Κοντοστάθηκε και κοίταξε μπροστά του, μέσα από το γκρίζο πέπλο που σκέπαζε την ψυχή του. Δυο παγκάκια βρίσκονταν λίγο πιο κει, έρημα και μελαγχολικά όπως η διάθεσή του. Αυθόρμητα, προσπέρασε το πρώτο
-παλιό και ξεχαρβαλωμένο- και κατευθύνθηκε στο επόμενο -φρεσκοβαμμένο με περίτεχνα σχέδια. Ανέκαθεν επεδίωκε ό,τι πιο εντυπωσιακό στη ζωή του. Στα σαράντα του χρόνια είχε δουλέψει ήδη πολύ σκληρά για να εξασφαλίσει κάθε δυνατή πολυτέλεια. Μια πλούσια μεζονέτα σε αριστοκρατικό προάστιο, αρκετές πιστωτικές κάρτες που βοηθούσαν τη γυναίκα του να διατηρεί την αξιοζήλευτη εικόνα της, ιδιωτικά σχολεία για τα δύο παιδιά του, ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο για τον ίδιο κι άλλο ένα για να εξυπηρετείται η οικογένειά του…
-παλιό και ξεχαρβαλωμένο- και κατευθύνθηκε στο επόμενο -φρεσκοβαμμένο με περίτεχνα σχέδια. Ανέκαθεν επεδίωκε ό,τι πιο εντυπωσιακό στη ζωή του. Στα σαράντα του χρόνια είχε δουλέψει ήδη πολύ σκληρά για να εξασφαλίσει κάθε δυνατή πολυτέλεια. Μια πλούσια μεζονέτα σε αριστοκρατικό προάστιο, αρκετές πιστωτικές κάρτες που βοηθούσαν τη γυναίκα του να διατηρεί την αξιοζήλευτη εικόνα της, ιδιωτικά σχολεία για τα δύο παιδιά του, ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο για τον ίδιο κι άλλο ένα για να εξυπηρετείται η οικογένειά του…
Κάθισε στο ολοκαίνουριο παγκάκι, αφήνοντας το βλέμμα του να κυλήσει αδιάφορα μπροστά του. Αναστέναξε με απόγνωση. Σχεδόν όλα τα δεδομένα του είχαν καταρριφθεί ξαφνικά. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Καταραμένη κρίση. Είχε τρυπώσει ύπουλα μέσα στο κατακόκκινο μήλο της ζωής του και το ροκάνιζε τόσο καιρό χωρίς ο ίδιος να παίρνει είδηση. Μέχρι που εντελώς ξαφνικά, συνειδητοποίησε με τρόμο πως δεν είχε απομείνει τίποτα περισσότερο από μία ελκυστική φλούδα που έκρυβε μόνο ένα σάπιο περιεχόμενο…
Το κακό, έτσι όπως τα υπολόγιζε εκείνος, είχε ξεκινήσει τη μέρα που είχε χάσει τη θέση του στην εταιρεία που δούλευε. Τέλος ο παχυλός μισθός, κομμένα τα υπερβολικά έξοδα, τέρμα τα οράματα γι’ αυτό το κάτι ακόμα παραπάνω. Ποιο παραπάνω; Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, τώρα δεν μπορούσε ούτε αυτά που είχε να διατηρήσει. Η ζωή τού έστελνε απανωτά τελεσίγραφα. Έπρεπε να αδειάσει το πολυτελές σπίτι του, να στείλει τα παιδιά του σε δημόσια σχολεία, να κρύβεται από τις τράπεζες, να πουλήσει το αγαπημένο του αυτοκίνητο, να συμβιβαστεί με κάποια παρακατιανή δουλειά. Δεν το άντεχε…
Η αλήθεια ήταν πως η χθεσινή μέρα ήταν σαν να τον χλεύαζε. Το πρωί είχε πάει μαζί με τη γυναίκα του για να δουν ένα οικονομικό σπίτι κοντά στο κέντρο. Απελπισία. Ένα παλιό, στενόχωρο, θλιβερό τριαράκι. Κι έπειτα, αργά το βράδυ, του τηλεφώνησε κάποιος φίλος για να του πει πως στο μαγαζί που δούλευε ζητούσαν αποθηκάριο. Άκου αποθηκάριος! Αυτός, με τα πτυχία, το ένδοξο παρελθόν και την ανασηκωμένη μύτη. Καλύτερα να πέθαινε εκείνη τη στιγμή παρά να ξέπεφτε σε τέτοια κατάντια.
Κοίταξε το i-phone του που χτύπησε μελωδικά. Πάλι η μία από τις τρεις τράπεζες που τον ενοχλούσαν για τις καθυστερημένες δόσεις. Μα τι ήθελαν πια; Αφού τους είχε εξηγήσει τις αναποδιές που του είχαν τύχει, τι γύρευαν; Την ψυχή του να τους δώσει; Αν και -έφερε το χέρι στον λαιμό του και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του- έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, δε θα αργούσε να την παραδώσει κι αυτή. Και σκασίλα του. Τι να την έκανε πια τη ζωή του έτσι όπως είχε γίνει; Μαύρη και αποπνιχτική…
Στον ήχο του κινητού του ήρθε και μπλέχτηκε ένας εκνευριστικός, μονότονος χτύπος. Σήκωσε μηχανικά το κεφάλι και κοίταξε αριστερά του. Ένας τυφλός άντρας πλησίαζε στο διπλανό, ξεχαρβαλωμένο παγκάκι, ακολουθώντας την πορεία που του όριζε το μεταλλικό μπαστούνι του. Τον κοίταξε λιγάκι καλύτερα και με μια γενναία δόση απαξίωσης. Ήταν ντυμένος φτωχικά και μάλλον κακόγουστα για τα δικά του δεδομένα. Αν δεν κρατούσε εκείνο το μπαστούνι σαν πολύτιμο αξεσουάρ, δε θα καταλάβαινε πως πίσω από τα μαύρα γυαλιά του τα μάτια του δεν έβλεπαν τίποτα.
Ετοιμάστηκε να αποστρέψει το κεφάλι και να ξαναχαθεί στις απαισιόδοξες σκέψεις του, όταν ένα εύθυμο τραγουδάκι ακούστηκε από δίπλα. Είδε τον τυφλό να βγάζει από την τσέπη ένα μικρό μαύρο κινητό και να απαντά σχεδόν αμέσως.
«Καλημέρα!» Η φωνή του ήταν πλημμυρισμένη από ζωντάνια και στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο που φώτισε μεμιάς ολόκληρο το πρόσωπό του.
Καλημέρα; Μα πού την είδε; Και πώς την είδε; Με ποια κριτήρια έκρινε αυτός ο κακομοίρης αν μια μέρα ήταν καλή ή όχι;
«Υπέροχα», συνέχισε τη συνομιλία του ο τυφλός, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. «Απολαμβάνω τη θάλασσα και τον ήλιο».
Ο μελαγχολικός γιάπης τίναξε δύσπιστα το κεφάλι κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα μπροστά του. Καθόταν στην άκρη του λιμανιού και ούτε που το είχε συνειδητοποιήσει. Τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει μηχανικά μέχρι εκεί, χωρίς να έχουν καταφέρει να τον αποσπάσουν από το γκρίζο χρώμα της ψυχής του. Τώρα, για πρώτη φορά μέσα σε όλη αυτή την ώρα, αντίκριζε το απέραντο γαλάζιο του ουρανού να σμίγει στο βάθος με το εκτυφλωτικό μπλε της θάλασσας. Μια απίστευτη, ομολογουμένως, ομορφιά, λουσμένη στο λαμπερό φως του ανοιξιάτικου ήλιου.
«Όχι, δυστυχώς δεν μπορώ απόψε», ακούστηκε από δίπλα η κεφάτη φωνή του τυφλού. «Δουλεύω βραδινή βάρδια».
Δουλεύει; Τι δουλειά θα μπορούσε να κάνει αυτός; Και πόσο καλή να ήταν αυτή η δουλειά που τον έκανε να δείχνει τόσο περήφανος και ικανοποιημένος;
«Εντάξει. Θα τα πούμε το Σάββατο στο πάρτι. Φέρε και την κιθάρα σου μαζί να πούμε κανένα τραγουδάκι», συμπλήρωσε, γελώντας με αυθεντική χαρά.
Τώρα ο νέος άντρας τράβηξε το βλέμμα του από τον ορίζοντα και το κάρφωσε με περιέργεια στο πρόσωπο του τυφλού. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον τα συναισθήματα να εναλλάσσονται αδιάκοπα στο πρόσωπό του, χαρίζοντάς του όλες τις φωτεινές αποχρώσεις της ζωής. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Ή τρελό. Μάλλον το δεύτερο, αποφάσισε. Αλλιώς δεν εξηγείται όλη αυτή η εκνευριστική χαρά μέσα στα σκοτάδια της μοίρας του.
«Με συγχωρείτε. Έχετε ώρα;» τον ρώτησε ο τυφλός μόλις έκλεισε το κινητό του, στρέφοντας το κεφάλι του δεξιά.
«Μία και είκοσι», απάντησε εκείνος, αφού κοίταξε το ακριβό ρολόι του.
«Ευχαριστώ πολύ. Ούτε που το κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Η βόλτα στο λιμάνι σε παρασύρει» είπε.
Θα ήθελε να τον ρωτήσει πολλά. Όπως, ας πούμε, τι στο καλό ήταν αυτό που είχε καταφέρει να τον παρασύρει αφού δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όμως ο άλλος τον πρόλαβε.
«Πάντα ξεχνιέμαι όταν έρχομαι εδώ. Ο ψίθυρος της θάλασσας, το δροσερό φύσημα του αέρα, τα τιτιβίσματα των πουλιών… Δεν είναι μαγεία;» ρώτησε.
«Μμμ… Ναι».
«Είναι όμορφη η ζωή», συνέχισε με γνήσια ευγνωμοσύνη ο άλλος άντρας.
«Συγχώρησέ μου την αγένεια», τόλμησε να ανταποκριθεί στη συζήτηση ο γιάπης, «αλλά πώς μπορείς να ξέρεις εσύ, ένας τυφλός, τις ομορφιές της ζωής; Τις έχεις δει ποτέ σου;»
«Δε γεννήθηκα τυφλός», απάντησε εκείνος, «αν είναι αυτό που εννοείς. Έχασα το φως μου σε ατύχημα όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Θα μπορούσα και να μην είχα αντικρίσει ποτέ τον ήλιο, τη θάλασσα ή τα δάση. Η ζωή παίρνει τα χρώματα που της δίνουμε εμείς, μέσα από την ψυχή μας. Εγώ που είμαι τυφλός, έχω διαλέξει να τη ντύσω με τα πιο φωτεινά χρώματα. Εσείς που βλέπετε μπορεί να τη θέλετε ντυμένη πάντα στα μαύρα. Είναι επιλογή του καθενός».
«Ίσως εξαρτάται από τις απαιτήσεις που έχει ο καθένας μας από τη ζωή του» είπε αρκετά θυμωμένος αλλά και λιγάκι προβληματισμένος.
«Ναι, σίγουρα. Και ίσως να φταίει το ότι προσπαθούμε να προσαρμόσουμε την κάθε μας μέρα στις απαιτήσεις μας και όχι τις απαιτήσεις μας στην καθημερινότητά μας».
Τι είδους φιλοσοφία ήταν πάλι αυτή; Προσπάθησε, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση, να κάνει μια επιφανειακή ανάλυση.
«Επιδιώκουμε με μανία πράγματα που νομίζουμε πως θα μας κάνουν περισσότερο ευτυχισμένους», πήρε την πρωτοβουλία να εξηγήσει ο τυφλός, «αντί να αντλούμε χαρά μέσα από αυτά που ήδη έχουμε».
«Δεν έχω δουλειά», γκρίνιαξε σαν να μονολογούσε ο γιάπης. «Και σε λίγο δε θα έχω ούτε σπίτι για την οικογένειά μου… Ούτε λεφτά για να συνεχίσω τη ζωή μου όπως την έχω στρώσει… Θα τα χάσω όλα και… πολύ φοβάμαι πως θα χάσω και αρκετούς από τους ανθρώπους που εκτιμώ».
Λέγοντας αυτά τα λόγια, ο άντρας συνειδητοποίησε πως εκείνο που τον τρομοκρατούσε δεν ήταν το ότι έχανε όλα αυτά που του στερούσε άμεσα η κρίση αλλά εκείνα που θα του έπαιρνε εμμέσως.
«Δεν έχεις δουλειά, όμως έχεις την υγεία σου και μπορείς να αγωνιστείς μέχρι να περάσει η δύσκολη περίοδος. Δεν έχεις σπίτι, όμως έχεις την οικογένειά σου. Δεν έχεις λεφτά, όμως έχεις τη ζωή σου. Κι αν εξαιτίας όλων αυτών χάσεις και κάποιους που θεωρούσες σημαντικούς, ίσως τελικά να μην ήταν τόσο σημαντικοί και να μην άξιζαν την εκτίμησή σου. Πάρε τα μάτια μου και δες τις αλήθειες της ζωής».
«Μα εσύ δε βλέπεις την πραγματικότητα. Βλέπεις μόνο αυτά που θέλεις να δεις».
«Ίσα-ίσα, φίλε μου. Εγώ βλέπω την πραγματικότητα. Επειδή την κοιτάζω με τα μάτια της ψυχής μου. Οι αληθινές ομορφιές είναι κρυμμένες. Δεν μπορεί να τις δει ο καθένας. Βρίσκονται πέρα από τους στενούς σας ορίζοντες. Βρίσκονται σ’ εκείνα τα σημεία που έχει αγγίξει η καρδιά σου κι όχι σε αυτά που προσπέρασε το βλέμμα σου».
Στο μυαλό του νέου άντρα πέρασαν με ταχύτητα ευτυχισμένες στιγμές που είχε μοιραστεί με την οικογένειά του. Δεν ήταν τα σκηνικά που δημιουργούσαν όλη αυτή την ευτυχία. Ήταν η αγάπη που ανάβλυζε από μέσα τους. Κι αυτή, καμία κρίση δε θα μπορούσε να τους την κλέψει.
Κοίταξε το ξεχαρβαλωμένο παγκάκι και τον σοφό τυφλό που καθόταν χαλαρά πάνω του. Και τότε τον είδε πραγματικά. Με τα μάτια της ψυχής του! Ένας άνθρωπος απλός, που ανακάλυπτε κάθε μέρα τα δώρα της ζωής και τα απολάμβανε με ευγνωμοσύνη. Που έντυνε τον κόσμο με χρώματα αγάπης, βγαλμένα από την ανόθευτη παλέτα της καρδιάς του. Ένας άγγελος που του έδειχνε τον δρόμο για τον αληθινό παράδεισο. Με όχημα ένα ξεχαρβαλωμένο παγκάκι…
Η Μαρία Κωνσταντούρου γεννήθηκε από δύο υπέροχους γονείς και μεγάλωσε ανάμεσα σε αμέτρητα βιβλία. Συνεπώς, θεωρεί φυσικό επακόλουθο να μάθει να σέβεται τη ζωή και τους ανθρώπους και να λατρεύει τη λογοτεχνία.
Εργάστηκε ως μεταφράστρια για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και έγραψε έξι βιβλία τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λιβάνη με τους εξής τίτλους: «Όταν οι Γυναίκες Τολμούν», «Σκιές στο Χρόνο», «Σε Βλέπω Παντού», «Το Πολύ δεν Είναι Πάντα Αρκετό», «Ζωή μου Εσύ» και «Αγεφύρωτες Σιωπές».
Από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από ένα παγκάκι".