Της χάιδεψε απαλά το χέρι και ανέβασε λίγο την κουβέρτα για να σκεπάσει καλύτερα τους γυμνούς της ώμους. Πάλι είχε ντυθεί ελαφριά. Και της το ’λεγε συνέχεια, δε ντύνεσαι καλά, θα πάθεις καμιά πνευμονία κάποτε κι ο οργανισμός σου δε θα την αντέξει. Το χαβά της εκείνη, της άρεσε να είναι κοκέτα και να μη φοράει ό,τι βρίσκει μπροστά της. Βέβαια τώρα, η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, κάποια βράδια ωστόσο ήταν ακόμη ψυχρά και ειδικά εκεί, στο πάρκο, η υγρασία τούς πιρούνιαζε τα κόκαλα. Δεν της γκρίνιαζε όμως εκείνη τη νύχτα. Μονάχα την κοιτούσε. Είχε τα μάτια της κλειστά, όμως δεν κοιμόταν. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένη και ήρεμη, ξεκούραστη επιτέλους. Σαν οι παλιές, σάπιες ξύλινες σανίδες να είχαν γίνει το πιο όμορφο και μαλακό κρεβάτι του κόσμου. Έτσι είναι, όλα αλλάζουν άμα τα βλέπεις εσύ αλλιώς.
Πήρε το βαρύ, ζεστό παλτό που είχε βρει πριν δυο μήνες παρατημένο σε έναν κάδο ανακύκλωσης, το έριξε πρόχειρα στην πλάτη του και έκατσε εκεί δίπλα οκλαδόν ακουμπώντας το κεφάλι του στα πόδια της. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, μα όλα τού φαίνονταν τόσο όμορφα. Κάτι είχε η νύχτα εκείνη, κάτι το ξεχωριστό, το υπερβατικό. Το πάρκο ήταν ασυνήθιστα γαλήνιο για την ώρα, λες και το σύμπαν ολόκληρο είχε πέσει για ύπνο από νωρίς. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε ήδη τις στιγμές που το πρώτο διάφανο σκοτάδι άρχισε να αγκαλιάζει τα δέντρα και τους θάμνους.
Όταν κάμποση ώρα πριν τη βοηθούσε να ξαπλώσει, ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα έτσι που την είδε. Έτρεμε ολόκληρη και δεν ήταν απ’ το κρύο, είχε χλωμιάσει και έβηχε συνέχεια· ως κι εκείνη έδειχνε φοβισμένη, κάτι που δεν επέτρεπε εύκολα στον εαυτό της. Όλα της τα χρόνια στον δρόμο, έτσι μεγάλωσε από τότε που, μικρή ακόμα, έχασε τον μόνο άνθρωπο που είχε, τη μητέρα της. Σωστό αγρίμι και πολύ περήφανη, τίποτα δεν έδειχνε ικανό να τη ρίξει κάτω. Είχε πάει μέχρι την Ομόνοια, εκεί, στα σκοτεινά στενά γύρω απ’ την Πειραιώς και την Αγίου Κωνσταντίνου συναντούσε συνήθως τον Αμπί, αυτός είχε αναλάβει δυο χρόνια τώρα να τους φέρνει το πράμα. Τον βρήκε κατά τις εννιά πίσω απ’ το παλιό πορνοσινεμά. Περισσότερα όμως δεν κατάφερε να πει, δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά, μόνο έβηχε, πρώτα φλέμα και μετά αίμα. Του χρωστούσε λεφτά, δεν έβρισκε εύκολα τελευταία και αρνιόταν επίμονα να κλέψει, όπως όλοι της έλεγαν, δεν τα γούσταρε αυτά. Να κάνει κακό στον εαυτό της δεν την ένοιαζε εκεί που είχε φτάσει, αλλά σε άλλους ανθρώπους όχι. Έπαιρνε μικρότερες δόσεις για να μην ανέβει πολύ ο λογαριασμός. Θα του τα ’δινε όμως, δε θα τον κορόιδευε. Του το ’χε πει κι εκείνος μια νύχτα που πήγαν να τον βρουν μαζί και λογοφέρανε κάπου στα Εξάρχεια. Η δουλειά είναι σπαθί, να τους έχει εμπιστοσύνη.
Εκείνο το βράδυ είχε πει να μην πάει. Πονούσε όμως, ήταν σαν διαλυμένη. Πονούσε πολύ. Της είπε να πάνε πάλι μαζί, να την προσέχει μη γίνει κάνα κακό, αλλά δεν ήθελε, θα πήγαινε μόνη να τον παρακαλέσει ξανά. Λίγη υπομονή ακόμη, λίγη υπομονή... πονάει, δεν αντέχει άλλο, θα τη λυπηθεί και θα της δώσει λίγο. Έσιαξε τα ταλαιπωρημένα απ’ τον χειμώνα ρούχα της, χτένισε όπως-όπως τα μαλλιά της και έφυγε· ποτέ δεν πήγαινε κάπου αν πρώτα δε χτένιζε καλά τα μαλλιά της. Θα ρωτούσε άλλα παιδιά και θα μάθαινε πού ακριβώς, σε ποια πιάτσα έπρεπε να πάει για να τον βρει.
Την περίμενε και είχε τρελαθεί από την αγωνία. Ήταν κι αυτό το κακό προαίσθημα που τον έτρωγε εδώ και μέρες, αλλά δεν της είπε τίποτα γιατί θα τον κορόιδευε και θα τον έβριζε. Ήξερε καλά πως ο Αμπί είναι καλός μόνο αν ξέρει ότι θα έχει το κέρδος που θέλει, αν όχι όμως, σε λογαριάζει για ενοχλητικό έντομο και σε βγάζει απ’ τον δρόμο του, σε λιώνει με ένα πάτημα, είναι αδίστακτος.
Την άκουσε να έρχεται απ’ τον βήχα. Πετάχτηκε απ’ το παγκάκι του που είχε ξαπλώσει λίγο και έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο, σαν πεθαμένης και τα μάτια της είχαν πεταχτεί έξω κατακόκκινα. «Τι σου έδωσε να πιεις ο αλήτης; Μίλα μου, τι έχεις;», αλλά εκείνη ήταν αδύνατον ν’ αποκριθεί. Έβηχε συνέχεια κι έπιανε δυνατά το στήθος της, σαν να προσπαθούσε με την παλάμη να κρατήσει λίγο αέρα στα άρρωστα πνευμόνια της.
Την έβαλε να ξαπλώσει στο παγκάκι της, αντίκρυ απ’ το δικό του, πήρε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι που βρήκε παραπεταμένο και έτρεξε αμέσως να φέρει νερό από μια κοντινή βρύση. Της έδωσε να πιει λίγο με το ζόρι και μετά σιγά-σιγά της έβρεχε το πρόσωπο και τα μαλλιά με το χέρι του. Τίποτα όμως δεν έδειχνε να την κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Την ένιωθε να προσπαθεί κάτι να του πει, αλλά φωνή δεν έβγαινε απ’ το στόμα της. Τον κοιτούσε μονάχα με ένα παγωμένο βλέμμα έσχατου τρόμου και απόγνωσης. Εκείνος της κρατούσε σφιχτά το χέρι, της χαμογελούσε, της μιλούσε, της μιλούσε συνέχεια, να κάνει κουράγιο, μια κρίση είναι μόνο, σε πολλούς έχει συμβεί, θα περάσει, κυκλοφορεί πολύ σκάρτο πράμα στην πιάτσα, ποιος ξέρει τι είχε μέσα τώρα αυτό που της έδωσε. Έβριζε και ορκιζόταν, μόλις περάσει όλο αυτό θα πάει να τον βρει, όπου κι αν είναι, θα τον ξαπλώσει χάμω μια και καλή που την έκανε να υποφέρει έτσι!
Την έβαλε να ξαπλώσει στο παγκάκι της, αντίκρυ απ’ το δικό του, πήρε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι που βρήκε παραπεταμένο και έτρεξε αμέσως να φέρει νερό από μια κοντινή βρύση. Της έδωσε να πιει λίγο με το ζόρι και μετά σιγά-σιγά της έβρεχε το πρόσωπο και τα μαλλιά με το χέρι του. Τίποτα όμως δεν έδειχνε να την κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Την ένιωθε να προσπαθεί κάτι να του πει, αλλά φωνή δεν έβγαινε απ’ το στόμα της. Τον κοιτούσε μονάχα με ένα παγωμένο βλέμμα έσχατου τρόμου και απόγνωσης. Εκείνος της κρατούσε σφιχτά το χέρι, της χαμογελούσε, της μιλούσε, της μιλούσε συνέχεια, να κάνει κουράγιο, μια κρίση είναι μόνο, σε πολλούς έχει συμβεί, θα περάσει, κυκλοφορεί πολύ σκάρτο πράμα στην πιάτσα, ποιος ξέρει τι είχε μέσα τώρα αυτό που της έδωσε. Έβριζε και ορκιζόταν, μόλις περάσει όλο αυτό θα πάει να τον βρει, όπου κι αν είναι, θα τον ξαπλώσει χάμω μια και καλή που την έκανε να υποφέρει έτσι!
Κάποια στιγμή ο βήχας σταμάτησε· σαν να ηρέμησε κάπως. Ήταν πάντα δίπλα της και της χάιδευε τα μαλλιά. Το πρόσωπό της έπαψε να συσπάται και τα νεύρα της εξαφανίστηκαν πάλι κάτω απ’ το δέρμα. Έγειρε αργά το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια. Την κοίταξε για κάμποση ώρα και μια παράξενη γαλήνη του ημέρεψε τα χαρακτηριστικά. Σηκώθηκε, πήγε στα πράγματά του απέναντι, στο παγκάκι του, πήρε μια χοντρή κόκκινη κουβέρτα με καρό σχέδιο που τόσο πολύ της άρεσε όταν την είχαν βρει, και τη σκέπασε. Μόνο το χέρι τής άφησε απ’ έξω λίγο, για να μπορεί να της το κρατάει, να μην αισθάνεται ότι είναι μόνη. Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια ήταν σε όλα μαζί, στην αγωνιώδη αναζήτηση της επόμενης δόσης, στους πόνους και τα κάθε είδους χτυπήματα, στο κυνηγητό με την αστυνομία, στα παρακαλετά και τις χίλιες δυο περιπέτειες για λίγο φαγητό ή για ένα πιο ζεστό ρούχο, μαζί, στο σκοτεινό περιθώριο της πόλης, που ο κόσμος τού γυρίζει απαξιωτικά την πλάτη για να μην το βλέπει. Σε όλα μαζί ήταν, δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει απόψε μόνη.
Στην ίδια θέση τον βρήκε το επόμενο πρωί, ακουμπισμένο πάνω της. Στην ίδια θέση κι εκείνη. Ήρεμη, παραδομένη, με τα όμορφα καφέ μάτια της κλειστά. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, θα του θύμωνε άλλωστε αν έβλεπε ότι την είχε αφήσει απεριποίητη. Πήγε ως τα πράγματά της και βρήκε τη μικρή παιδική φούξια χτένα. Της ανασήκωσε λίγο το κεφάλι και άρχισε να τη χτενίζει, αργά. Δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί, αργά. Με όλη την αγάπη που είχε φυλαγμένη για εκείνη τόσα χρόνια στην καρδιά του. Σε λίγο ήταν έτοιμη. Ακούμπησε ξανά το κεφάλι της προσεκτικά στο παγκάκι, τη σκέπασε κι έβαλε τη χτένα πίσω στη θέση της, στα πράγματά της.
«Δε θ' αργήσω» της είπε αν και γνώριζε πως δεν υπήρχε λόγος.
Πρώτη φορά που πλησίασε ο ίδιος έναν αστυνομικό, απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες που άσκοπα και μάλλον βαριεστημένα περιπολούν κάθε μέρα στους δρόμους.
«Δε θ' αργήσω» της είπε αν και γνώριζε πως δεν υπήρχε λόγος.
Πρώτη φορά που πλησίασε ο ίδιος έναν αστυνομικό, απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες που άσκοπα και μάλλον βαριεστημένα περιπολούν κάθε μέρα στους δρόμους.
«Και πού την έχεις;»
«Ξαπλωμένη είναι στο παγκάκι της, εκεί που κοιμόμαστε τα βράδια, στο πάρκο. Σας παρακαλώ, ειδοποιήστε να έρθουν».
Γύρισε απ' την άλλη μεριά και έκανε μερικά βήματα πιο πέρα όσο ο νεαρός αστυνομικός μιλούσε στον ασύρματό του. Δεν ήθελε να τον δει να δακρύζει.
Πήγαν μαζί ως το πάρκο ώσπου ήρθε το ασθενοφόρο κι ένα περιπολικό με άλλους δυο αστυνομικούς.
«Κι εσύ; Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε ο νεαρός αστυνομικός μόλις ξεμπέρδεψε με την πρόχειρη κατάθεση που έπρεπε να δώσει στους άλλους συναδέλφους του.
«Εγώ; Θες να σου πω την αλήθεια; Θα πάω να βρω αυτόν που της έδωσε χθες... ό,τι της έδωσε».
«Φέρσου λογικά. Αυτά είναι δικιά μας δουλειά τώρα. Κοίτα εσύ μην μπλέξεις περισσότερο».
«Κι άλλο να μπλέξω; Μην ανησυχείς» είπε χαμογελώντας στον αστυνομικό, με μια φωτεινή ειλικρίνεια στα μάτια του, «απλά πρέπει να πάρω κι εγώ τη δόση μου».
Ο αστυνομικός τον κοίταξε με απορία. Εκείνος γύρισε και είδε το παγκάκι της, άδειο πια, την είχαν πάρει.
«Εκεί θα είμαι αύριο» του είπε και τον ευχαρίστησε για τη βοήθεια.
Ο Δημήτρης Νίκου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και ζει. Έκανε σπουδές ηχοληψίας και παράλληλα, από το 2005 άρχισε να αρθρογραφεί σε έντυπα και στο Διαδίκτυο, γράφοντας κυρίως για μουσική. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2010 με ένα μικρό πεζό στο περιοδικό «Σοδειά» και μέχρι σήμερα έχει επίσης δημοσιεύσει μικρά πεζά και διηγήματα στα περιοδικά «Σοδειά», «Chimeres», «Αντί επί λόγου», «Fresh» και στην online ανθολογία «One_story».
Έργα του που έχουν εκδοθεί, είναι η νουβέλα «Βόλτα στο φεγγάρι» (Ίαμβος, 2010), το μυθιστόρημα «Σημασία έχει μόνο η ζωή» (Ωκεανός, 2013) και το συλλογικό μυθιστόρημα «Όσα ποτέ δεν είπαμε» (Ωκεανός, 2013) με το ψευδώνυμο Νία Μαγγέλου, σε συνεργασία με τους συγγραφείς Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο, Ευρυδίκη Αμανατίδου και Χρυσούλα Λουλοπούλου.
Είναι επίσης δημιουργός και υπεύθυνος του διαδικτυακού λογοτεχνικού περιοδικού ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΗΣ (http://vivliodeiktis.blogspot.gr).
Δείτε όλα τα διηγήματα της συλλογής "Ιστορίες από ένα παγκάκι" εδώ.
Δείτε όλα τα διηγήματα της συλλογής "Ιστορίες από ένα παγκάκι" εδώ.