Την αναγνώρισα μόλις κάθισε. Από το σχήμα των γλουτών της, τον τρόπο με τον οποίο τα κόκαλα της λεκάνης πίεσαν τον ξύλινο σκελετό μου, τη μυρωδιά του κορμιού της που πότιζε τη φούστα στις ραφές, και το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της.
Το θυμόμουν το βιβλίο. Η πτώση του Οίκου των Άσερ. Θυμήθηκα ότι το διάβαζε περιμένοντάς τον στο πρώτο τους ραντεβού.
Το θυμόμουν το βιβλίο. Η πτώση του Οίκου των Άσερ. Θυμήθηκα ότι το διάβαζε περιμένοντάς τον στο πρώτο τους ραντεβού.
Πάει πολύς καιρός από τότε. Ηλιόλουστες και βροχερές μέρες, αναρίθμητες. Σώματα πολλά που πέρασαν από πάνω μου, άλλα ευγνώμονα και άλλα αγενή, άλλα βιαστικά και ανυπόμονα, άλλα νηφάλια και παρατηρητικά και άλλα απελπισμένα ή χαμένα σε ουσίες ή στη μοίρα τους. Όμως εκείνο το ανοιξιάτικο πρώτο ραντεβού που φιλοξένησα, το θυμάμαι ακόμη. Ίσως γιατί όταν έφτασε εκείνος αργοπορημένος δεν της μίλησε. Κάθισε δίπλα της ήσυχα, περιμένοντας να τελειώσει η ιστορία. Και χωρίς εκείνοι να το καταλαβαίνουν, εγώ αισθανόμουν τις δονήσεις τους. Μόνο εγώ ήξερα ότι οι καρδιές τους συντόνισαν τους χτύπους τους σ’ εκείνα τα τρία λεπτά της, χωρίς λόγια, έντασης. Μόνο εγώ κατάλαβα την απειροελάχιστη αλλαγή του βάρους τους καθώς ανάσαιναν ταυτόχρονα τις μικρές, κοφτές τους ανάσες.
Τους έβλεπα για έναν χρόνο. Εκείνη δούλευε στο κτίριο απέναντι από την πλατεία και εκείνος κατέβαινε από το λεωφορείο της κοντινής στάσης για να τη συναντήσει στο σχόλασμα. Σπάνια κάθονταν σ’ εμένα. Μου έφτανε μόνο που τους άκουγα να συναντιούνται δίπλα μου, ένιωθα την υγρασία απ’ το φιλί τους και το γαργαλητό απ’ τα μικρά χαριτωμένα γελάκια που φανέρωναν την αμηχανία του έρωτα. Έφευγαν μαζί απ’ την αφετηρία τους χωρίς να κοιτάζουν πίσω κι εγώ χαιρόμουν σαν να έβλεπα φίλους παλιούς να προοδεύουν στη ζωή τους.
Κατά έναν παράξενο τρόπο, σ’ εμένα βρέθηκαν μόνο στις δύσκολες στιγμές τους. Κάθισαν μαζί κι έκλαψαν πάνω μου αγκαλιασμένοι, όταν εκείνη απολύθηκε από τη δουλειά της και άλλη μία φορά όταν εκείνος έχασε τον σκύλο του. Τι κρίμα· ποτέ δε γνώρισα εκείνον τον σκύλο. Έχω παρηγορήσει πολλές φορές ανθρώπους που κλαίνε· θα έλεγα ότι πάντα όποιος θέλει να κλάψει στη μέση του δρόμου, βρίσκει ένα παγκάκι να το κάνει. Ίσως αυτή η αίσθηση της οριοθετημένης κατεχόμενης περιοχής τους βοηθάει να βιώσουν πιο εύκολα μία ιδιωτική στιγμή σε δημόσιο χώρο. Όμως, εκείνοι οι δύο φαίνονταν να κλαίνε ακόμα πιο ιδιωτικά, ακουμπισμένοι στην ξύλινη ράχη μου. Έκλαιγαν οι δυο τους σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Δεν έκλαιγαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Έμοιαζε να κλαίνε ο ένας μέσα στον άλλο.
Ήταν και μία φορά που κάθισαν λίγο πάνω μου, παραπάνω απ’ το συνηθισμένο, για να καυγαδίσουν για ασήμαντα πράγματα, για αστείες αφορμές που μόνο σκοπό είχαν να νοστιμίσουν τον έρωτα, νάζια που χρησιμοποιούν τα ζευγαράκια ως χάντρα γαλανή για να διώχνει το κακό μάτι, που επιβουλεύεται την ευτυχία τους. Ζήλια θυμάμαι ήταν η αφορμή. Την είχε δει να κάθεται στο παγκάκι και δίπλα της να κάθεται ένας άλλος περαστικός -νέος όμως- από αυτούς που κάθονται για λίγο σε ένα σημείο μέχρι να αποφασίσουν προς τα πού θα κατευθυνθούν για να εκτονώσουν τα νιάτα και την ενεργητικότητά τους. Έφυγε -τυχαία- μόλις εμφανίστηκε εκείνος, χαιρετώντας την από ευγένεια, αμηχανία ή απλώς καλή διάθεση. Κι εκείνη του χάρισε ένα χαμόγελο για καλή τύχη σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει. Ένα χαμόγελο που ξύπνησε θυμό. Κι ήθελα τόσο να του πω ότι είχε άδικο. Ήθελα να του πω ότι τα δύο σώματα που κάθονταν κοντά πάνω μου, είχαν χιλιόμετρα απόσταση το ένα απ’ το άλλο, δε συντονίζονταν, δεν εξέπεμπαν την ίδια ενέργεια, δεν αισθάνθηκε το ένα το άλλο. Αλλά εγώ είμαι μόνο ένα παγκάκι και η ύλη μου με περιορίζει να υπάρχω χωρίς να παρεμβαίνω, να παρακολουθώ χωρίς να παίζω ρόλο, να είμαι χωρίς να σημαίνω.
Ούτε τη δεύτερη φορά που καυγάδισαν πάνω μου έγινε κάτι περίεργο. Κάτι είχαν πει από πριν, κάποια κουβέντα από αυτές που πεισμώνουν τον άλλο. Εκείνη έκλαψε για ώρα πάνω μου κι εκείνος ζητούσε συγνώμη, που υπήρξε απερίσκεπτος, βιαστικός, αναποφάσιστος. Χωρίς να μπορώ να υπερηφανευτώ ότι ξέρω πολλά από ανθρώπους ή σχέσεις, νομίζω ότι κάπως έτσι συμβαίνει σε όλα τα ζευγάρια.
Ανακαλύπτουν ξαφνικά ο ένας για τον άλλο την ανθρώπινη υπόστασή του, τη φύση του που έχει ελαττώματα, συνήθειες, πεποιθήσεις που δεν είχαν το θάρρος να φανερωθούν. Τότε θυμώνουν πολύ. Εκνευρίζονται, πληγώνονται και απογοητεύονται γιατί η θεϊκή μορφή που έβλεπαν δίπλα τους τόσο καιρό, αποδεικνύεται ανθρώπινη, φθαρτή και ανεπαρκής. Τόσο λίγα μόνο έχω καταλάβει εγώ, που κάθε άνθρωπος που μ’ ακουμπάει για λίγο, γίνεται κύριός μου, είναι ο Θεός μου των λίγων λεπτών, αφού δεν προλαβαίνω να γνωρίσω την άλλη του πλευρά.
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μάλωσαν εκείνη την ημέρα. Ούτε γιατί έκλαψαν, ούτε γιατί απολογήθηκαν. Ένιωσα όμως ότι μαζί είχαν περάσει σε άλλο επίπεδο. H σχέση τους είχε φύγει από εμένα, δεν ήταν πια ένα ραντεβού. Δεν ήταν δικοί μου πια -όχι ότι υπήρξαν ποτέ- αλλά να, δεν έδιναν πια την εικόνα του ζευγαριού στο παγκάκι. Είχαν αποφοιτήσει από τη δική μου τάξη
ανθρώπων.
Τους ξαναείδα αρκετό καιρό μετά. Εκείνος με μαύρο κοστούμι και ασημένια γραβάτα κι εκείνη να λάμπει στο άσπρο της νυφικό. Αισθάνθηκα μία υπερηφάνεια -είναι η αλήθεια- που διάλεξαν εμένα για να βγάλουν την αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους. Μία αναγνώριση για τις υπηρεσίες που προσφέρω αθόρυβα και διακριτικά στη μοναξιά των ανθρώπων. Κανείς δεν έχει σκεφτεί ποτέ τι υπηρεσίες μπορεί ένα παγκάκι να έχει προσφέρει στη ζωή του και είναι πολλοί αυτοί που πάνω μου έχουν ερωτευτεί για πρώτη φορά, έχουν φιληθεί για πρώτη φορά, έχουν χαμογελάσει ο ένας στον άλλο για πρώτη φορά. Αναμφισβήτητα όμως, κανένας άλλος δε μου είχε κάνει την τιμή να με ορίσει παράνυφο, να παραστέκομαι στον γάμο ή έστω σε μία στιγμιαία φωτογραφική απεικόνισή του.
Κι εκεί το αισθάνθηκα πρώτη φορά. Μέσα απ’ το λευκό σατέν που απλωνόταν πάνω από τις ξεφτισμένες σανίδες μου, οι χτύποι της καρδιάς που έβγαιναν από μέσα της ήταν δύο. Μία ευτυχισμένη, χαρούμενη καρδιά, που πέταγε χτύπους σαν κύματα που φεύγουν απ’ την καρίνα του πλοίου προς όλες τις κατευθύνσεις και μία αδύναμη, μικρή, νευρική, αναποφάσιστη αν έπρεπε να χτυπά ή να σιωπήσει. Τις ένιωσα σαν να έβγαινε η μία μέσα απ’ την άλλη, σαν να εξαρτιόταν η μία από την άλλη.
Και η χαρά μου θα ήταν πολύ μεγάλη, θα έτρεμα πραγματικά από συγκίνηση και όχι από την κακομεταχείριση των πολλών στον σκελετό μου, αν ταυτόχρονα δεν είχα αισθανθεί τόσο μακριά την καρδιά και το σώμα εκείνου. Καθόταν δίπλα της και έβλεπα χιλιόμετρα να τους χωρίζουν, την κρατούσε αγκαλιά και τα σώματά τους δεν ταίριαξαν την ενέργειά τους ούτε μια στιγμή, τη φιλούσε κι έβλεπα το βλέμμα του να φεύγει μακριά αντί να χάνεται μέσα της. Νομίζω εκεί ράγισα. Εκεί έγειρε το ένα μου πόδι σαν ανακλαστική κίνηση. Κι εκείνοι θύμωσαν που το σκηνικό της σχέσης τους είχε χαλάσει για τη φωτογραφία και έφυγαν για το διπλανό παρκάκι, αφήνοντάς με μόνο και ανάπηρο, να περιμένω έναν εργάτη του Δήμου πριν μπορέσω να
αισθανθώ ξανά τη ζεστασιά κάποιου σώματος. Μάλλον δεν κατάλαβαν ότι ο χρόνος φθείρει. Όσο κι ο άνθρωπος.
Χθες ήρθε μόνη της. Με το ίδιο βιβλίο στο χέρι, το ίδιο άρωμα, τον ίδιο ήχο στο βάδισμα αλλά μόνη της. Χωρίς δεύτερο χτύπο καρδιάς μέσα της αλλά ούτε και έξω. Περίμενα ότι θα έβλεπα κι εκείνον, ότι θα έστριβε από τη γωνία όπως παλιά, ότι θα είχε πάει κάπου να παρκάρει και θα την έβρισκε στο γνωστό τους σημείο, όπως κάνουν όλα τα παντρεμένα ζευγάρια. Αλλά εκείνη δε φαινόταν να τον περιμένει. Κάθισε πάνω μου, άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει. Η πτώση του Οίκου των Άσερ. Σημείωνε λέξεις και φράσεις με το στυλό της. Ρωγμή. Αυτή ήταν η λέξη που σημείωσε. Μία ρωγμή στον τοίχο, ασήμαντη, αόρατη σχεδόν από μακριά, απόλυτα εξηγήσιμη από τον χρόνο και την πάλη με τα καιρικά φαινόμενα. Υπογράμμισε όλη την τελευταία φράση του βιβλίου, το ακούμπησε απαλά πάνω μου ίσα για να με ταράξει κι έφυγε αργά, παρόλο που θα ορκιζόμουν -αν μπορεί ένα παγκάκι να ορκίζεται- ότι τον είχε δει να πλησιάζει.
Δεν της φώναξε ούτε εκείνος. Δεν της μίλησε, δεν την ακολούθησε. Κάθισε απλώς πάνω μου, αποδεικνύοντας την ουσία της ύπαρξής μου: να φιλοξενώ διαδοχικά γλουτούς που βρέθηκαν εκεί μόνο για να ξεκουράσουν σώματα και μυαλά. Άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να το διαβάζει. Ένιωσα την ανάσα του να βαραίνει, το βλέμμα να σκληραίνει πάνω στις υπογραμμισμένες λέξεις σαν τρένο που αγωνίζεται να μείνει στην τροχιά του πάνω σε στροφή. Το διάβασε όλο. Κατάπιε και την τελευταία υπογραμμισμένη πρόταση. Σκάλωσε σε κάθε τελεία, υπέφερε σε κάθε λέξη. Όταν τελείωσε η σιωπή μέσα του, ήταν τόσο πυκνή που άκουσα καθαρά το σπίτι να γκρεμίζεται συθέμελα στο μυαλό του. Από μια ρωγμή. Μια τόση δα μικρή ρωγμή που σχεδόν δε φαινόταν.
Όταν έφυγε, δεν πήρε το βιβλίο μαζί. Το άφησε πάνω μου εκεί ακριβώς που το είχε βρει. Εξάλλου οι άνθρωποι δε συνηθίζουν να παίρνουν μαζί τους τα συντρίμμια όταν φεύγουν. Το βιβλίο έμεινε εκεί για να το βρει ο καινούργιος νεαρός με το σκισμένο στο γόνατο μπλουτζίν και το σκουλαρίκι στο αυτί, που πρόλαβε να διαβάσει μέχρι τη μέση ώσπου να τον κόψει μια σφιχτή αγκαλιά. Αυτός, που στιγμές αργότερα έφυγε, κρατώντας σφιχτά το κορίτσι με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και το βιβλίο στο άλλο χέρι. Δεν ξέρω αν τελείωσε ποτέ την ιστορία. Δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Ο Δημήτρης Αλεξίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Αποφοίτησε από το 1ο Πειραματικό Λύκειο (τα Πλακιώτικα χρόνια του) και σπούδασε στη Νομική Σχολή (τα χρόνια της εσωτερική πάλης μεταξύ Κολωνακίου και Εξαρχείων). Είναι 30 χρόνια χορευτής στον Όμιλο Χορών «Ελένη Τσαούλη» (Τα
κουκακιώτικα χρόνια). Είναι δικηγόρος στην Αθήνα και, όποτε δε δουλεύει, ζει με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του στη Σκύρο. Είναι συνειδητοποιημένος Bookcrosser, ερασιτέχνης ζαχαροπλάστης και αθεράπευτα αισιόδοξος. Έχει γράψει τρία βιβλία: «Πικρά κεράσια» (2008), «Αμαρτωλά θαύματα» (2010),
«Αλάτι κόκκινο» (2012), όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Ξεκινήστε τις "ιστορίες από το παγκάκι" από την αρχή, εδώ.