Αν και τα Χριστούγεννα πέρασαν, ωστόσο το άγγιγμα τους είναι ακόμα νωπό μέσα μας. Έτσι λοιπόν σας παρουσιάζω την πρώτη από τις 10 συνολικά ιστορίες που θα ακολουθήσουν. Μέσα από τα δικά μου μάτια, θα διαβάσετε μια εναλλακτική πρόταση ενός παραμυθιού που αγαπήσαμε. Γιατί στον πραγματικό κόσμο, τα “παραμύθια” της ζωής μας, δεν έχουν ποτέ χαρούμενο τέλος.
Ελπίζω να την απολαύσετε όσο και εγώ!
Με αγάπη
Καρακατσάνης Μάριος
Μέσα στην υγρασία της νύχτας ο Μάρκος περπατούσε μόνος προσπαθώντας να βρει κάποιο ζεστό μέρος να κοιμηθεί. Είχε ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια τη ζεστασιά ενός σπιτιού· την οικογενειακή θαλπωρή του.
Δεν ήταν δική του επιλογή όμως, απλά η μοίρα δεν του έδωσε τις ευκαιρίες που έπρεπε να του δώσει, έτσι πάντα έλεγε αν τύχαινε κάποιος περαστικός να του πιάσει την κουβέντα, σε κάποιο από τα παγκάκια που θα τον έβρισκε να κοιμάται.
Η αλήθεια όμως ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Μάρκος είχε την κατάρα να κάνει πάντα τις λάθος επιλογές, ακόμα και στην επιλογή των ανθρώπων που τον περιστοίχιζαν. Ποτέ στη ζωή του δεν πήρε μια απόφαση που να του βγήκε σε καλό. Είχε πάντα λάθος κριτήρια για ό,τι επιλογή κι αν έκανε.
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το πρωινό που τον ξύπνησε η γυναίκα του φέρνοντας στο κρεβάτι ένα γράμμα. Ήταν από την τράπεζα όπου τον ειδοποιούσε πως, αν δεν καταβάλει όλα τα χρωστούμενα, θα έβγαζε σε πλειστηριασμό ό,τι υπήρχε στο όνομά του. Και υπήρχαν πάρα πολλά...
Με τη γυναίκα του, την Εύα, γνωρίστηκαν τον καιρό που την είχε ως γραμματέα του σε ένα από τα γραφεία του. Αν και τότε ήταν ήδη έντεκα χρόνια νυμφευμένος με τη Λιάνα, ο έρωτας του με την Εύα ήταν κεραυνοβόλος. Αφού την φλέρταρε πάρα πολλές φορές, ξεκίνησαν τον παράνομο δεσμό τους. Μετά από πιέσεις της Εύας, ο Μάρκος δεν άργησε να πάρει την απόφαση να χωρίσει την πρώτη του γυναίκα και να νυμφευτεί αυτή.
Ήταν πάρα πολύ ευκατάστατος οικονομικά, είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία και ακριβά αμάξια, κάτι που τον έκανε πολύ ευάλωτο στο να τον πλησιάζουν οι λάθος άνθρωποι.
Όταν ανακοίνωσε στη γυναίκα του ότι θέλει να χωρίσουν για κάποια άλλη, της προσέφερε ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό και μια εξοχική βίλα προκειμένου να εξαγοράσει τη σιωπή των τύψεών του. Μα η Λιάνα δεν δέχτηκε τίποτα. Μάζεψε τα πράγματα της σιωπηλά και έφυγε το ίδιο περήφανη όπως είχε μπει και πριν από έντεκα χρόνια στην ζωή του.
Αν και όλα αυτά τα χρόνια ήταν πάντα δίπλα του, στα καλά και στα άσχημα, εκείνος αφότου την έδιωξε δεν έδειξε ποτέ ενδιαφέρον να μάθει πού πήγε και τι κάνει, αν ζει ή έστω αν χρειάζεται κάτι. Όχι ότι τον είχε ανάγκη, άλλωστε δεν θα δεχόταν ποτέ κάτι άλλο από εκείνον. Το μόνο παράπονο που είχε από αυτόν, ήταν που δεν της χάρισε αυτό που ποθούσε όσο τίποτα στην ζωή της· ένα παιδί.
Αλλά ο Μάρκος πάντα άλλαζε κουβέντα, πίστευε ότι ένα παιδί θα τον γερνούσε πριν την ώρα του. Ότι θα άλλαζε η εικόνα του νέου, ωραίου και ισχυρού άντρα που με τόσο κόπο είχε κατακτήσει και θα τον έβλεπαν όλοι σαν έναν απλό «μπαμπά».
Τι ρηχός τίτλος...; σκεφτόταν.
Με την Εύα όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Αφού χόρτασαν τη ζωή τους πηγαίνοντας ταξίδια σε όλο τον κόσμο, κάνοντάς της πανάκριβα δώρα, αποφάσισαν ότι ένα παιδάκι θα έδενε τη σχέση τους ακόμη πιο πολύ. Αν και η ιδέα ήταν της Εύας, ο Μάρκος τη δέχτηκε αμέσως. Ποτέ δεν της χάλαγε το χατίρι.
Διαβάζοντας το χαρτί της τράπεζας, ο Μάρκος την καθησύχασε λέγοντάς της ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ότι δεν θα κινδύνευαν να χάσουν ό,τι είχαν. Μα έκανε λάθος για άλλη μια φορά.
Μέσα σε πέντε μήνες η εταιρία του χρεοκόπησε και μαζί με αυτήν και ο ίδιος. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακάμψει επένδυσε ό,τι είχε και δεν είχε, μαζί με τις τελευταίες του ελπίδες, στο χρηματιστήριο. Ήταν η τελευταία του κίνηση, ή μάλλον... η τελευταία του λάθος κίνηση. Είδε τις μετοχές να σωριάζονται η μία μετά την άλλη αφήνοντάς τον κυριολεκτικά στο δρόμο.
Έχοντας πλέον μόνο το σακάκι που φορούσε και μόλις δύο ευρώ στην τσέπη, πήγε σπίτι, πριν προλάβουν να πάνε οι κλητήρες, για να μιλήσει με την Εύα. Τουλάχιστον είχε προνοήσει να της γράψει κάποια ακίνητα και μερικές καταθέσεις στην τράπεζα στο όνομά της για ώρα ανάγκης. Με αυτά θα έκαναν μια νέα μικρότερη αρχή.
Μα ούτε αυτό μπόρεσε να κάνει. Η Εύα του είχε αφήσει ένα σημείωμα που του εξηγούσε ότι δεν μπορούσε να ζήσει μες στη φτώχια και τη μιζέρια και πως ήταν προορισμένη για μεγάλα πράγματα. Ευχαριστούσε τον Θεό που δεν είχαν προλάβει να κάνουν ακόμα παιδί μαζί, γιατί θα έκαναν άλλο ένα πλάσμα δυστυχισμένο. Τέλος τον ευχαριστούσε για ό,τι είχε κάνει για εκείνη, αλλά η μοίρα τα έφερε έτσι που δεν ήταν γραφτό τους να γεράσουν μαζί.
Ο Μάρκος χαμογελώντας ειρωνικά, τσαλάκωσε το χαρτί σκεφτόμενος τα λάθη της ζωής του.
Ας το πάρουν και αυτό μαζί με τα άλλα... σκέφτηκε και το πέταξε στο πάτωμα.
Έτσι έχασε τα πάντα. Προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή, χτύπησε τις πόρτες παλιών του φίλων, αλλά και συνεργατών ζητώντας τη βοήθειά τους. Μα κανένας δεν του συμπαραστάθηκε. Όλοι του γύρισαν την πλάτη. Δεν ανήκε πια στον κύκλο τους και δεν είχαν κάτι να κερδίσουν απ’ αυτόν. Γι’ αυτούς δεν ήταν παρά ένας... ξεπεσμένος κουρελής. Αυτό μαρτυρούσαν όλοι αυτοί οι ψίθυροι που έφταναν στ’ αυτιά του.
Έτσι βρέθηκε στους δρόμους να κοιμάται σε παγκάκια, να καπνίζει τα αποτσίγαρα των περαστικών και να τρώει όποτε και αν του έδιναν χρήματα οι ευεργέτες του. Χμ... τι πλούσια λέξη για απλούς ανθρώπους που είχαν την ευγενή καλοσύνη να του πετάξουν μερικά από τα ψηλά τους...
Κάποιες φορές παρατηρούσε το βρώμικο πρόσωπό του στις γυαλιστερές βιτρίνες των καταστημάτων. Αυτές που κάποτε κοιτούσε με την Εύα αγοράζοντάς της ό,τι ήθελε δίχως να τον ενδιαφέρει το κόστος. Τώρα έβλεπε τη θλίψη, αλλά και την ταλαιπωρία του προσώπου του να καθρεπτίζονται επάνω τους και αναρωτιόταν πώς κατάντησε έτσι. Ένας ζητιάνος, έρμαιο στο έλεος ψυχρών ανθρώπων όπως ήταν και αυτός κάποτε. Ύστερα έσκυβε το κεφάλι κι άπλωνε το χέρι με την ελπίδα ότι κάποιος θα του έδινε κάτι για να μπορέσει να φάει.
Έβλεπε το πλήθος να τον προσπερνά αδιαφορώντας για την παρουσία του. Να βαδίζουν γρήγορα μπροστά του, βιαστικοί να πάνε στις δουλειές τους. Έτσι προσπερνούσε και αυτός ό,τι δεν τον ενδιέφερε. Πόσους ζητιάνους είχε προσπεράσει στη ζωή του δίχως να τους δώσει καμία ελεημοσύνη! Και να τώρα που βρισκόταν κι αυτός στην ίδια θέση. Αντιμέτωπος με την αδιαφορία και καμιά φορά το χλευασμό.
Σκέφτηκε πολλές φορές να αυτοκτονήσει, αλλά αναρωτιόταν αν έτσι ήταν η κόλαση στη γη τότε πως θα ήταν εκεί που θα πήγαινε; Γιατί είχε αδικήσει πάρα πολλούς στη ζωή του, είχε πατήσει επί πτωμάτων για να φτιάξει την καριέρα του. Αν αυτή ήταν η τιμωρία που του φύλαγε ο Θεός για τις αμαρτίες του, σίγουρα δε θα ήθελε να προσθέσει άλλη μια.
Όπως καθόταν στο βρεγμένο δρόμο θυμήθηκε τους γονείς του. Τον είχαν μεγαλώσει με πολλή αγάπη κι αμέτρητες προσωπικές θυσίες.
Η μητέρα του, βαθειά θρησκευόμενη, πάντα του έκανε κατηχήσεις για τον Θεό και τις ανθρώπινες επιλογές. Του δίδασκε τη θεία δίκη, όπως εκείνη την αντιλαμβανόταν, φοβερίζοντάς τον ότι ο Θεός όλα τα βλέπει και όλα τα τιμωρεί. Κι αν καμιά φορά τον άκουγε να βλαστημά, τον χαστούκιζε με δύναμη βάζοντάς τον να ζητήσει συγχώρεση. Ακόμα κι όταν ο ίδιος μεγάλωσε και έγινε κανονικός άντρας, η συμπεριφορά της δεν άλλαξε καθόλου.
Ο πατέρας του ήταν ναυτικός, άργησε πολύ να τον γνωρίσει. Όταν σταμάτησε να ταξιδεύει και βγήκε πια στη σύνταξη, ο Μάρκος ήταν πλέον είκοσι δύο ετών. Τότε τον γνώρισε ουσιαστικά για πρώτη φορά. Τον είχε ως ανάμνηση κάποιες φορές που ερχόταν σπίτι και καθόταν μόνο δύο με τρεις μέρες. Μετά έφευγε ξανά και έλειπε για τουλάχιστον δύο χρόνια. Όλα του τα παιδικά χρόνια έτσι τα πέρασε, μόνος με την αυστηρή μητέρα του.
Όταν πια οι γονείς του γέρασαν και έγιναν ανήμποροι να αυτοεξυπηρετηθούν, τους έκλεισε σε γηροκομείο και δεν θέλησε να τους δει ποτέ ξανά· παρ’ όλο που η πρώτη του σύζυγος δεν συμφωνούσε με αυτή την ιδέα. Είχαν μάλιστα τσακωθεί άπειρες φορές γι’ αυτό το ζήτημα, μα ο Μάρκος παρέμενε αδιάλλακτος στις αποφάσεις του αφού δεν ένιωθε να του λείπουν. Ειδικά όσον αφορούσε τον πατέρα του, αισθανόταν σα να μην είχε γυρίσει ποτέ από τα καράβια.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια έχοντας ουσιαστικά τους γονείς του ξεγραμμένους από το μυαλό του. Αν καμιά φορά τον έπιαναν οι τύψεις, ήξερε να τις διώχνει λέγοντάς τους ότι η αυστηρή μητέρα και η απουσία του πατέρα τον έκαναν τόσο σκληρό. Ήταν δική τους επιλογή, όχι δική του.
Τώρα τα σκεφτόταν όλα ξανά από την αρχή και μαζί με αυτά, τα λόγια της μητέρας του... «Ο Θεός όλα τα βλέπει και όλα τα τιμωρεί...»
-«Ίσως τελικά να είχε δίκιο, αλλά ο χρόνος δεν γυρνά πίσω...» μονολογούσε κάθε βράδυ κουλουριασμένος κάτω από κάποιο χαρτόνι λίγο πριν κοιμηθεί μέσα στο κρύο και τη βροχή των αφιλόξενων στενών της πόλης.
Έτσι κι αυτό το βράδυ έψαχνε ένα μέρος να περάσει τη νύχτα. Το κρύο ήταν αφόρητο και δεν είχε σταματήσει να βρέχει από νωρίς το πρωί. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματά του καθώς έπεφταν σε βαθιές λακκούβες με νερό.
Τα καλά και καθαρά ρούχα που φορούσε την πρώτη μέρα που βγήκε στον δρόμο του τα είχε πάρει μια ομάδα ζητιάνων. Αφού τον οδήγησαν σε ένα στενό και σκοτεινό σοκάκι, τον ξυλοκόπησαν παίρνοντας ό,τι του είχε απομείνει. Φεύγοντας του πέταξαν τα δικά τους, ήταν σκισμένα και βρωμούσαν αφόρητα. Μα δεν είχε άλλη επιλογή. Τα φόρεσε πονώντας αφόρητα σε όλο το κορμί από τις πληγές που του είχαν προξενήσει οι ζητιάνοι και βγήκε ξανά στο δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισε τη σκοτεινή πλευρά αυτής της πόλης. Πάντα είχε μάθει να βλέπει τη φωτεινή μεριά της. Αυτήν που γυάλιζε σαν χρυσός και ήταν η μοναδική όψη που του τραβούσε την προσοχή.
Όπως περπατούσε είδε με την άκρη του ματιού του ένα υπόστεγο που από κάτω υπήρχε ένα μεγάλο βαρέλι με φωτιά και γύρω του μερικοί άστεγοι που προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Πλησιάζοντάς τους, άπλωσε τα χέρια του να στεγνώσουν αλλά και να ζεσταθούν από την παγωνιά. Βλέποντάς τον να πλησιάζει οι άστεγοι του άνοιξαν λίγο χώρο να μπει ανάμεσα τους χαμογελώντας του με κατανόηση.
-«Καινούργιος στα μέρη μας...;» ρώτησε ένας από αυτούς.
-«Ναι...» απάντησε ελαφρώς διστακτικά ο Μάρκος.
Φοβόταν να μιλήσει. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν ένας κόσμος εντελώς άγνωστος γι’ αυτόν. Μπορεί να έλεγε κάτι που να τους εξαγρίωνε ή κάτι που θα τον κορόιδευαν. Μπορεί να ήταν στην ίδια θέση με αυτόν, αλλά είχαν φτιάξει την δική τους απομονωμένη κοινότητα που λειτουργούσε με τους δικούς της, άγνωστους προς τον Μάρκο, κανόνες.
-«Πολύ παγωνιά απόψε...» μουρμούρισε ένας άλλος άντρας που στεκόταν απέναντι του.
Ο Μάρκος τον κοίταξε σφίγγοντας τα ξεραμένα χείλη του και κούνησε ελαφρά το κεφάλι δείχνοντας ότι συμφωνεί.
-«Λοιπόν ξένε θα μας πεις την ιστορία σου...;» τον ρώτησε ξανά ο πρώτος άντρας που του είχε μιλήσει.
-«Την ιστορία μου...» επανέλαβε σκεφτικά ο Μάρκος κοιτώντας τις φλόγες που τρεμόπαιζαν μέσα στο βαρέλι.
Όλοι τον κοιτούσαν περιμένοντας να ακούσουν κάτι από αυτόν καθώς έτριβαν τα χέρια τους πάνω από τη φωτιά. Μα ο Μάρκος δεν μιλούσε, απλά κοιτούσε τις φλόγες λαχταρώντας να μπει μέσα τους και να γίνει στάχτη.
-«Άντε λοιπόν τι περιμένεις...;» τον ρώτησε με δυνατή φωνή ο άντρας που στεκόταν δίπλα του.
Ξαφνικά είδε τον Μάρκο να τον κοιτά με δάκρυα στα μάτια, να τον κοιτά τρέμοντας ολόκληρος και ύστερα να το βάζει στα πόδια τρέχοντας μακριά.
-«Έι, ΠΟΥ ΠΑΣ;» του φώναξαν, μα δεν πήραν καμία απάντηση.
-«Αυτό μας έλειπε κι απόψε. Άλλος ένας τρελός...» είπαν γελώντας και συνέχισαν να τρίβουν τα χέρια τους στην φωτιά.
Ο Μάρκος έτρεχε σαν τρελός προσπαθώντας να το σκάσει από τις σκοτεινές του σκέψεις, αλλά όπου κι αν πήγαινε αυτές τον ακολουθούσαν. Είχε φτάσει στα όριά του. Σταματώντας σε ένα πάρκο έκατσε σε ένα παγκάκι με τη βροχή από πάνω του να τον μαστιγώνει δίχως έλεος.
Δεν άντεχε άλλο αυτήν τη ζωή. Έχασε την περιουσία του, έχασε την οικογένεια του, έχασε και το δικαίωμα να ζει με αξιοπρέπεια σαν άνθρωπος. Ποιος ο λόγος να ζει λοιπόν; Ποιος ο λόγος να αγωνίζεται; Αφού κανείς δεν του δίνει την ευκαιρία να φτιάξει την ζωή του ξανά από την αρχή.
Πλέον δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη και τα μεγαλεία. Είχε μάθει πια να εκτιμά αυτά που κάποτε θεωρούσε δεδομένα. Ένιωθε πως αν γυρνούσε το χρόνο πίσω θα χάριζε όσα του περίσσευαν και ακόμη παραπάνω. Είχε βρει το πραγματικό νόημα της ζωής και το μόνο που ζητούσε ήταν μία ευκαιρία να αποδείξει πως είχε αλλάξει, πως είχε μετανοήσει για τα λάθη του παρελθόντος.
Αλλά όλα αυτά ήταν μόνο σκέψεις. Η πραγματικότητα ήταν τόσο διαφορετική και σκληρή που η καρδιά του δεν άντεχε άλλο. Τώρα πλέον είχε μόνο μια επιλογή. Να δώσει ένα τέρμα σε αυτόν τον εξευτελισμό που ζούσε. Θα έβγαινε στον κεντρικό δρόμο και όποιο αμάξι περνούσε εκείνη τη στιγμή θα έπεφτε πάνω του.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, έμεινε έκπληκτος όταν μέσα από την πυκνή βροχή φάνηκε να ξεπροβάλει μία πεταλούδα που, σα να την προστάτευε ένα αόρατο πέπλο, πετούσε ανάμεσά της. Τα όμορφα κατακόκκινα φτερά της έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το γκρίζο του ουρανού. Ο τρόπος που τα κουνούσε, γεμάτα χάρη στον παγωμένο αέρα, τον έκαναν να την κοιτάζει σα μαγεμένος και παρασυρμένος από την ομορφιά της. Ήταν λες και είχε βγει από κάποιο παραμύθι, μόνο για εκείνον.
Εκστασιασμένος άπλωσε τη βρεγμένη του παλάμη που έσταζε από τα νερά, σα να την καλούσε κοντά του. Εκείνη, όπως στεκόταν στον αέρα με το φως του φεγγαριού να λαμπυρίζει επάνω της, τρεμόπαιξε τα φτερά της και με ένα πέταγμα έκατσε ανάμεσα της.
Νιώθοντας το απαλό άγγιγμά της, αμέσως το σώμα του ηλεκτρίστηκε. Αισθάνθηκε ένα δυνατό παλμό να τον διαπερνά από άκρη σε άκρη. Ξαφνικά η καρδιά του γέμισε με κουράγιο, ελπίδες και μια έντονη επιθυμία για ζωή.
-«Είσαι ο φύλακας άγγελός μου...;» τη ρώτησε θυμούμενος αυτά που του έλεγε κάποτε η μητέρα του.
Η πεταλούδα, σα να τον κατάλαβε, κούνησε ελαφρά τα φτερά της. Με αργές κινήσεις άπλωσε το δάχτυλο του άλλου χεριού προσπαθώντας να την αγγίξει απαλά. Μόλις το έκανε όμως αυτό, ένιωσε το σώμα του να μουδιάζει και όλα γύρω του να σκοτεινιάζουν.
Ξαφνικά βρέθηκε στο γηροκομείο των γονιών του. Τους είδε να κάθονται ξεχωριστά ο κάθε ένας στο δωμάτιό του. Πρώτα είδε τον πατέρα του και ύστερα τη μητέρα του. Στεκόντουσαν αμίλητοι πίσω από ένα βρώμικο παράθυρο κοιτάζοντας γεμάτοι θλίψη το απέραντο κενό. Ήταν ολοφάνερο, στα πρόσωπά τους, ότι είχαν μαραζώσει από το βαρύ συναίσθημα της εγκατάλειψης που ένιωθαν.
Ο Μάρκος τους κοιτούσε γεμάτος τύψεις. Ήθελε να τους πλησιάσει, αλλά δεν τον έβλεπαν. Τους μιλούσε, μα δεν τον άκουγαν. Ήταν σαν φάντασμα σε έναν κόσμο που ο ίδιος είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια.
Μετά χάθηκαν όλα από μπροστά του και εμφανίστηκε σε ένα μικρό εστιατόριο. Κοίταξε λίγο γύρω του, αλλά δεν το αναγνώριζε. Ήταν φυσικό. Εκείνος δεν έτρωγε ποτέ σε τέτοια μέρη. Ξαφνικά είδε μπροστά του να περνά κυριολεκτικά από μέσα του η Λιάνα.
Δούλευε εκεί ως σερβιτόρα. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο και στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η κούραση. Πρέπει να δούλευε πολλές ώρες γιατί φαινόταν να μην την κρατάνε τα πόδια της. Κάποιες στιγμές, όταν δεν την έβλεπε κανείς, στηριζόταν σε μια γωνία και έπαιρνε βαθιές ανάσες. Μετά «φορούσε» ξανά το ψεύτικο χαμόγελό της και συνέχιζε να εξυπηρετεί. Δεν θύμιζε σε τίποτα την παλιά λαμπερή γυναίκα που ήταν. Είχε όμως ακόμα το ίδιο υπερήφανο και αγέρωχο ύφος.
Την κοίταξε θέλοντας να της πει πόσο πολύ είχε μετανιώσει που την άφησε να φύγει από την ζωή του. Ότι ήταν έτοιμος να κάνει όσα παιδιά ήθελε εκείνη μαζί του, μα ήξερε ότι δεν θα τον άκουγε. Όταν μπορούσε να τον ακούσει, ήταν πολύ αλαζονικός για να τα πει. Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει μα πάλι χάθηκαν όλα από μπροστά του, βυθίζοντας τον στο απόλυτο σκοτάδι.
Ξαφνικά βρέθηκε σε ένα τεράστιο και άγνωστο, γι’ αυτόν, σπίτι. Το περιεργάστηκε λίγο, αλλά ούτε κι αυτό του θύμιζε κάτι. Αν και φαινόταν ο κάτοχός του πολύ πλούσιος, βάση της διακόσμησής του, δεν άνηκε σε κάποιον από τους παλιούς του φίλους.
Προχώρησε στο βάθος του σαλονιού, όπου ένα τεράστιο αναμμένο τζάκι δέσποζε στην μέση του τοίχου απέναντί του. Ακριβώς από πάνω του υπήρχε ένας πίνακας που απεικόνιζε μια μισόγυμνη γυναίκα. Αυτή την ήξερε! Ήταν η Εύα.
Ακούγοντας γέλια πίσω του, γύρισε να δει ποιος ήταν. Πρώτα εμφανίστηκε ένας άντρας, αρκετά μεγάλος σε ηλικία, ο οποίος φορούσε ένα ακριβό μαύρο σμόκιν. Πίσω του ακριβώς ακολουθούσε η Εύα που γελούσε μεθυσμένη. Παίρνοντάς τον αγκαλιά, σχεδόν παραπατώντας, τον φίλησε στο στόμα λέγοντας του πόσο υπέροχα είχε περάσει.
Αυτό ήταν λοιπόν το όνειρό της; Να ξεπουληθεί σε έναν γέρο για τα χρήματα του; Μια πουτάνα πολυτελείας σε έναν κόσμο το ίδιο βρώμικο με αυτήν!
Ένα πικρό χαμόγελο θλίψης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του αναλογιζόμενος πόσα έχασε για χάρη της. Αλλά δεν έφταιγε αυτή. Οι επιλογές του έφταιγαν. Ήταν αρκετά ώριμος πλέον για να το παραδεχτεί. Και αυτή ήταν μια από τις τόσες λάθος επιλογές που είχε κάνει.
Παίρνοντας μια βαθειά ανάσα απελπισίας είδε για τελευταία φορά τα πάντα να χάνονται από μπροστά του και να εμφανίζεται στο παλιό του γραφείο. Στη δερμάτινη καρέκλα που έκλεινε τις συμφωνίες κάποτε, τώρα είδε να κάθεται ο παλιός του συνεργάτης. Απέναντί του υπήρχαν πολλά γνώριμα πρόσωπα που τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση όταν συνεργαζόταν μαζί τους. Καθόντουσαν χαλαροί στις αναπαυτικές τους καρέκλες κρατώντας πούρο στο ένα χέρι και ένα ποτήρι με ουίσκι στο άλλο.
-«Α, δεν σας είπα! Ποιον είδα τις προάλλες...;» άκουσε να λέει ένας απ’ αυτούς.
-«Ποιον;» ρώτησαν οι υπόλοιποι.
-«Τον Μάρκο! Καθώς ερχόμουν με το αμάξι στο γραφείο, τον είδα να ζητιανεύει σε μια γωνία!» τους αποκρίθηκε με χαιρεκακία, δείχνοντας ότι απολάμβανε αυτά που έλεγε.
-«Τι κατάντια...» μουρμούρισαν αναμεταξύ τους.
-«Εδώ που τα λέμε του άξιζε!» συνέχισε να λέει ο άντρας. «Στο κάτω-κάτω ας έπαιρνε σωστότερες αποφάσεις! Ίσως τελικά ο Μάρκος δεν ανήκε στον κόσμο μας...»
Κοιτάζοντάς τον, οι υπόλοιποι, έδειξαν με το ύφος τους ότι συμφωνούσαν μαζί του. Ο παλιός συνεργάτης που καθόταν στο γραφείο, σηκώνοντας το ποτήρι του, τους κοίταξε όλους λέγοντας...
-«Η ζωή είναι καλύτερη όταν τα εμπόδια πέφτουν από μόνα τους! Στην υγειά μας λοιπόν!»
Γελώντας όλοι μαζί, σήκωσαν τα ποτήρια τους ψηλά στον αέρα πίνοντας και γελώντας εις βάρος ενός ανθρώπου που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε τι φίδια είχε βάλει τότε στη ζωή του.
Ως φίδια τους έβλεπε και τώρα, με τις διχαλωτές τους γλώσσες να ανεμίζουν στον αέρα, έρποντας μέσα στα ακριβά κουστούμια τους.
Τότε κατάλαβε ότι έδιωξε από τη ζωή του τους μόνους ανθρώπους που τον αγαπούσαν, κρατώντας δίπλα του ανθρώπους γεμάτους δηλητήριο και μίσος. Μα τώρα πια ήταν αργά. Έπρεπε να πληρώσει το τίμημα των επιλογών του...
Επιστρέφοντας πάλι στην πραγματικότητα, ο Μάρκος είδε τον εαυτό του να στέκεται μέσα στη βροχή έχοντας στην παλάμη του ακόμη την πεταλούδα.
-«Θα ήθελα να τα άλλαζα όλα! Οι άνθρωποι δεν μου έδωσαν την ευκαιρία αυτή... εσύ... θα το κάνεις...;» ρώτησε με βλέμμα χαμένο κι απλανές μέχρι που γύρισε να την κοιτάξει.
Ξαφνικά μέσα στο γκρίζο της πυκνής βροχής, είδε ακριβώς μπροστά του να ξεπροβάλει μία σκιά. Ήταν η σκιά ενός άντρα. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθόλου τα χαρακτηριστικά του. Το μόνο που έβλεπε ήταν μια μαύρη συμπαγή σκιά, όπου τα μάτια της έβγαζαν ένα λευκό εκτυφλωτικό φως. Η πεταλούδα που κρατούσε στο χέρι του ο Μάρκος πέταξε αμέσως προς το μέρος που στεκόταν ο άγνωστος άντρας. Όσο τον πλησίαζε εκείνη μεγάλωνε. Όταν είχε φτάσει πια κοντά του, είχε γίνει τόσο μεγάλη που το σώμα της κάλυπτε τη μορφή του άντρα.
Ο Μάρκος τους κοιτούσε σαστισμένος. Δεν ένιωθε καθόλου φόβο μέσα του, ένα ένστικτο τον καθησύχαζε λέγοντάς του ότι δεν κινδύνευε.
-«Είσαι ο φύλακας άγγελός μου...;» ρώτησε με σιγανή φωνή, νιώθοντας μια έντονη ανατριχίλα σε όλο του κορμί από το δέος που ένιωθε. Η πεταλούδα είχε γίνει πια ένα με τη σκιά που έβλεπε απέναντί του, κάνοντάς την να ακτινοβολεί μια γλυκιά και ζεστή κόκκινη λάμψη.
-«Δεν έχω όνομα...» του απάντησε με γλυκιά, αλλά και βαριά φωνή.
-«Βρίσκομαι πάντα στην ανυπαρξία της ψυχής σας. Είμαι η μουσική που ακούτε για να ηρεμήσει το πνεύμα σας, είμαι το οξυγόνο όταν πνίγεστε...» συνέχισε να του λέει.
Ο Μάρκος ακούγοντάς τον έπεσε στα γόνατα κατεβάζοντας από ντροπή το κεφάλι. Καθώς έπεφτε η βροχή πάνω του, τον έκανε να νιώθει μια υπέροχη αγαλλίαση. Οι παγωμένες σταγόνες της, ήταν πλέον ζεστές και απαλές. Ήταν σα να βαφτιζόταν ξανά από την αρχή. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, από μια ακαθόριστη συγκίνηση. Ήθελε να κλάψει, να κλάψει πάρα πολύ! Και το έκανε.
-«Όλη σου η ζωή στιγματίστηκε από λάθος επιλογές...» άκουσε τη φωνή του άντρα να λέει.
-«Άλλες μικρότερες, άλλες μεγαλύτερες και άλλες τόσο καθοριστικές για τη ζωή σου...» συνέχισε.
-«Συγγνώμη... μετανοώ για όλες...» απάντησε μέσα από λυγμούς ο Μάρκος.
-«Σε παρακαλώ, δείξε μου έλεος... δώσε μου μια ευκαιρία να επανορθώσω...» συνέχισε ικετεύοντας τον άγνωστο άντρα που δεν τολμούσε καν να κοιτάξει.
-«Θα σου δοθεί η ευκαιρία κάνοντας άλλη μια επιλογή...» είπε η σκιά καθώς την ένοιωθε να τον πλησιάζει, δίχως να κάνει θόρυβο, σα να αιωρούταν στον αέρα.
-«Φρόντισε να είναι η σωστή αυτή τη φορά...» κατέληξε νιώθοντας τον να στέκεται σα δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι του.
-«ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΕ!» του φώναξε με αυστηρότητα, ακούγοντας την ηχώ της βαθειά μέσα του.
Ο Μάρκος σήκωσε διστακτικά το κεφάλι, αντικρίζοντας το κόκκινο φως που αντανακλούσε πάνω στο πρόσωπό του. Αν και ήταν σχεδόν κολλητά μπροστά του, ακόμη δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Το μόνο που έβλεπε ήταν μια μαύρη μορφή που εξέπεμπε όλο αυτό το ζεστό κόκκινο φως, που σίγουρα προερχόταν από την ένωσή του με την πεταλούδα.
Μέσα στο λευκό φως των ματιών του όμως, είδε όλη του την ζωή να περνά από μπροστά του σαν ταινία. Όλα τα λάθη που είχε κάνει, τις αδιέξοδες αποφάσεις που είχε πάρει με ό,τι καταστροφικές συνέπειες είχαν. Στο τέλος το μόνο που έδειχναν ήταν ένας καθρέπτης του ίδιου του του εαυτού, που βρισκόταν πεσμένος κάτω στη βροχή και να τον κοιτάει μέσα από τα μάτια της σκιάς.
-«Μπορείς να επανορθώσεις μόνο ένα λάθος της μίζερης ζωής σου...» του είπε με ήρεμη φωνή αυτήν τη φορά ο άντρας. «Διάλεξε ποιο θα είναι αυτό...» κατέληξε κοιτάζοντάς τον ακόμη με τα μάτια του εαυτού του.
Ο Μάρκος ακούγοντας αυτό, ένιωσε την καρδιά του να πλημμυρίζει από χαρά κι ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία που του δόθηκε. Ύστερα όμως, βάρυνε από την πίεση της απόφασης που έπρεπε να πάρει καθώς περισσότερα, από ένα, λάθη ήταν αυτά που τον είχαν οδηγήσει ως εδώ. Ένιωθε ότι έπρεπε να τα επανορθώσει όλα. Όμως είχε επιλογή μόνο για ένα. Ίσως αν επέλεγε να μην είχε γεννηθεί ποτέ, τότε κανείς δεν θα δυστυχούσε εξαιτίας του. Μα όχι... οι λιγοστές σταγόνες εγωισμού που πότιζαν ακόμη το καμένο έδαφος της ψυχής του δεν του επέτρεπαν να πάρει μία τέτοια απόφαση.
Προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του, άφησε πίσω ό,τι αφορούσε το μακρινό παρελθόν. Επικεντρώθηκε μόνο στα τελευταία γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή του. Έτσι έμεινε με τρεις μόνο επιλογές και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσά τους.
Η πρώτη επιλογή ήταν το κλείσιμο των γονιών του στο γηροκομείο· ενέργεια που άφησε τους ανθρώπους που τον έφεραν στην ζωή να μαραζώσουν. Όσο αυστηρή κι αν ήταν η μητέρα του, δεν της άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Όσο για τον πατέρα του, αυτός θαλασσοπνιγόταν για να μεγαλώσει και να σπουδάσει το παιδί του. Δεν ήξερε να κάνει κάτι άλλο κι εκείνος του φέρθηκε τόσο σκληρά αδιαφορώντας για τα δικά του αισθήματα.
Η δεύτερη επιλογή αφορούσε τη Λιάνα. Του στάθηκε μια ολόκληρη ζωή κι εκείνος την πέταξε στο δρόμο σα σκουπίδι, αδιαφορώντας για το πώς θα ζούσε. Βασίστηκε στην περηφάνιά της και δεν προσπάθησε καν να δει πως περνάει. Εξ άλλου είχε τόσα χρήματα που αν ήθελε θα μπορούσε να τη βοηθήσει χωρίς να μάθει ποτέ η ίδια τίποτα. Αλλά όχι! Αδιαφόρησε για τη γυναίκα που αφιέρωσε τα καλύτερα χρόνια της ζωής της, ανεχόμενη δεκάδες καπρίτσια και προσβολές.
Τέλος η τρίτη επιλογή είχε να κάνει με την περιουσία του. Πολύ θα το ήθελε να γύρναγε πίσω και να τιμωρούσε όλα αυτά τα φίδια που γελούσαν με την κατάντια του. Γι’ αυτόν δεν ήταν απλοί συνεργάτες, τους εμπιστευόταν τυφλά, τους είχε σαν αδέλφια. Τα αδέλφια που δεν γνώρισε ποτέ καθώς η μητέρα του δεν ήθελε να κάνει άλλα παιδιά.
Εγκλωβισμένος στις σκέψεις του προσπαθούσε να πάρει την καλύτερη απόφαση. Ήξερε ότι αυτή θα ήταν η σημαντικότερη της ζωής του. Ζύγιζε πρόσωπα και καταστάσεις προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μεγαλύτερη αξία γι’ αυτόν. Ποιον αδίκησε περισσότερο, ποιον ευνόησε χωρίς να το αξίζει, ποιον έδιωξε και ποιον κράτησε στο πλευρό του. Αλλά η ζυγαριά της ψυχής του δεν έγερνε πουθενά. Όλα ήταν σημαντικά για εκείνον.
-«Λοιπόν...;» τον ρώτησε με ήρεμη φωνή ο άντρας, κάνοντάς τον να νιώθει πως έπρεπε να πάρει μια απόφαση άμεσα.
Ο Μάρκος με σοβαρό ύφος αναστέναξε και κοιτάζοντας ακόμα το φως των ματιών του άντρα απάντησε. «Θέλω να επανορθώσω για ό,τι έκανα στην πρώτη μου γυναίκα...» απάντησε σκεφτόμενος ότι τα πλούτη δεν τον ενδιέφεραν πια. Όσο για τους γονείς του, όταν θα γυρνούσε πίσω θα τους ελευθέρωνε αμέσως από το κλουβί που τους είχε ρίξει να σαπίζουν.
-«Χμ... ας γίνει...» του απάντησε ο άντρας.
Η χροιά της φωνής του όμως έμοιαζε σαν να χαμογελούσε. Όχι όμως από ευχαρίστηση. Σαν κάτι να του έκρυβε. Ο τόνος του έκρυβε ένα υπονοούμενο που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ο Μάρκος, τουλάχιστον όχι ακόμα...
Παρ’ όλο που ένιωθε πώς είχε πάρει τη σωστή απόφαση, είχε το συναίσθημα ότι έπεσε σε παγίδα. Σαν κάτι να του έκρυβε ο άντρας, αλλά κυρίως σα να γνώριζε από πριν ποια θα ήταν η τελική του επιλογή.
Πριν προλάβει όμως να εκφράσει αυτά που σκεφτόταν, ένιωσε μια τεράστια πίεση σε όλο του το κορμί κάνοντάς τον να πέσει μπρούμυτα στο βρεγμένο δρόμο. Μη μπορώντας να σηκωθεί, νιώθοντας ένα τεράστιο βάρος στην πλάτη, είδε όλο το μέρος να πλημμυρίζει με κόκκινο φως. Το έδαφος κάτω από το σώμα του άρχισε να τρέμει, στην αρχή αργά και ύστερα όλο και πιο δυνατά. Μέχρι που άνοιξε στα δυο έχοντάς τον να αιωρείται στον αέρα βλέποντας από κάτω του το απύθμενο κενό. Πριν προλάβει ακόμα να φωνάξει, ένιωσε το σώμα του να πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα βαθειά μέσα στη γη. Τότε ούρλιαξε κυριευμένος από τρόμο, καθώς ένιωσε την ψυχή του να βγαίνει από το κορμί και να χάνεται στην ίδια άβυσσο που έπεφτε και η άδεια του ύπαρξη.
-«Ε... υπναρά, θα ξυπνήσεις τα παιδιά...!» άκουσε μια γλυκιά-γνώριμη φωνή στ’ αυτιά του.
Ανοίγοντας αργά τα μάτια του, αντίκρισε τη Λιάνα. Στεκόταν ξαπλωμένη απέναντι του και του χαμογελούσε γεμάτη αγάπη. Εκείνος ιδρωμένος και νιώθοντας την καρδιά του ακόμα να χτυπά δυνατά, την κοιτούσε σαστισμένος σα να μην την είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.
-«Εφιάλτης ήταν! Πέρασε!» του αποκρίθηκε δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
Ο Μάρκος περιεργάστηκε το μέρος που βρισκόταν, αλλά δεν το αναγνώριζε. Αν και ήταν απλό και φτωχικό, ήταν διακοσμημένο με αγάπη προσδίδοντάς του μια οικογενειακή ζεστασιά. Ο ίδιος βρισκόταν σ’ ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι σκεπασμένος μ’ ένα κόκκινο σεντόνι μέχρι το στήθος.
-«Πάω να δω μήπως ξύπνησαν τα παιδιά και έρχομαι!» του αποκρίθηκε η Λιάνα, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι.
Εκείνος, αμίλητος τραβώντας το σεντόνι από πάνω του, σηκώθηκε όρθιος και πήγε στην τουαλέτα της κρεβατοκάμαρας που έδειχνε πολύ παλιά. Ακριβώς από πάνω της δέσποζε ένας τεράστιος καθρέφτης. Κοιτάζοντας τον εαυτό του, είδε πως ήταν καθαρός και ξυρισμένος δίχως ίχνος ταλαιπωρίας πάνω του. Κοιτώντας λίγο προς τα κάτω είδε δύο κορνίζες που απεικόνιζαν εκείνον, τη Λιάνα και δύο άγνωστα παιδιά. Στη δεξιά κορνίζα είχε αγκαλιά δυο αγοράκια και πίσω τους βρισκόταν η Λιάνα χαρίζοντάς τους χαμόγελα, ενώ στην αριστερή κορνίζα έπαιζαν τα δυο αυτά αγόρια μόνα τους όσην ώρα απολάμβαναν το παιχνίδι τους. Τις πήρε στα χέρια του, κοιτώντας τις μπερδεμένος, και προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει. Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Και, κυρίως, που βρισκόταν;
-«Όλα εντάξει, δεν τα ξυπνήσαμε...» άκουσε τη φωνή της γυναίκας του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο.
Βλέποντάς τον να κοιτάει τις φωτογραφίες τον πλησίασε παίρνοντάς τον αγκαλιά από πίσω.
-«Δεν είναι υπέροχα τα παιδιά μας...;» τον ρώτησε δείχνοντας πόσο ευτυχισμένη ήταν.
-«Τα παιδιά μας...;» τη ρώτησε γυρνώντας απότομα προς το μέρος της, αντικρίζοντας την Λιάνα που τον κοιτούσε περίεργα.
-«Ναι.. τα παιδιά μας...» του απάντησε παραξενεμένη.
-«Είσαι καλά Μάρκο...;» τον ρώτησε με απορία.
-«Ναι... ναι...καλά είμαι... Απλά είμαι ακόμα λίγο χαμένος από τον εφιάλτη...» προσπάθησε να δικαιολογηθεί χαμογελώντας της αμήχανα, προσπαθώντας να κρύψει την νευρικότητα που ένιωθε.
-«Αν είναι έτσι, έλα να σε κάνω εγώ να σου περάσουν όλοι οι εφιάλτες...» του απάντησε χαμογελώντας ξανά, αλλά αυτή την φορά έχοντας ένα λάγνο βλέμμα στα μάτια, τραβώντας τον πάλι προς το κρεβάτι.
-«Συγνώμη αγάπη μου, αλλά δεν είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση τώρα...» είπε καθώς κοίταζε γύρω του να βρει τα ρούχα του για να ντυθεί.
-«Όπως θες. Αν αλλάξεις γνώμη... ξέρεις πού θα με βρεις...!» του απάντησε με νάζι.
-«Ένα Σάββατο έχουμε κι εμείς να ξεκουραστούμε, ας το απολαύουμε λίγο!» του είπε πέφτοντας με φόρα στο κρεβάτι.
Ο Μάρκος, της χαμογέλασε σκεπτικός καθώς άνοιγε ό,τι ντουλάπες και συρτάρια έβρισκε μπροστά του, προσπαθώντας να βρει κάτι να φορέσει.
-«Μα τι ψάχνεις...;» τον ρώτησε η Λιάνα που τόσην ώρα τον παρατηρούσε.
-«Τα ρούχα μου...» απάντησε ο Μάρκος κάνοντας άνω κάτω τα πάντα.
-«Περίμενε να σ’ τα φέρω εγώ. Εσύ θα μου τα ρημάξεις όλα...» είπε η Λιάνα βιαστικά καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι.
-«Ξέχασες που τα βάζεις; Εδώ είναι... ορίστε!» είπε ανοίγοντας την άλλη ντουλάπα πίσω του.
Πηγαίνοντας προς τα εκεί, ο Μάρκος κοίταξε την γκαρνταρόμπα του δίχως να αναγνωρίσει ούτε ένα ρούχο. Όλα γύρω του ήταν εντελώς διαφορετικά και παράξενα γι’ αυτόν. Παίρνοντας ό,τι βρήκε μπροστά του, τα φόρεσε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Η Λιάνα παίρνοντας μια αναπαυτική θέση στο κρεβάτι, άνοιξε την τηλεόραση διαλέγοντας το αγαπημένο της κανάλι.
Βγαίνοντας έξω από το δωμάτιο ο Μάρκος, ακολούθησε το διάδρομο καταλήγοντας σε δύο πόρτες στα δεξιά του και σε μια μικρή σκάλα στ’ αριστερά. Γεμάτος περιέργεια άνοιξε τις πόρτες να δει τι υπήρχε από πίσω. Διαπιστώνοντας ότι η μια οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο των παιδιών και η άλλη στο μπάνιο, τις έκλεισε ξανά. Ύστερα κατέβηκε τις σκάλες οδηγούμενος στην κουζίνα του σπιτιού και σε ένα μικρό σαλόνι. Παντού στο χώρο υπήρχαν φωτογραφίες των παιδιών, σε διάφορες στιγμές τους, καθώς και του ίδιου με τη γυναίκα του.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα άνοιξε όλα τα ντουλάπια βρίσκοντας ό,τι χρειαζόταν για να φτιάξει έναν καφέ. Του είχε λείψει τόσο πολύ ο καφές! Γεμάτος σκέψεις, κάθισε στο μικρό πλαστικό τραπέζι της κουζίνας αναλογιζόμενος τι είχε συμβεί μέχρι τώρα.
Θυμόταν τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια μέσα στο κεφάλι του. Έφερνε ξανά και ξανά τους ίδιους διαλόγους που έκανε με τον άντρα, μέχρι να καταλήξει στον κόσμο αυτόν που τον μετέφερε. Το μόνο συμπέρασμα που μπορούσε να βγάλει, ήταν πως ζει μια εναλλακτική πραγματικότητα βάση της επιλογής που έκανε. Δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσε να σκεφτεί. Όσο παράλογο κι αν του φαινόταν, έπρεπε να το αποδεχτεί. Εξ άλλου ό,τι είχε ζήσει τις τελευταίες στιγμές δεν είχε καμιά επαφή με τη λογική. Γιατί να είχε αυτό; Εφ’ όσον δεν ονειρευόταν ακόμα, τι είχε να χάσει; Μπορεί να μην ήταν ακριβώς αυτό που σκεφτόταν, ωστόσο ήταν πολύ καλύτερο από την κατάντια και τον εξευτελισμό που βίωνε.
Ίσως γι’ αυτό να είχε μια δόση ειρωνείας ο τρόπος που είπε το «Ας γίνει...». Όπως και να’ χει... εγώ τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσε, σκέφτηκε.
Αποφασισμένος να καλύψει όλο το κενό των αναμνήσεων που υπήρχε μέσα στο μυαλό του, αποφάσισε να τα πει όλα στη Λιάνα έτοιμος να δεχθεί κάθε της αντίδραση· από χλευασμό μέχρι και το φόβο της πως ίσως και να του έχει σαλέψει. Μα βαθιά μέσα του ήλπιζε για την κατανόησή και την βοήθειά της πως θα του αποκάλυπτε όσα συνέβησαν όλον εκείνον τον καιρό που εκείνος «απουσίαζε».
Ένιωθε τόσο όμορφα για την ευκαιρία που του δόθηκε που ήταν έτοιμος να πολεμήσει γι’ αυτήν. Βλέποντας την αλήθεια που μαρτυρούσαν τα μάτια του θα καταλάβαινε κι εκείνη ότι δεν ήταν τρελός. Εξ άλλου, η Λιάνα ήταν εκείνη που πίστευε στο μεταφυσικό σε αντίθεση με τον Μάρκο που χλεύαζε οτιδήποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει η επιστήμη. Αρκεί βέβαια να είχε παραμείνει όπως την ήξερε.
Αφού ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ, έβαλε την κούπα στον νεροχύτη κι ετοιμάστηκε να ανέβει πάνω. Πριν πατήσει το πρώτο σκαλί ακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Χωρίς να ξέρει πού βρισκόταν άρχισε να ψάχνει ακολουθώντας τον ήχο του ο οποίος δεν κράτησε πολύ. Ακούγοντας τη Λιάνα να μιλάει από πάνω κατάλαβε πως το είχε σηκώσει εκείνη. Ξαφνικά την είδε έντρομη να πετάγεται μπροστά του κρατώντας ακόμα στα χέρια της το ακουστικό του ασυρμάτου.
-«Αγάπη μου οι γονείς σου...» του είπε τρομοκρατημένη.
-«Πρέπει να πάμε εκεί γρήγορα...»
Ο Μάρκος την κοίταξε ξαφνιασμένος και εντελώς απροετοίμαστος με την απότομη αυτή αλλαγή των συναισθημάτων.
-«Τι συνέβη...;» τη ρώτησε έντρομος.
-«Οι γονείς σου έχουν κλειδωθεί στο ίδιο δωμάτιο και απειλούν ότι θα κάνουν κακό στον εαυτό τους αν δεν πας εσύ εκεί...»
Μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του, έτρεξε πάνω να φορέσει τα παπούτσια του τραβώντας τη Λιάνα από το χέρι για να ντυθεί κι εκείνη γρήγορα. Ειδοποιώντας τη μητέρα της να έρθει άμεσα να προσέχει τα παιδιά, ξεκίνησαν για το γηροκομείο.
-«Οδήγησε εσύ, είμαι πολύ ταραγμένος αυτήν τη στιγμή...» της είπε ο Μάρκος φοβούμενος μήπως είχε αλλάξει κάτι και πήγαινε σε λάθος μέρος.
Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εαυτό του σκεφτόμενος ότι όλα θα πάνε καλά. Σήμερα κιόλας θα τους έβγαζε από κει μέσα. Αποκλείεται να του έφερνε αντίρρηση η Λιάνα. Πάντα τους αγαπούσε. Σκεφτόταν πόσο πολύ χαρούμενους θα τους έκανε όταν θα τον άκουγαν να τους το ανακοινώνει· αυτό του έδωσε κουράγιο.
Φτάνοντας στο γηροκομείο, το οποίο ήταν ακριβώς το ίδιο με αυτό που τους είχε πάει τότε, μπήκαν μέσα τρέχοντας. Στην είσοδο τους περίμενε μια γυναίκα που τους οδήγησε κατευθείαν έξω από τα δωμάτια των γονιών του. Ήταν δίπλα-δίπλα οι πόρτες τους, η μια ορθάνοικτη και η άλλη ερμητικά κλειστή.
Απ’ έξω υπήρχε κόσμος μαζεμένος από τα γύρω δωμάτια που κοιτούσε ανήσυχος τι θα γίνει. Μόλις οι ηλικιωμένοι είδαν τον Μάρκο να πλησιάζει, χωρίς να τον ξέρουν αλλά καταλαβαίνοντας ποιος ήταν, κουνούσαν τα κεφάλια τους σα να τον σιχαίνονταν· εκφράζοντας έτσι τη δυσφορία που ένιωθαν για το πρόσωπό του. Κάπου στο βάθος άκουσε μια γερόντισσα να φωνάζει «ντροπή...» κάνοντας τον Μάρκο να νιώσει πολύ άσχημα. Ήταν κάτι που του άξιζε μα πλέον είχε όλη την καλή διάθεση να το αλλάξει. Εξ άλλου αυτό ήταν και το σχέδιο του εξ αρχής. Γι’ αυτό έκανε αυτή την επιλογή.
-«Μαμά; Μπαμπά; Με ακούτε; Ο Μάρκος είμαι! Ήρθα για εσάς!» φώναξε κολλώντας το πρόσωπο του στην πόρτα.
Μα δεν πήρε καμία απάντηση. Κοίταξε πίσω του, βλέποντας τη Λιάνα δακρυσμένη να τον κοιτά κάνοντας του νόημα να συνεχίσει.
-«Πατέρα άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ! Ήρθα να σας πάρω κοντά μας! Στα εγγόνια σου! Με ακούς; Πατέρα...!» φώναξε ξανά με δύναμη.
Μα το μόνο που άκουσε ήταν ένας δυνατός θόρυβος από τζάμια που σπάνε και ύστερα σιωπή. Τρομοκρατημένος έκανε λίγο πίσω και παίρνοντας φόρα έσπασε την πόρτα. Παραμερίζοντας την καρέκλα που είχαν βάλει από πίσω, ο Μάρκος, μαζί με ορισμένους άντρες από το προσωπικό του νοσοκομείου, μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
Αντικρίζοντας το άδειο, κοίταξαν προς τα παράθυρα του δωματίου. Τα τζάμια τους ήταν σπασμένα και γύρω από το σιδερένια βαριά χερούλια τους, ήταν τυλιγμένα δύο κομμάτια από σκισμένο σεντόνι. Τρέχοντας προς τα κει έσκυψε κάτω αντικρίζοντας τους γονείς του να αιωρούνται έχοντας τυλιγμένο στο λαιμό τους την άλλη άκρη του σεντονιού.
-«ΠΑΤΕΡΑΑΑΑ!» ούρλιαξε με πόνο ο Μάρκος. «Μητέρα...»
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο η Λιάνα είδε τον Μάρκο να σωριάζεται στο πάτωμα ξεσπώντας σε λυγμούς. Το προσωπικό φωνάζοντας να γυρίσουν όλοι στα δωμάτια τους, έτρεξαν να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί δεν κοίταξε έξω από τα παράθυρα, δεν θα το άντεχε αυτό. Έτσι έσκυψε να δώσει κουράγιο στον άντρα της, μη μπορώντας όμως να συγκρατήσει και εκείνη τον σπαραγμό της.
Βοηθώντας τον να σηκωθεί ο Μάρκος παρατήρησε πάνω στο κρεβάτι ένα γράμμα. Απ’ έξω ήταν γραμμένο το όνομά του. Παίρνοντας το στα χέρια του, το άνοιξε και άρχισε να το διαβάζει...
Διαβάζοντάς το, ο Μάρκος ούρλιαζε κυριολεκτικά μέσα στο δωμάτιο προσπαθώντας να βγάλει από μέσα του όλο το θυμό, το μίσος και την αγανάκτηση που ένιωθε για τον ίδιο του τον εαυτό. Τώρα μπόρεσε να αντιληφθεί την πικρή αλήθεια. Τώρα κατάλαβε γιατί έμοιαζε η φωνή του άντρα ειρωνική.
Γιατί όσο κι αν μετανοείς για τις πράξεις σου, οι συνέπειες τους θα σε ακολουθούν για πάντα. Γιατί δεν πρέπει να κάνουμε επιλογές στη ζωή μας με βάση το τι θέλουμε ή το τι αγαπάμε. Αλλά με βάση το τι θα μας λείψει αν το χάσουμε παντοτινά...
Σκεφτόμενος όλα αυτά ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο είδαν να πετάει μια πεταλούδα με κατακόκκινα φτερά. Την κοιτούσαν όλοι τους αμίλητοι παρακολουθώντας κάθε της κίνηση. Κουνούσε τα φτερά της, γεμάτη χάρη μέσα στο ζεστό αέρα που έβγαζε η κάθε τους ανάσα, ακροβατώντας μέσα στις σκέψεις τους, σαν ένας γλυκός ήχος μουσικής που τους γαλήνευε. Μέχρι που βγήκε έξω από το παράθυρο του δωματίου, παίρνοντας μαζί της κάθε όνειρο, κάθε σκέψη που έκαναν εκείνη τη στιγμή.
Τότε ο Μάρκος ένιωσε μέσα του τι έπρεπε να κάνει. Απλώνοντας τα χέρια του την ακολούθησε μέχρι τα πέρατα του ουρανού. Μπορεί το σώμα του να κειτόταν κάτω στο παγωμένο γρασίδι ανάμεσα στα πτώματα των γονιών του, η ψυχή του όμως ακολουθούσε ακόμα εκείνη την πεταλούδα.
Σε έναν κόσμο που οι επιλογές δεν είχαν καμιά αξία πια...
~ ΤΕΛΟΣ ~
Copyright © Μάριος Καρακατσάνης - All rights reserved - 2014 http://www.marioskarakatsanis.gr
Διαβάσατε την πρώτη ιστορία της συλλογής, του Μάριου Καρακατσάνη, σε πρώτη δημοσίευση για το koukidaki. Απαγορεύεται αυστηρά η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου της παρούσης ανάρτησης χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Το φωτογραφικό υλικό που κοσμεί την ιστορία και το εξώφυλλο αυτής είναι αποκλειστικές επιλογές του Μάριου Καρακατσάνη.
Βρείτε τον συγγραφέα στο facebook.