Ανοιξιάτικη η μέρα και οι άνθρωποι άρχισαν από νωρίς να σέρνονται στους δρόμους με βήμα αργό. Τα λιγοστά παγκάκια της άσχημης πόλης γέμισαν με νωθρά κορμιά και πρόσωπα που έλαμπαν από μικροσκοπικές στάλες ιδρώτα.
Ένας πιτσιρικάς -που μόλις ακροπατούσε με δισταγμό τη δεκαετία των είκοσι- στάθηκε να κάνει ένα νωχελικό τσιγάρο χαζεύοντας το πολύχρωμο γυναικομάνι. Το τσαλακωμένο ντοσιέ, το ξενυχτισμένο βλέμμα και το ατημέλητο ντύσιμο, πρόδιδαν τη φοιτητική του ιδιότητα. Ακριβώς δίπλα του στο παγκάκι ήρθε και κάθισε βαριανασαίνοντας μια ηλικιωμένη γριά με ξέχειλες τσάντες ζαρζαβατικών στα χέρια και γυαλιά πεταλούδες στη μύτη. Αυτομάτως κοιτάχτηκαν με ξινισμένα μούτρα –εκείνη ενοχλήθηκε από την οσμή του καπνού, εκείνος αναγούλιασε με τη μυρωδιά του κρεμμυδιού– και τραβήχτηκαν μακριά, αφήνοντας μια κενή θέση ανάμεσά τους.
Ένας καλοντυμένος πενηντάρης, με κολλημένο ένα ακριβό κινητό στο αυτί, δεν άργησε να καθίσει ανάμεσά τους. Μιλούσε φωναχτά τραβώντας τα βλέμματα πάνω του, μέχρι που έκλεισε το κινητό αναστενάζοντας. Ο πιτσιρικάς περιεργάστηκε την ακριβοντυμένη φιγούρα του, το γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα του και το μπρελόκ με τα κλειδιά που έπαιζε νευρικά στα δάχτυλά του. Ο μεσήλικας κοίταξε το ρολόι του κι έβγαλε από τον χαρτοφύλακα μια δικογραφία να μελετήσει. Ο φοιτητής ασυναίσθητα ανασηκώθηκε και έβγαλε από το ντοσιέ ένα πάκο σημειώσεις που έγραφε «Αστικό Δίκαιο ΙΙ – Εμπράγματο Δίκαιο». Την ώρα που η γιαγιά σηκώθηκε αγκομαχώντας από το παγκάκι, τα βλέμματα του φοιτητή νομικής και του πετυχημένου δικηγόρου συναντήθηκαν. Το σίγουρο παρόν και το αβέβαιο μέλλον συγκρούστηκαν. Το ξεβαμμένο τζιν κάτι ψιθύρισε ντροπαλά στο πανάκριβο κοστούμι. Τα επώνυμα μοκασίνια χαμογέλασαν υπεροπτικά στις κόκκινες ελβιέλες.
Ο δικηγόρος διάβασε τον τίτλο των σημειώσεων του φοιτητή και η ματιά του θόλωσε ταξιδεύοντας πίσω στα χρόνια της αθωότητας. Ο φοιτητής συγκεντρώθηκε στην πανάκριβη πένα με τη χρυσή μύτη και του απηύθυνε το λόγο με θαυμασμό:
- Σας ζηλεύω!
- Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με ζηλεύεις.
- Μα έχετε τα πάντα!
- Στην ηλικία σου δεν είχα τίποτα.
- Τίποτα;
- Τίποτα. Είχα όμως όνειρα να κατακτήσω τα πάντα.
- Τα καταφέρατε μια χαρά!
- Δεν κατάφερα απολύτως τίποτα.
- Μα δεν καταλαβαίνω, αφού έχετε τα πάντα!
- Στην προσπάθειά μου να κατακτήσω τα πάντα, έχασα τα όνειρά μου.
Ένας κοντοκουρεμένος μαύρος με κατάλευκη οδοντοστοιχία διέκοψε τη συνομιλία τους, επιδεικνύοντας την πραμάτεια του: «Σακίρα, Παντελίδης, Αγάθωνας, δύο ευρώ». Ο δικηγόρος κεράστηκε μόνος του ένα τσιγάρο από το πακέτο του φοιτητή, το άναψε με αργές κινήσεις και φύσηξε ψηλά τον καπνό με σκουριασμένο ύφος. Χάρισε ένα κολλαριστό δεκάευρο στον μαύρο πλανόδιο, έκρυψε την ακριβή πένα με τη χρυσή μύτη στη φούχτα του φοιτητή και χτυπώντας τον εγκάρδια στην πλάτη, πήρε το δρόμο για τα δικαστήρια. Λίγο πριν περάσει την είσοδο δεν παρέλειψε να ισιώσει τη γραβάτα του.
O Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1973. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημιουργήσει την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK, το λογοτεχνικό περιοδικό Ιδεόστατο και συμμετέχει στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού διηγήματος «ΛόγωΤέχνης» (http://logotexnis.artspot.gr). Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν ελεύθερα τα έργα του «Johnnie Society» και «Εβδόμη Εσπερινή». Το συλλογικό ebook «Δήγμα Γραφής» που επιμελήθηκε, βραβεύτηκε ως το καλύτερο Συγγραφικό Έργο 2011 στα Ελληνικά Βραβεία Διαδικτύου.
www.openbook.gr, www.ideostato.gr, www.opensesame.me
Από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από ένα παγκάκι". Διαβάστε τα όλα από εδώ.