Δεν είχε άλλη επιλογή. Τον έπνιγε από καιρό το σπίτι του, θηλιά ανέβαινε ως τον λαιμό του. Όλα τα μάτια των αγαπημένων του, ισάριθμα μαχαίρια μπηγμένα στο κορμί του, του προκαλούσαν ακατάσχετη αιμορραγία. Απόψε δε θα γύριζε πίσω, θα έμενε εκεί, όπως τόσοι άλλοι που χρόνια τώρα ατένιζε παραξενεμένος, βουλιαγμένος στην αυταπάτη της μικροαστικής του ασφάλειας. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όμως και να που απόψε η αγριότερη επιλογή πριν από λίγο καιρό, ήταν ο λυτρωτικός μονόδρομός του. Δε γύριζε πίσω με καμία Παναγία. Δεν άντεχε να αντικρίσει και σήμερα βουβός το θολό, μα ερευνητικό βλέμμα της γυναίκας του, το απορημένο κοίταγμα του μοναχογιού του. Έφτασε -άκουσον άκουσον- να πει αυτός που λάτρευε τα παιδιά πως κάποια άνωθεν πρόνοια επέβαλλε την απώλεια δυο αγέννητων παιδιών, που γλίστρησαν αναπάντεχα απ’ τη θερμή μήτρα της γυναίκας του μέσα στην προηγούμενη δεκαετία!!! Σκέτη παράνοια!!!
Δε θα γύριζε απόψε πίσω, θα βολόδερνε από δω κι από κει, κυνηγημένος από τύψεις και ενοχές σαν έφταιγε αυτός και μόνο αυτός για όλα. Ο γυρισμός πια είχε καταντήσει μαρτύριο για τον Πέτρο Ιωάννου. Αλλιώς είχε συνηθίσει ως τώρα. Γύρναγε το κλειδί στην πόρτα και χαμογελούσε πιάνοντας οικείους ψιθύρους απ’ τους δικούς του ανθρώπους, ανάσαινε τη ζωή κι έμπαινε να την ενισχύσει, να τη χαρεί, να τη ρουφήξει ως το μεδούλι λες κι ήξερε πως ήταν όνειρο που σε λίγο θα τέλειωνε, θα έσβηνε, θα χανόταν…
Πάει ένας μήνας τώρα που κάθε φορά που φτάνει στο κατώφλι, εύχεται να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Τι να κάνει, όμως που η επιχείρηση τούς έθεσε σε διαθεσιμότητα! Η απόφαση τελεσίδικη και πιθανόν αμετάκλητη παρά τις διαβεβαιώσεις κάποιων υπεραισιόδοξων παρατηρητών της κατάστασης, έπεσε κεραυνός εν αιθρία, χτυπώντας κατευθείαν μια αλλοτινή βεβαιότητα. Δεν έφταιγε εκείνος που να πάρει, αν το σύστημα κατέρρευσε και πήραμε ομαδικά την κάτω βόλτα.
«Μαζί τα φάγαμε» ηχούσε μέσα του μια φωνή υψηλά ιστάμενου κρατικοδίαιτου καρχαρία που τον ερέθιζε ακόμα περισσότερο. «Ναι ρε…», ήθελε να ανταπαντήσει, «μόνο που εμείς τα φάγαμε και πεθαίνουμε στην ψάθα, ενώ εσείς τα φάγατε κι εξακολουθείτε να σέρνεστε βαρύθυμα, ογκωδέστατα παχύδερμα αλληλοκατηγορώντας τάχα τους πολιτικούς σας αντιπάλους χάριν εντυπωσιασμού και μόνο ή μάλλον για να μη χάσετε την κουτάλα ακόμα από τα χέρια σας σαν να μη σας έφτασαν όσα μασήσατε πίσω απ’ την πλάτη μας από την άλλη μέρα κιόλας που εμείς σας εδραιώναμε ανοήτως εξακολουθητικά στα έδρανα της Βουλής». Αλλά όλοι αυτοί οι αιωνόβιοι «υπερασπιστές των συμφερόντων μας» δεν κινδυνεύουν να χάσουν όσα έχασε εκείνος επιλέγοντας τώρα τη φυγή.
Στο παγκάκι! Καλύτερα στο παγκάκι, αρκεί μόνο να χωρέσει, αρκεί να εξασφαλίσει κι ένα μονόξυλο σε μια πόλη που οι κλοσάρ πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο.
Στο πάρκο είχε εκείνη τη νύχτα φοβερή υγρασία. Τα κόκαλά του είχαν αρχίσει κιόλας να πονούν κι η νύχτα ακόμα ήταν μπροστά του, η ζωή του ακόμα πιο μπροστά του, στα σαράντα δύο του χρόνια. Βλέπεις ήταν άμαθος σ’ αυτά και μέχρι πρότινος, βολεμένος με μια, υποτίθεται, σταθερή δουλειά, έναν μισθό αξιοπρεπή, ένα σπίτι συμπαθητικό, νοικιασμένο μεν αλλά συμπαθητικό, μια γυναίκα πέραν του δέοντος τρυφερή και προστατευτική, μια ζωή αναλογικά αρκούντως ανεκτή.
Αγωνίστηκε τουλάχιστον δυο δεκαετίες να συλλέξει τούτα τα λάφυρα, σπυρί-σπυρί το γέμισε το δισάκι του λίγο πιο πάνω απ’ τη μέση, μα να που τώρα σκόνταψε και χύθηκε από δω κι από κει μόλις σβήστηκαν τα φώτα γύρω του κι απλώθηκε καταχνιά ολόγυρά τους. Μια τέτοια κατάληξη δεν την περίμενε. Την αντίκριζε στους άλλους με στωική εγκράτεια, πικραινόταν κι ανησυχούσε, μα δεν περνούσε απ’ το μυαλό του πως θα φτάσει η «επιδημία» ως αυτόν, να ψάχνει ένα παγκάκι τώρα μέσα στην άγρια νύχτα να στεγάσει την απελπισία του, μια νύχτα σαν την αποψινή!!! Κι όσο όλα αυτά τα κλωθογύριζε στον νου του, το μάτι του έφερνε βόλτα γύρω-γύρω να απαγκιάσει, να ξαποστάσει, να κουρνιάσει!
Ακόμα δεν είχε καταφέρει να βρει παγκάκι ελεύθερο στο πάρκο τρία τετράγωνα απ’ το νοικιασμένο δυάρι τους. Στο ένα κείτονταν μια λιπόσαρκη σιλουέτα, αντρική ή γυναικεία δεν ήταν δυνατόν να ξεχωρίσεις -τέτοιες ώρες- πασχίζοντας να αντέξει το κρύο μέσα σε μια ξεχειλωμένη κουβέρτα. Στο άλλο πιο κει, ένα ζευγαράκι ζαχάρωνε σαν η ερωτική επιθυμία να υπερτερούσε της ανάγκης, ο πόθος του φιλιού να απόσβηνε την έγνοια για κάθε περιφερόμενο επαίτη της βραδιάς. Παιδιά! Βράζει το αίμα τους! Ασυγκράτητοι! Ούτε υγρασία ένιωθαν μπρος στην κάψα της αγάπης ούτε έλεος για έναν «ώριμο» ενήλικα, που κατά τα κοινωνικά δεδομένα, έπρεπε ήδη να έχει φέρει σε μια ισορροπία τη ζωή του.
Έκανε λίγα βήματα πιο πέρα μην τον περάσουν και για ματάκια. Φασαρίες δεν ήθελε νυχτιάτικα, δεν είχε συνηθίσει να τριγυρνάει τη νύχτα ερχόμενος αντιμέτωπος με τα σκοτεινά βλέμματα των νυχτερινών οπτασιών. Στην άλλη άκρη του πάρκου, όμως δίστασε να πλησιάσει. Οι πιο απελπισμένοι του κόσμου του, πάνω-κάτω στην ηλικία του, μπορεί και μικρότεροι, βυθίζονταν στη βραχύβια ηδονή ενός ψεύτικου Παράδεισου.
Δεν έκρινε κανέναν πια! Τα είχε δει όλα τον τελευταίο καιρό. Η απόγνωση και η εις το εναντίον μεταβολή των πραγμάτων μπορεί να οδηγήσει ακόμα και τον πιο δυνατό στην Κόλαση! Εκείνη τη στιγμή ο Πέτρος γέλασε. Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία απ’ το θολωμένο μυαλό του. Είναι μια ώρα που τριγυρίζει από παγκάκι σε παγκάκι κι έχουν περάσει απ’ το μυαλό του χίλιες σκέψεις. Είχε καιρό να σκεφτεί τόσο πολύ, χρόνια ίσως! Για δες που η απελπισία ξεκλειδώνει εφτασφράγιστα σεντούκια!
Οι βολεμένοι δε βρίσκουν χρόνο να φιλοσοφήσουν. Δεν τους αφήνουν οι επιθυμίες, τα πάθη και τα σχέδια, οι υπολογισμοί κι οι επιθυμίες να αναλογιστούν τι μπορεί να υπάρχει γύρω τους, ποιος ζει λίγο παραπέρα, κάτω ακριβώς από την προτεταμένη μύτη τους. Μα κι αυτή η σοκαριστική διαπίστωση εξέπνευσε άδοξα, όταν ο Πέτρος αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού του, ίδιος κιόλας με νυκτόβιο πουλί, πως το ζευγαράκι που έκανε πριν από λίγο το παγκάκι να τρίζει από το υπαίθριο σύρε κι έλα τους, αν κι ήταν ακόμα στα προκαταρκτικά, εγκατέλειψε το άβολο ξύλο μήπως αναζητώντας να ολοκληρώσουν τη θεία ένωσή τους χωμένοι ημίγυμνοι, πες, στους ισχνούς παρακείμενους θάμνους.
Ο Πέτρος πλησίασε δειλά, παρακάμπτοντας κάθε δισταγμό για να εξασφαλίσει το δικό του κρεβάτι έστω για μια νύχτα, την πρώτη του νύχτα, τάχυνε το βήμα παγώνοντας κάθε σκέψη μέσα του και κάθισε βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης στο ζεστό, υγρό ξύλο, που το ‘χε μόλις θερμάνει η αγάπη δυο νέων παιδιών. Ο αναστεναγμός του ενώθηκε με τα σύγκαιρα βογκητά του αγοριού και της κοπέλας, μεταξύ πνιχτών φωνών ικανοποίησης.
Ο Πέτρος αισθάνθηκε σαν έφηβος που έπαιρνε μάτι αλλότριες συνευρέσεις κατά ανάγκη, όμως τώρα κι όχι από περιέργεια να μυηθεί νοερά στη θελκτική για έναν έφηβο ιεροτελεστία. Ένιωσε τόση ντροπή άκων ωτακουστής μιας τόσο προσωπικής στιγμής. Κι ενώ αισθάνθηκε τα αυτιά του να καίνε από εφηβική ντροπή, γέλασε πάλι σαν τον τρελό του πάρκου στην ιδέα πως κι εκείνος από δω και πέρα θα ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες του πέριξ του έκθετου παγκακίου προς τέρψιν ή αιδούς τυχαίων περιπλανώμενων τύπων.
Έκλεισε με μια απότομη κίνηση τα μάτια του με τις παλάμες του δυνατά λες κι ήθελε να πάψει να βλέπει, μα είχε ακόμα τα αυτιά του ανοιχτά να αφουγκράζονται την ηχηρή ένωση των δυο κορμιών τόσο κοντά του και το μυαλό του ξεδιάντροπα έτοιμο να φαντασιώνεται εικόνες που δεν είχε φανταστεί ότι θα τον σόκαραν και θα τον ερέθιζαν αναπάντεχα! Έκανε μια κίνηση να σηκωθεί, να φύγει, να εξαφανιστεί πριν τον περάσουν για ανώμαλο, για πρόστυχο, για… μα μόλις αντίκρισε απέναντί του έναν άλλον αναζητητή νυχτερινού καταφύγιου ξανακάθισε στο παγκάκι νικημένος απ’ την ανάγκη.
Ευτυχώς ο υστερνός αυτός φόβος, που κυριάρχησε στο μυαλό του, τον έκανε να ξεχάσει τα παιδιά δίπλα του αφήνοντάς τους να χαρούν την κορύφωση του έρωτά τους. Σε λίγο άκουσε και τριξίματα χόρτων, βήματα, έφευγαν μακριά του καβαλώντας τη μεγάλου κυβισμού μηχανή του αγοριού. Η κοπέλα τυλίχτηκε λυτρωμένη στο σφριγηλό κορμί του εφήβου και σε δευτερόλεπτα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι. Ο Πέτρος θυμήθηκε αθέλητα πάλι το πρώτο σμίξιμο με τη γυναίκα του και παρέλυσαν τα μέλη του, άπλωσε το δεξί του χέρι κι αγκάλιασε την ξύλινη πλάτη σαν να αγκάλιαζε με λαχτάρα το αλαβάστρινο νεανικό κορμί της. Τα δάχτυλά του άρχισαν να ψαύουν τη σκληρή επιφάνεια που ‘ταν όμως χαραγμένη από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο.
Αναζήτησε τον αναπτήρα του στη δεξιά τσέπη του σακακιού του, με ένα τσακ άναψε μια φλόγα, έφερε τον αναπτήρα κοντά στο ξύλο, έσκυψε να διαβάσει σιγομουρμουρίζοντας συγκινημένος: «Αν δεν αντέχεις τα έξω σου, πώς θα υποφέρεις τα μέσα σου».
Άφησε τη φλογίτσα να εκπνεύσει νιώθοντας να τον διαπερνά ένα ρεύμα σε όλο του το κορμί ανοίγοντας τη στρόφιγγα των ματιών του. «Αν δεν αντέχεις τα έξω σου, πώς θα υποφέρεις τα μέσα σου», μουρμούρισε σχεδόν από μέσα του αλλά ο έσω Πέτρος μπόρεσε να ταρακουνήσει τον άλλον, τον τρομοκρατημένο δραπέτη. «Αν δεν αντέχεις τα έξω σου, πώς θα υποφέρεις τα μέσα σου!!!»
Ποιος να το έγραψε, άραγε; Κάτω από ποιες συνθήκες; Τι να τον έφερε ως εδώ, ως αυτό το παγκάκι, τι τον έκανε να φιλοσοφήσει πάνω στο άψυχο ξύλο; Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια αποτυχία στη δουλειά, μια οδυνηρή απώλεια αγαπημένου; Τι; Κι αν έφτασε ως εδώ, πώς έφτασε στο συμπέρασμα αυτό, γιατί το χάραξε εκεί πάνω; Μήπως για να το διαβάσει μια μέρα ένας Πέτρος Ιωάννου, απολυμένος της «Αλεξίου Company», που ένα βράδυ του Μάρτη θα κατέληγε στο περιζήτητο κατώφλι του πάρκου πολεμώντας να ξεφύγει απ’ τα φαντάσματα, τις τύψεις και τα αναπάντητα γιατί του; Κι αν ο αυτουργός αυτός προνόησε για εκείνον, ο παρανοϊκός λιποτάκτης, Πέτρος Ιωάννου που άφηνε στη μοίρα τους και στην αγωνία τους μια γυναίκα κι ένα παιδί; Αν έφταναν ως εκεί, αν τον αντίκριζαν από μακριά να κάθεται και να «παρακολουθεί» μια υπαίθρια ερωτική συνεύρεση αντί να είναι κοντά τους, αν αντιλαμβάνονταν πως μόλις ερεθίστηκε μόλις αγκάλιασε ένα ξύλο, που ακόμα μύριζε απ’ τους χυμούς της ήβης και το χειρότερο αν ήξεραν πως ο μπαμπάς και σύζυγος Πέτρος Ιωάννου γύρευε να κερδίσει τη ζωή διαβάζοντας σαν παθιασμένος ερευνητής παλαιογραφίας τα χαράγματα ενός ανώνυμου φιλοσόφου του δρόμου, τι θα έλεγαν για τον άνθρωπο που ήταν τόσο βέβαιοι πως είχε πριν λίγο καιρό τουλάχιστον σώας τας φρένας, πως τους αγαπάει ακόμα, τους νοιάζεται και αγωνίζεται να βρει μια λύση στο αδιέξοδά τους;
Γέλασε για τρίτη φορά ο Πέτρος Ιωάννου και σηκώθηκε να φύγει. Θα έβρισκε μια δικαιολογία που καθυστέρησε τόσο και θα ανησυχούσαν στο σπίτι ξέροντας πόσο απελπισμένος ήταν τον τελευταίο μήνα. Θα γύριζε πίσω, θα άνοιγε την πόρτα, θα γύρευε τη λύση έχοντας κοντά του τους δικούς του.
Αυτός θα γύριζε, ο άλλος όμως; Ο πλανόδιος φιλόσοφος, ο ένοικος που σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μοιράστηκαν το ίδιο παγκάκι, ο άνθρωπος, γυναίκα ή άντρας -ποιος ξέρει το φύλο του και τι σημασία έχει- που τον επανέφερε στα συγκαλά του, πού να ήταν τώρα, τι απόφαση να πήρε στη ζωή του, στη ζωή της; Τα κατάφερε; Γύρισε; Ή ακόμα πολεμάει να συνταιριάξει τα μέσα με τα έξω του; Ίσως κάποτε να έπαιρνε την απάντηση που ζητούσε, τώρα είχε αργήσει και θα ανησυχούσαν για εκείνον, γιατί είχε ακόμα ανθρώπους γύρω του που τον νοιάζονταν κι αυτό δεν ήταν λίγο…
Ο Διονύσης Λεϊμονής γεννήθηκε στο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας. Από πολύ νωρίς στράφηκε στη συγγραφή παιδικών και νεανικών ιστοριών. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων. Σήμερα ζει στη Νέα Ιωνία Βόλου και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ παράλληλα ασχολείται με την αρθρογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων. «Η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ» είναι η πρώτη εκδοτική του προσπάθεια (έκδοση της Πανελλήνιας Ένωσης Συνεργασίας Νέων λογοτεχνών) και σήμερα επανεκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο «Παππάς». Toν Απρίλη του 2009 κυκλοφορεί το νεανικό του μυθιστόρημα «Το μυστικό της Δαγκάνας» από το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τραπέζης Κύπρου. Το 2009 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Ακρίτας» το μυθιστόρημα του «Χαμένο ταίρι». Τον Μάρτη του 2014 θα κυκλοφορήσει από τη σειρά «Περιστέρια» του εκδοτικού οίκου Πατάκη το παιδικό του μυθιστόρημα «Το δέκατο έβδομο κιβώτιο». Διδάσκει δημιουργική γραφή σε ενήλικες και παιδιά και είναι επίσης εκπρόσωπος στην περιοχή της Μαγνησίας της Αμφικτιονίας Ελληνισμού.
Επικοινωνία: leimont@gmail.com
Από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από ένα παγκάκι".