Έφυγε σαν κυνηγημένη, πρώτα κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια, αλλά όσο πλησίαζε στην πλατεία άλλαζε γνώμη. Ήταν πολύ ξαναμμένη για να κάτσει μόνη της σε καφέ και τα παγκάκια εκεί την τρόμαζαν. Στην επόμενη γωνία έστριψε και πήρε να ανεβαίνει τη Βαλτετσίου, βρέθηκε στο ύψος της Νομικής χωρίς να το καταλάβει, κατηφόρισε στο μικρό δρομάκι στο πλάι του κτηρίου. Κανένα δεν της φαινόταν αρκετά βολικό. Διάλεξε τελικά το τελευταίο παγκάκι, με θέα τα λεωφορεία.
Πρώτα πήρε τηλέφωνο τον άντρα της, να μάθει για το παιδί, να του πει τα νέα. Τον άκουσε αγχωμένο στο τηλέφωνο, η βλάβη στο αμάξι ήταν μεγάλη και δεν είχαν λεφτά να το φτιάξουν. Η ιδέα την ενοχλούσε, αλλά όχι όσο εκείνον. Δεν του είπε τίποτα για τα άλλα. Τον φαντάστηκε όλη μέρα σκυφτό στον υπολογιστή, να φτιάχνει ατέρμονα σχέδια, να μελετάει, ίσα να μην χάσει την επαφή με το επάγγελμα, άνεργος τρία χρόνια. Σε λίγο θα πήγαινε να πάρει το παιδί από το σχολείο με τα πόδια κι αυτό θα του κόστιζε. Αυτή ήταν η βασική του έξοδος μέσα στη μέρα. Κάποιες στιγμές τον υποπτευόταν πως έφευγε νωρίτερα για να κάνει μια δεκάλεπτη άσκοπη αυτοκινητάδα πριν φτάσει στην πόρτα του μικρού δημοτικού.
Έπειτα πήρε τηλέφωνο στη δουλειά να τους καθησυχάσει. Το απόγευμα θα πήγαινε κανονικά. Ο μικρός ήταν λιγάκι άρρωστος και την απασχόλησε η σκέψη πως ίσως θα έπρεπε να τον πάνε στον γιατρό και να πληρώσουν την επίσκεψη. Ήταν ένα παιδάκι με ματάκια λαμπερά, γεμάτα προσμονή για τη μαμά του. Δεν το άντεχε που τον άφηνε κάθε πρωί κι απόγευμα, αλλά κάποιος έπρεπε να δουλέψει. Ξέσφιξε λιγάκι το κασκόλ της κι ας έκανε κρύο, χρειαζόταν να ανασάνει. Έκανε το τρίτο τηλεφώνημα στη μαμά της, την άκουσε να κλαίει όπως πάντα από τότε που πέθανε ο πατέρας. Κάτι νέκρωσε μέσα της, κάτι βαθύ που δε θα έπρεπε, γιατί κάποτε το περιμένεις πως θα φύγει ο γονιός σου πρώτος∙ αλλά όχι έτσι, κι όχι τώρα. Ίσως θα έπρεπε να πάει τη μάνα της σε ψυχολόγο, είχε περάσει πια ένας χρόνος, το κλάμα έπρεπε να πάψει.
Το κλάμα δε θα έπαυε. Πήρε και τον συμβολαιογράφο. Μετά διαδοχικά τον μηχανικό και τον δικηγόρο. Κάθισε στο παγκάκι ανακουφισμένη. Ένιωσε μια ριπή αέρα και ξαναέσφιξε το κασκόλ της. Γύρω της δε φύτρωνε τίποτα, ούτε ένα τόσο δα χορταράκι στο πατημένο χώμα και τα δέντρα την περιγελούσαν χωρίς φύλλα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, τα πίεσε. Το κορμί της χαλάρωσε. Πληκτρολόγησε αργά το νούμερο του Άρη. Η φωνή του ακούστηκε ξαφνιασμένη, σχεδόν πάντα τα τηλεφωνήματα μεταξύ τους ήταν προσυμφωνημένα. «Έλα μου». Άρχισε να του λέει για τη μέρα της, την πρωινή αναποδιά, πόσο ματαιωμένα ήταν τα όνειρά της, το κρύο που έκανε και το άβολο παγκάκι, και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως τα πόδια της επιμηκύνονταν. Στην αρχή δεν είπε τίποτε στον εραστή της, δεν ήθελε να τον τρομάξει, όμως τελικά δεν μπόρεσε να μην ψελλίσει δυο κουβέντες πως κάτι της συμβαίνει, αλλόκοτο και μπερδεμένο. Να αφήσει τις γαλιφιές γιατί δε θα τα παρατούσε όλα για να πάει κοντά της κι αυτή τη φορά, της είπε εκείνος. Συνέχισαν το τηλεφώνημα, αλλά τώρα η γυναίκα ήταν υποψιασμένη και η προσοχή της δεν ήταν σε αυτά που έλεγαν. Παρατήρησε τα χέρια της, το ένα της φάνηκε μακρύτερο από το άλλο κι έκλεισε το τηλέφωνο απορημένη.
Στο παγκάκι ήταν μόνη, κάτι Πακιστανοί κάθονταν μερικά μέτρα παραπάνω. Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες και συγκεντρώθηκε στην κίνηση των λεωφορείων. Το φανάρι άναβε ρυθμικά, πότε κόκκινο πότε πράσινο αλλά τα τεράστια οχήματα είχαν μια εντελώς ακαταλαβίστικη ροή, άσχετη με την εναλλαγή των χρωμάτων. Εάν αιωρούνταν πάνω από την πόλη, εάν ξαφνικά άρχιζε και το κορμί της να φουσκώνει σαν μπαλόνι αντί να απλώνεται, θα μπορούσε να δει πιο σφαιρικά τα πράγματα. Κρατήθηκε γερά και συνήλθε από τη φαντασίωση. Τώρα και τα χέρια και τα πόδια της ήταν τουλάχιστον διπλάσια από το κανονικό. Κάθισε πιο αναπαυτικά.
Ήταν ένα παγκάκι κάπως περίεργο, χτιστό, θα μπορούσε ίσως με ένα στρώμα να χρησιμεύσει για κρεβάτι. Σκέφτηκε τον εαυτό της μακριά από όλα, από όλους τους, να έχει να φροντίσει μονάχα τον εαυτό της, το φαγητό της κι ίσως καμιά χαρτόκουτα για το βράδυ. Το παγκάκι ήταν το σπίτι της. Ο κορμός της μάκρυνε, πρέπει να ήταν τώρα κοντά στα δυο μέτρα. Αναρωτήθηκε αν με αυτό το ύψος θα είχε καλή ισορροπία, αν θα μπορούσαν, αν εμφανιζόταν μπροστά τους, να της φορτώσουν τις ελπίδες, τους φόβους και τα όνειρά τους.
Κοίταξε μια τούφα από τα μαλλιά της κι είχε γίνει ροζ. Με ροζ μαλλιά σίγουρα δε θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι, θα την περιγελούσε ο γιος της. Ο άντρας της ούτε που θα γύριζε να κοιτάξει, δεν απομάκρυνε εύκολα το βλέμμα από την οθόνη του υπολογιστή, από αυτόν θα γλίτωνε σχετικά ανώδυνα. Για τον Άρη δεν έδινε δεκάρα, κάποτε είχε φανταστεί πως ήταν αυτός η διέξοδός της από τη θλίψη. Αλλά μπλέχτηκε στη δική του. Έπλεξε τα ροζ μαλλιά της δυο χοντρές κοτσίδες και φαντάστηκε τι θα γινόταν αν σηκωνόταν από εκεί και πήγαινε ως την Ιπποκράτους να δει την αντανάκλασή της σε καμιά βιτρίνα. Απέρριψε την ιδέα, στο παγκάκι ήταν προστατευμένη, αλλού μπορεί να θέλαν να την περιθάλψουν.
Ψαχούλεψε την κοιλιά της, έτσι όπως είχε επιμηκυνθεί το σώμα της δεν υπήρχε πια ίχνος ζάρας ή καμπύλης. Μετά σκέφτηκε πως θα είχε μακρύνει και το πρόσωπό της. Το βρήκε στη θέση του, δεν ανησύχησε. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε, έχωσε τα χέρια βαθιά στις τσέπες και γύρω της στροβιλίστηκαν οι νιφάδες από ένα χιόνι εντελώς μη πραγματικό. Η μύτη της άρχισε να φωσφορίζει. Τώρα με σιγουριά δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.
Δεν πιστεύω στην αθανασία της ψυχής, σκέφτηκε. Κι αυτή η σκέψη την ανησύχησε περισσότερο από όλες τις άλλες. Είχε ήδη έναν νεκρό στις πλάτες της. Ψαχούλεψε μήπως είχε βγάλει τίποτε φτερά, γιατί πολύ θα ήθελε να φύγει, αλλά δεν είχε φυτρώσει τίποτα που να τη βοηθήσει στην πτήση. Χαλάρωσε περισσότερο. Το πρόσωπο του γιου της μπλέχτηκε με αυτό του πατέρα της, δεν είχαν σχέση τα δυο, αλλά ξαφνικά γινόντουσαν ένα, μετουσιώνονταν. Πάλεψε να ξεφύγει από την όλο και πιο ενοχλητική ιδέα πως θα τους άφηνε και τους δυο ευχαρίστως στη λήθη.
Ανακάλυψε πως το σώμα της πονούσε τόσην ώρα στο πέτρινο-ξύλινο παγκάκι. Πρώτα είδε πως τα μαλλιά της είχαν γίνει καστανά. Μετά συνειδητοποίησε πως τα πόδια της μίκραιναν ώρα την ώρα, σε λίγο θα είχαν πια τις κανονικές τους διαστάσεις. Είδε με κάποια θλίψη το κορμί της να συρρικνώνεται. Κατηφόρισε την Ιπποκράτους, χάζεψε την εικόνα της σε μια βιτρίνα, μια γυναίκα κοντά στα σαράντα, φροντισμένη. Βιάστηκε να κατέβει τις σκάλες στο Μετρό, είχε δουλειά το απόγευμα κι έπρεπε να τους μαγειρέψει για μεσημέρι.
Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φαρμακοποιός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι όταν τελείωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της, ξεκίνησε να δουλεύει σε φαρμακείο. Από μικρή όμως είχε το σαράκι της γραφής και της ανάγνωσης. Παράτησε την ποίηση σχετικά νωρίς και έκτοτε αφοσιώθηκε στον πεζό λόγο. Αρκετά διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ένα βρίσκεται στη συλλογή «Το άγγιγμα του Σκιαθίτη» των εκδόσεων Πατάκη, ενώ και τα δυο μυθιστορήματά της παραμένουν ανέκδοτα. Από το 2009 διατηρεί το βιβλιοφιλικό ιστολόγιο «Διαβάζοντας» ενώ παλαιότερα, κριτικές της έχουν δημοσιευτεί στο έντυπο περιοδικό Bookmarks. Τον τελευταίο χρόνο είναι σταθερή συνεργάτης στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand.
Από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από ένα παγκάκι".
Από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από ένα παγκάκι".