Ένα συγκινητικό διήγημα της Νόελ Μπάξερ που έφτασε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην οθόνη μου και από εκείνη στα μάτια σας.
Jerusalem City of Gold, Gloria Dietz-Kiebron |
«Κουίκλυ, κουίκλυ!», φώναζε ο παπάς όσο χτυπούσε δυνατά το μάνταλο στην θύρα του τάφου του Ιησού. Έσπαζε με βία την ησυχία την απαραίτητη για κατάνυξη. Όλη τη μέρα ακούραστα ο ιερωμένος βίαζε την κατάνυξη του πλήθους και την ιερότητα του τόπου προβάλλοντας, κόντρα στο φως της στιγμής, ακόμη ένα πρόσωπο της βίας και της κακής χρήσης της εξουσίας. Έσπρωχνε τους πιστούς κάθε εθνικότητας να αντιμετωπίσουν τον τάφο του Χριστού τους όπως οι μαθητές τα εκθέματα των Μουσείων στις σχολικές εκδρομές τους, τους άδειους αμφορείς και τους έρημους κούρους. Χάρη σε εκείνον τον παπά, έτσι περάσαμε από μπροστά κι εμείς.
Με είχαν φέρει στην Ιερουσαλήμ λόγοι μη θρησκευτικού περιεχομένου. Δεν συμμεριζόμουν το τυφλό πάθος της Αγίας Ελένης ούτε ένιωθα την ορμητική ας την πούμε όρεξη των Σταυροφόρων. Διάβηκα τα τείχη της παλιάς Ιερουσαλήμ όπως θα τα διαβαίνανε πιθανώς οι περισσότεροι στα χρόνια Του: βιαστικά (όχι κουίκλυ) κι ελπίζοντας ίσως να βρω εκεί μέσα αυτό που γυρεύω. Στα χρόνια μου, το εμπόρευμα που έψαχνα ήταν ανακούφιση, εξηγήσεις και ερμηνείες που δεν είχα σκεφθεί. Μια συμπαγή αλήθεια που δεν θα με αφήνει να δραπετεύω. Ελπίζοντας να βρω κάτι για να επιζήσω πιο εύκολα αφού σαν καρποφόρα λιόδεντρα κόπηκαν οι στόχοι οι δικοί μου, των οικείων μου και της κοινωνίας μου. Όλο το χωράφι! Μπερδεύτηκαν οι προορισμοί ζωής του καθενός μας και ακόμα πιο πολύ από τις προηγούμενες δεκαετίες της ακμής πλέουμε πλεούμενα χωρίς πυξίδα. Κάποια και με σπασμένα κατάρτια. Άλλα με χαμένα κουπιά. Τα πλεούμενα στη χειρότερη κατάσταση πλέουν έχοντας τρύπες στο σκαρί, ανοιγμένες πύλες για το νερό που έχει την ίδια αλμύρα με το δάκρυ. Το δικό μου πλεούμενο με έφερε ως τους Αγίους Τόπους. Κατέβηκα σε αυτό το άγνωστο νησί με τείχη, κι άρχισα την εξερεύνηση ξεκινώντας από τον Πανάγιο Τάφο. Το Ναό της Αναστάσεως. «Κουίκλυ, κουίκλυ» μού φώναζε ο ιθαγενής παπάς.
Ανέβηκα στον Γολγοθά μαζί με ένα γκρουπ Γερμανών και περίμενα υπομονετικά να περάσει μπροστά από το σημείο της Σταύρωσης και να φύγει το γκρουπ των Γιαπωνέζων που προηγείτο. Φωνακλάδικες προσευχές σε άγνωστες γλώσσες πλεκόντουσαν κουβάρι. Εγώ σιωπούσα. Άκουγα. «Γιου, άουτ!» ξαφνικά με χτύπησαν στα αυτιά τα λόγια ενός αναψοκοκκινισμένου παπά που φώναζε δείχνοντας με το δάχτυλο τον Ινδό και τις δύο Ινδές που περίμεναν κι αυτοί στην ουρά του Σταυρού. Κόκκινοι σαν ντομάτες οι Ινδοί αποχώρησαν. Γύρισα και κοιτούσα τον παπά που ικανοποιημένος ξανακάθισε στην καρέκλα του. Όσο περνούσα μπροστά από τον Σταυρό το μυαλό μου κατείχε η σκέψη εάν φυσική ατολμία ή η επίκτητη ευγένεια έφταιξαν που δεν αντέδρασα ως όφειλα. Ώστε να ξέρω πού να το χρεώσω, στη φύση ή στους παιδαγωγούς μου. Δεν είχα διάθεση (ούτε χρόνο) για προσευχή. Είχα αποχωρήσει κι εγώ με τους Ινδούς.
Κατέβηκα από τον Γολγοθά ως τουρίστρια. Όμως επέμενα ακόμη να ψάχνω την συμπαγή αλήθεια στο νησί με τα παλιά τείχη. Γύρω από την πέτρα της Αποκαθήλωσης βρήκα το αδιαχώρητο. Σε λίγους κενούς πόντους στη μια πλευρά στριμώχθηκα κι εγώ. Γονάτισα κάνοντας όπως όλοι. Αντέγραφα τους προσκυνητές. Με είχε φέρει ως εκεί το πλεούμενό μου, κάποιο καλό σκοπό θα είχε σίγουρα, εμπιστευόμουν την πυξίδα μου, και μιμούμενη τα τελετουργικά θρησκόληπτων που ήταν πιο εντυπωσιακά από των απλών πιστών προσπαθούσα να βρω τον τρόπο να ενσωματωθώ, εγώ η ξένη, στη ζωή του άγνωστου θείου τόπου. Η πέτρα μοσχομύριζε ρόδο κι ήταν ευχάριστο. Φιλόξενα οικείο. Μου θύμισε τη μητέρα μου, πιστή του ροδόνερου. Η μυρωδιά του τριαντάφυλλου έχει ποτίσει τα παιδικά μου χρόνια όπως το λιβάνι θα πότισε τα παιδικά χρόνια των διπλανών μου. Κι ας προερχόμουν από διαφορετικές μυρωδιές, γονατισμένη παρακολουθούσα τη διπλανή μου έτοιμη να αντιγράψω. Την είδα που από ένα σακίδιο POLO εμφάνισε μια σακούλα ADIDAS κι από κει ένα μπουκάλι νερό ελληνικής μας μάρκας. Έχυσε λίγο νερό σε μια ρωγμή της πλάκας και με ένα μπαμπακάκι έπαιρνε πίσω το νερό της, νερό μαζί με ρόδο κι ό,τι άλλο. Παρακολουθούσα τις κινήσεις της. Κρεμόμουν από αυτήν την πιστή συνομήλικη γυναίκα. Έστυψε μετά το μπαμπάκι μέσα στο μπουκάλι και στην συνέχεια ήπιε το νερό. Το πρόσωπο της γυναίκας φωτιζόταν από ψυχική αγαλλίαση που δεν αμφέβαλα πως ήταν ειλικρινής. Μου έγινε φανερό πως αυτό δεν ήταν για μένα. Στο σημείο αυτό δεν θα έφτανα ποτέ. Απομακρύνθηκα με τη διάθεση να μην ενοχλήσω (από την επίκτητη ευγένεια) έχοντας πια πάρει μιαν απόφαση που μου φαινόταν εκείνη την ώρα οριστική και αμετάκλητη -ήταν η γνώση που ζητούσα;-, πως στον τόπο αυτό θα παραμείνω ξένη.
Η απόφαση αυτή ίσως ήταν ο προορισμός του ταξιδιού μου.
Walking in the Old City, Micky Goldstein |
Ο δρόμος της επιστροφής μέσα από τα δαιδαλώδη σοκάκια της παλιάς Ιερουσαλήμ, με τα μαγαζάκια τα φορτωμένα ξύλινα σταυρουδάκια και λευκές κελεμπίες, κομποσκοίνια και κομπολόγια, έμοιαζε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν με το περιδιάβημα στα σοκάκια τουριστικού θέρετρου. Με έφερε στην ανάλαφρη ώρα μετά από ένα καλό μπάνιο στη θάλασσα και πριν το ωραίο βραδινό γεύμα στο λιμανάκι. Τότε που πετάει ο χρόνος και η ευφορία φτάνει ως ψηλά στον ουρανό.
Επιμένοντας όμως για λίγη ακόμη δραματικότητα, διέκοψα και μπήκα στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου, θύμα της Σαλώμης. Κάθισα στα σκαλάκια της μονής στον αυλόγυρο περιμένοντας να ανοίξει η εκκλησία. Ήμουν μόνη μου. Λιαζόμουν σαν γάτα. Κάτω από τον ήλιο, στο μυαλό μου υφαινόταν το δίχτυ με τις μυριάδες σκέψεις και εικόνες. Το παρακολουθούσα που μεγάλωνε, μαγικά το ένιωθα στο κεφάλι μου μέσα, αλλά ήταν νωρίς ακόμη να καλοδώ τα σχέδια και τα σημάδια του και δεν το πείραζα. Το άφηνα να υφαίνεται. Να πάει όπου θέλει, όπως κάμποσες φορές και δεν βγήκα χαμένη έκανα με το πλεούμενό μου που προτιμάει να ταξιδεύει στον αφρό του κύματος. Την προσοχή μου τράβηξε μια μαύρη γατούλα που λιαζόταν κι αυτή, έξω από την πόρτα της εκκλησίας εκείνη. Παρακολουθούσαμε η μια την άλλη. Σε λίγο θα μου χαμογελούσε, κατά κάποιον τρόπο ήμουν βέβαιη και αυτό το θαύμα περίμενα. Έξω από το πορτάκι της μονής ο κόσμος συνέχιζε να σεργιανίζει με την εύφορη διάθεσή του ή με την μυστηριώδη του μυστηριακή βιασύνη. Ξέφυγα από το βλέμμα της γάτας και χάζευα τον περαστικό κόσμο. Πλέοντας στην ησυχία της μονής, κάτω από το φως και τη ζεστασιά του ήλιου, δεν ένιωθα μόνη μα λεύτερη.
Νοέλ Μπάξερ
(Πρώτη δημοσίευση για το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ως3»)
Δείτε επίσης: Η κουτσή ακρίδα του Γκιούλιβερ της Νόελ Μπάξερ.