Έβρεχε πολύ εκείνη τη νύχτα που με γέννησε η μάνα μου. Έψαχνε να βρει ένα λαγούμι να κουρνιάσει αλλά όλοι την απόδιωχναν. Εντάξει, μπορεί να ήταν μια αδέσποτη, μια του δρόμου, αλλά λίγη συμπόνια δε βρήκε από κανέναν. Έσκαψε μόνη της μια τρύπα κάτω από ένα παγκάκι του πάρκου. Την προφύλαξε από τη βροχή και ένιωσε λίγη ζεστασιά η καημένη. Εκεί άρχισε να γεννοβολάει τα μωρά της. Πόσα ήσαν δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι εγώ επέζησα μόνο, ήμουν πιο γερός οργανισμός. Με βύζαινε εκεί χωμένη και με σκέπαζε με ξερά πλατανόφυλλα όταν έφευγε να βρει τροφή.
Αυτό που θυμάμαι είναι πόσο όμορφα ένιωθα κάθε φορά που ερχόταν και ζεσταινόμουν στην αγκαλιά της. Από ένστικτο δεν κλαψούριζα όσο ήμουν μόνος, φοβόμουν μη με ακούσει κανείς και με πάρει από το σπιτάκι μου. Ναι αυτό ήταν το σπιτάκι μου, αυτό το ξύλινο ξεχαρβαλωμένο παγκάκι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο πράγμα που είδα ήσαν δυο πόδια με χοντρές δερμάτινες μπότες… Μετά έφυγαν αυτά τα πόδια και ήρθαν άλλα… Απορούσα γιατί έβλεπα πως φορούσαν κάθε φορά διαφορετικά παπούτσια. Άλλοτε γοβάκια, άλλοτε αθλητικά ή μποτάκια… Δεν ήξερα τι ήταν αυτά που έβλεπα μέχρι που κατάλαβα πως ήσαν ανθρώπινα πόδια… Ήσαν άνθρωποι που κάθονταν να ξαποστάσουν στο παγκάκι μου.
Η μοναδική χαρά μου ήταν να τους ακούω, να τους παρατηρώ, να βλέπω τις αντιδράσεις τους και άρχισα να καταλαβαίνω τι έφερνε τον καθένα να ξαποστάσει για λίγο στο παγκάκι μου. Μεγάλωνα γρήγορα και ένιωθα πως ήμουν έτοιμος να βγω έξω στους δρόμους και να μάθω να επιζώ μόνος, αφού η μάνα μου με παράτησε και γύρναγε πάλι στα καλντερίμια ψάχνοντας νέους έρωτες. Όμως πάντα εκεί γύρναγα να κουρνιάσω στη φωλίτσα μου. Αυτό ήταν το σπίτι μου και το καταφύγιό μου όταν με κυνηγούσαν με τις πέτρες ή μου φώναζαν αγριεμένοι «ουστ από δω βρωμόσκυλο… κοπρίτη».
Το παγκάκι μου ήταν σ’ ένα απόμερο σημείο μέσα στο πάρκο της πόλης. Είχε σιδερένια πόδια και ξύλινες, ξεθωριασμένες από τον χρόνο, σανίδες. Πάνω τους είχαν χαράξει διάφορα σχέδια και καρδούλες με αρχικά ονομάτων που έδειχναν την ιστορία του. Ο τόπος μας ήταν μια επαρχιακή μικρή πόλη, πνιγμένη τον περισσότερο καιρό στην ομίχλη και την υγρασία. Γκρίζες καμινάδες γέμιζαν τον αέρα με καπνό που μας έπνιγε τα πνευμόνια. Οι άνθρωποι περνούσαν βιαστικοί και αγέλαστοι μ’ έναν μόνιμο μορφασμό μιζέριας στα χείλη. Τους φοβόμουν αλλά τους είχα και ανάγκη για να επιζήσω.
Άρχισα να πιάνω φιλίες με αυτούς που έκαναν στάση στο παγκάκι μου. Είχα ξεχωρίσει αυτούς που έρχονταν καθημερινά απ’ τους άλλους που ήσαν απλώς περαστικοί και δεν τους ξαναέβλεπα. Κάθε πρωί ερχόταν μια μεσόκοπη γυναίκα, φορτωμένη τσάντες απ’ το σούπερ μάρκετ. Καθόταν να ξαποστάσει και να ξεκλέψει λίγη ώρα από τα αφεντικά της. Η ανάγκη την είχε κάνει να δουλεύει σ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, να τους ψωνίζει, να τους μαγειρεύει και γενικά να τους φροντίζει. Περίμενε να έρθει ο γιος της στα γρήγορα να τον δει. «Έλα κυρά Βάσω, πέσε τα φράγκα κι άσε τις τσιριμόνιες».
Ήταν κακοντυμένος και αξιολύπητος, άτομο εξαρτημένο από ουσίες.
Κουρασμένη κι αυτή απ’ τη ζωή της, η κάθε ρυτίδα της ήταν κι από ένα βάσανο που τη βρήκε. «Έλα δω βρε δόλιο και συ» μου έλεγε κι έβγαζε απ’ την τσέπη της κάτι για μένα. «Φάε, φάε βρε δόλιο, μην το κοιτάς και το μυρίζεις». Με κοιτούσε που το καταβρόχθιζα και έσκαγε το χειλάκι της ένα θλιμμένο γέλιο. Καμιά φορά την έπαιρνε και το παράπονο γιατί την είχαν προσβάλει πάλι τα αφεντικά της.
«Δεν έχουν καρδιά βρε δόλιο μου οι άνθρωποι, δε λυπούνται. Που να σου πω τα βάσανά μου και μη σπαράξεις και συ». Και πεταγόταν βιαστικά να φύγει.
«Άργησα. Θα τα ακούσω πάλι, αλλά μια μέρα θα στα πω… μια μέρα θα στα πω να ξαλαφρώσω» μου μιλούσε σαν να ήθελε να τα πει στον γιο της που τον έχανε σιγά-σιγά και την έπαιρνε το παράπονο.
Οι περαστικοί, κάθονταν για λίγο και δεν τους ξανάβλεπα. Γρήγορα έπιασα φιλία με μια κοπέλα που έφευγε το μεσημέρι απ’ το σχολείο. Ήταν συμπαθητικό κορίτσι με μεγάλα αθώα μάτια που ατένιζαν τον κόσμο με εμπιστοσύνη. Έβγαζε απ’ την τσάντα της ένα μεγάλο σάντουιτς ή μια τυρόπιτα και μου έδινε και μένα. Αυτό ήταν το μεσημεριανό της. Οι γονείς της δούλευαν και εκείνη δεν είχε διάθεση να γυρίσει σ’ ένα άδειο σπίτι. Αλλά ο λόγος που καθόταν στο παγκάκι ήταν ο έρωτας. Περίμενε να έρθει ο καλός της να τον δει.
«Άργησες» του παραπονιόταν κι αυτός, νευριασμένος, της απαντούσε: «άσε μας βρε Αλέκα, νομίζεις πως μπορώ ό,τι ώρα θες εσύ να έρχομαι;» Ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του που δεν έβλεπε αυτά που έβλεπα εγώ με το σκυλίσιο μου ένστικτο. Ο τύπος την κορόιδευε, ερχόταν και με άλλη κοπέλα, αργά τα βράδια. Και της έλεγε τα ίδια λόγια που έλεγε και στην αγαπημένη μου φίλη. Ήθελα να της το πω αλλά δε με καταλάβαινε. Της το έδειχνα με τον τρόπο που τον αγριοκοίταζα και του γρύλιζα απειλητικά, αλλά αυτός έριχνε κλωτσιά και με έδιωχνε.
Ένα μεσημέρι ήρθε με μάτια κλαμένα, μου χάιδεψε το κεφάλι και ξέσπασε σε αναφιλητά. «Τον αγαπούσα κι αυτός με πρόδωσε, καλό μου». Της έγλυψα τα χέρια και την κοιτούσα με αφοσιωμένο ύφος, έβγαζα λυπημένους ήχους, της έλεγα να μη λυπάται γιατί είναι όμορφη και καλή και θα βρει γρήγορα ένα αγόρι να την αγαπήσει πραγματικά. Το καλοκαίρι που τελείωσε το σχολείο, πέρασε να με αποχαιρετήσει. «Φεύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θα σε ξαναδώ φιλαράκι μου. Να προσέχεις. Οι άνθρωποι είναι κακοί· να μην τους εμπιστεύεσαι». Ήθελα να της πω πως δεν είναι όλοι κακοί, αυτή δεν ήταν, όπως κι άλλοι φίλοι μου που έβρισκαν απάγκιο εδώ. Τα απογεύματα ερχόταν μια ηλικιωμένη κυρία με κατάλευκα μαλλιά και χλωμή επιδερμίδα. Είχε ευγενική ματιά και μακριά λεπτά δάχτυλα. Δασκάλα του πιάνου. Τη χαιρετούσαν με σεβασμό διαβάτες που περνούσαν βιαστικοί και τη γνώριζαν. «Είδες; Όλοι βιάζονται. Κανείς δε στέκεται να κάνει παρέα σε μια ηλικιωμένη δασκάλα».
Όμως δεν είχε δίκιο, κάθε φορά ερχόταν κι ένας άνδρας που θα είχε τα μισά της χρόνια. Καθόταν στην άλλη άκρη και την κοιτούσε κλεφτά. Δε μιλούσαν… μια φλύαρη σιωπή είχαν ανάμεσά τους. Μερικές φορές κοκκίνιζαν τα μαγουλά τους και έριχναν το βλέμμα τους μακριά στο άπειρο για να μη συναντηθούν τα μάτια τους. Τι περίεργη παρέα; Ένα συννεφιασμένο απογευματάκι που μάζευε βροχή ο καιρός, ήρθαν πάλι. Εκείνος έσπασε πρώτος τη σιωπή. «Κυρία Ευτέρπη, θέλω να σας αποχαιρετήσω. Η γυναίκα μου θέλει να πάμε στην πρωτεύουσα για να βρούμε καλύτερη δουλειά. Να ξέρετε όμως πως θα σας σκέφτομαι πάντα και θα νοιάζομαι για σας. Να προσέχετε την υγεία σας. Για μένα δεν ήσασταν μόνο η δασκάλα της μουσικής, μου προσφέρατε πολλά με τις γνώσεις σας, την καλαισθησία σας, την ποίηση και το ταλέντο σας. Μια πραγματική καλλιτέχνης που δώσατε στους μαθητές σας την αγάπη και την ψυχή σας. Δε θα σας ξεχάσω ποτέ». Και έσκυψε ιπποτικά και της φίλησε το χέρι. Έφυγε σκυφτός, μη γυρίζοντας πίσω να κοιτάξει. Τότε άρχισε και η βροχή. Κοίταξα τα μάτια της… αλλά δεν ήταν η βροχή που τα είχε θολώσει.
Δεν την ξαναείδα την κυρία Ευτέρπη και τα απογευματάκια αισθανόμουν μόνος. Ο καιρός περνούσε, μεγάλωνα κι εγώ, δεν ήμουν πια το μικρό χαριτωμένο κουταβάκι αλλά ένα σκύλαρος κοπρίτης που εξαρτιόταν η ζωή μου από την καλοσύνη και τη συμπόνια των ανθρώπων. Άλλοι μου έριχναν κάτι να χορτάσω την πείνα μου, άλλοι όμως με χόρταιναν κλωτσιές. Μα εγώ επιζητούσα το χάδι, τον άνθρωπο που θα με υιοθετούσε και θα γινόταν αφεντικό μου, για να μη νιώθω μόνος. Όμως είχα και τα καλά μου έτσι που γύρναγα ελεύθερος, χωρίς λουρί στον λαιμό. Ερωτευόμουν και έπαιζα με όλες τις σκυλίτσες του δρόμου. Μα μία μου ράγισε την καρδιά.
Ήταν από σόι και την είχε η κυρά της μη στάξει και μη βρέξει. Περνούσε ακατάδεχτη από μπροστά μου, βλεφάριζε λίγο το ματάκι της και μετά, κοιτούσε αλλού με τη μύτη σηκωμένη. Καθόταν στο απέναντι παγκάκι κάθε Κυριακή. «Λούση, κάτσε φρόνιμα. Μην κοιτάς τους αλήτες» της φώναζε η κυρά της και την τράβαγε από το λουρί. Αχ Λούση, εσύ που μου έκαψες την καρδιά, μαθημένη στα πλούτη και τα λούσα, δεν έζησες την μποέμικη ζωή που είχα εγώ. Αν ερχόσουν έστω μία μέρα να αλητέψουμε μαζί, να γυρίζουμε ελεύθεροι στα καλντερίμια, πόσο ευτυχισμένο θα μ’ έκανες.
Η πόλη άλλαζε αλλά πάντα ασπρόμαυρη την έβλεπα, το χρώμα δεν το ήξερα. Μπορούσα όμως να διακρίνω τα χρώματα στην αύρα των παιδιών. Τα χαιρόμουν που έτρεχαν στο πάρκο, με ποδήλατα ή έπαιζαν μπάλα και μετά ξαπόσταιναν με γέλια και πειράγματα στο παγκάκι μου. Οι καιροί γίνονταν όλο και δύσκολοι. Το χαμόγελο έσβηνε σιγά-σιγά και τα βλέμματα έδειχναν όλο και πιο σκληρά και δυστυχισμένα. Τα παιδιά σπάνια έρχονταν, οι βιαστικοί περαστικοί κάθονταν για λίγο σκεφτικοί, έπιαναν με τα χέρια το κεφάλι τους και αναστέναζαν. Δεν ονειροπολούσαν, δεν ένιωθαν έρωτα. Γιατί τόση δυστυχία είχε πέσει σ’ αυτήν την πόλη;
Ένα βράδυ ήρθε ένας άνδρας με γκρίζα μαλλιά. Είχε καθαρή ματιά αλλά γεμάτη απόγνωση. Έφερε μαζί του μια κουβέρτα, τυλίχτηκε και ξάπλωσε στο παγκάκι μου να κοιμηθεί. Έμεινα εκεί όλη νύχτα, δίπλα του και τον πρόσεχα.
«Εδώ έμεινες φιλαράκι, μαζί μου; Δικό σου είναι το παγκάκι; Θα με φιλοξενήσεις κι εμένα λίγες μέρες μέχρι να βρω κάποιο δωμάτιο να μείνω;» Έτσι γίναμε φίλοι με τον κύριο Αριστείδη. Ερχόταν κάθε βράδυ και τον περίμενα με μεγάλη χαρά. Επιτέλους, είχα βρει αφεντικό να με αγαπάει και να με φροντίζει. Μου έδωσε και όνομα κι έτσι απόκτησα και ταυτότητα.
«Που λες Λάκυ… θα σε λέω Λάκυ που σημαίνει “τυχερός”. Που λες, εγώ είχα απ’ όλα τα καλά, σπίτι, δουλειά και οικογένεια. Δούλευα από το χάραμα μέχρι τη δύση για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά μου. Δεν αδίκησα ποτέ κανέναν, σ’ όλους έδωσα και με το παραπάνω. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν καλά. Ρίσκαρα κι έχασα τα πάντα γιατί έπεσε μεγάλη φτώχεια. Μόνο τα απαραίτητα αγοράζει ο κόσμος και η δική μου επιχείρηση δεν άντεξε σ’ αυτήν την οικονομική πίεση. Σαν και μένα είναι πολλοί, δυστυχώς. Τώρα είμαι μόνος κι έρημος και τρώω από τα συσσίτια, να σου φέρνω να τρως και συ».
Τον αγάπησα πολύ τον κύριο Αριστείδη. Μείναμε πολύ καιρό εκεί στο παγκάκι μου, κάθε βράδυ μου έλεγε μια ιστορία και μετά με έπαιρνε αγκαλιά και κοιμόμασταν μαζί για να ζεσταίνει ο ένας τον άλλον. Μέχρι που ο Δήμαρχος αποφάσισε να διαμορφώσει τον χώρο του πάρκου. Είχαν έρθει κάτι κονδύλια και ήθελε να τα ξοδέψει σε άσκοπα πράγματα. Άρχισε λοιπόν από τα παγκάκια. Τα ξήλωσε όλα αυτά τα παλιά και παραδοσιακά παγκάκια και στη θέση τους έβαλε τσιμεντένια με παγωμένη και αφιλόξενη πλάκα απάνω. Από κάτω δεν είχε χώρο να κουρνιάζω κι εγώ.
Το αφεντικό μου αρρώστησε και πήγε στο νοσοκομείο. Αλλά εγώ έμεινα εκεί, στη θέση που ήταν το παλιό μας παγκάκι να τον περιμένω να γυρίσει και να ονειρεύομαι. Γέρασα, κρυώνω και πεινάω. Η συμπόνια χάθηκε και τα μάτια των παιδιών έχασαν την αθωότητά τους.
Όμως εγώ μένω πάντα εκεί και ψάχνω τον Άνθρωπο με το άλφα κεφαλαίο. Εκείνον που πέρα από τα δικά του προβλήματα, θα σκύψει με στοργή να χαϊδέψει κι ένα αδέσποτο ζωάκι. Το παγκάκι μου δεν υπάρχει πια. Εγώ είμαι ο λυγμός του από αναμνήσεις, ιστορίες και όνειρα που είχαν χαραχθεί πάνω στις παλιές ξεθωριασμένες, ξύλινες σανίδες του.
Η Ζηνοβία Μαρνέζη γεννήθηκε, μεγάλωσε και κατοικεί στο Περιγιάλι Κορινθίας. Είναι παντρεμένη με τον καθηγητή θεολόγο και ιερέα π. Σταύρο Πανουργιά και έχουν τρία παιδιά. Έχει εκδώσει δύο βιβλία, το πρώτο από τις εκδόσεις Λιβάνη «Αναίσθητοι και Ονειροπόλοι» (2009) και το δεύτερο από τις εκδόσεις ΔΥΑΣ «Η Κοραλία της Σιωπής» (2012).
Δείτε όλα τα διηγήματα της συλλογής "Ιστορίες από ένα παγκάκι" εδώ.
Δείτε όλα τα διηγήματα της συλλογής "Ιστορίες από ένα παγκάκι" εδώ.