Λογοτεχνία και θέατρο στον απόλυτο συνδυασμό.
Για το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη...
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 12 ως και τις 22 Αυγούστου του 1892 και εκτυλίσσεται σε ένα νησί (κάπου διάβασα ότι πρόκειται για τη Σκιάθο) κατά την τελευταία εβδομάδα και ανήμερα των εκλογών. Ο Παπαδιαμάντης εμπνεύστηκε από την εκλογική περίοδο του Μαΐου της ίδιας χρονιάς όταν εκλέχθηκε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Με διάθεση να σατιρίσει τα κοινωνικοπολιτικά ήθη της εποχής και να αναδείξει τις παθογένειες της κοινωνίας γράφει τους Χαλασοχώρηδες και πετυχαίνει, όχι μόνο να προβάλλει τα σαθρά σημεία και να σχολιάσει με αυστηρότητα την Ελληνική πραγματικότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και να αφήσει ένα διαχρονικό ανάγνωσμα που ακόμα και σήμερα στέκεται ακέραιο και ορθό στο σύνολό του.
Διαβάστε τους Χαλασοχώρηδες στο διαδίκτυο από εδώ.
Για την παράσταση...
Επτά ηθοποιοί επί σκηνής υποδύονται όλα τα πρόσωπα του έργου. Πλημμυρίζουν το χώρο η γλώσσα του λογοτέχνη και η άφθονη ενέργεια των ερμηνευτών σε μια παράσταση που θα μπορούσε να είναι αστεία αν δεν βλέπαμε μέσα της μια τέλεια αντανάκλαση της σημερινής πραγματικότητας. Έτσι, όσο θέλεις να γελάσεις με τα καμώματα των ηρώων άλλο τόσο αναγνωρίζεις κατάφατσα το παρόν σου και κόβεται το γέλιο στη μέση. Γίνεται τροφή για στοχασμό, βγαίνει η πίκρα στο στόμα πικρότερη από τις αλήθειες του κειμένου και αυτόματα σκέφτεσαι πόσο ίδια είναι η κοινωνία σου με εκείνη του 1892 όταν -ειρωνεία! (;)- σε λιγότερο από ένα έτος από τη συγγραφή του έργου η Ελλάδα πτώχευσε.
Στο σημείωμα του σκηνοθέτη: "Οι Χαλασοχώρηδες δεν «μοιάζουν σαν να γράφτηκαν σήμερα», ΕΙΝΑΙ σκωπτική περιγραφή του ίδιου πολιτικού συστήματος που σε εξελιγμένη μορφή έχουμε και σήμερα."
Στην παράσταση: Μια έξυπνη σκηνοθετική τοποθέτηση και σκηνογραφία επιτρέπουν στα αντικείμενα να μεταβάλλονται συνέχεια καλύπτοντας τις ανάγκες των τόπων και χώρων του έργου. Μια καλοκουρδισμένη ομάδα ηθοποιών "διαβάζει" ερμηνεύοντας το πρωτότυπο κείμενο του Παπαδιαμάντη στη γλώσσα του συγγραφέα του, παίζει όλους τους ρόλους του διηγήματος αλλάζοντας ρούχα στο επί σκηνής βεστιάριο και γεμίζει με θετική ενέργεια το κτήριο. Οι αλμυροί διάλογοι του έργου σπρώχνουν τα χείλη των θεατών να σχηματίσουν χαμόγελα που λίγη ώρα μετά θα παγώσουν μετέωρα ανάμεσα στον κλαυσίγελο των νοημάτων και στην ταύτιση των πράξεων με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αίσθηση που θα γιγαντωθεί στην αυλαία παρότι η παράσταση κλείνει τραγουδιστικά. Και είναι, ακριβώς, αυτή η αντίθεση που σε κερδίζει.
Προσπαθώντας να παρακολουθήσω όλα τα δρώμενα στη σκηνή και να κατανοώ το κείμενο παράλληλα, ομολογώ ότι, κουράστηκα περισσότερο. Η μη προσαρμοστικότητά μου σε τούτη τη γλώσσα απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή για να μη χάσω κάτι ή χαθώ στα νοήματα. Όμως, το αποτέλεσμα είναι τόσο γοητευτικό! Κι ενώ μου άρεσαν όλοι οι ηθοποιοί, θα ήταν παράληψη να μην αναφερθώ σε εκείνους που ξεχώρισα, στον Κώστα Παπακωνσταντίνου και στην Αγγελική Μαρίνου. Εκτός από την όμορφη παρουσία τους σε τούτη την παράσταση, θεωρώ ότι έχουν μια καλλιτεχνική αξία τέτοια που να μπορούν να σταθούν σε κάθε έργο ή θεατρικό είδος. Επίσης, η Ροζαμάλια Κυρίου μού έδωσε την εντύπωση του πιο καλοδιαβασμένου συντελεστή της παράστασης, του ιδανικού εργάτη που δουλεύει σκληρά και ακάματα πάνω στις επιταγές του προϊσταμένου του. Προσόν που εκτιμάται ιδιαίτερα.
Στο κείμενο: "Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα" και "Κυάμων απέχεσθε"*
Οι φωτογραφίες: από την παράσταση και το πρόγραμμα |
Παίζουν οι Ελισσαίος Βλάχος, Παύλος Εμμανουηλίδης, Θοδωρής Θεοδωρίδης, Ροζαμάλια Κυρίου, Αγγελική Μαρίνου, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Παναγιώτης Σούλης.
Σκηνοθετεί ο Κώστας Παπακωνσταντίνου.
Σκηνικά-κοστούμια από την Λυδία Κοντογιώργη.
*Η φράση αποδίδεται στον Πυθαγόρα και αποτελεί έναν κανόνα που επέβαλλε στους μαθητές του. Κι ενώ υπάρχουν πολλές ερμηνείες σχετικά με αυτή αναφέρω εκείνη που χρησιμοποίησε ο Παπαδιαμάντης. Οι ψηφοφορίες ή οι κληρώσεις της εποχής του φιλοσόφου γίνονταν με κουκιά κι επομένως η φράση είναι μια προτροπή προς αποχή από τα αξιώματα.
Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί και αληθώς πονεί τον τόπον του και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί. «Κυάμων απέχεσθε!»
Κύαμος είναι το κουκί.