*
Στον Καρυωτάκη
…κι εσύ Σκοτάδι
είσαι ο θάνατος μέσα μου που με κατέκτησε
με ορμή και τόλμη ζωγράφισες το μνήμα μου
και μ’ άφησες να βαδίζω στο έρεβός σου
μα δεν δείλιασα ποτέ μου
ως την αυγή ήμουν εδώ να σε προσκυνώ
για να συνεχίσεις να μου δίνεις πόνο
και να ξεψυχώ στη δόξα σου
κι ας ποτέ να μην το αναγνωρίσουν οι εχθροί μου
γιατί τούτοι δεν θα φτάσουν ως εκεί
να δουν τον γκρεμό μου
μοναχά τις λέξεις καταλαβαίνουν
και τις λέξεις αγνοούν από γεννησιμιού τους
τόσο πολύ, που δε ξέρω ποιος είναι ο ευλογημένος
και ποιος τελικά ο καταραμένος από την Μοίρα…
Γι’ αυτούς και μόνο
θα χτίσω στη θάλασσα έναν Ήλιο να καίει
κι ουρανό να τους πλανεύει όσα έχουν στην ψυχή
και κάθε που θα με καλείς Θάνατε
θα πυρώνω και θα γελώ
σα ποιητής τρελός
σαν όμορφος κήπος
δοσμένος στην έμπνευση κι οπλισμένος απ’ αυτήν
Μα εμένα
δεν θα μου κλέψουν την ψυχή όπως τ’ αγάλματα
θαμμένος θα παραμείνω στις σκέψεις των δειλών
και σ’ αυτούς που ο εαυτός τους για πάντα
ανήσυχος θα ‘ναι
Οι Άγνωστοι με φέρανε εδώ
και με ξεχάσανε στην λήθη να ψάχνω την αλήθεια
αλυσοδεμένο με την νοσταλγία της ζωής
και το ψέμα της νιότης
μα ακόμα και έτσι τους αγνοώ
τούτο ζηλεύουν και δε σταματούν με πείσμα
να ληστεύουν τις ψυχές μας
Εγώ κι εσύ μοιάζουμε Μοίρα μου
ναυαγοί κάποιων κόσμων ξένων είμαστε που χαθήκαμε
πέτρινα άλογα μας ταξιδεύουν
Κάθε που η σκιά μας πέφτει στο χαρτί
ο χρόνος κυλά αργά και ωριμάζει τον λογισμό μας
γιατί εμένα με κρύψαν στην σιωπή,
για ‘σένα γίνομαι φωνή τώρα
επειδή οι άνθρωποι φοβούνται μονάχα τους ανθρώπους
κι όποιο Θεό γνωρίσανε τον κάνανε δικό τους
πεινασμένοι παραμένουν και αδαής
για το πριν και το μετά
γιατί ποτέ δεν τάισε η φτώχεια και η μετάνοια
τα όνειρά τους
Θα σ’ αποκριθώ μ’ αθώα λόγια ριζικό μου:
Αυτό που θέλω δεν έχει φωνή
Αυτό που φαντάζομαι δε κοιμάται
Αυτό που αγγίζω τις νύχτες
δε μ’ αναγνωρίζει
και όπου λάχει πεθαίνει
χάνεται
και μ’ αρέσει που μένει άπιαστο και μοναδικό
που έρχεται και εξαφανίζεται μόνο για’ μένα
απρόσιτο γι’ αυτούς
που δεν έχουν κάποια ενοχή να τους βαφτίσει
κι αλησμόνητο
για όσους κλέψανε τα αισθήματα και τα έντυσαν με λέξεις
για να τα πουλήσουν ακριβά μες σε βιβλία
Μα η έμπνευση εκδικείται τους δειλούς
και στεφανώνει τους σιωπηλούς διαβατές
που μοιρολογούν την ζωή πριν την χάσουν
κράτα κι από μένα ότι απέμεινε ταξιδευτή
λίγο απογοήτευση κ δύναμη για το τέλος
κι ο χρόνος θα δείξει ως πού αντέχεις...
Διαγωνισμός Ποίησης του πειραϊκού Συνδέσμου- 4ο Βραβείο 2013
*
Ποίημα Ελληνικό
Ακούω τις ώρες και τους χτύπους απ’ τα φτερά των πουλιών
η πανσέληνος θα’ ναι που σε τούτα τα μέρη λάμπει παράξενα
ξεβάφει στα πάντα και υπάρχει κρυφά
φορτώνοντας και σ’ εμένα την γνώση να διψώ και να νιώθω
Αυτά π’ αναζητώ είναι παντού
κάτω από τους ίσκιους των δέντρων
στους παλιούς φούρνους των χωριών
στις λευκές εκκλησίες των Αγίων
μακριά
στις φορεσιές με τα χρυσά κεντήματα
και στα τζάκια που πυρώνουν το ψωμί τα μεσημέρια
Αυτά τα χώματα αγιάζουν από λέξεις
πολεμούν Άγγελοι να φυτρώσουν στα λουλούδια
ήλιοι και φως γεμίζουν το σκοτάδι
κι είναι το μίσος που λείπει από τις φωνές
από έναν λαό που πολεμά τα χρόνια και την σιωπή
Είναι που ζήσαν πριν από ‘μας οι Θεοί
κι άφησαν το πείσμα να ‘χουμε στο βλέμμα
τούτοι αγέρωχοι κι εμείς πιο φωτεινοί
βαφτισμένοι στους αιώνες με θέληση παντοτινή
πλανεμένοι, έτοιμοι να μας πλανέψουν
κι όλη η μυστική ουσία αγκαλιασμένη από εικόνες
δάφνινα στέμματα ακόμη πρασινίζουν σε όνειρα νέων
το πεύκο και η ρίγανη σκαρφαλώνουν στα πιο ψηλά βουνά
είναι ξένος αυτός που δεν τα’ χει μαξιλάρι
να δεις πως ο αγέρας γίνεται ψυχή
Γαλάζια όνειρα πνίγουν τα νερά
ατόφιο μένος φωλιάζει στ’ άσπρα κύματα
κάπου φτάνουν και κάπου πηγαίνουν
έπειτα χάνονται σαν άγνωστοι ήχοι
και τότε είναι που καταλαβαίνεις τι είναι Ελλάδα
Τα φεγγάρια αυτού τ’ ουρανού χιονίζουν αστέρια
με μάτια κλειστά μοιάζει ν’ αγγίζεις την ιστορία
στα μάρμαρα μαρτυράς την υποψία σου για περηφάνια
κι είναι όλα υπέροχα σαν την μεγαλύτερη γαλήνη…
Διαγωνισμός Ποίησης Κορδελιού 2013 - 2η θέση
Βήματα στην άμμο
Χάθηκα στα βήματα που άφησες στην άμμο
και σ’ ακολούθησα ταξιδεύοντας ίσαμε εδώ σαν αστέρι που δεν λογίζει πατρίδα
κι όπου του είναι γραμμένο ριζώνει
όταν ποθώντας τον Ήλιο και το Φεγγάρι με βάφτισες κρυφά
κι ένα χαμόγελο μου ‘δωσες για όνομα
για να σου μοιάζω...
Κι έπειτα τρύγησα απ’ τα μάτια σου το φως των παιδικών σου ονείρων
κι απ’ τον οίνο των φιλιών σου μέθυσα από εικόνες
για να στέκει η θύμηση γλυκιά κι αμόλυντη απ’ τους ξένους
βάλσαμο στο παρελθόν που αναζητάει θαύματα στον βωμό
του έρωτα
Θαρρείς πως ήξερα από πάντα πως έπρεπε να γυρίσω σε τούτα τα μέρη
για να δρέψω ξανά την ανάγκη μου για ζωή
ξεκλέβοντας το αληθινό στο δρόσισμα της αγκαλιάς σου δίχως πνοή
μα με τόση ψυχή μες στις υποσχέσεις μου
σαν προσευχή μικρή στο στέρνο μου
που ‘γινε προσκέφαλο στην νιότη σου κι αγρίευε στο αίμα
Γιατί με πότισες την γεύση τούτης της γης
και με χόρτασες απ’ τον αμπελώνα της λήθης και των στεναγμών
απλά μ’ ένα σου βλέμμα
που ‘χε ουρανό και θάλασσα στα ταξίδια του
μ’ ευλογημένο καράβι του κορμιού σου τον πόθο
ακολουθώντας τα χνάρια απ’ όσα μαζί σου δεν έζησε άνθρωπος κανείς
παραμένοντας μαγεμένος απ’ την αλήθεια που άγγιξα
και νιώθοντας μοναδικός που ποτέ δεν λάθεψα
όταν σ’ ακολούθησα και έφτασα εδώ…
1ος Διεθνής Ποιητικός Διαγωνισμός από την Ομάδα Λόγου & Τέχνης Παγγαίου 2013- 3ο βραβείο θέμα: Έρως - Οίνος – Άμπελος
*
Άγιο ταξίδι
Χρόνοι παλιοί καιροί
απαράλλαχτοι
σ’ αυτό το βιος που μας απέμεινε
περισώνουμε τις ανάσες μας για φυλαχτό
κρύβοντας στον κόρφο την αγωνία
και στο βλέμμα το φως
με το χάδι στο δάκρυ και το χαμόγελο στον Ξένο
γιατί τέτοιοι άνθρωποι γινήκαμε από γεννησιμιού μας
σε πείσμα της Μοίρας που μας πέταξε σαν βότσαλο στην λίμνη
για να γεννήσει πληγές και εχθρούς
μα εμείς μονάχα Ήλιο στο μπράτσο
και παιδικές φωνές στην σιωπή μετράμε
να φοβερίζουν το άδικο και να ξομολογάνε την αλήθεια
Άγιο ταξίδι αυτό το πέρασμα από την λησμονιά και τα σκοτάδια
για να τιμάς το λουλούδι που φυτρώνει στην πέτρα
και να θωρείς την αλήθεια στων λευκών σπιτιών τις αυλές
για όσο υπάρχουν μανάδες να σε χαϊδεύουν στο πρόσωπο
κι όσο τα μποστάνια της αρχαίας ιστορίας που σε βάφτισαν
θα σε φιλεύουν ουρανό
Γραμμένο στην παλάμη και στο μέτωπο
η θάλασσα και τα σύννεφα που κληρονομήσαμε
τούτα τα χώματα τ’ αγιάσαμε με αίμα σε τέτοιες εποχές
που κανένας δεν πίστευε σ’ εμάς
μονάχα ο Θάνατος και η Ελπίδα
που αγριεύουν κάθε που μυρίζουμε ελευθερία
φτάνει μια στιγμή κάτω απ’ το λιοπύρι για να ονειρευτείς
κι ύστερα αναλογίσου πόσο τρανός είσαι
και αν μπορούν να σου πάρουν αυτό
που γέννησε με τόσο θάρρος η ψυχή σου…
(Β΄ Πανελλήνιος Ποιητικός Διαγωνισμός «Καισάριος Δαπόντες» 2013) 3ο Βραβείο
Σαν παιδί
Υπέμενα χρόνια ολόκληρα τον πόνο των ονείρων
ριζωμένος στις σκέψεις και νωθρός
αμίλητος
πληγωμένος
που ποτέ δεν έφτασα στον Παράδεισο
ούτε μόνος
ούτε με Τον Θεό
με το στέρνο γεμάτο αστέρια
και στα δάχτυλα ταξίδια
ακούγοντας την καρδιά να σωπαίνει
και δείχνοντας με το βλέμμα τον ουρανό
Απλησίαστος από Αγγέλους
πεταμένος στην ψυχή μου να σκαλίζω το χαμόγελο
να ματώνω
να γονατίζω
κάνοντας καθρέφτη το χώμα
ξανά και ξανά
σαν παιδί που φοβάται το σκοτάδι
και κρύβεται μην συναντήσει την σκιά του
σκουπίζοντας στο τέλος την αγωνία απ’ τα μάτια
μην το βρουν οι τύψεις
Τόσες περιπλανήσεις
που ο νους κουράστηκε να λησμονάει
η μοναξιά ρίζωσε στα πλευρά μου
κι από πληγή
έγινε η φωνή μου
μ’ ακούς;
πονάω τόσο
που δεν βρίσκω τόπο να πεθάνω…
Β’ ΕΠΑΙΝΟΣ 6ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού 2012-2013 Ο Φιλολογικός και Λογοτεχνικός Όμιλος Αγρινίου: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
*
….ορίστε κάποια κομμάτια από σκέψεις, διλήμματα και ερωτήσεις για την ζωή και τους ανθρώπους…
…έκρυψα στην χούφτα μου την υπομονή κι αφέθηκα στο σκοτάδι του κόσμου… κι έπειτα πέτρωσαν τα φτερά μου στην απεραντοσύνη της ερήμου που σμιλεύει εδώ και χρόνια τις σιωπηλές πόλεις… Εκεί μακριά, μ’ αυτούς τους χρυσούς ανθρώπους - αγάλματα και τις Ερινύες, που σαν φωνές και σαν σιωπές τριβελίζουν απ’ την αρχή των χρόνων μου τις ατέρμονες σκέψεις για την ζωή και τον θάνατο… Δεν θυμάμαι πόσο καιρό μου πήρε, μα στο τέλος έμεινα παραδομένος σε όλα αυτά, κουρασμένος, εξαντλημένος, κι έγειρα στο προσκεφάλι μου αμέριμνος, κοιτώντας τον ουρανό και σεργιανώντας νωχελικά στα σοκάκια της Μοίρας που με οδήγησαν εδώ…
Δεν άργησα να συμβιβαστώ. Τώρα το ξέρω, δεν έχω Μοίρα. Την έχω σκοτώσει κι αυτή. Χαροπάλευε ως τα χτες, μα τώρα άκουσα την τελευταία της πνοή να ταξιδεύει… Έχω το θάρρος να το λέω, κι όποιος με κατηγορεί γι’ αυτό ας σωπάσει. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μέσα μου κατέρρευσα και δεν θέλησα κανείς να το σταματήσει. Κανείς. Η συμπόνια φέρνει λύπηση και εγώ ακόμη αποζητώ την περηφάνια μου. Και δεν ζητώ από κανέναν τίποτα. Προδόθηκα μια φορά από τις σκέψεις μου κι απέμεινα για πάντα φτωχός, με προίκα τις λέξεις… και ψάχνω φωνή… Μ’ ακούς;
Μα η Μοίρα είναι αδίστακτη. Σ’ ευλογά και σε καταριέται με χαρά και ειρωνεία. Σε κανέναν δεν χρωστά και γι’ αυτό ελεύθερα τιμωρεί. Και τα λέω εγώ που έχω χαθεί μέσα σε κανόνες και όνειρα, περιφρονεμένος και από τα δύο, άγνωστο για πόσο, άγνωστο γιατί…
Έμεινα νύχτες ολόκληρες στην θάλασσα της μοναξιάς, της αμφιβολίας και της απόρριψης, ζητώντας όλο και πιο πολλά από τον εαυτό μου, τρέφοντας την αναπνοή μου με την ομορφιά των πραγμάτων και την απουσία των ανθρώπων που γνώρισα… πόσοι έφυγαν… αυτοί εκεί κι εγώ εδώ ακόμη παιδί… για πόσο ακόμη…άραγε μ’ ακούς;… η ψυχή μου έσπασε και βγαίνει από τα μάτια…
«Οι χρόνοι που το φως διστάζει και η ψυχή προσκυνά την Μοίρα…»
*
Σκέψεις αγκαλιά με μία Θάλασσα
…κι είχες μια περίεργη όψη στο πρόσωπο σου… θαρρείς και το χαμόγελο σου το ‘χες παρμένο απ’ το στόμα παιδιού που πρωτογνωρίζει την μάνα στο πρώτο του βλέμμα… όμως όχι, εγώ ήμουν αυτός που είχε πάρει την θέση της, να σε κρατώ στα χέρια μου με την ίδια λαχτάρα… αγγίζοντας στα κλειστά σου μάτια των έρωτα… τον κόσμο όλο… ανεπαίσθητα… με μια υπόκλιση στην αθωότητα σου… με το αίμα μου να χτυπά δυνατά στην καρδιά… σιωπηλά… να μην ταράξω τα κύματα στα κλειστά σου βλέφαρα και χυθεί στην χούφτα μου η θάλασσα σου…κρυμμένος εκεί, στα νερά σου να μιλώ για τα όνειρα, απορώντας για την καθαρότητα του διάφανου εαυτού σου… κι εσύ εκεί…αδύναμη μόνο για εμένα… μα τόσο δυνατή…
Αφημένος στο κύμα της πόλης
Ο Ποιητής
…συνήθισα να ξυπνώ και δίπλα μου, στο προσκέφαλο και στα μουδιασμένα δάχτυλα, να είναι έτοιμα τα ποιήματα να με καλημερίσουν και να κρυφτούν στο λευκό χαρτί περνώντας πρώτα από τα νυσταγμένα μου μάτια… Τόσο γλυκιά θύμηση... Χάθηκε όμως τούτο το παιδί, έμεινε γαντζωμένο σ’ εκείνα τα χρόνια που ποθούσε την ζωή και μιλούσε για όνειρα, με τόσο πείσμα και ελευθερία που φοβόσουν να τον κοιτάξεις στα μάτια... κι έφυγε τόσο ξαφνικά πάνω που άρχισα να το συνηθίζω… και μαζί του λιγόστεψαν οι μέρες μου σαν άνθρωπος… Την θέση του πρωινού πήρε μια στείρα ξαγρύπνια και οι λέξεις που εξακολουθούν να μ’ επισκέπτονται και να ξομολογιούνται απρόθυμα τα μελλούμενα στην ψυχή μου… πάντα εκεί, στην σκιά, περιμένοντας να ωριμάσουν σε ένα κομμάτι της ψυχής μέχρι να ξεχειλίσουν στο χαρτί. Ίσως αυτό να είναι είναι ποίηση, δεν ξέρω, εγώ είμαι ακόμη ασήμαντος για να εξηγήσω τον Ποιητή και τα γραπτά του… μονάχα επιμένω να μεγαλώνω αποζητώντας την στερνή φορά στην κάθε αρχή μου… κι είναι οι εικόνες, τόσες εικόνες, που δεν κάνουν υπομονή, ζώνουν, σφίγγουν την ψυχή, μέχρι να σ’ αναγκάσουν να εκφραστείς, αρκεί να σκεπάσεις το παραμιλητό σου με το διάφανο σκοτάδι και την εγκατάλειψη των όλων… σχεδόν όλων, γιατί το φως σου είναι αυτό που θα σου δώσει πάλι ανάσα…