε ευχάριστα η ώρα. Από τα πολλά γέλια τους δεν καταλάβαινε τι έλεγαν. Ήταν τόσο ευτυχισμένοι! Το διαλαλούσαν με κάθε τους κίνηση, κάθε τους λέξη, κάθε καυτό φιλί.
Η Έλενα ξαφνικά ανακάθισε στο παγκάκι. Τρόμαξε. Όπως τότε. Ξεχείλισαν οι μνήμες......
«Ταυτότητες» είπε αυστηρά ο αστυφύλακας. Πάγωσαν τα νεαρόπαιδα.
«Δεν έχω» είπε εκείνος, ενώ αντάλλαζαν βλέμματα ανησυχίας.
«Έχω εγώ» πήρε τον λόγο η Έλενα και έδειξε αμέσως την ταυτότητά της. Ο αστυφύλακας έριξε μια ματιά και μπήκε στο αμάξι του. Για αρκετή ώρα έμειναν αμίλητοι. Δεν κατάλαβαν γιατί όλο αυτό.
«Πάμε να φύγουμε» ψιθύρισε εκείνη.
«Μα να σε χάσω από τώρα;»
«Και τι να κάνουμε. Τα κουνούπια με έχουν κάνει όλο σημάδια, τι να λέω στη μάνα μου και τώρα αυτό με την αστυνομία. Θα βρούμε κανένα μπελά. Πάμε να φύγουμε» κατέληξε.
«Πού να πάμε;»
«Κάπου να είμαστε μόνοι. Ούτε κουνουποθεραπεία, ούτε αστυνομία» κατέληξε ναζιάρικα η μικρούλα.
Και έφυγαν. Μάταια τους περίμενε το παγκάκι. Μάταια τους αναζητούσε σε άλλα ζευγαράκια. Σαν αυτό, κανένα. Μα τι λόγια άκουγε! Αιώνια πίστη. «Σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλον».
«Και αν ξαναγεννιόμουν μ’ εσένα πάλι θα ήθελα να ζήσω».
Λόγια των νέων. Αφού ακόμα δεν είχαν ξεκινήσει τη ζωή τους, καλά-καλά δεν είχαν γνωριστεί, τι όρκοι ήταν τούτοι! Είχε ακούσει παρόμοια λόγια και από άλλους ερωτευμένους, αλλά πολύ σύντομα στο ίδιο παγκάκι που έδιναν φιλιά έδιναν χαστούκια και αντάλλασσαν λόγια ανατριχιαστικά.
Πέρασαν χειμώνες καλοκαίρια και το πήρε απόφαση πια πως ή χώρισαν, ή τακτοποιήθηκαν στο σπιτάκι τους και ξέχασαν τη γωνιά τους. Πάντα αναζητούσε εκείνη την αιθέρια ύπαρξη και το πανέμορφο παλικάρι που πολύ θα ήθελε να ήξερε αν ήταν όλα όπως τα είχαν ονειρευτεί.
Τριάντα πέντε χρόνια διάβηκαν ώσπου να ακούσει τη γνώριμη φωνή.
Δεν πίστευε στα μάτια του όταν πλησίασε κάποιος λέγοντας «Αυτό εδώ είναι. Άτιμος ο χρόνος. Δεν κάνει εξαίρεση ούτε για τα άψυχα. Γέρασε και αυτό...» αναστέναξε βαθιά και κατάπιε αυτό που θα ήθελε να πει «σαν εμάς».
Τα γκρίζα μαλλιά, δεν του στερούσαν την ομορφιά και η στητή κορμοστασιά θύμιζε κάτι από τον αλλοτινό αέρα του. Και εκείνη παρέμενε λεπτή, δεν είχε εκείνο τον χείμαρρο των μαλλιών ως κάτω στη μέση, μα φαίνεται δεν μπορεί να τα αποχωριστεί, πέφτουν ακόμα ως τους ώμους.
«Ναι εδώ καθόμασταν. Θυμάσαι;»
«Πώς να ξεχάσω! Τότε με τη βροχή».
«Και μετά το καλοκαίρι, τα κουνούπια. Αμ! Εκείνο με την ταυτότητα. Ακόμα τρέμουν τα πόδια μου όταν το θυμηθώ».
Την πήρε μια αγκαλιά και έμειναν σιωπηλοί στις σκέψεις τους.
«Τι να κάνει τώρα η μπέμπα μας;»
«Τριάντα τεσσάρων χρονών γυναίκα και ακόμα μπέμπα τη λες;»
«Για μένα έτσι θα είναι πάντα. Έχει μέρες να πάρει τηλέφωνο».
«Τι λες… πριν δυο μέρες δεν πήρε;»
«Δε μου φτάνει. Ακόμα δεν το έχω χωνέψει πως το παιδί μας είναι μετανάστης».
«Κακόηχη λέξη».
«Οι ενοχές είναι μεγάλες που δεν κατάφερα να της εξασφαλίσω ένα καλό μέλλον».
«Εσύ φταις τώρα και εγώ ή οι πολιτικοί μας;»
«Μην αρχίσουμε, να χαρείς. Δεν ξέρω τίποτα άλλο παρά πόσο μου λείπει».
«Γιατί εμένα όταν μπαίνω στο δωμάτιό της! Πώς μου φαίνεται έτσι άδειο που το αντικρίζω. Αλλά ψιθυρίζω ακόμα ένα παραμύθι στον εαυτό μου πως θα έρθει το μεσημέρι από την δουλειά της. Και περιμένω».
«Θα περιμένουμε πολύ».
«Έλα τώρα, μη μου μελαγχολείς. Για καλό πήγε το παιδί. Να δεις θα βρει την τύχη του».
«Όποια τύχη και να βρει, γονείς δε θα βρει».
«Τι σε έπιασε τώρα. Ας έχει την ευχή μας και θα σηκώσει βουνά. Να σου πω είπαμε να βγούμε μια βόλτα στον ήλιο. Ούτε πασατέμπο δε θα σου ζητήσω, αλλά ένα φιλί ναι».
«Έλα τώρα, θα μας κοροϊδεύουν. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε».
Η καρδιά δε γερνάει. Η ματιά της γλυκιά όλο υποσχέσεις, τρύπωσε μέσα του και τον ηρέμησε. Έσκυψε και την φίλησε. «Σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλον» μουρμούρισε εκείνη. «Ξέρεις… νόμισα πως είμαστε παιδιά. Όπως τότε» συμπλήρωσε.
Το παγκάκι αφουγκραζόταν την αγάπη τους. Ανάσα. Μη χαλάσει την ιερή ώρα.
Και πέρασαν άλλα πέντε χρόνια βουτηγμένο μες την ανία, αφού κανένας δεν καθόταν σε αυτό έτσι κατεστραμμένο όπως ήταν. Και να τώρα ημέρα βροχερή, η αιθέρια ύπαρξη ξαναήρθε. Αλλά γιατί μόνη; Γιατί τόση στεναχώρια; Την ακούει ξεκάθαρα να ψελλίζει.
«Πόση μελαγχολία, πόση πίκρα. Πόσο μου λείπεις. Το χιούμορ σου».
Στριφογυρίζει μια τούφα μέσα στα δάχτυλά της. «Τώρα πού είσαι να τσακωθούμε για την τούφα; Θυμάσαι; «Δική μου είναι» έκανα τάχα πειραγμένα».
Πώς πετύχαινε, άλλοτε να την νανουρίζει και άλλοτε να την ανεβάζει σε ηδονικούς ουρανούς! Όλα τα κατάφερνε. Τώρα; Τι γίνεται τώρα; Το επαναλαμβάνει πέντε χρόνια και ακόμα λύση δε βρήκε. Και ούτε θα βρει. Όλα τα σφράγισε η ταφόπλακα. Χάθηκε μαζί του, όταν κλείστηκε στο χώμα και πεισματικά δεν της μιλά, την αφήνει να σέρνεται χωρίς ψυχή στη γη, μια και την πήρε μαζί του. «Κι έλεγες πως δε θα χωρίσουμε ποτέ». Κανείς δεν μπορούσε να μας χωρίσει εκτός από Εκείνον. Και αυτό δεν το λάβαμε ποτέ υπόψη μας.
Δάκρυσε το παγκάκι. Δεν ήθελε ποτέ να ζήσει παρόμοια στιγμή. Η Έλενα βαθιά πικραμένη από τον χαμό του αγαπημένου της. Αλλά ποιος έμεινε εδώ; Πόσοι πέρασαν και χάθηκαν από τούτο τον κόσμο! Να θεωρήσω τον εαυτό μου τυχερό! Έστω και σαραβαλιασμένο, ακόμα υπάρχω.
Η Έλενα όταν πια δεν ένιωθε τα πόδια της από την παγωμάρα της βροχής, αποφάσισε βαρύθυμα να σηκωθεί. Μόνος μάρτυρας ένα παγκάκι. Το ίδιο παγκάκι που φιλοξένησε την αγάπη τους. Έκανε δυο βήματα, αλλά το σώμα της αιωρήθηκε. Η ζαλάδα την έκανε γρήγορα να ξανακάτσει.
Σιγά-σιγά τα σύννεφα διαλύονταν και ένας ήλιος φανερώθηκε.
«Θα πρέπει να βαφτούν τα παγκάκια» είπε ο προϊστάμενος.
«Αυτό είναι κατεστραμμένο. Θα πρέπει να αλλαχτεί» άκουσε η Έλενα και συνήλθε από τον λήθαργο που είχε πέσει.
«Όχι-όχι» ήθελε να τους φωνάξει. «Μην καταστρέψετε ό,τι απόμεινε από εκείνον».
«Τελικά δε μας ενέκριναν το κοντύλι για τα παγκάκια».
«Κρίση ή δικαιολογία;»
«Όμως δε γίνεται να είναι έτσι μες στη μέση του Ζαππείου. Τουλάχιστον να βαφτούν».
«Εκτός από αυτό» και έδειξε με το δάχτυλο προς το μέρος της. «Ούτε για τη φωτιά δεν κάνουν τα ξύλα του».
Πλησίασαν δυο εργάτες. «Συγνώμη κυρία. Κυρία…»
Η Έλενα ψιθύρισε «Έρχομαι χαρά μου». Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω και έκλεισε τα μάτια της.
«Κυρία» ξαναείπε ο εργάτης. Πάνιασε ο άνθρωπος σαν την είδε βουβή κι ασάλευτη. «Καλέστε ασθενοφόρο» συμπλήρωσε αμήχανα.
Η χούφτα της άνοιξε και ένα νεκρό πουλί κύλησε ανάμεσα από τις σανίδες. Το κρατούσε ζεστό στο κόρφο της, απ’ όταν το βρήκε νεκρό. Το αγκάλιασε απαλά και έτρεχε να φτάσει στο παγκάκι τους. Το προφύλασσε από τη βροχή, στάλα να μην το βρει. «Τώρα ποιον θα έχω να μου τραγουδά!» μονολογούσε μέσα στα αναφιλητά της. Ήταν η φωνή του αγαπημένου της. Πέντε χρόνια τώρα της κελαηδούσε την αγάπη του. Ήταν το τελευταίο του δώρο. Σαν να ήθελε φεύγοντας ο ίδιος, κάποιος να συνεχίζει να της λέει λόγια αγάπης.
Το ασθενοφόρο πλησίασε, ένα φορείο βγήκε και δυο άντρες σήκωσαν την Έλενα προσεκτικά. Οι εργάτες έπεσαν πάνω στο παγκάκι και με λοστούς προσπαθούσαν να το ξεριζώσουν.
Ακούνητο το παγκάκι. Να θυμίζει κάτι από εκείνους. «Γεια σου Έλενα» μονάχα φώναζε σπαραχτικά. «Χαιρετίσματα εκεί που πας».
Το χαμόγελο δεν είχε φύγει ακόμα από τα παγωμένα χείλη της.
Ένα φορείο μετέφερε την Έλενα. Ένας εργάτης φώναξε. «Επιτέλους το ξερίζωσα». Φόρτωσε τις ρημαγμένες σανίδες σε ένα καρότσι και άνοιξε το βήμα του. Πλάι-πλάι πήγαιναν η Έλενα και το παγκάκι. Τα σπουργίτια ανταριάστηκαν μπρος τη νεκρική πομπή. Μια καρδερίνα πετώντας από δέντρο σε δέντρο, έδωσε τον ρυθμό με κελάηδημα ερωτικό, γλυκό, τρυφερό.
Ο Καρποντάκος φωσφόριζε στον ήλιο, ξέμεινε το αηδόνι από τη μετανάστευσή του για το κύκνειο άσμα της Έλενας, το περιστέρι ανέλαβε να πάει το πικρό χαμπέρι στην αγαπημένη κόρη, και ο κοκκινολαίμης έβαλε τους τίτλους τέλους με το μελαγχολικό τραγούδι του. Στον απόηχο του όμως ένα καναρίνι από το κοντινό μπαλκόνι σήμανε την αρχή της αιώνιας ζωής δυο πλασμάτων που πολύ αγαπήθηκαν σε τούτο το πέρασμά τους από τη γη και θαύμασαν ακόμα και τα άψυχα.
Η Μαρία Χανιώτου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει με την οικογένειά της και κατάγεται από την Πάρο. Σπούδασε θέατρο, χορό, αισθητική και ασχολήθηκε επαγγελματικά με όλους τους κύκλους των σπουδών της. Η αγάπη της για το θέατρο την οδήγησε στη Σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη, από την οποία αποφοίτησε το 1983. Αμέσως εντάχθηκε στη σκηνή του Παιδικού Θεάτρου «Παιδική Θεατρική Πρωτοπορία», από την οποία αποχώρησε μετά από μία δεκαπενταετία. Το ίδιο χρονικό διάστημα εργάστηκε ως χορεύτρια ελληνικών δημοτικών χορών, ενώ παράλληλα συμμετείχε επιλεκτικά ως ηθοποιός σε ταινίες.
Έργα της που έχουν εκδοθεί από την Εμπειρία Εκδοτική: «Κι έλεγες πως μ’ αγαπάς» (2002), «Μαζί και στο αύριο» (2004), «Είναι που δεν με ξέρεις» (2005), «Η αγάπη πάλι θα νικήσει» (2006), από τις εκδόσεις Ωκεανός: «Το πέρασμα για τον τσεσμέ» (2012).
Όλες οι "ιστορίες από το παγκάκι" από την αρχή, εδώ.